Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Κ.Π. Καβάφης: Στις σκάλες



Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.

Aλλά κρυφθήκαμε κ’ οι δυο μας ταραγμένοι.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Cleonice Rainho: A Pipa e o Vento (Ο άνεμος κι ο χαρταετός)




Προλογίζει και μεταφράζει ο Δαρείος Ακύλας

Η Κλεονίσε Ραΐνιο (1919-2012), βραβευμένη βραζιλιάνα ποιήτρια και ακαδημαϊκός με πλούσια παραγωγή, είναι η δημιουργός και του παρακάτω ποιήματος. Αν και το στιχούργημα αποτελεί δείγμα παιδικής ποίησης, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το ερωτικό μοτίβο στο οποίο καταφεύγει η συγγραφέας. Ο θηλυκού γένους χαρταετός στα πορτογαλικά (a pipa) -βασική λεπτομέρεια που δεν μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά εκτός κι αν επιλεγεί ο όρος «σαΐτα»- ανυψώνεται στον ουρανό χάρη στον δυνατό άνεμο (o vento). Το γοητευτικό παιχνίδισμα των δύο ηρώων, που προκύπτει από το «δέσιμο» του άυλου με το υλικό στοιχείο, οδηγεί -μοιραία- στην εύμορφη κατάσταση της ευτυχίας. Ο άνεμος «ελέγχει» τον αετό και το χάρτινο -και άρα ευαίσθητο- κατασκεύασμα χαίρεται που τον έχει οδηγό. Στο τέλος του ποιήματος κρύβεται μία ευχή: να μην χωρίσουν μέχρι το απόλυτο ύψος του ουρανού -φτάνει να το θέλουν ο καιρός και η στιγμή.



A Pipa e o Vento                                                       Ο Άνεμος κι ο Χαρταετός

                        Cleonice Rainho                                                                       μτφ. Δαρείος Ακύλας

         Aprumo a máquina,                                                        Κρατώ με δύναμη ζύγι και σκοινί
         dou linha à pipa                                                               αφήνω ο χαρταετός να φύγει ευθύς
         e ela sobe alto                                                                   και να που υψώνεται πέρα μακριά
         pela força do vento.                                                         χάρη στον άνεμο που φυσάει δυνατά.
         O vento é feliz                                                                   Είναι ο άνεμος τόσο ευτυχής
         porque leva a pipa,                                                          τον αετό στα χεριά του κρατεί
         a pipa é feliz                                                                      ο χαρταετός κι εκείνος ευτυχής
         porque tem o vento.                                                        γιατί είναι με τον άνεμο μαζί.
         Se tudo correr bem,                                                         Κι αν έρθουν όλα βολικά,
         pipa e vento,                                                                      αέρας κι αϊτός μαζί,
         num lindo momento,                                                      κάποια όμορφη στιγμή,
         vão chegar ao céu.                                                            θα λήξουν στον παράδεισο
                                                                                                      και τη δική τους εκδρομή.


Πηγές
Ποίημα: https://peregrinacultural.wordpress.com/2009/01/09/a-pipa-e-o-vento-poesia-de-cleonice-rainho/
Βιογραφικά: http://artculturalbrasil.blogspot.gr/2009/02/cleonice-rainho.html


Η Μάτση Χατζηλαζάρου απαγγέλλει: Αντίστροφη αφιέρωση







Για κείνον με την αντρίκια φωνή-ματιά και με χέρια μεγάλες φτερούγες που δεν τις ξεχνάω το απόγεμα είπες τριάντα χρόνια σε περίμενα κι ένιωσα πρώτη φορά «le vierge le vivace et le bel aujourd’hui» μετά έντονος αέρας αγάπης άνοιξε διάπλατα ένα παράθυρο μέσα μου και μπήκανε μεγάλες σταγόνες αγαλλίασης καθώς ο νοτιάς έστριβε βουίζοντας απ’ τη γωνιά της καρδιάς μου το σώμα είναι χώμα διψασμένο από σένα έμαθε τις πλημμύρες του έρωτα πολλά νομίζω θα μιλήσω τώρα πολλά που φύλαγα σε μια κρυψώνα θα τ’ απλώσω εδώ όσο μπορώ καλύτερα και ό, τι θέλει ας γενεί στοές θα σκάψω κάτω πάνω μέσα απ’ τα λόγια τι συνεννόηση θα' χουμε αλλιώτικα ήρθανε βλέπεις κι έδεσαν στις δικές μας σημαδούρες ξένοι με διαφορετικές γλώσσες πως τρυπώνω τα χέρια μου παραμάσχαλα αναμένοντάς σε τις νύχτες όταν κρυώνω έτσι αυτή τη στιγμή έχωσα εδώ και θα χώνω αλλού λέξεις κλεμμένες ή δικές μου που σου αρέσανε για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου πάλι ό, τι βρω δικό σου θα το φάω θα το τραγανίσω θα το καταπιώ ώσπου μιαν ώρα μες στο λιοπύρι θα μου βγει αχνός ίδρωτας πάνω απ’ το στόμα θα’ θελα ν’ ακουμπήσω δίπλα σου κι άλλα της εκλογής μου μέρη μέρη διάσπαρτα με ασφόδελους ή μεγάλες άγριες μαργαρίτες και πιο πέρα έναν τεράστιο κέδρο του Λίβανου αλλού πάλι να’ χει αμμόλοφους με σπόνδυλους από δωρικές κολόνες αραδιασμένους χάμω θα’ σου έρθει κείνο το κυβικό κλουβί που σου' χω τάξει με μικρά κόκκινα γαρίφαλα μέσα να πετάνε πέρα δώθε τραγουδώντας φλογερά και σαν λαχανιάζω από τον πολύ οίστρο θα’ θελα τότε οι κουβέντες μου να’ ναι για σένα ξόμπλια όμοια με πέρδικας φτερά θα’ θελα μερικά από τ’ αστεία που μαζί ξαναφέρναμε (α εκείνες οι συμπαιγνίες) να χαμογελάνε ακόμα με λακκούβες στην άκρη των χειλιών θα' θελα να είχαμε πάει οι δυο μας στην πόλη άλλοθι όλων των σύννεφων θα' θελα όταν τα σανίδια κάτω στο πάτωμα τρίζουνε ξαφνικά τη νύχτα την ίδια ώρα που τα έπιπλα και η κασέλα αντιλαλούν θα’ θελα να δημιουργείται το γνωστό έργο της συγκεκριμένης μουσικής που λέγεται «κοντσέρτο για έναν άνθρωπο μόνο» θα’ θελα εσένα που η καρδιά σου πιάνει από την διώρυγα του Μπέριγκ μέσα απ’ όλη τη Ρωσία και απ’ το φαράγγι Λονδίνο Παρίσι Γενεύη για να φτάσει ως το Αιγαίο θα’ θελα όποιοι και να’ ναι οι πόθοι που έχεις να σου τους φέρνει ο γέρο άνεμος μπροστά σου εκεί που στέκεις να πέφτουνε βροχή όπως τα βατράχια τα σαλιγκάρια και άλλα μικρά ζώα που μας έρχονται έτσι από μακρινές περιοχές υπερπόντιες να σε κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει βλέποντας τον εσαεί ευδαίμονα άντρα μαζί δεν λέγαμε ότι για την τύχη μας οι πόθοι σαν χορταίνουν άλλους πόθους γεννάνε

θα' θελα μα πόσο θα' θελα ναι θα' θελα αμέσως τώρα τώρα
     θέλω να ξεμαλλιάσω λίγο τη σύνταξη για να σε τραγουδήσω όπως
έμαθα στο Παρίσι

εσένα σ' έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ' έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ' ωρίμασε η θάλασσα
σ' ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m' abysses
tu m' oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ' έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ' έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ' έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ' αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
απ' τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-
γραμμά σου
tu m' es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t'ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ' έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ' έχω άρωμα έρωτα
σ' έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
λούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle chaleur
tu m' accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το' χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα' χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ

Γιώργος Σαραντάρης: Σήμερα πεθαίνω για σένα



Σήμερα πεθαίνω με αγάπη για σένα
κορίτσι που δεν γνωρίζω
παρθένα που δεν διαλέγω·
πεθαίνω με αγάπη για σένα
και σε διακρίνω ακριβή μου
μέσα στον έρωτά μου
από την άυλη μορφή
από το σώμα σου φίλο
και τα μάτια ανοιχτά
στη φωνή μου.

Γιώργος Σαραντάρης: Biancoceleste



Σὰν μιὰ σελήνη ἀπὸ ἕνα οὐρανὸ διαυγῆ
τὴν ὀμορφιά σου δέχομαι
δόξα στοῦς ὁρίζοντες τοῦ νοῦ,
κι ἁπλώνω σ' ἕνα καινούριο
παρθενικὸ διάστημα
θέαμα καθαρὸ
εὐτυχισμένη θέα.

1.7.1934

Οδυσσέας Ελύτης: Κόκκινο



Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας
Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη
Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.

Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει
Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ' αγκάθια
Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια
Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.

Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια
Της κλώστρας κοπελιάς
Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω»
Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου
Ο κόσμος θα 'ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι

Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.
Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας
Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς
Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου
Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.