Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Ερωτόκριτος Μωραΐτης: 400 Χρόνια Σαίξπηρ






Έκτωρ Κακναβάτος: Δικός μας άνθρωπος




Απ' έξω τίποτα το ιδιαίτερο,
όπως όλοι μας.
Δυο κάτω άκρα    δυο άνω.
Είκοσι δάχτυλα που εξημερώνονταν τον ύπνο.
Ο δείχτης ο μέσος ο αντίχειρας
στερεά γωνία
σαν έσμιγε η ψυχή με ίσκιους.
Κρανίο έγχορδο όπως όλοι μας.
Τα ζυγωματικά σε ασταθή ισορροπία
δείγμα ευαίσθητου μουσικολόγου.
Βάδιση κανονική.
Επάγγελμα δικτυωμένος μεταρσιωτής
νομικών προσώπων.
Φρονήματα ελαφρώς σπογγώδη ποδοσφαιρικά
σου λέω τέλειος·
καθόλα σύμφωνος με τις προδιαγραφές
του τεταρτογενούς, της αποστολικής μας
διακονίας,      δικός μας άνθρωπος...

Μόνο που -ώρα φεγγαράδας- βρε παιδί μου
εκείνη η διαφάνεια στο δέρμα του
φέγγιζε όλος από μέσα του αλλιώτικος
με τη χοάνη προς τα πάνω παραβολικός
το κεφάλι κάτω
τα πόδια  δ ι ε σ τ ώ τ α  τον ανήφορο
κέντρο συμμετρίας το δωδεκαδάχτυλο
σημείο πως κάποτε είτανε πηγάδι
το χέρι του χωμένο ως τον ώμο
στο λάρυγγα του φεγγαριού
έπαιρνε μηνύματα.

Ύστερα πόρτα πόρτα
πουλούσε σπέρμα πρωινό
και προσωπεία.

(1973)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Νέκυια ώρα πέντε




Ώρα τέσσερις οπή ευθυτενής
η λάμπα τελευταίο σκάφος
ο βραδυνός ανάπηρος Δεκέμβρης
κι ο μονοφυσίτης προκαθήμενος Σιλβέστρος
κρανίο χορτοφάγου
η μελαγχολία του άορνο μεθάνιο.
Πώς κάρφωνες λέξεις τα σιγμόληκτα
τα χειλικά τα ουρανισκόφωνα
πώς τα εφτά της συννεφιάς
ποιοι πυροτεχνουργοί
ποιες δρασκελιές στην Πύδνα
πώς το ιονισμένο χέρι μου
βαθιά χωμένο του Δεκέμβρη;

Ώρα πέντε χωράφι του Ταΰγετου
η τροχαλία
κάποιος Ιγνάθιο μ' έναν ταύρο
σφηνωμένον στ' αχαμνά του
ο τελευταίος που πέρασε με το σεντούκι
και πάει αυλάκι μέσα στη σιωπή
ίσα μέσ' στον Δεκέμβρη
φτυστός η ώρα πέντε.

Καχεξία δεινόσαυρων
μέσ' στο γυαλί άψυχο σκοτάδι
ανέβαινε την ξερολιθιά όλο γυριστές καμπύλες
κίσσα χαμήλωνε ως την πόρτα μας ο θάνατος
η πόρτα μας όλο νυχιές
ανάμεσα σε γυριστές καμπύλες
σκυφτή στο λάκκο πίνοντας, σύρμα οι φωνές
ξοπίσω η δίψα σκύλα.
Παραπατώντας ζύγωνε ο γέρο-Τειρεσίας
έπινε, εμίλειε ίσα που ν' ακούγεται:
Στην άλλη άκρη της Μεσόγειος σηκωθείτε...
με κάστορες βραδυάζει του Μισσισιππή
η ώρα πέντε...

Η οπή ευθυτενής
η λάμπα τελευταίο σκάφος
ο κάβο Ματαπάς     το σάπιο πόδι του
ένα πριόνι
το θεσσαλικό ρήμα  π ε τ σ ο κ ό β ω
κι ό,τι περίσσευε άλλο η ώρα πέντε.

(1973)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Οχιές (απόσπασμα)




[...]
Πώς πνίγεται ένα περήφανο θέωρημα
σε γλύνα γηπέδου βουλιάζοντας στο φλέμα;
Ω ποδοσφαιριστή Βαν Γκογκ
τι δίχτυα κίτρινα
τα πράσινά σου τι φανέλλες, οι ντρίπλες σου
τα λουλακιά οι σφυρίχτρες
η πιστολιά σου πρώτο ημίχρονο...
...πού τρώνε κάρβουνο;
ποιος πίνει το κατράμι ποιος γελά;
Λέω το πρόβλημα: το σκούρο αν είμαι
πέτρωμα με τόσο θάνατο.

Στο πλάι μου, πέρα βρέχει, ο ατάραχος.
Γενιά γενιά σταράκι άσπρο
πήρε πάλι των αμύγδαλων των πικρομάραθων
να πρασινίζει· ωραία περνάμε...

Ω χάος που πλαγιάζεις με θεό από μαυρολίθαρο,
οχτώ ταχύτητες του λιοπυριού ή πλοίο
φουνταρισμένο κάτω από πέτσινη ομπρέλλα
ξερνώντας όστιες κι αρμύρες είναι η τρέλα μου
είναι το άσπρο μαντολίνο της γεωμετρίας
είμαι εγώ του λιοπυριού το αρμόνιο
η όστια η πιστολιά στο πρώτο ημίχρονο
εγώ το σκούρο πέτρωμα
με τους θανάτους.

(1973)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Πάσχιζε να γενεί σειρήτι




Αγύριστο κεφάλι.
Κεραμιδί των δευτερολέφτων,
με τη φεγγοβολή
ψυχοπαράδινε μέσ' στα χαλίκια.

Δεκάξη αγέρηδες
χορεύοντας με τα μαχαίρια γύρω του
κι αυτός ν' αδειάζει όπως η λέξη πέρυσι·
ύστερις γύψος και στρατσόχαρτο
τζιτζίκι γυάλινος ή σύρτης της ορθοδοξίας.

Χαμηλότερα που εδράζεται ο αριθμός
Μεσολόγγι
σώπαινε ανεβαίνοντας υψόμετρα τη νόηση
πάσχιζε να γενεί σειρήτι του Γαλαξειδιού
ή παιδικό καΐκι
σαν τότε που ο κάβος μόνος του ελύνονταν
της πρύμνης κ' εγλύστραε μέσ' στα νερά
κ' έφευγε κατάρτι η ψυχή σου.

Πώς κυλιέται ύστερις σα σκοινί στα χώματα
λίγο πριν γίνει χτύπος της φλεβός
το απομεσήμερο; Έτσι έλυωνε.
Έτσι έφτασε στο επιχείρημα:
πως τάχα εγώ,
η Μυκηναϊκή μοτοσυκλέτα των σφαγείων
όπου να 'ναι σέρνω την περόνη
ανατινάζεται η κόκκινη η κίτρινη
η χρυσαφιά
από εκατό σημαίες Μακκαβαίων
ασήκωτη σε τρίγωνα σαν μαστός αρχαίος.

Να, μ' αυτά και τέτοια έμεινε μ' ένα πόδι
στις πορείες
κι από φτούνο μοναχά η πατούσα
το μεγάλο δάχτυλο πελώριο
σα μέγγενη καρτεσιανή ή σκυλί ψόφιο
που αιωρείται.

(1973)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Έκτωρ Κακναβάτος: Ανασκαφή




Η λέξη Κέα καταύγαζε το πέλαγο.
Ο τάφος θολωτός. Η λέξη Κέα.
Αλειμμένος λάδι επικούρειος
νυν λιθάνθρακας
φώταε ακόμα ίσα που να βλέπει
που να μη μιλεί
να λιώνει.
Το δαχτυλίδι άφαντο.
Δυο ελληνιστικά εικοσιτετράωρα
τα τελευταία του Αμύντα
λίγα κτερίσματα όχι σπάνια
και κάτι κρύσταλλοι ουρικού οξέος
μια φιάλη, υπογραφή Δομέτιος.
Δε λέγεται η λύπη των αξίνων…
Ω ποίηση κεραμουργία με φωνήεντα
έφευγες σφαίρα στον αυτοκινητόδρομο
πιο πολύ αιώρα η Σέριφος
αντίπετρα τα χάη κ’ εγώ το σείστρο.

(1973)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Μέρες του ορθού λόγου




Ικέτευε
στην πρώτη ντουφεκιά
να φύγουνε τα πράγματα
οι αγριόχηνες
οι παρενέργειες της λογικής,
εκεινα τα συνηρτημένα της: ισορροπίες,
ισορροπιστές
ο αμφιθεατρικός εγκέφαλος κορυφαία
φάλαινα ολολύζοντας,
ξοπίσω άτροχος κινέζος η ευθύτης
άσπρο κερί το πρώτο μου αμάρτημα
η διαχρονική σημασία του οχτώ μέθοδος
πολιορκίας
τρία καρφιά σκουντώντας τη φωνή μου
η Αθηναϊκή ημιολία Άγιος Θεράπος
κ' εσείς το ψητοπωλείον η Λέσβος
ω εφηβεία κίτρινο λεωφορείο μου στις δέκα
ω αγία Τριάς των καταγμάτων
κ' η επόμενη τριάς:
οπλίσατε
πυροβολήσατε
πάλι οπλίσατε.
-Οιακιστή, γραμμή: Ίος, Οία, Σίκινος
βοήθεια...

Ξάφνου διαστρικόν ποδήλατον ή λαιμός
γεμάτος φλέβες οι πρωτόπλαστοι
ανέβαιναν τη μπόχα του μεσημεριού.
Ορεινός πριονιστής απ' το υπόγειο εσάλπιζε
λεηλασία
τα κουδούνια τότε
τα εξάγωνα
ο ξερός νότιος άνεμος
το πολυώνυμον τότε
ίσον μηδέν.
Γονατιστή εκλιπαρούσε η νύχτα: Μη, μη τον
Ιούλιο, το ματωμένο μου πουκάμισο.

Περνώ με χρώμιο τα πόδια μου
καννίβαλος απέναντι θερίζει το περίπτερο
χύνονται κάλυκες τα πεζοκεφαλαία στην
άσφαλτο
τα ευθέως επινεφρίδια μολύνονται.
Ίσως να 'ναι τούτο η εξέγερση που επίκειται
Ω Ιούνη αδέρφι από το πέλαγο
εσύ ο πρωραίος Αλεξανδρεύς
ο άλλοτε χρυσόχαρτο, ο κύλινδρος, γελάς.
Πότε να χτυπηθούμε να τελειώνουμε
μην προλάβει η αντιβίωση και λυώσει τους πυρήνες;

Μέρες του ορθού λόγου σακατεμμένου
από την κριτική του
παίρνει φωτιά το αερωθούμενο
περνώντας μέσα από την λύπη μου.

(1973)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Θεός ηλίθιος




Πώς του ήρθε να ελέγξει την κλόνιση
τον άψογο άξονα
την περιδίνιση της γης, έτσι έλεγε,
κι όλες τις νομιμοφροσύνες;
Άρχισε με κίτρινη κλωστή
στην άκρη ένα βαρίδι.
Βαθιά της άβυσσος εφέγγιζε,
γυάλινος ώμος οδαλίσκης,
ο νιοστός αιώνας·
μόνο το παράθυρο έδειξε να γέρνει λίγο
μιαν ανεπαίσθητη παρέκκλιση
ωσάν ωτακουστής
ή σα θεός ηλίθιος
στραμμένος βορεινά, χαμένος
μέσα σε απειροστά βλεννώδη.

Κάτω δεξιά είτανε πέντε ακριβώς.

Στρογγύλευε ο χρόνος όπως αφήνεται
στα γηρατειά
ή στο ρεύμα το χταπόδι
εκεί που κάποτε είτανε κεφάλι της Εκάβης.
Η οριζόντια γραμμή γυμνό του εργαστήριου
Η ήβη αδιάφορη λοφώδης
σαν μελανοδοχείο.

Ψηλά, μόνος του ο αμάραντος
αστρονομώντας.

(1973)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Φυτεία μαχαιριών



Πρώτο χάθηκε τ' αχνάρι μας·
όλη τη νύχτα με σηματωρούς έπινε κώνιο.
Γενιά που ανάθρωσκες με σπέρματα τεράτων
σα να 'τανε από μισό στρέμμα σκοτάδι
να βγάζεις μια και δυο φωνές και χίλιες
σ' εποχή ακοντισμού.

Έτρεμες στις βουνοπλαγιές που οι άλγεβρες καπνίζανε
και γδύνονταν το καλντερίμι τα φεγγάρια του
που έδινε το ένα του πλευρό να σώσει το άλλο
που η έχτη μέρα της δημιουργίας
αναρριχιόταν την κουφοξυλιά
κι ανέβαινε την αορτή
και που εκεί σφηνώθηκε...
Ρωτώντας πού κρύβεσαι ανατινάχτηκε
κ' εσύ δεν μπόρειες να ξεψυχίσεις.

Λοιπόν ιδού: Η επικράτεια της ευφυΐας
όλο σου δηλαδή το καταμεσήμερο
με πτήση προς Ελευθεράς
είναι ο άλλος συνωμότης.
Συνεχίστε τώρα οι άλλοι...

Λες κι αλέθανε σκοτάδι σε χερόμυλο
μπροστά του άλφα ο θόρυβος.
Ξάφνου γεννιόσουνα,
στη στιγμή εντός σου πέθαινες
τέτοια φούρια. Λοιπόν;
Τώρα ποιο σβώλο μαύρο χώμα θα πεις όνειρο
που ο ίσκιος σου στα πέρα του ομέγα
φυραίνει όλο γούβες πίσσα κίτρινος
του Αυγούστου;
Κι άλλο δεν είναι ανάμεσα σε εκκρεμή
από να λάμνεις και να μετράς ως το μηδέν
κατά που θα 'σαι η φυτεία των μαχαιριών
ή των μακαρισμών εκείνο το ιδιόμελο
που λέω αιώρα: φτάνει πια
παραδοθείτε σε νυχτερινό καρχαρία.

(1972)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Perfecta




Φιγούρα πλάι στον άνεμο με δυο θανάσιμα φεγγάρια.
Το που στέγαζες πράγματα
υστέρα που πάλι πράγματα
κ’ υστέρα που προχώρησες μέσα στα πράγματα
και που σαν έφτασες ως τους πυρήνες
δεν είχες άλλη κβάντωση.
Θυμόσουν μόνο τα χειρόκτια τα Επιφάνεια
την παρθένο αντιλόπη χαμένη μες στους πάγους
κ’ εκείνο το χαμόγελο στο φεγγίτη του μουσείου
σαν ειρωνική ημισέληνος, ποτέ αφή.
Ύστερα –είναι κι αυτός ό χρόνος βλέπεις
που χώνεται στα πόδια μας–
άνοιξε ή τρύπα στα ύφαλα
το μέγιστο ναυάγιο πολτώδες
σαν το εδώ και σαν το τώρα των αρχιερέων.

Πότε με τέτοια τελειότητα και πού
δοθήκανε στις μνήμες οι λεμβούχοι;

(1972)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Τροχιά




Τώρα μεσ’ απ’ το στήθος μου περνάς
με ανοίγματα ερημιάς
αφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μεσ’ από κοφίνια
που τα ξεπάτωσε η σιωπή,
αμνημόνευτη αλλιώς σ’ αυτούς τους τόπους.
Για κείνο το άσπρο ανάμεσα του τρία
και του τέσσερα χρεώθηκα βροχές
το αίμα δυο ασβών πίσω από σκοίνα
και μια γονυκλισία μέρες του Ακαθίστου,
να μην είναι θάνατος ούτε ενωμοτία
του Σεπτέμβρη
ούτε η μπόλια του μεσημεριού
απλωμένη ανάμεσα του ύπνου των αλόγων.
Έτσι θα περιμένεις Μάη Ιούλιο
ίσως και Αύγουστο
κάνε δυο δεκαετίες με κολεόπτερα και βάλε
μπορεί και αιώνα
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος
και γίνει φως και γίνει σκότος
ημέρα πρώτη της δημιουργίας.

(1972)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Διήγηση (απόσπασμα)




4
Τελευταίος γύρος οι εσχατιές. Εσύ που επέμενες θερίζοντας λογισμό και λόγο' εσύ θερίζοντας. Πέρα και πέρα ο χώρος άδειο σπίτι. Ένα ένα τού παίρνανε τα έπιπλα' αηδιασμένος παράδωσε στο τέλος και το μεγαλείο του. Τι παλιατζήδες. Εσύ επέμενες πως χάνει η αίσθηση αίμα συνέχεια. Αδύνατον να παραδεχτείς τι θα πει πεδιάδα.
Ξάφνου (ω δίοπε κάπου Νοέμβριος) στο κλιμακοστάσιο το κεφάλι κόπηκε. Σκαλί σκαλί από τον έκτο πήρε να κατρακυλά την επικράτεια. Στον πέμπτο με Ηράκλειτο εκπνέοντας. Στον τέταρτο με Ρωμανό. Στον τρίτο εκείνη η χάρτα του Ατλαντικού τα ασυνάρτητα για δικαιώματα, η διακήρυξη ως το δεύτερο. Στον πρώτο λίγα του Μακρυγιάννη ακόμα, ως το ισόγειο, έτσι. Εκεί με το ως πότε παληκάρια... ξεψύχησε. Αυτά.

(1972)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Απόγονος βραχογραφίας (απόσπασμα)




2
Άνυδρα εικοσιτετράωρα στο μάκρος
της ξερολιθιάς μάνα μου μάνα μου
κ' εσύ αχανής
μ' έξι φτερά ξοπίσω από κουρούνες.
Εγώ χαμένος στα πρανή μην ξέροντας
πάρεξ να πελεκώ αρχέτυπα
στη γλώσσα μου του θάμπους
την όψη μου είπες να φορώ των αρχαγγέλων.
Πότε; για ποιόν;
Και πού χωράω άτμητος
απόγονος βραχογραφίας;

(1971)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Νίκος Καρούζος: Ρομαντικός επίλογος




Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγκο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα …
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.


ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ (1969)




Ευριπίδης Κλεόπας: [οι κάβοι η θάλασσα]




Η'

οι κάβοι η θάλασσα
οι σιδεριές
μελαχρινά ψαράδικα
σφουγγάρια
                       ενάλιοι πληθυσμοί
χωρίς λιμάνι
χαϊδεύω τα φύκια μαλλιά σου
το κασσετόφωνο βαριά λαϊκά
καθώς αφρόσκονη οι βολβοί
                                                     των ματιών μου
αλάτι επιτραπέζιο
φεγγίζει φώσφορος στη θάλασσα
γυναίκες λαϊκές πνίγονται στο μώλο
κι ο πράσινος πάτος
μαύρες κηλίδες       σκιές ναυαγών
οι γλάροι σκέψεις
αφήνουν το μυαλό
κι η άμμος τα κίτρινα δάχτυλα.


ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΑ ΤΟΠΙΑ (1986)

Ευριπίδης Κλεόπας: [Τοπίο Ναπάλμ]




Ε'

Τοπίο Ναπάλμ
νυχτερινές βόμβες
κόκκινα χέρια
                       μεταϊστορικά
πυρηνική χλομάδα
η άβυσσος των προαστίων
κίτρινη βροχή
ενάλιοι συνοικισμοί
σαν λευκά χείλη
                            ουδέτερα
ομόφυλοι έρωτες
στις κοραλλιογενείς λεωφόρους
του μετρό
αλλόφυλοι εισβολείς
                                   εσπερινοί
γαλάζιοι
στους ποδοσφαιρικούς αγώνες
                                               ουράνιο 238
τρέχει απ' τα δάχτυλα
της μαρμάρινης
                             ομορφιάς σου.


ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΑ ΤΟΠΙΑ (1986)

Γιώργος Λάνθιμος






Γιώργος Σαραντάρης: Εσύ...




Εσύ, φίλη της ησυχίας μου,
Είσαι γυναίκα
και χαμογελάς

Είσαι σάρκα και ρέμβη
Κι αστράφτουνε τα δόντια σου ηδονή
Τα μάτια σου γαλάζιον ουρανό

Γιώργος Σαραντάρης: Σημειώσεις για ποίημα




Ένα αχλάδι ένα μήλο ένα ροδάκινο ένα πεπόνι
Το κορίτσι-αχλάδι το κορίτσι-μήλο το κορίτσι-ροδάκινο το κορίτσι-πεπόνι
Έτσι διαλέγω τους καρπούς και την τροφή μου έτσι
Τρώγω την ομορφιά τώρα νιώθω την φλούδα των γυναικών
Τώρα γνωρίζω την καρδιά των γυναικών
Τώρα που λιώνω τα βυζιά τους στο δικό μου στόμα
Κι αυτά ξαναγεννιούνται πάλι
Σαν τα κεράσια
Και σε άλλο στόμα πηγαίνουν
Αφράτα απύθμενα

Γιώργος Σαραντάρης: Με τον ύπνο μας




Με τον ύπνο μας γράφουμε τραγούδια που δεν διαβάζουμε παρά σε όσους δεν έχουνε αφτιά. Ψάχνουμε λόγια που να μπορεί κανείς να τα κρατήσει στη φούχτα του. Όξω περνάνε άνθρωποι, που κάνουν έναν περίεργο θόρυβο' άνθρωποι που μοιάζουν με ζώα όταν βγεις στο παράθυρο και τους μιλήσεις.
Μέσα στο νερό της θάλασσας τα ψάρια είναι τραγούδια όμοια με τα τραγούδια τα δικά μας' κι αν κάποτε πνιγούμε, κάτι απ' τη φωνή μας θ' ανακαλύψουμε στο βυθό της θάλασσας.

Γιώργος Σαραντάρης: Ανάμεσα σε δυο ύπνους...




Ανάμεσα σε δυο ύπνους βρήκα μια μικρούλα που με παρεκάλεσε να την πάρω μαζί μου. -Πού; της είπα. -Μη σε νοιάζει, μου απάντησε. Βάλε με στην τσέπη σου, και με κοιτάζεις ύστερα, όταν πάψει ο ύπνος. Η βροχή, ο πόλεμος θα περάσουν. Η αυγή θα μας συναντήσει ξύπνιους. Τότε θα κάτσω κάτω από το στόμα σου, όπως κάτω από μια βρύση.

Έκτωρ Κακναβάτος: Λέγοντας πέτρες




Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
Αρχή-αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
…χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο·
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.

(1969)

ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)


Έκτωρ Κακναβάτος: Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο




Ο στόμφος εκούρασε· σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ώς την παραμόρφωση·
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με του αστούς μακάρια πια
παρακμάζει· σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
–συγγνώμη· ποιός τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις· λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…

Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφικτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τί θ’ ακουστεί;
Ποιός τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;

Αφήνω που, αυτό μας έλλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.

(1968)

ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)


Έκτωρ Κακναβάτος: Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο




Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.

Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.

Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τέλειωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.

Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.

(1968)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Εξόν τα τζιτζίκια




Ούτε γι’ αυτό που σε γοήτευε,
το κανελί της φρυγμένης γης,
και πρόσφατα που στέγνωνε με τα τζιτζίκια
λήγοντας του αυγούστου.
Ούτε γι’ αυτό ρωτάς
κι ούτε για τίποτα.
Ποιός ν’ απαντήσει άλλωστε από την αίσθηση
ερήμωσε κ’ η όχθη ετούτη.
Κι ίσως γι’ αυτό να είσαι το χαλίκι
που βρήκε η λύπη μου σαν ήταν φεγγαρόφωτο
σε μονοπάτια
και μόνο της αράχνης η καρδιά ακούγονταν
βαθιά στο χώμα.
Ύστερα εσχίστη κι άνοιξε.
Το γέλιο του ένα μανιτάρι
πέρα ως την άκρη τ’ ουρανού.
Ο τρόμος κάτω βιαστικός έπνιγε τα έμβια
εις διαταγήν Ηρώδη Αντίπα.

Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν
Πέφτοντας στην πύλη του αυγούστου.

(1968)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Θαυμαστικό Από Χαρτί




Οι φωνές
τα φυτικά τα ενάλια
τα παρασυμπαθητικά σου
όταν φυσάει εκείνος ο εκδικητικός άνεμος
κι αφήνεται στην τύχη του το κοβάλτιο
ρεμβώδες
οι μύστες κι άλλα ραδιενεργά πολύεδρα
οι φρένες σου ασταμάτητες κ’ η διαδήλωση
μισή αφίσσα, πες λεμονοδάσος μέσα σου,
η άλλη μισή το κάτι σάπιο της Δανίας
οι χειρονομίες των άπληστων που εισάγονται
στα γενικά έξοδα με ιεροπραξίες
πιάνεσαι στα δίκρανα
χορωδίες αχινών καγχάζουν
κ’ οι Διάκριοι.
Πώς αντέχεις;

Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι
κερδίζουν λένε την τοξίνη τους
κι άλλα τέτοια που υπάρχουν
ίσα για να στέκεσαι στα πόδια σου.

Το κύκλωμά σου με τα πράγματα
η συστροφή του
η λογική του κυκλώματος
η ανάγκη για είδωλο
σαν πεινάς την αίσθηση
έστω σαρκώδης όπως συγκεντρωτικός φακός
έστω εντερική
κ’ εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί
που σου επιφυλάσσουνε
στο τέλος.

(1967)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Η όψη σου όταν ρωτάς




Θυμήσου· το μαχαίρι μου ασκείται
συνέχεια στο δίκαιον.
Ρωτάς για τη ρωγμή στον τοίχο
που στάζει τόν αμίλητο.
Ρωτάς για έξοδο, για τη ρωγμή σου.
Η όψη σου όταν ρωτάς νησί της άβυσσος.
Πως σέρνεσαι με τη λαβωματιά σε θάμνα
κι αχνάρια πίσω του τά αίματα;

Αυτό που τρίζει μέσα στη σιωπή
είναι το μονοπάτι σου
που τώρα μόνο του πάει και πάει.

(1967)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Φωνή μου ράτσα υψικάμινου




Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς·
κι ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ' τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις· φτύσ' τους.

Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.

(1967)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Έκτωρ Κακναβάτος: Ρήγμα στον κρόταφο




Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ' της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικά μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ' εκκλησιές κρυφές.

Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ' τή ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.

(1967)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)

Λευτέρης Πούλιος: Τελικό




Τώρα γυρίζω στη στη σιωπή.
Η φυσική μου φωνή παίρνει τη θέση της
ανάμεσα στα στοιχεία.
Σιωπή όμοια με θάλασσα, όπως όλα τα ποτάμια
ξαναγυρίζω σε σένα.
Χύνομαι στ' αφρισμένα σου πόδια
Σήμερα στο στόμα σου έρχομαι σήμερα
στην πλατιά αγκαλιά σου.
Ούτε στο γλοιώδικο βάτραχο, ούτε το καμένο αστέρι,
ούτε στο φλύαρο άνεμο παρέδωσα το σεπτό μυστικό σου.
Διαπέρασα κάθε χώμα, παρέσυρα κάθε φράγμα,
διατηρούσα το δικό μου βυθισμένο αγκωνάρι
και μέσα σ' αυτό η φωνή σου, δονούμενη.
Το αλάτι κι η πέστροφα χωρίζονται από σένα
και μοιράζουν την ωκεάνια σημαία σου στους ανθρώπους.
Επιστρέφω σε σένα μέχρι να ξαναμαζευτούν
οι ωριμασμένοι καρποί στη γη.


ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Λευτέρης Πούλιος: Ηθική




Ζωή με άλλες κινήσεις
συσκοτίζοντας τους εσωτερικούς χώρους.
Κανενός ανθρώπου η συνουσία δεν είναι ιερή
γιατί ο κόσμος είναι περισσότερο
αντιλογία στον ήλιο, παρά κατάφαση
κι ο πόθος μου ενός κλειστού λουλουδιού
τα μεσάνυχτα
που μέσα του κάθομαι μόνος
κι ονειρεύομαι.


ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Λευτέρης Πούλιος: Ποίημα που δεν ανέχεται τίτλο




Πιωμένος κι ευτυχισμένος παταπατάω απόψε
στα κατεψυγμένα βαθουλώματα ανεξάντλητου κεφιού.
Άγρια γυμνασιοκόριτσα και ομοφυλόφιλοι νεαροί
σε αξούριστα δωμάτια με το δικαίωμά τους να ηδονίζονται
λικνίζονται σεξουαλικά σαν ανεμοδαρμένη φυλλωσιά.
Με κυκλώνει από παντού
μια ζωή από βρακιά.


ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Λευτέρης Πούλιος: Νυχτερινή ψαλμωδία




Τώρα αυτή η συγκεκριμένη ιέρεια του έρωτα
κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στον κακόφημο δρόμο
χαμένη σε μια χυδαία οχλαγωγία
πηγαίνοντας πάνω και κάτω
περιμένοντας με αμήχανα δάχτυλα στις γωνίες
ανακάλυψε πως όλα έχουν ξοφλήσει
είδε την εποχή σε αποσύνθεση.
Ανάμεσα στις από σάρκα και σπέρμα σκέψεις της
ιδιοποιείται την αίγλη μιας αποκάλυψης.


ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Mark Doty: To Jackson Pollock




Last night somebody murdered a young tree on Seventh Avenue
between 18th and 19th—only two in that block,
and just days ago we’d taken refreshment in the crisp and particular shade

of that young ginkgo’s tight leaves, its beauty and optimism,
though I didn’t think of that word until the snapped trunk this morning,
a broken broomstick discarded, and tell me what pleasure

could you take from that? Maybe I understand it,
the sudden surge of rage and the requirement of a gesture,
but this hour I place myself firmly on the side of thirst,

the sapling’s ambition to draw from the secret streams
beneath this city, to lift up our subterranean waters.
Power in a pointless scrawl now on the pavement.

Pollock, when he swung his wild arcs in the barn-air
by Accabonac, stripped away incident and detail till all
that was left was swing and fall and return,

austere rhythm deep down things, beautiful
because he’s subtracted the specific stub and pith,
this wreck on the too-hot pavement where scavengers

spread their secondhand books in the scalding sunlight.
Or maybe he didn’t. Erase it I mean: look into the fierce ellipse
of his preserved gesture, and hasn’t he swept up every bit,

all the busted and incomplete, half-finished and lost?
Alone in the grand rooms of last century’s heroic painters
—granted entrance, on an off day, to a museum

with nobody, thank you, this once nobody talking—
and for the first time I understood his huge canvases
were prayers. No matter to what. And silent as hell;

he rode the huge engine of his attention toward silence,
and silence emanated from them, and they would not take no
for an answer, though there is no other. Forget supplication,

beseechment, praise. Look down
into it, the smash-up swirl, oil and pigment and tree-shatter:
tumult in equilibrium.

Mark Doty: The Owner of the Night




interrogates whoever walks
this shadow-lane, this hour
not reserved for you: who

are you to enter it?
Orion’s head over heels
above the road, jewel-belt

flinting starlight
to fuel two eyes looking
down from the air:

beacons in reverse,
since light pours in
toward her appetite

until she wings her noiseless outline
between our rooftop and the stars,
over this door and all the doors

hidden in the grass:
dreaming voles,

firefly province,

wasps in the palace
they’ve hollowed under the hill.

Mole resting his face against his splayed hands.

Perch, blink. Pose
the evening’s question
to the sleepless

while the moon if there is one
scatters islands
on a field of ink. Who

maps this? The owner
of the night looks down
to mirror and admit the hours

before the upper vaults
begin to lighten and recede.
Did you hear what I said,

a face looks down from the night?
Did who hear me? Who
reads this page, who writes it?

Mark Doty: Homo Will Not Inherit




Downtown anywhere and between the roil
of bathhouse steam—up there the linens of joy
and shame must be laundered again and again,

all night—downtown anywhere
and between the column of feathering steam
unknotting itself thirty feet above the avenue’s

shimmered azaleas of gasoline,
between the steam and the ruin
of the Cinema Paree (marquee advertising

its own milky vacancy, broken showcases sealed,
ticketbooth a hostage wrapped in tape
and black plastic, captive in this zone

of blackfronted bars and bookstores
where there’s nothing to read
but longing’s repetitive texts,

where desire’s unpoliced, or nearly so)
someone’s posted a xeroxed headshot
of Jesus: permed, blonde, blurred at the edges

as though photographed through a greasy lens,
and inked beside him, in marker strokes:
HOMO WILL NOT INHERIT. Repent & be saved.

I’ll tell you what I’ll inherit: the margins
which have always been mine, downtown after hours
when there’s nothing left to buy,

the dreaming shops turned in on themselves,
seamless, intent on the perfection of display,
the bodegas and offices lined up, impenetrable:

edges no one wants, no one’s watching. Though
the borders of this shadow-zone (mirror and dream
of the shattered streets around it) are chartered

by the police, and they are required,
some nights, to redefine them. But not now, at twilight,
permission’s descending hour, early winter darkness

pillared by smoldering plumes. The public city’s
ledgered and locked, but the secret city’s boundless;
from which do these tumbling towers arise?

I’ll tell you what I’ll inherit: steam,
and the blinding symmetry of some towering man,
fifteen minutes of forgetfulness incarnate.

I’ve seen flame flicker around the edges of the body,
pentecostal, evidence of inhabitation.
And I have been possessed of the god myself,

I have been the temporary apparition
salving another, I have been his visitation, I say it
without arrogance, I have been an angel

for minutes at a time, and I have for hours
believed—without judgement, without condemnation—
that in each body, however obscured or recast,

is the divine body—common, habitable—
the way in a field of sunflowers
you can see every bloom’s

the multiple expression
of a single shining idea,
which is the face hammered into joy.

I’ll tell you what I’ll inherit:
stupidity, erasure, exile
inside the chalked lines of the police,

who must resemble what they punish,
the exile you require of me,
you who’s posted this invitation

to a heaven nobody wants.
You who must be patrolled,
who adore constraint, I’ll tell you

what I’ll inherit, not your pallid temple
but a real palace, the anticipated
and actual memory, the moment flooded

by skin and the knowledge of it,
the gesture and its description
—do I need to say it?—

the flesh and the word. And I’ll tell you,
you who can’t wait to abandon your body,
what you want me to, maybe something

like you’ve imagined, a dirty story:
Years ago, in the baths,
a man walked into the steam,

the gorgeous deep indigo of him gleaming,
solid tight flanks, the intricately ridged abdomen—
and after he invited me to his room,

nudging his key toward me,
as if perhaps I spoke another tongue
and required the plainest of gestures,

after we’d been, you understand,
worshipping a while in his church,
he said to me, I’m going to punish your mouth.

I can’t tell you what that did to me.
My shame was redeemed then;
I won’t need to burn in the afterlife.

It wasn’t that he hurt me,
more than that: the spirit’s transactions
are enacted now, here—no one needs

your eternity. This failing city’s
radiant as any we’ll ever know,
paved with oily rainbow, charred gates

jeweled with tags, swoops of letters
over letters, indecipherable as anything
written by desire. I’m not ashamed

to love Babylon’s scrawl. How could I be?
It’s written on my face as much as on
these walls. This city’s inescapable,

gorgeous, and on fire. I have my kingdom.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Θεοτόκης Ζερβός: Παραλλαγή




Πούθε γελάς και χάνεσαι
χάσμα λευκό της μνήμης


ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΑΣ (2016)

Θεοτόκης Ζερβός: Άσκηση λογοκλοπής




Πάρε ένα όνομα που να το ξέρω μόνο εγώ
με αυτό να σε καλώ μέσα στη νύχτα.


ΣΤΗ ΣΚΟΝΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΑΣ (2016)

Γιώργος Σαραντάρης: Ο ουρανός θα μιλήσει για μας




Ο ουρανός θα μιλήσει για μας
Όταν εμείς θα πιούμε το τραγούδι του θανάτου
Πάνω μας τα φτερά του θ’ απλωθούνε
Κι ο γλάρος όλος ο γλάρος του ονείρου
Θα σχίσει τον ορίζοντα
Η αυγή κ’ η δύση θα προσευχηθούνε
Και το σπαθί της άνοιξης θα μας πετάξει
Καρπούς στην αγκαλιά
Φλούδες από δέντρα
Για να βαστάξουμε τον ήλιο


6.7.1940

Γιῶργος Σαραντάρης: Τῆς Ὕπαρξης




Ὕπαρξη,
Δῶρο στὴν ἁγνή μας οὐσία
Γέλιο ποὺ χαράζει
Τὴν παντοτινὴ νύχτα
Πάνω στὶς λεῦκες
Ἀπαράτησε τὸ στεφάνι σου

Φέρε στὸ κοιμισμένο δάσος
Τὸ θρόισμα τοῦ ὀνείρου,
Ποὺ ἐμᾶς τοὺς σιωπηλοὺς
Ἐξύπνησε

Γιώργος Σαραντάρης: Μακριά κλαίνε τα σύννεφα





Μακριά κλαίνε τα σύννεφα
Όλος ο παράδεισος θρηνεί
Πελώρια παιδική ηλικία,
Πέφτουνε αναρίθμητα τα φτερά μας στο κενό

Στένεψε η αναπνοή του κόσμου
Γλίστησε η χαρά
Η ορμή των παιδιών μας
Στο χάος - αποκάλυψη
Και πάψαμε με βία το θόρυβό μας.

Γιώργος Σαραντάρης: Στίχοι που μου ήρθανε στη γέφυρα ενός βαποριού




Ραγδαία θα σβήσουμε, όλοι θα πεθάνουμε

Ο εφιάλτης με τα κύματα στον ώμο

Μεταφράζω τη θάλασσα βιαστικά

Δεν υπάρχουν ζώα φυτά ορυκτά
Δεν υπάρχει παρά ο άνθρωπος
Που δεν είναι ο θνητός εκείνος!

Όλα τα ποιήματά μου θίγονται από τον ουρανό
Που όμως δεν σαλεύει
Δεν επιθυμεί
Δεν χαϊδεύει τη θάλασσα

Ο ουρανός μας που δεν έχει σχήμα.

Γιώργος Σαραντάρης: Αόρατοι κατοικούμε σε μια μουσική




Αόρατοι κατοικούμε σε μια μουσική
Σε μια μεγάλη κάμαρα
Σε μια μουσική
Που έχει όργανο την ησυχία
Τραπέζι τη γη
Δάχτυλα τον αγέρα και τη βροχή
Κι έμπνευση τον άνεμο

Αόρατοι κοιμόμαστε στη χλόη
Και κελαηδάμε
Όταν ξαπλώνουμε
Με τα πόδια στον ορίζοντα
Και τους πόθους στον ουρανό
Το φως της αυγής
Είναι η βρύση που μας ξυπνά
Όπως είναι και κούνια στα παιδιά μας.

Θωμάς Γκόρπας: Αναπόληση




Θα καταργήσω τον ουρανό
Θα καταργήσω τη γη και
Θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
Για ένα πιοτό, για ένα τραγούδι,
Για ένα χορό
Κι εσύ
Να περνάς απ’ έξω.

Λευτέρης Πούλιος: Λεηλατημένη μέρα




Ο πόλεμος της Τροίας τελείωσε προσφέροντας στους τρώες
ο πολύτροπος το δούρειο τζουκ-μποξ.
Βαδίζω έξω από κέντρα που παίζει δυνατά το μπουζούκι
ενώ υψώνονται γύρω μου τα καταστήματα καταποντισμένων
ανθρώπων.
Δίπλα στο πρακτορείο του προπό και το σουβλατζίδικο
το κομμωτήριο ένας βυθός με γυναίκες ασάλευτες.
Εργάτες αυτή τη στιγμή στήνουν χορό πάνω σε
κρανία τρώων πολεμιστών
και μια ανήλικη πόρνη γνέφοντας κι ακτινοβολώντας
με μωβ φουστάνι πέτσινες μπότες λιγνά δάχτυλα
φουντωμένα μαλλιά και σέξι φωνή
να λικνίζεται στις 45 στροφές του δίσκου
και τα μάτια της έχοντας τη λάμψη των ματιών
της Κίρκης.
Ραψωδοί σε φωτισμένα σανίδια στο απέναντι
καμπαρέ όπου στριπτιζέζες της πεντάρας
και μισοφάλακροι νεόπλουτοι
διασκεδάζουν με την ορχήστρα
ωραίων νεκρών.


ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Λευτέρης Πούλιος: Στον Καρυωτάκη




Κώστα, ξέρω τι είναι αυτό που έβαλε στα δάχτυλά σου
το περίστροφο. Οι άνθρωποι προσφέρουν τόσο αργά
λίγα ψίχουλα ευγένειας. Έρχονται στιγμές
που η Πρέβεζα με πλησιάζει και μένα επικίνδυνα.
Ήπιες τον καφέ σου στο καφενείο των απελπισμένων
με τη σιωπή σου με το άλγος σου.
Κρέμασες τους στίχους σου στα κρέπια της νύχτας
πήρες το καπέλο σου βιαστικά
και πήγες να συναντήσεις τον παλιό σου φίλο
το θάνατο για το στερνό ταξίδι
«στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει»
και η Δάφνη στεφάνωσε τον φαλλό σου
στους κόλπους της λήθης.


ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Λευτέρης Πούλιος: Άγριο γεύμα




Παίρνω το δρόμο και μπαίνω βαθμηδόν στην πιο πυκνή
ουδέτερη μέρα του ανθρώπινου χρόνου
καθώς με πλήττει η διαβάθμιση της ύπαρξης
γλιστρώντας μέσα από μπερδέματα ύπουλα.
Οι αισθήσεις μου εξαρθρώνονται
τεράστια κύματα σχίζουν τη γλώσσα
πίθηκοι μαζεύουν το ονειρευόμενο κρανίο μου
και με αφελή σκληρότητα ρουφούν το μυαλό
ο ήλιος σκορπίζει τη φλόγα του στον οργασμό των ματιών μου
ένας ήλιος αγωνιώδης των παραλογισμένων
της απορράκωσης και της υποψίας
και οι σκιές έρπουν πάνω στη σάρκα μου
κρύβοντας την ακαταστασία μου τα ψέματά μου.


ΤΟ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (1978)

Οδυσσέας Ελύτης: Ο χαρταετός




Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν – ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε –
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε•
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»•
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια•
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ’βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι «Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω – δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το ’χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ’χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου•
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου•
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ – δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια•
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν – απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν•
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.


ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)

Ανδρέας Εμπειρίκος: Ο φωτοφράκτης




Οι ώρες μέσα απ’ τους ιριδισμούς και τα παιχνίδια ρέουν, όπως ανάμεσα στα πολυτρίχια τα διαυγή νερά. Και ο ρεμβασμός με τα κλειδιά του ανοίγει τους ορίζοντες, που απλώνουν και αδιακόπως μεγαλώνουν, σαν κύκλοι πέτρας που έπεσε σε επιφάνειαν αδιατάρακτη από πράξεις φθαρτές και νόθες.

Όρθρος η ώρα η πρώτη. Πίσω της, η λαγαρή πρωία, με δείκτες ρόδινους που γρήγορα (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν) γυρίζουν και χρυσίζουν. Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.

Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα. Και ιδού που μεταλλάσσει πλήρως την εικόνα· από μια στατική στιγμή (ας πούμε καρφωμένη) την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν ωρών και πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας, σε οντοποίησιν απτήν και ασπαίρουσαν παντός οράματος, πάσης επιθυμίας.

Γλυφάδα, 10.7.1960

Έκτωρ Κακναβάτος: Περίληψη Οδύσσειας




Το άλλο πιο γιαννιώτικο πιο λεπτοδουλεμένο
έλεγα περίτεχνο πως θ’ άναβε
κατάστηθα της ώχρας σαν εικονομάχος.
Πάνω σ’ αυτό σπάνε με το σεισμό οι ουσίες
κι ορμούνε τα νέα ονόματα:
γιαλός γυαλί αλίαρτος
οι κουπολάτες ρεμάλια Λαιστρυγόνων
τίς ξέρει πούθε μιλημένοι
του χαμού χύνονται του ναύκληρου
σε λίγο γύφτικα καρφιά πλάι στα μηλίγγια
του οι κάργιες·
όσο να λύσουν τις πρυμάστες πουλάνε
τ’ αζιμούθια δίχως εντόσθια σε Φοίνικες…

Κι ο άλλος,
τί κατάρτι θε μου ανάμεσα της σιωπής
τί φτισικός και τί αμίλητος
ακόμα του Λαέρτη γιος
για ένα νησί τα μάτια του πικρά του απήγανου
για κάτι άπιαστο του νου που λέει
δεν έπεσε με κουρσεμούς
ούτε με Τροίες και με Πρίαμους και φεύγει
κατά που μήτε Αχαιοί μήτε κουπιά
πορεία
ή γλάρος.

(1972)


ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)