Οι σκέψεις μου για την ποιητική συλλογή του Δ. Π. Παπαδίτσα με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατό του στις 22/4/87.
Γνωστός είναι ο μύθος του πανέμορφου νεαρού βοσκού ή κυνηγού, που τον ερωτεύθηκε η Σελήνη και τον επισκεπτόταν κάθε νύχτα στο σπήλαιο του Λάτμου στην Μικρά Ασία. Για να τον βρίσκει και να τον φιλεί στην σπηλιά, του χάρισε τον αιώνιο ύπνο. Μετά ο Ύπνος, που επίσης τον αγάπησε, του έδωσε την δυνατότητα να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, ενώ κατά τα σχόλια στον Απολλώνιο τον Ρόδιο πήρε το δώρο από τον Δία, ώστε να ορίζει τον θάνατό του.
Όμως τι σχέση μπορεί να έχει ο Ενδυμίων με την ποιητική σύνθεση του ποιητή, όπου κανένα στοιχείο του μύθου δεν αναφέρεται; Ξεπερνώντας τα εξωτερικά γνωρίσματα, ο ποιητής κρατά μόνον την ουσία: την δυνατότητα του ύπνου με τα μάτια ανοιχτά. Η ποιητική σύνθεση βρίθει σπανίων και πρωτοτύπων εικόνων που εκτυλίσσονται στα μάτια μας με έναν χειμαρρώδη λόγο. Έναν λόγο που πολλάκις προσκρούει σε τείχος σκληρό, θα λέγαμε ακατανόητο και ακαταλαβίστικο, τελείως προσωπικό, ώστε να μην υπάρχει χαραμάδα για να εισχωρήσει η κατανόηση του αναγνώστη. Ναι, έτσι φαίνεται αρχικώς.
Όμως ο τίτλος Όπως ο Ενδυμίων, με προτασσόμενο το τροπικό επίρρημα «όπως» δηλοί τον τρόπο του Ενδυμίωνος. Μπορεί οι εικόνες και οι έννοιες να φαίνονται μη λογικές, δεν θέλουμε να πούμε υπερρεαλιστικές, διότι αυτός είναι όρος που τον αρνιόταν και ο ίδιος ο ποιητής. «Επανειλημμένα έχω δηλώσει με ομιλίες, συνεντεύξεις και θεωρητικά μου κείμενα, ότι δεν είμαι υπερρεαλιστής» [1].
Στο πεζό σημείωμα του Δ. Παπαδίτσα «το ποίημα-άνοιγμα» [2] η πραγματικότητα δεν είναι μια σταθερά κατάσταση αλλά κίνηση. Έχει διαλεκτική.
«Μέσα από το ποίημα-άνοιγμα αποκαλύπτεται μια άλλη πραγματικότητα. Δεν είναι η πραγματικότητα των υπερρεαλιστών που έχει σαν υπόβαθρό της το όνειρο και το τυχαίο παιχνίδι της φαντασίας και της σκέψης, ούτε η πραγματικότητα-σύγκρουση του μαρξισμού και των φροϋδοϋπαρξιακών. Είναι η πραγματικότητα που αναλάμπει μέσα στην ασάλευτη ροϊκότητά της και ελευθερώνεται από τον κλοιό του βιολογικού μας “μέτρου”, που περνάει τις δονήσεις της μέσα σε έναν στίχο, σε έναν αριθμό, σε μια λέξη, σε έναν σπόρο. Η πραγματικότητα που τελικά κάνει το ποίημα άνοιγμα πύλη ή –ας πούμε– μεμβράνη ώσμωσης ανάμεσα στο ποιητικό γίγνεσθαι και στα οροθετημένα από την καθημερινή μας εμπειρία πράγματα η συμβάντα».
Στο έργο Όπως ο Ενδυμίων υποβόσκει αυτή η αναλάμπουσα πραγματικότητα.
Οι εικόνες και οι σκέψεις της συγκεκριμένης συλλογής φαίνονται μη ορθολογικές αλλά στο βάθος έχουν ιδία λογική, διότι στηρίζονται στον ύπνο με τα μάτια ανοιχτά, στον ύπνο που είναι μέσα στο μυαλό κατά τον ποιητή, σε έναν νέο κώδικα δηλαδή, σε μια νέα κατάσταση, σε αυτήν που γνωρίζουμε την ποιότητά της στον μισο-ύπνο η μισοξύπνιο μας, στο λαγο-κοίμισμα η λαγόμορφο ύπνο, στον ενσυναίσθητο ύπνο, που κατά την διάρκειά του παρελαύνουν έγχρωμες εικόνες, φαντασιώσεις, οράματα, σπερματικές καταστάσεις, όλες αχρονολόγητες, τυλιγμένες στην υφή της στιγμής, που χάνεται και δεν επανέρχεται ποτέ η ίδια. Μόνον μια άλλη στιγμή. Ο ποιητικός Ενδυμίων, με τον τρόπο που διαχειρίζεται τον ύπνο του, όχι μόνον επιδέχεται αλλά και επιβάλλει τέτοιες παράδοξες εικόνες και σκέψεις.
Όπως σε ολόκληρη την ποίηση του Δ. Π. Παπαδίτσα, έτσι κι εδώ ξαναβρίσκουμε τους βασικούς άξονες, τις θεμελιώδεις ιδέες [3], όπου κρηπιδώνεται η έμπνευσή του.
Η αφοριστική του σκέψη πρωτίστως στην οποία δεν διαγράφονται με σαφήνεια τα όρια αρχής, μέσης και τέλους, αλλά γίνεται μια λαμπερή και ταχυτάτη διαδοχή σημείων, όπου η κεντρική γραμμή φαινομενικώς διασπάται, ενούται, φθείρεται, αναγεννάται και αυτοαναιρείται.
Επίσης η δυναμική των ποιητικών εικόνων του, οι οποίες έχουν την μαγεία του μιγαδικού αριθμού: είναι σύνθεση πραγματικού και φανταστικού. Είναι σαν να λέμε το α+βJ της ποίησης. Η μισή εικόνα φαίνεται, είναι κατανοητή, ενώ η άλλη μισή βρίσκεται κρυμμένη στον χώρο που ακόμη ονομάζουμε φαντασία. Έτσι υπονοείται ή παίρνει αναρίθμητες σημασίες.
«Ωραίο κορμί / Σφυρίζουν τα τρυπάνια σου κι ανοίγουν αμμουδιές απελπισμένες / Σε γράφουν με ίσκιους οι αλμυρές καμάρες στη λιακάδα / Κι όπως σε γέρνει το σγουρό μαϊστράλι χύνονται τα πυρά / μαλλιά / Σαν εκατό κατσίκια που καταποντίζει στο σκοτάδι / Ένα φανάρι», ή «Τώρα με ιονισμένα δάκρυα και κεφάλι περασμένο σε κλωστές / ονείρων βγάζω φως / Και το ανεβαίνω όπως η αράχνη το νήμα της / Και δε θέλω το πρώτο βήμα μου αλλού να μην απαλυνθεί / από ένα ουράνιο βρύο και μιαν ανάερη κάθοδο / σε μαλακούς ασημένιους δίσκους».
Η επιστημονική σκέψη και γνώση του ποιητή ενσωματώνεται σε λαμπερούς στίχους, γεννώντας έτσι μια σπάνια ποιητική, χημική ένωση. Ο Ενδυμίων του είναι πλασμένος από κύμα και πυρίτιο. «Φως ελευθερωμένο απ’ τους κρουνούς του όταν βαθιά / ξοδεύεται πρώτη φορά /σε αγγειοβριθείς ενώσεις / Όπου ο δεσμός και η άλυσος του νίτρου με τη φύτρα μας / ξυπνούν απ’ το βαθύ της ύπνο την αξέχαστη σε όλα τα / μάτια Σίβυλλα // Που ό,τι έβαζε στο νου της ήταν δύναμη ασβέστης ωραιότης / Φύσημα κάφτρας του άγνωστου και ήχος».
Ο Ενδυμίων του ποιητή δηλώνει από τον πρώτο στίχο την αντινομία, που θα διασχίσει ολόκληρη την σύνθεση. Λέγει πως «Έξω ουρλιάζαν ζώα φανταστικά», μιλά για την παράξενη νύχτα και την άλλη νύχτα, για το ερωτικό αντικείμενο που διαλύεται σαν χαλκομανία, με μια διάλυση που ούτε ο ποιητής μπορεί να εντοπίσει. Εδώ ο έρωτας μετατρέπεται σε έναν ουροβόρο όφι, γνώστη της μοναξιάς και του θανάτου. Κυριαρχεί η αίσθηση του Μοναχικού, ο οποίος ακόμη και μέσα στο ξέφρενο πάθος του, δεν συντροφεύει με τον άλλο. «Έτσι όπως ήμουν εξουθενωμένος στα σαρανταεφτά μου χρόνια / με μια αγάπη τώρα να σαπίζει σ’ άγνωστα βαθουλώματα φιλιών» ή «ποτέ δεν μπόρεσα να σ’ ακούσω, σ’ άρπαξα απ’ την τύχη και / βύθιζα το πρόσωπό σου βαθιά μου».
Ο Ενδυμίων του ποιητή αναφέρεται στην φύση του τόπου μαγεμένος όταν λέγει: «Και το αρκαδικό ξημέρωμα ολημερίς τρέχει στα συντριβάνια», ή «Αυτή τη νύχτα και την άλλη νύχτα Αλφειέ τυλιγμένε στο / στέλεχός μου», ή «Θερίζει δάκρυα και άσπρους θανάτους που ζευγαρώνουν / το τσακάλι με το αηδόνι στην Μαντινεία και την Λοκρίδα». Θυμάται το πάτμιο βίωμα, την πατρίδα της «δάφνης και της βοσκής των αέρινων αρνιών», ενώ ο ύμνος για το ωραίο και βαθύ κορμί είναι μεγαλειώδης στο VII τμήμα της συλλογής. Με μεγίστη πρωτοτυπία στην σύλληψη είναι και το τμήμα XIV, όπου κάθε στίχος εισάγεται με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «ούτε», με έναν αποφατικό τρόπο, στηριγμένον σε μια εκδοχή αρχής, κάπως τροποποιημένης, που συναντάμε στην τυπική λογική (η αρχή της του τρίτου αποκλίσεως).
«Ούτε ακούγεται ούτε δεν ακούγεται / Ούτε φαίνεται ούτε δεν φαίνεται μέσα στο μάτι και το αυτί / Η χαρά μιας όχθης...»
Εντόνως φαίνεται στην συλλογή και η ιδέα της αλληλοαλλοίωσης, η αλληλεπίδραση δηλαδή υποκειμένου και αντικειμένου: αυτού που φθείρει και συγχρόνως φθείρεται από αυτό που φθείρει. Ιδέα που τελικώς εκφράζει το αδιαχώριστο των πραγμάτων και την κοινή τους καταγωγή. «Αυτή τη νύχτα και την άλλη νύχτα ζέοντος μεσημεριού / έχω ξυπνήσει ένας μαγνήτης / που χάνεται μέσα στα μέταλλα που τραβάει».
Από όλες όμως τις θεμελιώδεις ιδέες στην ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα, αυτή του απρόβλεπτου και της μοίρας σηματοδοτεί το Όπως ο Ενδυμίων. Σκέψεις διατυπωμένες σε στίχους, που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν θεωρήματα. Αυτά τα αφοριστικά, ποιητικά τμήματα, είναι και η κεντρική ιδέα, το νευραλγικό σημείο της σύνθεσης: το απρόβλεπτο! Όπως έχω ξαναγράψει, αυτό το απρόβλεπτο, το πέρα από τα αξιώματα και θεωρήματα μυστικό, το πέρα από τις πιθανότητες του νου, γίνεται για την ανθρώπινη ζωή το πρόσωπο μιας μοίρας. Ο ποιητής φαίνεται πως δέχεται το πεπρωμένο, αφού πρώτα εξαντλήσει κάθε νοητική πιθανότητα, και επισημαίνει την παρουσία του μόνον σε αδιεξοδικές στιγμές. Στον Παπαδίτσα υπάρχει μια δυνατότητα διαφυγής, προτού δεχθεί την ιδέα του απρόβλεπτου στην μοίρα ή στην πρόνοια. Αυτό το απρόβλεπτο μοιάζει κάπως με το πλατωνικό «εξαίφνης», με την «στιγμή» του Κίκεργκορ ή με το νιτσεϊκό «δευτερόλεπτο του ξαφνικού».
«Όμως εγώ ήμουν η ατσάλινη τρίχα ρολογιού και σήμαινα το απρόβλεπτο πάνω απ’ την σκέπη ενός θεωρήματος».
Συγκλονιστικός στίχος, θαυμάσιας αφοριστικότητας σε νόημα και εικόνα. Η ατσάλινη τρίχα του ρολογιού γίνεται η δύναμη του απρόβλεπτου, το ίδιο το απρόβλεπτο, που κανένα θεώρημα δεν προμαντεύει. Αυτός ο στίχος είναι ο πρώτος άξονας της κυρίας ιδέας με δεύτερο τον άλλο στίχο, που συμπληρώνει τον προηγούμενο: «όπου προελαύνει ο πίδακας του πεπρωμένου / ο ρεμβασμός ουδέποτε γεννήθηκε». Άποψη και θέση καθαρά ελληνική, που μολονότι δέχεται την έννοια της μοίρας, πιστεύει ακραδάντως στον Ρεμβασμό.
Σημειώσεις
[1] Δ. Π. Παπαδίτσα, Ως δι’ εσόπτρου, (σκέψεις, αποσπάσματα, σχεδιάσματα, απαντήσεις), εκδόσεις Αστρολάβος / Ευθύνη, 1989
[2] Δ. Π. Παπαδίτσα, Άπαντα, (προλογικό σημείωμα στην «Εναντιοδρομία» [1977] «Το ποίημα-άνοιγμα», εκδόσεις Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, 1997
[3] Ελένη Λαδιά, Ο αγαπημένος του Όντος –Κείμενα για την ποίηση του Δ. Π. Παπαδίτσα, εκδόσεις Λογείον 2011
[2017
Πηγή]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου