Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Ευγένιος Αρανίτσης: Πώς πρέπει να διαβάζουμε τον Κάλβο



Και, πρώτ' απ' όλα, πρέπει; Οι Ωδές μοιάζουν, όσο περνάει ο καιρός, σαν μια περιοχή της λογοτεχνίας όλο και πιο απρόσιτη. αναρωτιέται κανείς για το τι είδους αίσθηση προκαλούν τώρα πια αυτά τα κείμενα σ' ένα μαθητή της πρώτης Λυκείου που τα διαβάζει για πρώτη φορά.
Παρ' όλ' αυτά, κι ενώ η απόσταση ανάμεσα σ' εμάς και στον Κάλβο (απόσταση τριπλή: ιστορική, γλωσσική και αισθητική) γίνεται αιτία να νιώθουμε απορία, ή, ίσως, απώθηση, αποτελεί ταυτόχρονα το κίνητρο να εισδύσουμε σε τούτο το μυστήριο: η περίεργη απόλαυση του να διαβάζεις Κάλβο μεγαλόφωνα, να τον απαγγέλλεις ή να τον αποστηθίζεις, είναι χαρακτηριστική, παρ' ότι ανεξήγητη. Υπάρχει ίσως, εδώ, ο απόηχος κάποιας λησμονημένης ψυχικής καταιγίδας, κάποιο βουβό κύμα θέλησης έρχεται από μακριά και σώζει αυτούς τους στίχους που, κατά τα άλλα, δεν παρουσιάζουν καμία θελκτική πλευρά, καμιά ανθοφορία και καμία κοινωνικότητα. Ο Κάλβος είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα αινίγματα της ελληνικής λογοτεχνίας (Σολωμός, Καβάφης, Παπαδιαμάντης), δεύτερος στη σειρά "των μεγάλων ποιητών που δεν ήξεραν ελληνικά" (Σεφέρης), και που γι' αυτό ακριβώς έγραψαν κάποιου είδους ελληνικά των ουρανών (ή του 'Αδη).
Αξίζει, κατ' αρχάς, ν' αναρωτηθούμε τι μπορεί να ένιωθε ο ίδιος ο Κάλβος για τις λέξεις που χρησιμοποιούσε. πάρτε τη λέξη βία, τη λέξη κοράσια, τη λέξη άνεμος. Πώς ηχούσαν μέσα του αυτές οι λέξεις; Αν τα ελληνικά ήταν γι' αυτόν το πεδίο μιας επίπονης κατάκτησης κι όχι ο οικείος χώρος μιας αυθόρμητης γλωσσικής συμπεριφοράς, τότε θα πρέπει να ένιωθε τα ίδια του τα γλωσσικά χαρακτηριστικά, που τα αντλούσε μ' έναν αυτοσχέδιο τρόπο από γύρω του και μ' έναν περισσότερο σχολαστικό τρόπο απ' τον 'Ομηρο και τον Πίνδαρο, θα πρέπει λέω να τα ένιωθε σας κατασκευές και γρίφους μάλλον, που επιβεβαίωναν την ελληνική παιδεία και την προσήλωσή του στις αρχαιοπρεπείς αντιλήψεις του Φώσκολου, παρά σαν το περιεχόμενο μιας ζωντανής εντύπωσης, μιας απτής παρουσίας, μιας σχέσης. Υπάρχει κάποιου είδους απόσταση ανάμεσα στον Κάλβο και στο έργο του -και πάλι ο Σεφέρης παρατήρησε ότι το αίσθημα αυτού του ποιητή βρίσκεται "πίσω απ' τις λέξεις, έξω απ' το υλικό του". Οι λέξεις του Κάλβου μοιάζουν με μια αμιγή γλωσσική ύλη, το περιεχόμενό τους είναι, για το σημερινό αναγνώστη, ένας άδειος χώρος δίχως συναίσθημα. Ακούγονται βέβαια όλοι εκείνοι οι διθύραμβοι, οι ωδίνες, οι τυμπανοκρουσίες, οι απόηχοι της εθνεγερσίας, μόνο που έχουν πάψει πια να ακούγονται φυσιολογικά - σε μια πρώτη επαφή, οι αρχαίοι λυρικοί φτάνουν στ' αυτί μας πολύ πιο ζωντανοί. Κι όμως υπάρχει, για τον αναγνώστη, κάτι που δυναμώνει τις λέξεις του Κάλβου στ' αυτιά του: παρ' ότι δεν νιώθεις καμιά πραγματική θύελλα, κανένα πέρασμα ανέμου, ακούς ήδη τον πάταγο των πανιών, τα παραθυρόφυλλα που ανοιγοκλείνουν, μια ηχώ απ' τα πνεύματα του δάσους που φτερουγίζουν σαν νυχτερίδες:

Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν.
κτυπά με βίαν. ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα
(ΙΙΙ, δ΄)

- αυτό το "κατασχισμένα", που ενοχλούσε τον Σεφέρη ως ακυριολεξία, μοιάζει εντούτοις με ό,τι πιο χαρακτηριστικό διαθέτει ο Κάλβος: όλ' αυτά τα στοιχεία και τα στοιχειά λυσσομανάνε σ' έναν άναρθρο κόσμο, σ' ένα σύμπαν φτιαγμένο από χαρτί όπως τα σκηνικά. Μέσα σε μια απατηλή Φύση, μια Φύση-ομοίωμα, ο άνεμος έρχεται και ξανάρχεται σαν έμμονη ιδέα:

Πρόσεχε τώρα. ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται.
άκουε των πλεόντων
τα έια μάλα
(Χ, κε΄)

-και:

Κινεί την νήσον. Χίλια
πολέμου χάλκεα όργανα
βροντούν. εις τον αέρα
των ξίφων μύριαι γλώσσαι
λάμπουν, κλονούνται
(ΧΙΙ, ιη΄)

-και:

Από τας πρύμνας χύνεται
γεμίζων τον αέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
και μέσα από τον θόρυβον
ψάλματα εκβαίνουν
(ΧΙΙΙ, ιε΄)

-ή:

Φυσάει σφοδρός ο άνεμος
και το δάσος κυμαίνεται
της Σελλαιΐδος. φθάνουσι
μακράν εδώ, όπου κάθομαι,
μουσικά μέτρα
(XV, α΄)

-αυτό είναι το γλωσσικό αίσθημα του Κάλβου: η Λέξη εδώ είναι υποβλητική ακριβώς με το να μην αφήνει καμία γεύση ζωής, είναι μια λέξη κενή, ή μάλλον υπνωτισμένη. Τέτοια ήταν ίσως η ασυνείδητη πρόθεση του Κάλβου: η γλώσσα, στις Ωδές, χρησιμεύει στη σκηνοθεσία ενός κόσμου κατοικημένου όχι από ανθρώπους αλλά από αερικά και δυνάμεις της φύσης που σκοπός τους είναι αδιάκοπα να μεταφέρουν οιωνούς και μηνύματα προς το πουθενά. ο ίδιος ο Κάλβος βρίσκεται διαρκώς στο κέντρο μιας λογοτεχνικής μοναξιάς: αυτό ο μακρινός ίλιγγος, αυτή η ζάλη των μουσικών μέτρων, που επέλεξε σαν υλικό, τον εμποδίζει να συλλάβει (να εκφράσει) εκείνο το πολυπόθητο προσωπικό νόημα, εκείνο το συναίσθημα που όλο πλησιάζει και ποτέ δεν φτάνει. Μπορούμε να πούμε ότι ο Κάλβος, σύμφωνα με τη ρομαντική συνταγή, μεταχειρίζεται, κατ' αρχάς, το περιεχόμενο μιας ενόρασης, ενός βλέμματος προφητικού: η φύση εδώ είναι πάντα ένα πεδίο υπερφυσικής επικοινωνίας. 'Υστερα όλη τούτη η πανδαισία αποτεφρώνεται μέσα στο εργαστήριο ενός νεοκλασικιστή, για τον οποίο το ποίημα είναι ένα κιονόκρανο. Πού βρίσκεται τελικά η Φύση; Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι ήταν στ' αλήθεια η φύση για τον ίδιο τον Κάλβο.
Τι ένιωθε ο Κάλβος; Τι ένιωθε, ας πούμε, για τις γυναίκες, για τους φίλους, για τα ταξίδια και τα όνειρα; 'Ηταν ευερέθιστος, απόμακρος αλλά και παρορμητικός, υποφέροντας σίγουρα απ' το πλήγμα μιας χαμένης οικογένειας, γεμάτος υπεροψία αλλά και ικανός να κλάψει για τη δυστυχία των άλλων, νοσταλγός αλλά και φυγάς, ένας άνθρωπος που η αυστηρότητά του υπήρξε η αυλαία ενός δράματος, ο όρμος κάποιας εσωτερικής τρικυμίας. Είναι εντυπωσιακό το ότι όλος αυτός ο αναβρασμός αποτυπώθηκε αποκλειστικά σ' ένα πατριωτικό έργο, σε μια ποίηση που ξετυλιγόταν πάνω από ερειπωμένες πόλεις και ναυάγια, πάνω από εξεγερμένα πλήθη και τείχη που γκρεμίζονται απ' τις σάλπιγγες. Παρ' όλο που αυτές οι φαντασίες παρουσιάζονται, φαινομενικά, σαν μια ισχυρή συναισθηματική φόρτιση, ο Κάλβος δεν ακούει ποτέ (δεν εκφράζει) την ανθρώπινη παρουσία που βασανίζεται σ' αυτό το εχέμυθο Εσωτερικό: το μέσα έχει γίνει, αποκλειστικά, ο απαράβατος χώρος της φλογερής ανταπόκρισης στα ιδανικά του πατριώτη: ούτε έρωτας, ούτε ζωή, μόνο το πάθος της Ιδέας. Στα κενά διαστήματα του ύψους, σ' αυτή τη διαρκή ιδεαλιστική επιθυμία για τις ερήμους του χρόνου και τους απότομους γκρεμούς, απ' όπου έρχεται ο αχός του πολέμου, δεν ακούγεται τελικά τίποτα: ο Κάλβος είναι νεκρός μέσα στις ίδιες τις ωδές του. Αυτό εννοούσε ο Σεφέρης όταν έλεγε ότι "κατά βάθος είναι αμίλητος". Ο Κάλβος έγραψε, τρόπον τινά, συλλαμβάνοντας νοήματα έξω απ' τις αληθινές αισθήσεις. γι' αυτόν το νόημα είναι μόνο το χνάρι που αφήνει, δηλαδή οι λέξεις: δεν υπάρχει πίσω απ' τις ωδές καμιά πραγματική σωματική παρουσία του ανθρώπου που τις έγραψε (στην οποία θα οφείλαμε εκείνη την ευχαρίστηση που πηγάζει απ' τη ροή του κειμένου προς τη συνείδηση του αναγνώστη), η αγάπη του γι' αυτές τις αρχαιοπρεπείς φράσεις ήταν η αγάπη που νιώθουν οι ναυτικοί για τα φαντάσματα των πνιγμένων.
Τι απομένει λοιπόν απ' αυτό το έργο; Μένουν μονάχα κάποιες ρωγμές, κάποιοι απότομοι τριγμοί ενός κόσμου που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να τιναχτεί μέσα απ' τις στάχτες, χωρίς αυτό να συμβαίνει ποτέ. Κάθε ωδή είναι το σχεδιάγραμμα μιας επίκλησης, μια προφητεία που δεν επαληθεύτηκε. 'Ισως από κει προέρχεται η παρόρμηση που σου προκαλούν αυτά τα ποιήματα να τ' αποστηθίσεις, να τα επαναλάβεις μέχρι να νιώσεις το κέντρο, την "ψύχα" του μυστικού τους. Στέκονται μπροστά σου μ' έναν απόλυτο τρόπο, συμπαγή, άνισα και απόρθητα, κλειστά σ' οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία απ' την ιστορική και φιλολογική: κάθε προσπάθεια να πλησιάσεις τον Κάλβο μέσα απ' το βάθος του κειμένου σκοντάφτει σε κάτι το μυστικοπαθές και τελικά απρόσιτο, βρίσκεσαι πάντα μπροστά σε μια διάρθρωση όχι σε μια ουσία, συναντάς διαρκώς την αντανάκλαση των ιδεών, ποτέ το ίδιο τους το συναίσθημα. "Αμίλητος" είναι ο Κάλβος, με την έννοια ότι η ζωή των ποιημάτων του συρρικνώνεται μέχρι το έπακρο, αφήνοντας στη θέση της έναν υπέρκομψο σκελετό από λέξεις (και τι πείσμα! Τι έμμονη ιδέα σ' αυτό το μετρικό σύστημα!). Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτα σε τούτες τις λέξεις σχετικό με την αλήθεια εκείνου που τις γράφει: ό,τι τις διαποτίζει είναι μόνον το όνομα του συναισθήματος, η υπερβολική χειρονομία που το υποδεικνύει, ποτέ το ίδιο σαν μια ποιητική αλήθεια.
'Ετσι τα ποιήματα μένουν μόνα τους: δεν αποτελούν το ηχείο του Κάλβου παρά μόνον της παραδοξότητάς του: είναι η απόληξη μιας εργασίας (τυραννικής; ευχάριστης; ) που συντελέστηκε επίμονα στο σκοτάδι και στο όνομα κάποιου καθήκοντος. Αυτή εδώ η στροφή (XV, ια΄) τι σας λέει;

Των ποταμών πλατέα
νερά, βαθέα λαγγάδια,
έρημα μονοπάτια,
δάση, βουνά, χωράφια,
φεύγουν οπίσω

-μάλλον τίποτα! 'Ισως βέβαια η Φύση να είναι μια έκταση, μια παρήχηση του άλφα, μια χασμωδία που απλώνεται, με δυο λόγια, μια ευρυχωρία: όμως πού βρίσκεται αυτός που βλέπει; Δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτόν. είναι κάποιος που ρίχνει, απλούστατα, το βλέμμα πάνω στην απεραντοσύνη, όχι κάποιος που ήρθε εκεί για να αναπνεύσει. Η φωνή δονείται σε όλη τη γκάμα, από τον ψίθυρο μέχρι τις μεταφυσικές εξάρσεις, όμως σε ποιον ανήκει αυτή η φωνή; Ακόμα κι όταν παρουσιάζεται επιτέλους το υποκείμενο της ομιλίας, δεν είναι παρά ένα φάντασμα:

Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος
(ΙΙΙ, α΄)

-"τον ναόν, των πρώτων Χριστιανών, παλαιότατον κτίριον...". Είναι εκπληκτικό το πόσο καθαρά ακούγεται ήδη, εδώ, η παράξενη αδεξιότητα των αποκηρυγμένων του Καβάφη, οι ασυνάρτητες δονήσεις των αιώνων μέσα στην πέτρα, που αποκτούν σιγά σιγά μιαν απόχρωση υπερευαίσθητης μνήμης. Αυτό είναι ο Κάλβος: παλαιότατον κτίριον, θόλοι κάτω απ' τους οποίους αντηχεί η φωνή ενός νεκρού ευπατρίδη. Κι ωστόσο, αντίθετα απ' ό,τι στον Καβάφη, το συναίσθημα εδώ είναι μόνο μια δήλωση, ποτέ μια ενέργεια. Είναι σαν ο ίδιος ο Κάλβος να διάλεξε μια ποιητική φόρμα τόσο άκαμπτη και αποστεωμένη ώστε να απορροφήσει την αληθινή ουσία της ποίησης, τη μουσική της, το βάρος της, τη σαρκική της υπόσταση - σαν αυτά τα πράγματα να ήταν αντίθετα προς την καθαρότητα της Μεγάλης Ιδέας.
'Ο,τι κι αν ένιωθε ο ίδιος, όποιο κι αν ήταν το μέτρο της αγαλλίασης ή του πόνου που του προκαλούσαν οι διακυμάνσεις της Ελληνικής υπόθεσης, ο κόσμος, στον Κάλβο, ηχεί σαν κάτι το κούφιο που σε καλεί να το γεμίσεις βάζοντας τη δική σου ύπαρξη στο πηδάλιο αυτής της δίχως υποκείμενο ρητορείας. Σκέφτομαι ότι ίσως αυτή είναι η απάντηση στο γιατί μου άρεσε κάποτε τόσο πολύ ν αποστηθίζω τον Κάλβο. Πράγμα που δεν είναι εύκολο, άλλωστε, γιατί, μπορεί αυτά τα ποιήματα να θεωρούνται ολοκληρωμένα (γεγονός που αναφέρεται συχνά σε αντιπαράθεση με την αποσπασματικότητα του Σολωμού), όμως ο ειρμός τους είναι διακεκομμένος, επαναλαμβανόμενος, δίχως αίσθηση διάρκειας. Υπάρχει συχνά στις στροφές των ωδών η εντύπωση ότι το κάθε τι είναι απομονωμένο και αυθύπαρκτο, μια στιγμιαία κινητικότητα σημασιών που δεν απλώνονται προς καμιά κατεύθυνση, ούτε προς την εξέλιξη ούτε προς τη συνοχή, αφού, εξαιτίας του τρόπου που συντάσσονται, εμφανίζονται λες και υπάρχουν η κάθε μια από μόνη της, με αποκλειστικό στόχο να δημιουργούν ένα νόημα τόσο υπερβολικά φορτισμένο ώστε να θρυμματίζεται. Η στροφή είναι αποκομμένη απ' το υπόλοιπο ποίημα, περιχαρακωμένη από ένα κενό, από ένα δακτύλιο σιωπής, κι έτσι, κατά κάποιο τρόπο, υψώνεται κάθετα πάνω στο τυπωμένο χαρτί, περικλείοντας μια μικρή κοσμογονία χωρίς επικοινωνία με το γύρω χώρο (το χώρο της συνείδησης του αναγνώστη): η κάθε στροφή εγκαθιδρύει ένα είδος κλειστής φύσης, ερμητικής και νεκρής, μια μικρή έκρηξη λέξεων που δεν επηρεάζει τίποτα και κανέναν. Το ενδιαφέρον μιας τέτοιας ποίησης έγκειται ίσως στο ότι ακούμε περισσότερο τον αντίλαλό της παρά την ίδια, μια και η ίδια δεν έχει τίποτα να μας πει έξω απ' αυτό που δείχνει:

Δάσος βοάει τοιούτως,
οπότε από τα σύγνεφα
σκληρώς το δέρνει ο άνεμος.
ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν
εις τον αέρα
(ΧV, κβ΄)

-σαν το χαϊκού, μια τέτοια στροφή λέει: εκεί συμβαίνει αυτό, εδώ συμβαίνει τούτο. τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχει συμπέρασμα (στον Καβάφη, ας πούμε, υπάρχει πάντα ένα συμπέρασμα, ένα γεροντικό επιμύθιο, ένα ρεφραίν). Αυτή η έλλειψη "προέκτασης" δημιουργεί μια άνωση που φέρνει τη γλώσσα του κειμένου στην επιφάνεια, ενώ το νόημα μένει στο βυθό σαν κάτι που δεν μας αφορά άμεσα: η γλώσσα υπάρχει ως γλώσσα καθεαυτή. Ιδού η γοητεία του Κάλβου και μαζί το παράδοξο αυτής της γοητείας: ο Κάλβος δεν υπάρχει στ' αλήθεια, όπως δεν υπάρχει και το πορτραίτο του. είναι μόνο σκιά, μόνο γλώσσα, και μάλιστα σε μια μορφή ταυτόχρονα καθαρή και αντιφατική. Η ηδονή που κρύβεται στην πειθαρχία του να διαβάζεις τέτοια παλιομοδίτικα ποιήματα, σε προκαλεί σαν μια διαστροφή λίγο πολύ ακαταμάχητη. Γιατί δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τον Κάλβο, νιώθοντας ότι η λογοτεχνική του φυσιογνωμία συγκεντρώνεται σ' εκείνο τον τελευταίο στίχο κάθε στροφής, σ' εκείνη τη μετρική παρέκκλιση που αιωρείται στο κενό για να δηλώσει τα πάντα χωρίς να λέει τίποτα. Το μετρικό σύστημα του Κάλβου είναι το ιδεώδες για να περιγράψεις την απουσία, την ερημιά:

Βαθυά εις τον άμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιών και ανθρώπων.
όμως πού είναι οι άνθρωποι,
πού τα παιδία;

Φρικτόν θλιβερόν θέαμα
τριγύρω μου εξανοίγω.
ποίων είναι τα σώματα
'που πλέουσ' εις το κύμα;
ποίων τα κεφάλια;
(ΧΙΙΙ, ζ΄-η΄)

Επομένως, διαβάζω τον Κάλβο σημαίνει δέχομαι να διαβάσω χωρίς να περιμένω τίποτα, και τότε ίσως βρεθώ στο κέντρο μιας έλξης που τόσο ισχυρότερη θα είναι όσο λιγότερο θα μπορώ να την εξηγήσω. 'Ισως αυτή να είναι η έλξη του θανάτου, η συγκίνηση που νιώθουμε αντικρίζοντας τα ερείπια ενός αρχαίου θεάτρου. Τούτη η μεταφορά υποβάλλει επιτέλους τον ορισμό του Κάλβου: ο Κάλβος είναι θέατρο δίχως ηθοποιούς. σκόρπια φύλλα και πατημασιές που αφήνει ο ταξιδιώτης πάνω στην άμμο για να τα σβήσει το κύμα και ο αέρας. Νιώθει κανείς μια ανατριχίλα, κάποιο δέος, περπατώντας μέσα στις στοές των άδειων ήχων, πάνω από πηγάδια και μικρές αβύσσους, όπου το κάθε τι, που ήταν ζωή, έχει τώρα μετατραπεί σε σταλαγμίτες και σταλακτίτες.
Να το πω αλλιώς; Ο Κάλβος υπήρξε ο ποιητής που μετέδωσε, άθελά του, ένα είδος γαλήνης του (γλωσσικού) κενού, την ηρεμία που νιώθει συχνά κανείς μπροστά στη θέα ενός νεκρού: τον διαβάζουμε ίσως γιατί υπάρχει σ' αυτόν κάτι το "ψεύτικο" και τετελεσμένο, σαν η Ιστορία να είναι μόνο ο ήχος της αληθινής ζωής όχι η ίδια, μια υποθετική ζωή που διαδραματίζεται πέρα απ' τα σύννεφα και τον ορίζοντα. Παρ' ότι πίστευε τόσο πολύ σε μια συναισθηματική υπόθεση, την περιέγραψε μόνο σαν να ήταν το ιδεαλιστικό της περίγραμμα: δεν μπορούσε να πετύχει τη γλυκύτητα του Σολωμού κι έτσι δεν έψαξε για το νόημα μιας μουσικής που να γεννιέται απ' το μηδέν: υπήρξαν κριτικοί που υποστήριξαν ότι το χαρακτηριστικό της παρουσίας του Κάλβου στη λογοτεχνία είναι η άγονη γραμμή, το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατό να δοθεί κάποια συνέχεια σ' αυτό το έργο -αντίθετα απ' ό,τι συνέβη με τον Σολωμό, για παράδειγμα, που υπήρξε ο μοχλός κάθε πιθανής συνέχειας, ο κρίκος ανάμεσα στο δημοτικό τραγούδι και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Νομίζω, χωρίς να είμαι βέβαιος, ότι το ρήγμα, αυτή η περιχαράκωση του Κάλβου, είναι η πηγή της γοητείας που ασκούν πάνω μας τα ελληνικά του: τον διαβάζουμε γιατί είναι εγγαστρίμυθος, δηλαδή κάτοχος κάποιου μυστικού, του οποίου δεν μπορούμε ν' αγγίξουμε παρά μόνον το απολίθωμα.
Οι Ωδές δημιουργούν κάποια μεταφυσική δύναμη, μια εντύπωση αόρατου βηματισμού σε χώρους όπου δεν πάτησε άνθρωπος. Συμβαίνει στα όνειρα ν' ακούσει κανείς ένα τραγούδι γραμμένο σε άγνωστη γλώσσα, που όμως (γιατί έτσι συμβαίνει στα όνειρα), το καταλαβαίνει. Αυτό το μήνυμα, οικείο και ταυτόχρονα ακατάληπτο, προκαλεί ένα ρίγος. Τέτοιο είναι το ρίγος που προκαλεί και ο Κάλβος. Τουλάχιστο σ' εμένα.

"Το Δέντρο", τεύχος 67-68, Απρίλιος-Μάιος 1992

Πηγή