Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Ελένη Λαδιά: Διαμαντάκια των Προσωκρατικών



Στην Τούλα Ρεπαπή


Ξαναβλέποντας τα αποσπάσματα των Προσωκρατικών [1] ανακαλύπτω κάθε φορά θαυμάσιες ρήσεις στις συμπαντικές θεωρίες τους. Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος λέγει «πως οι αστραπές προκαλούνται, όταν ο άνεμος ξεσπάει και σκίζει τα νέφη», ο επίσης Μιλήσιος Αναξιμένης παρομοιάζει «τον ήλιον πλατύ σαν φύλλο», ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ισχυρίζεται πως «όλα τα διευθύνει ο κεραυνός» ενώ το μέγεθος του ήλιου «πως έχει το πλάτος του ανθρώπινου ποδιού», ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος ασχολείται με τον ήλιο λέγοντας πως «ο ήλιος χαρίζει την λαμπρότητα στην σελήνη» και «πως καλούμε ουράνιον τόξον την αντανάκλαση του ήλιου στα νέφη».

Μέρες τώρα απασχολεί την σκέψη μου ένας καταπληκτικός στίχος του Ξενοφάνους του Κολοφώνιου, «και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό».

Παράξενος στίχος, κυοφορεί κάτι το υποχθόνιον. Μετά εννόησα πως η ανατριχίλα που μου προκαλούσε, οφείλεται στο ρήμα καταλείβεται. Το ρήμα κατείβω στον Όμηρον ή καταλείβω στον Ξενοφάνη, είναι το ίδιο ρήμα που σημαίνει σταλάζω, στάζω. «…και μεν ενί σπεάτεσσί τεοις καταλείβεται ύδωρ» (185 απόσπ. 37, Ηρωδιανός): «…και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό».

«Κατειβόμενον» ήταν το ύδωρ της Στυγός. Η Στυξ (από το στυγέω = μισώ, και επομένως η μισητή) ήταν ο μόνος υποχθόνιος ποταμός του Άδου. Και το νερό της, το ύδωρ της Στυγός το σταλάζον, ήταν άφθιτον, αιώνιον, ωγύγιον, παμπάλαιον ύδωρ που κυλούσε από έναν πανύψηλο και απότομο βράχο. Το νερό της ήταν θανατηφόρο για ανθρώπους και ζώα.[2]

Όταν αντικείμενα από γυαλί και κρύσταλλο, πέτρινα και πήλινα σκεύη έρχονταν σε επαφή με το ύδωρ της Στυγός ράγιζαν, αντικείμενα από κέρατο και κόκαλο έσπαγαν, αλλά και πράγματα φτιαγμένα από ήλεκτρον, χαλκό, σίδερο, ασήμι και κασσίτερο σάπιζαν· ακόμη και το ίδιο το χρυσάφι σκούριαζε. Μόνον την οπλή του αλόγου δεν μπορούσε να νικήσει.

Και σε μερικές σπηλιές στάζει νερό.

Στην δική μου θαλασσινή σπηλιά δεν έσταζε νερό, χρόνια το παρακολουθούσα όταν πήγαινα για κολύμβηση. Σε μερικές όμως –όπως επισημαίνει ο Ξενοφάνης– στάζει.

Τι είχαν αυτές οι σπηλιές; Ήταν χαλασμένες από κατασκευής, διέθεταν μεγάλα οπαία στην κορυφή; Τότε δεν θα έσταζε το νερό, αλλά θα χυνόταν άφθονο. Φαίνεται λοιπόν πως από κάποιες λεπτότατες γεωλογικές ρωγμές έσταζε το νερό, όπως στις ανθρώπινες σχέσεις όταν εισχωρεί σαν σαράκι η κόπωση ή ο φθόνος, η αλαζονεία ή η αδυναμία.

Στους Προσωκρατικούς, όπως και στους ορφικούς, υπάρχει στενότατη συνάφεια των ανθρωπίνων με τα συμπαντικά.

Κατά τύχη έξω από το παράθυρο είδα πως άρχισε να βρέχει· δεν ήταν μεγάλη βροχή αλλά σταλαγματιές, σταγόνες του ουρανού, «κατειβόμενες» κι αυτές, με άγνωστο μέλλον. Δεν ξέρουμε αν θα ξεσπάσει μπόρα ή θα σταματήσει η βροχή.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] G.S. Kirk – J.E. Raven – M. Schofield, Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990

[2] Ελένης Λαδιά, Μυθολογικά παράδοξα και ένα διήγημα, κεφ. «Το κατειβόμενον ύδωρ της Στυγός, το σταλάζον ύδωρ της Στυγός», εκδ. Gema, Αθήνα 2008


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Η γενεαλογία των μάντεων στον αρχαιοελληνικό κόσμο (β' μέρος)



Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά


Ο Πολύειδος υπήρξε δισέγγονος του Μελάμποδος και γιος του Κοιράνου. Αναφέρονται πολλές μαντείες και καθαρμοί, αλλά το κυριότερο κατόρθωμά του υπήρξε η ανάσταση του Γλαύκου, γιου του Μίνωος. Ο μάντις έκτισε και ιερό για τον Διόνυσο στην πόλη των Μεγάρων αφιερώνοντάς του ξόανο, που επί των ημερών του Παυσανίου φαινόταν μόνον το πρόσωπο του (Παυσανίας, Αττικά 43, 5).

«Γλαύκος δε έτι νήπιος υπάρχων, μυν διώκων εις μέλιτον πίθον πεσών απέθανεν»: Έτσι αρχίζει την διήγησή του ο Απολλόδωρος[1] για τον μικρό γιο του Μίνωος, Γλαύκο. Το παιδί, κυνηγώντας ένα ποντίκι, έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πέθανε. Μετά την εξαφάνισή του ο Μίνως κατέφυγε σε μάντεις, για να το βρουν. Οι Κουρήτες τού αποκρίθηκαν πως αυτός που θα διέκρινε με σαφήνεια το χρώμα της τρίχρωμης αγελάδας του Μίνωος, αυτός και θα έφερνε πίσω το παιδί. Ο Πολύειδος, άριστος μάντις από το Άργος, γόνος της μεγάλης γενιάς των μάντεων Μελάμποδος, Άβαντος και Κοιράνου, παρομοίωσε το χρώμα του ζώου με βατόμουρο, γιατί το συγκεκριμένο φρούτο αλλάζει χρώμα τρεις φορές την ημέρα. Μετά την εύστοχη απάντηση, ο Πολύειδος ήταν αναγκασμένος να βρει το παιδί. Το βρήκε, αλλά ήταν νεκρό. Ο Μίνως όμως δεν άφηνε τον μάντι να φύγει, αν δεν ανάσταινε τον γιο του, κι έτσι τους έκλεισε και τους δύο μες στον τάφο. Εκεί ο μάντις σκεφτόταν τρόπο σωτηρίας, όταν βλέπει να πλησιάζει ένα φίδι. Φοβούμενος μήπως και πειράξει το νεκρό παιδί, σηκώνει το ραβδί του και σκοτώνει το ερπετό. Τότε βλέπει έκπληκτος να πλησιάζει άλλο φίδι και να τοποθετεί μια βοτάνη στο σώμα του σκοτωμένου, το οποίο αμέσως αναστήθηκε. Μιμούμενος την σοφία του φιδιού, ο μάντις κάνει τις ίδιες κινήσεις και ανασταίνει τον Γλαύκον. Όμως και μετά την ανάσταση, η απληστία του Μίνωος δεν αφήνει τον Πολύειδο να επιστρέψει στο Άργος. Του ζητά να διδάξει την μαντική στον γιο του. Ο Πολύειδος το πράττει εξαναγκασμένος, αλλά πριν από την αναχώρησή του προτρέπει τον Γλαύκο να φτύσει[2] στο στόμα του, γνωρίζοντας ως μάντις τις δυνάμεις του σιέλου. Ο Παλαίφατος[3], που ερμηνεύει και απομυθοποιεί το συμβάν σύμφωνα με τον ορθό λόγο, βεβαιώνει πως αυτός ο μύθος είναι γελοίος (Και ούτος ο μύθος παγγέλοιος). Μετά τον θάνατο δεν ανασταίνεται ποτέ ούτε άνθρωπος ούτε ζώο. Φαίνεται πως ο Γλαύκος τρώγοντας πολύ μέλι βαρυστομάχιασε και εκκρίνοντας περισσότερη χολή λιποθύμησε. Τότε έφθασαν οι ιατροί και ο Πολύειδος, που γνώριζε τα βοτάνια, και είπαν στον Μίνωα πως τον ανέστησαν.

Η σοφία όμως του μύθου είναι ευρύτερη και βαθύτερη από τον ορθό λόγο. Ο μύθος για τον θάνατο και την ανάσταση του μικρού Γλαύκου, με σύμβολα μάλιστα το μέλι και το φίδι, εντάσσεται στο μεγάλο θέμα της φθοράς και της αναγέννησης της βλάστησης. Είναι ένας μύθος σπαρακτικός και το παιδί Γλαύκος μια θεότητα της βλάστησης.

Ο Θεοκλύμενος ήταν μάντις και οιωνοσκόπος. Γιος του Πολυφείδη και δισέγγονος επίσης του Μελάμποδος, έχει μια παράξενη παρουσία στην Οδύσσεια.[4] Εμφανίζεται σαν φάντασμα, την στιγμή που ο Τηλέμαχος παρακινεί τους συντρόφους να μπουν στο πλοίο, για να επιστρέψουν στην Ιθάκη. Όταν εκείνοι άρχισαν να κωπηλατούν, ο ίδιος προσευχόταν και θυσίαζε στην Αθηνά κοντά στην πρύμνη του πλοίου. Τότε τον πλησίασε ένας άνδρας από μακρινή χώρα, ένας μάντις που έφυγε από το Άργος, διότι (όπως ο ίδιος αφηγήθηκε) είχε σκοτώσει κάποιον και οι πολυπληθείς συγγενείς του νεκρού ζητούσαν εκδίκηση. Ο Όμηρος αφιερώνει πολλούς στίχους στην γενεαλογία του, ακριβώς για να δείξει το μέγεθος της μαντείας του. Ο θεοειδής Θεοκλύμενος (ο όμοιος στην μορφή με θεό) ρώτησε τον Τηλέμαχο, εξορκίζοντάς τον στην θυσία που έκανε, να του πει ειλικρινώς για την πατρίδα και τους γονείς του. Ο νέος απάντησε σε ό,τι τον ρώτησε. Οι συστάσεις έγιναν κι ο Τηλέμαχος πήρε μαζί του τον μάντι στην Ιθάκη.

Η πρώτη προφητεία του Θεοκλύμενου στον Τηλέμαχο σχετίζεται με το πέταγμα ενός γερακιού (όρνις), που έφερνε μηνύματα στον Απόλλωνα. Κρατούσε στα πόδια του ένα άγριο περιστέρι (πελία) και το μαδούσε σκορπίζοντας τα φτέρωμά του στη γη ανάμεσα στο πλοίο και τον Τηλέμαχο. Ο Θεοκλύμενος εξήγησε στον Τηλέμαχο πως δεν πέταξε το πτηνό τυχαίως από τα δεξιά του, αλλά ήταν ένας αληθινός οιωνός. Στην Ιθάκη, συνέχισε ο μάντις, δεν υπάρχει άλλο γένος δυνατότερο από το δικό σας να βγάζει βασιλείς. Εσείς θα έχετε για πάντα την δύναμη. Ο Τηλέμαχος ευχαριστήθηκε, διότι ήταν μια έμμεση αναφορά στην άφιξη του Οδυσσέως και την καταστροφή των μνηστήρων.

Η δεύτερη προφητεία έγινε μέσα στο ανάκτορο του Οδυσσέως, όπου ο Τηλέμαχος διηγιόταν στην μητέρα του για το ταξίδι στην Πύλο και στην Σπάρτη. Τα λόγια του Μενελάου ήταν πως ο Οδυσσεύς βρισκόταν στα ανάκτορα της Καλυψούς, η οποία τον κρατούσε αναγκαστικώς. Τότε επενέβη ο Θεοκλύμενος και είπε στην Πηνελόπη πως αυτός θα της πει αληθινή προφητεία, δίχως να αποκρύψει τίποτα (ατρεκέως γαρ τοι μαντεύσομαι ουδ ἐπικεύσω). Προφήτευσε πως ο Οδυσσεύς βρίσκεται στην πατρίδα του, στην Ιθάκη, και σχεδιάζει την συμφορά των μνηστήρων. Η Πηνελόπη ευχήθηκε να βγουν αληθινά τα λόγια του.

Η πιο τρομερή όμως προφητεία υπάρχει στην Οδύσσεια (ραψωδία υ, στ. 350-358). Ο Τηλέμαχος λέγει στους μνηστήρες, για να τους παραπλανήσει, πως δεν έχει αντίρρηση για τον γάμο της μητέρας του με έναν από αυτούς, αλλά δεν είναι δίκαιο να την διώξει από το ανάκτορο χωρίς την θέλησή της. Τότε η Παλλάς Αθηνά προξένησε ακατάπαυστα γέλια στους μνηστήρες παραπλανώντας την σκέψη τους. Εκείνοι γελούσαν με παραμορφωμένες γνάθους καθώς έτρωγαν αιμοσταγή κρέατα, ωμά, ενώ τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα και η ψυχή τους ποθούσε να αρχίσει θρήνο. Στους μνηστήρες είπε ο θεοειδής Θεοκλύμενος: «Αχ, άνανδροι, από τι κακό πάσχετε; Με σκότος καλύφθησαν τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα και τα γόνατά σας, ακούγεται κλαυθμός και έχουν δάκρυα οι παρειές σας, με αίμα είναι ραντισμένοι οι τοίχοι και η ωραία μεσοδομή. Και γέμισαν τα πρόθυρα και οι αυλές με φαντάσματα (είδωλα) που πηγαίνουν προς στο έρεβος κάτω στον Άδη. Ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό και επίκειται η αχλύς (το σκοτάδι του θανάτου). Έτσι μίλησε ο Θεοκλύμενος, αλλά οι μνηστήρες γέλασαν κι ανάμεσά τους ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πολύβου, τον απεκάλεσε τρελό και πρόσταξε να τον διώξουν από τα ανάκτορα και να τον πάνε στην αγορά, αφού όλα εκεί μέσα του φαίνονταν σκοτεινά. Ο μάντις τού απάντησε πως είχε μάτια, αυτιά, πόδια, συνετό νου και δεν είχε ανάγκη από συνοδούς για να βγει έξω. Άλλωστε, συμπλήρωσε, «θα βγω γιατί βλέπω να πλησιάζει η συμφορά των μνηστήρων, που έπραξαν ανόσια έργα. Κι από την συμφορά αυτή κανείς δεν θα ξεφύγει». Αυτά είπε ο Θεοκλύμενος, του οποίου το όνομα συνδέθηκε με την λέξη «αχλύς», που σημαίνει το επερχόμενο σκότος του θανάτου.


Τειρεσίας

«Τειρεσία, δείξε την μνήμη μου/ δείξε μέσα σ’ εκείνο που θέλω να θυμηθώ τι πέρασα και τι δεν πέρασα/ πως από χιλιοδιπλωμένες σκιές τινάχτηκε το μυστικό μου/ και πως το μυστικό μου είναι ο σπειροειδής δρόμος/ που τον φωτίζει το αίνιγμα των αγαλμάτων». Δ.Π. Παπαδίτσας[5]

«Τειρεσία, φύτεψέ με στην μνήμη».[6]

Ο ποιητής Καλλίμαχος στο ποίημά του «Εις λουτρά της Παλλάδος»[7] αναφέρει μία από τις αιτίες της τύφλωσης του Τειρεσίου. Ο ύμνος εμπνέεται από τα Πλυντήρια της Ακρίας Αθηνάς του Άργους, όταν κατέβαζαν από την ακρόπολη το άγαλμά της, για να το πλύνουν στον ποταμό Ίναχο. Έτσι, προτρέπει τις υδροφόρες να μην βάζουν τις στάμνες τους στον ποταμό και τις γυναίκες του Άργους να πίνουν μόνον από τις κρήνες, διότι ο Ίναχος με χρυσό και άνθη θα αναμίξει τα ύδατά του, για να προετοιμάσει το λουτρό της θεάς. Όμως πρόσεχε, Πελασγέ, προειδοποιεί ο ποιητής, μήπως και δεις γυμνή την πολιούχο θεά, διότι τότε θα τυφλωθείς.

Η θεά στην Θήβα –αρχίζει την ιστορία του ο Καλλίμαχος– από όλες τις φίλες της αγαπούσε περισσότερο την νύμφη Χαρικλώ, την μητέρα του Τειρεσίου. Την έπαιρνε μαζί της και στις αρχαίες Θεσπιές και στην Κορώνεια, όπου υπήρχε ευωδιαστό άλσος και βωμοί που βρίσκονταν κοντά στον Κουράλιο ποταμό, ή στην Αλίατρο όταν οδηγούσε τους ίππους της περνώντας από τα κτήματα των Βοιωτών. Πολλές φορές την ανέβαζε ακόμη και στον δίφρο της. Όμως, μολονότι ήταν η αγαπημένη της Αθηνάς, επέπρωτο η Χαρικλώ να χύσει πολλά δάκρυα. Κάποτε οι δυο τους, αφού έλυσαν τις περόνες από τα πέπλα τους, μπήκαν στο πεντακάθαρο νερό της Ιπποκρήνης στον Ελικώνα, για να λουσθούν. Ήταν μεσημβρινή ώρα και απόλυτη γαλήνη. Ο Τειρεσίας ακόμη μελλέφηβος, περπατούσε μόνος με τα σκυλιά στον ιερό χώρο. Διψασμένος, πήγε στην κρήνη να πιει νερό κι άθελά του είδε την Αθηνά γυμνή. Οργισμένη εκείνη του φώναξε κι ευθύς τα μάτια του παιδιού τυφλώθηκαν, απέμεινε άφωνο και κόλλησαν τα πόδια του στο έδαφος. Η νύμφη Χαρικλώ βλέποντας το συμβάν διαμαρτυρήθηκε στην θεά λέγοντας πως δεν κάνουν έτσι οι φίλες, αφού πήρε το φως του γιου της. Αγκάλιασε τον μικρό Τειρεσία κι άρχισε γοερό θρήνο, σαν την μάνα των αηδονιών. Η θεά την σπλαχνίστηκε και της εξήγησε πως η ίδια δεν τύφλωσε τον γιο της, αλλά αυτό ήταν θέμα των Κρονίων νόμων. Αυτοί οι Κρόνιοι νόμοι ορίζουν πως όποιος θνητός δει κάποιον από τους αθανάτους, έστω και άθελά του, θα το πληρώσει με βαρύ τίμημα (...Κρόνιοι δ’ ώδε λέγοντι νόμοι·/ ος κε τιν’ αθανάτων, όκα μη θεός αυτός έληται,/ αθρήση, μισθώ τούτον ιδείν μεγάλω). Και με λόγια παρηγοριάς την συμβούλευσε να μην κλαίει, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του γιου της. Της υποσχέθηκε πως θα τον καταστήσει τον πιο φημισμένο μάντι μέσα στους ερχόμενους, ο οποίος θα γνωρίζει ποια πτηνά πετούν για καλό και ποια ανοίγουν τα πτερά τους για κακό. Ως μάντις θα δώσει χρησμούς στους Βοιωτούς, στον Κάδμο και στους μεγάλους Λαβδακίδες. Και στον Άδη μόνον αυτός θα βλέπει μέσα στους νεκρούς.

Ο Απολλόδωρος (βιβλίο Γ, 69.70 κ.ε.) αποδίδει σε άλλη αιτία την τύφλωσή του. Στην εκστρατεία των επτά επί Θήβας, ο Ετεοκλής ζητούσε μαντεία για το αν θα νικούσαν οι Θηβαίοι. Τότε ζούσε στις Θήβες ο μάντις Τειρεσίας, γιος του Ευήρου και της νύμφης Χαρικλούς, από το γένος του Ουδαίου του Σπαρτού. Ήταν τυφλός. Άλλοι έλεγαν πως έχασε το φως του, επειδή φανέρωσε στους ανθρώπους τα κρυφά των θεών. Ο Φερεκύδης αναφέρει πως τυφλώθηκε, διότι είδε την θεά Αθηνά γυμνή. Η φίλη της, Χαρικλώ, την παρακάλεσε να ξαναδώσει την όραση στον γιο της, αλλά επειδή αυτό δεν ήταν στην δυνατότητα της θεάς, εκείνη του καθάρισε καλά τα αυτιά, για να ακούει κάθε φωνή των ορνίθων, και του χάρισε ένα κράνειον σκήπτρον (από κρανιά), ώστε να περπατά όπως οι βλέποντες. Ο Ησίοδος λέγει πως ο Τειρεσίας είδε στην Κυλλήνη την συνουσία δύο φιδιών, κι επειδή χτυπώντας τα τα πλήγωσε, άλλαξε φύλο και από άνδρας έγινε γυναίκα. Κι όταν ξανάδε τα ίδια φίδια, άλλαξε πάλι φύλο και ξανάγινε άνδρας. Αυτή η εμπειρία του δίφυλου μάντεως έκανε τον Δία και την Ήρα να ρωτήσουν ποιο από τα δύο φύλα αισθανόταν μεγαλύτερη ηδονή κατά την συνουσία, ο άνδρας ή η γυναίκα. Ο Τειρεσίας απάντησε πως στο ένα μερίδιο από τα δέκα τέρπεται ο άνδρας και στα εννέα η γυναίκα. Τότε η Ήρα τον τύφλωσε και ο Ζευς τού έδωσε την μαντική τέχνη.

Όταν λοιπόν οι Θηβαίοι ζήτησαν μαντεία από τον Τειρεσία, τους είπε πως θα νικήσουν αν ο Μενοικεύς, ο γιος του Κρέοντος, αυτοθυσιαζόταν. Μόλις το άκουσε ο Μενοικεύς αυτοκτόνησε μπροστά στις πύλες της πόλης. Οι Θηβαίοι ενίκησαν και οι Αργείοι υποχώρησαν. Ύστερα από δέκα έτη, τα τέκνα των σκοτωμένων αρχηγών απεφάσισαν ως Επίγονοι να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών. Τώρα η μαντεία του Τειρεσίου προέτρεπε τους Θηβαίους, αφού ανεβάσουν στις άμαξες τα γυναικόπαιδα, να φύγουν από την πόλη. Όταν εκείνοι έφτασαν στην πηγή Τελφούσα, ο Τειρεσίας ήπιε πολύ νερό και πέθανε. Αργότερα οι Αργείοι μπήκαν στην έρημη πόλη, συνάθροισαν τα λάφυρα και γκρέμισαν τα τείχη της. Ένα μέρος των λαφύρων έστειλαν ως δώρο στους Δελφούς μαζί με την Μαντώ, την κόρη του Τειρεσίου, μάντισσα και αυτή, διότι είχαν τάξει στον θεό πως θα του αφιέρωναν το ωραιότερο από αυτά. Τον θάνατο του Τειρεσίου επιβεβαιώνει και ο Παυσανίας (Βοιωτικά 33,1). Στους Έλληνες, αναφέρει ο περιηγητής, υπήρχε η παράδοση πως οι Αργείοι, αφού κυρίευσαν την Θήβα, εκτός από τα άλλα λάφυρα στους Δελφούς για τον θεό, έφερναν και τον Τειρεσία. Εκείνος δίψασε, ήπιε άφθονο νερό από την πηγή Τελφούσα και πέθανε. Ο Παυσανίας γράφει επίσης και για το οιωνοσκοπείο του Τειρεσίου στην Θήβα, που ήταν μετά το ιερό του Άμμωνος και κοντά στο ιερό της Τύχης.

Στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλέους υπάρχει μία μακρά και σκληρή στιχομυθία μεταξύ Οιδίποδος και Τειρεσίου. Έφεραν στο ανάκτορο τον μάντι χωρίς την θέλησή του, για να βρει τον δολοφόνο του Λαΐου, που έγινε αιτία του λοιμού. Στην αρχή ο μάντις μιλά διφορούμενα και συγκαλυμμένα αλλά στο τέλος, εξαναγκασμένος από τον θυμό και τις ύβρεις του Οιδίποδος, του αποκαλύπτει την τραγική του μοίρα: την μοίρα του δολοφόνου και αιμομίκτη.

Στην Νέκυια (λ της Οδυσσείας), ο Τειρεσίας ξεχωρίζει από τους άλλους νεκρούς, που είναι απλώς είδωλα θανόντων. Ο μάντις είχε σταθερή σκέψη διότι, μολονότι νεκρός, η Περσεφόνη τού έδωσε νου, ενώ οι άλλοι νεκροί τριγυρνούσαν σαν σκιές. Ο ήρωας κατά προτροπή της Κίρκης φθάνει στα σύνορα του κάτω κόσμου. «Και δέομουν πολλές φορές στ’ αδύναμα κρανία των νεκρών/ τάζοντας αγελάδα στείρα, την καλύτερη, σαν φτάσω στην Ιθάκη,/ στ’ ανάκτορά μου, να τη θυσιάσω κι αγαθά την πυρά να γεμίσω,/ και για τον Τειρεσία ξεχωριστά να σφάξω κριάρι έταξα/ κατάμαυρο, στο ποίμνιό μου που ξεχωρίζει.»[8]

Όταν πλησίασε η ψυχή του Θηβαίου Τειρεσίου, που κρατούσε ολόχρυσο σκήπτρο, είπε στον Οδυσσέα να απομακρυνθεί από τον λάκκο των θυσιών και να παραμερίσει το αιχμηρό του ξίφος, για να πιει το μαύρο αίμα από τα σφάγια και να του αποκαλύψει την αλήθεια. Η προφητεία του μάντεως ήταν: «τον νόστο τον μελίγευστο ζητάς, πανένδοξε Οδυσσέα·/ όμως αυτόν θα σου τον κάνει δύσκολο ο θεός· γιατί δεν το νομίζω/ πως θα ξεφύγεις απ’ τον γαιοσείστη, που οργή έχει για σένα στην ψυχή του/ εξοργισμένος γιατί τύφλωσες τον προσφιλή του γιο./ Αλλά παρ’ όλα αυτά μπορεί να φτάσετε δεινοπαθώντας,/ αν την δική σου την καρδιά θα δάμαζες και των συντρόφων σου,/ όταν το καλοκαμωμένο πλοίο θα προσορμίσεις/ στη νήσο Θρινακία, τον βαθυκύανο πόντο αποφεύγοντας,/ και βρείτε τις γελάδες να βοσκάν και τα παχιά τα πρόβατα/ του Ήλιου, που αυτός τα πάντα βλέπει και τα πάντα ακούει./ Αυτές λοιπόν αν σώες τις αφήσεις και την επάνοδό σου σκέφτεσαι,/ μπορεί δεινοπαθώντας, βέβαια, και στην Ιθάκη ακόμη ν’ αφιχθείτε·/ αν όμως θα τις βλάψεις, τότε προλέγω όλεθρο για σένα/ το πλοίο και τους συντρόφους σου· κι ο ίδιος αν γλυτώσεις,/ αργά κακήν κακώς θα επιστρέψεις, χάνοντας όλους τους συντρόφους,/ με ξένο πλοίο· και θα βρεις συμφορές στον οίκο σου,/ άνδρες θρασείς που κατατρών το βιος σου,/ την έξοχη ζητώντας σύζυγό σου δίνοντας και προίκα./ Αλλ’ όταν όμως φτάσεις, θα ξεπληρώσεις τις βιαιοπραγίες τους·/ κι αφού στο ανάκτορό σου τους μνηστήρες/ σκοτώσεις δόλια ή φανερά με το αιχμηρό σου ξίφος,/ έπειτα πια να πορευθείς παίρνοντας καλοεφάρμοστο κουπί,/ ώσπου σ’ αυτούς να φτάσεις που δεν ξέρουνε τη θάλασσα/ κι ούτε τροφή μ’ αλάτι τρων ανάμεικτη·/ κι ούτε τα πορφυρόπλευρα τα πλοία γνωρίζουν/ κι ούτε τα εφαρμοστά κουπιά, που είναι φτερά στα πλοία./ Και θα σου πω κάποιο ολοφάνερο σημάδι, μη σου διαφύγει·/ όταν λοιπόν αφού σε συναντήσει κάποιος άλλος οδοιπόρος/ και πει ότι βαστάς στον όμορφό σου ώμο αχυρολιχνιστήρι,/ τότε αφού μπήξεις μες στη γη το εφαρμοστό κουπί,/ κι αφού στον άνακτα τον Ποσειδώνα σφάγια καλά θυσιάσεις,/ κριάρι, ταύρο κι επιβήτορα των χοίρων κάπρο,/ στον τόπο σου να πας και ιερές να κάνεις εκατόμβες/ στους αθάνατους θεούς, που τον ευρύ ουρανό κατέχουν,/ με την σειρά μάλιστα σ’ όλους· και μακριά απ’ το κύμα ο θάνατος/ τόσο ήσυχος θα ’ρθει, που θα σε πάρει/ κατάφορτον από ευτυχή γεράματα· και γύρω σου όλοι/ θα ’ναι πανευτυχείς· αυτά σου λέω τ’ αληθινά».[9]

Μετά την προφητεία του Τειρεσίου για το μέλλον, ο ήρως τον ρώτησε πώς μπορεί να πλησιάσει την ψυχή της μητέρας του. Ο μάντις αποκρίθηκε πως προϋπόθεση να έρθει ο νεκρός ήταν πρώτα να πιει το μαύρο αίμα από τα σφάγια.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Απολλόδωρος Γ, 3.

[2] Θανάσης Μαργαρίτης, Μύστες και Μάγοι στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Νέα Θέσις 1998.

[3] Παλαίφατος, Περί απίστων, εκδ. Κάκτος 1992.

[4] Οδυσσείας ο στ. 222-235 και o στ. 508-543. Επίσης, ρ στ. 151-165 και υ στ. 350-358, Ομήρου Οδύσσεια α’ τόμος, μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλη, εκδ. Πάπυρος 1957.

[5] Στίχοι από το ποίημα του Δ.Π. Παπαδίτσα «Σπορά στην μνήμη», από την συλλογή Η Ασώματη, Άπαντα, εκδ. Μέγας Αστρολάβος – Ευθύνη 1997.

[6] Στίχος από το ίδιο ποίημα.

[7] Καλλιμάχου, Ύμνοι, εισαγωγή, μτφρ. και σχόλια Θανάσης Παπαθανασόπουλος, εκδ. Νεφέλη 1996.

[8] Ομήρου Οδυσσείας, λ Νέκυια στ. 29-34, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά, εκδ. Αρμός 2004.

[9] Ό.π. στ. 90-137.


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Η γενεαλογία των μάντεων στον αρχαιοελληνικό κόσμο (α' μέρος)



Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά


Πουθενά δεν εφαρμόσθηκε τόσο επιτυχώς ο νόμος της εναντιοδρομίας όσο στην αρχαία Ελλάδα, όπου ο Λόγος συνυπήρχε με την μαντεία, έτσι που να επιτευχθεί η παλίντροπος αρμονίη του Ηρακλείτου, η αρμονία που εκπορεύεται από τα αντίθετα.

Σε αυτή την μικρή μελέτη θα συμπεριλάβω τους πιο φημισμένους μάντεις. Μεταξύ αυτών λαμπρή προσωπικότητα υπήρξε ο Μελάμπους, γιος του Αμυθάονος και της Ειδομένης, ο αρχαιότερος μάντις. Ήταν ακόμη θεραπευτής, καθαρτής και ιατρομάντις. Καταγόταν από την Πύλο, αλλά έδρασε στο Άργος. Το όνομά του ετυμολογείται από τα μέλαινα πόδια, διότι η μάνα του όντας βρέφος τον άφηνε κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Παιδάκι επίσης, όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος (Α.11), ζούσε στα χωράφια.

Μπροστά στην αγροικία του βρισκόταν μία δρυς, όπου υπήρχε φιδοφωλιά. Όταν οι υπηρέτες σκότωσαν τα φίδια και τα έκαψαν, ο Μελάμπους έκρυψε και ανέθρεψε τα φιδάκια τους. Κι εκείνα όταν μεγάλωσαν, πήγαν καθώς αυτός κοιμόταν και του έγλειψαν τα αυτιά. Από τότε άκουγε την λαλιά των πουλιών, κι έτσι προέλεγε τα μέλλοντα.

Φαίνεται πως τα φίδια ήταν φορείς μαντικής δύναμης. Φίδια έδωσαν το χάρισμα της μαντείας στα δίδυμα του Πριάμου (στον Έλενο και στην Κασσάνδρα), που έγλειψαν τα πρόσωπά τους την ώρα του ύπνου μες στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνος έξω από τα τείχη της Τροίας.[1]

Ο Μελάμπους γνώριζε επίσης την μαντική των σπλάχνων και αργότερα που συνάντησε τον Απόλλωνα έγινε τέλειος μάντις. Τα γνωστότερα μαντικά του επιτεύγματα ήταν δύο: θεράπευσε την τρέλα των Προιτίδων και την ανικανότητα του Ιφίκλου.

Σύμφωνα με τον H.Jeanmaire στο βιβλίο του Διόνυσος [2] το θέμα της Μανίας συναντάται κυρίως στην Βοιωτία και την Αργολίδα. Διαμορφώνονται δύο μύθοι: ο βοιωτικός και ο αργολικός. Στον πρώτο, ο θεός που έδινε την τρέλα ήταν ο Διόνυσος, ενώ στον δεύτερο, που έχει τις ρίζες του στην μυκηναϊκή εποχή, η Ήρα. Στην Αργολίδα επικρατεί ο μύθος των Προιτίδων. Ο Θεός που τρελαίνει εδώ είναι η Ήρα, κι έχει ενδιαφέρον πως σκορπά την μανία σε παρθένες, σε αυτές που διανύουν την «περίοδο της ήβης», όπως γράφει ο Jeanmaire.

Για τις Προιτίδες ο Απολλόδωρος (Β,2,4) αναφέρει δύο εκδοχές: κατά τον Ησίοδο τρελάθηκαν, διότι δεν δέχτηκαν τις τελετές του Διονύσου, ενώ κατά τον Ακουσίλαο (αρχαίος λογογράφος του 5ου π.Χ. αι. από το Άργος, ο οποίος μετέτρεψε σε πεζό τα ποιήματα του Ησιόδου), διότι προσέβαλαν το ξόανο της Ήρας.

Ο ποιητής Βακχυλίδης[3] δέχεται τον αργολικό μύθο, όπου εμπνεύστρια και θεραπεύτρια της μανίας (διότι ο ίδιος θεός τρελαίνει και θεραπεύει) υπήρξε η Ήρα του Άργους. Γράφει πως όταν ακόμη οι Προιτίδες ήταν παρθένες, μπήκαν στο τέμενος της θεάς και περηφανεύτηκαν πως ο πλούτος του πατέρα τους ήταν μεγαλύτερος από της Ήρας. Η θεά οργίστηκε με την ύβριν τους και θόλωσε το μυαλό τους βάζοντάς τους «παλίντροπον νόημα», σκέψη παράλογη. Τα κορίτσια τρελάθηκαν, έφυγαν προς τα κατάφυτα όρη, αφήνοντας πίσω τους την Τίρυνθα με τους θαυμαστούς δρόμους, και χάθηκαν βγάζοντας φοβερές κραυγές. Ο Προίτος, ο πατέρας τους, θέλησε να αυτοκτονήσει από την λύπη του αλλά τον συγκράτησαν οι σωματοφύλακές του. Ο Απολλόδωρος θεωρεί θεραπευτή των τρελών κοριτσιών τον μάντιν Μελάμποδα. Ο Μελάμπους, που ανεκάλυψε πρώτος την θεραπεία με τα φάρμακα και τους καθαρμούς (Απολλόδωρος Β 2,1), ισχυρίστηκε πως μπορούσε να θεραπεύσει την μανία των κοριτσιών, αν ο Προίτος τού έδινε το ένα τρίτο του βασιλείου του. Εκείνος όμως αρνήθηκε θεωρώντας μεγάλη την αμοιβή. Στο μεταξύ, η τρέλα μεγάλωνε χτυπώντας και άλλα κορίτσια της πόλης. Φοβισμένος ο Προίτος για την έκταση του κακού, υποσχέθηκε να δώσει την αμοιβή αλλά ο Μελάμπους ζήτησε άλλη τόση και για τον αδελφό του, τον Βίαντα. Ο Προίτος δέχτηκε. Τότε ο Μελάμπους, παίρνοντας μαζί του τους πιο ρωμαλέους νέους, κυνήγησε τις κοπέλες με αλαλαγμούς σε έναν ξέφρενο χορό μέχρι την Σικυώνα. Η μεγαλύτερη κόρη, η Ιφιόνη, ξεψύχησε μην αντέχοντας το κυνηγητό. Οι άλλες δύο σωφρονίστηκαν με τους καθαρμούς του μάντεως. Στο τέλος ο Προίτος νύμφευσε τις θυγατέρες του με τον Μελάμποδα και τον αδελφό του.

Κατά την εκδοχή του περιηγητή Παυσανία, αναφέρεται το σπήλαιο που βρισκόταν στα λεγόμενα Αροάνια όρη, όπου κατέφυγαν τα τρελά κορίτσια. Ο Μελάμπους με απόρρητες θυσίες και καθαρμούς τις έβγαλε από εκεί μέσα, τις έφερε στην τοποθεσία Λουσοί και θεράπευσε την τρέλα τους, μες στο ιερό της Αρτέμιδος, η οποία έκτοτε ονομαζόταν Λουσία.

Ο μάντις θεράπευσε επίσης την σεξουαλική ανικανότητα του Ιφίκλου, γιου του Φυλάκου, βασιλέως της Φυλάκης της Θεσσαλίας, ζητώντας ως αμοιβή τις αγελάδες του Ιφίκλου, τις οποίες φύλαγε ένας σκύλος και εμπόδιζε να τις πλησιάσει άνθρωπος ή ζώο. Ο Μελάμπους θυσίασε δύο ταύρους, τους διαμέλισε και κάλεσε τους οιωνούς (τα μαντικά πουλιά). Τότε εμφανίστηκε ένας αιγυπιός (γύπας) και του απεκάλυψε πως κάποτε ο πατέρας Φύλακος ευνούχισε κριάρια (κριούς τέμνων επί των αιδοίων) μπροστά στον γιο του και μετά άφησε το αιματοβαμμένο μαχαίρι κοντά στο παιδί. Ήταν μια φοβερή ιστορία, που θα μπορούσε να γίνει η απαρχή της ψυχανάλυσης. Ο ευνουχίζων πατέρας, ο τρόμος του γιου μπροστά στο θέαμα, το αιματοβαμμένο μαχαίρι. Ο μικρός Ίφικλος έφυγε φοβισμένος κι έμπηξε μετά το μαχαίρι στην ιερή δρυ, της οποίας ο φλοιός το κάλυψε για χρόνια. Το φονικό όπλο του ευνουχισμού ήταν η αιτία της ατεκνίας του Ιφίκλου. Συμβούλευσε λοιπόν ο γυπαετός τον Μελάμποδα πως, αν βρει το μαχαίρι, να ξύσει την σκουριά και να την πιει ο Ίφικλος επί δέκα ημέρες. Έτσι έγινε κι αμέσως ο Ίφικλος απέκτησε έναν γιο, τον Ποδάρκη (Απολλόδωρος Α, ΙΧ, 12).

Πρώτος ο Μελάμπους χρησιμοποίησε το φυτό ελλέβορο, που θεράπευε τον εμετό, την μανία και την μελαγχολία. Υπήρχε λευκός και μέλας ελλέβορος. Ο μάντις για την θεραπεία των Προιτίδων χρησιμοποίησε τον μέλανα, που ονομάσθηκε και μελαμπόδιον. Μελαμποδία ή Μελαμπόδεια λεγόταν και το έπος (απολεσθέν τώρα) που ανέφερε τα καταρθώματα του μάντεως και των απογόνων του. Το έπος είχε αποδοθεί στον Ησίοδο.[4] Διασώθηκε το περιστατικό της συνάντησης Μόψου και Κάλχαντος και ο θάνατος του τελευταίου επειδή έχασε στον ανταγωνισμό της μαντικής, μία αναφορά στον Τειρεσία για την αιτία της τύφλωσής του και μία μνεία για τον Ίφικλο του Φυλάκου.

Στα Αιγόσθενα[5], σημερινό Πόρτο Γερμανό της Μεγαρίδος, βρίσκονται τα ερείπια από το ιερό του Μελάμποδος. Για τον μάντι γινόταν θυσία και ετήσια εορτή.

Σημαντικοί υπήρξαν και οι Μελαμποδίδες, απόγονοι (δισέγγονοι) του Μελάμποδος, οι Αμφιάραος, Πολύειδος και Θεοκλύμενος.

Ο Όμηρος (Οδ. ο, στ.245 κε) αναφέρει τον γιο του Οϊκλέους Αμφιάραον, τον αγαπημένο του ασπιδοφόρου Διός και του Απόλλωνος, ο οποίος του χάρισε το δώρο της μαντικής. Ο Αμφιάραος έλαβε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και το όνομά του ήταν γραμμένο στον κατάλογο των ηρώων, που έλαβαν μέρος στην θήρα του Καλυδωνίου κάπρου. Η ζωή όμως και η μοίρα του κρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον των Θηβών, όπως αναφέρεται στην τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβας. Ο Αμφιάραος ως μάντις γνώριζε πως η εκστρατεία θα αποτύγχανε, ενώ ο ίδιος θα σκοτωνόταν, γι’ αυτό αντιδρούσε. Η σύζυγός του Εριφύλη, που έλαβε ως δώρο από τον Πολυνείκη το περίφημο χρυσό περιδέραιο που χάρισε η Αφροδίτη στην γυναίκα του Κάδμου Αρμονία, ανέλαβε σε αντάλλαγμα να πιέσει τον Αμφιάραο να λάβει μέρος στην εκστρατεία. Εκείνος το έπραξε με βαριά καρδιά, αλλά πριν φύγει, για να τιμωρήσει την επιπόλαιη Εριφύλη παρήγγειλε στους γιους του, Αλκμαίωνα και Αντίλοχο, να σκοτώσουν την μητέρα τους, αν εκείνος πέθαινε. Ο Αλκμαίων το έπραξε, αλλά τιμωρήθηκε από ενοχές και κυριεύθηκε από μανία. Ο δεύτερος γιος του, ο Αμφίλοχος, μάντις κι ο ίδιος, μετά τα τρωικά συνόδεψε τον Κάλχαντα στον οίκο του Μόψου, όπου εκεί έγινε και η περίφημη μαντική διαμάχη (Στράβων 14, 27). Ίδρυσε επίσης με τον Μόψο μαντείον, στον Μαλλό της Κιλικίας, το οποίον κατά την εποχή του Παυσανίου έδινε τους σωστότερους χρησμούς.

Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Θηβών, ο Αμφιάραος έκοψε δρόμο κοντά στο ποταμό Ισμηνό, προτού χτυπηθεί στα νώτα από τον διώκτη του, Περικλύμενο. Ο Ζευς, που τον αγαπούσε, τον έσωσε σχίζοντας με τον κεραυνό του την γη στα δύο. Ο Αμφιάραος μαζί με τον άρμα και τον ηνίοχό του, Βάτωνα, που ανήκε κι αυτός στο γένος των Μελαμποδιδών, έπεσε στο άνοιγμα της γης. Ο Ζευς τον έκανε αθάνατο. Το χάσμα της γης όπου έπεσε το άρμα υμνήθηκε από τον Πίνδαρο και περιγράφηκε ποιητικώς από τον Φιλόστρατο στις Εικόνες του.[6] Η γη καταπίνει τον μάντι στην φυγή του μαζί με τα στεφάνια του και την ίδια του την δάφνη. Τα άλογά του είναι λευκά, το στροβίλισμα των τροχών δείχνει βιασύνη, ενώ οι ίπποι βγάζουν λαχανισμένη την αναπνοή από κάθε ρουθούνι. Η γη έχει γεμίσει αφρούς και η χαίτη τους γέρνει στο πλάι· έτσι όπως είναι γεμάτα ιδρώτα, κολλάει πάνω τους η λεπτή σκόνη και κάνει τα άλογα λιγότερο όμορφα αλλά πιο πραγματικά. Ο ζωγράφος έχει απεικονίσει και τον Ωρωπό, ως νεαρό ανάμεσα σε γυναίκες με βαθυγάλαζα μάτια, Νύμφες της θάλασσας. Είναι ζωγραφισμένο ακόμη και το σημείο όπου ο Αμφιάραος έκανε τις μελέτες του, σε ρήγμα της γης ιερό και θεϊκό.

Θεραπευτική μέθοδος στο Αμφιαράειο ήταν η ονειρομαντεία και, φυσικά, πρωτίστως η εγκοίμηση (ο ύπνος μέσα στο ιερό). Σπουδαία είναι η ρήση του Πλουτάρχου: «ύπνου δε μη όντος, ουδ’ όνειρος εστιν, αλλά οίχεται το πρεσβύτερον ημίν μαντείον» ( αν δεν υπήρχε ο ύπνος, δεν θα υπήρχε και το όνειρο· κι έτσι θα χανόταν και το αρχαιότερο μαντικό μας μέσον).[7]

Στην αρχή το ιερό του Αμφιαράου φαίνεται πως ήταν στις Θήβες. Ο Στράβων βεβαιώνει πως κατόπιν χρησμού μεταφέρθηκε στον Ωρωπό (Γεωγραφικά Θ,10). Το Αμφιαράειον του Ωρωπού ιδρύθηκε στο τέλος του 5ου π.Χ. αι., αλλά τα μνημεία του περιγράφονται από τον Παυσανία τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα, αυτόν τον ζοφερό αιώνα όπου κατά τον Πλούταρχο συνέβη η σημαντική μείωση των μαντείων (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων). Ο Παυσανίας (Αττικά 34,1-5) νομίζει πως ο Αμφιάραος είχε επιδοθεί ιδιαίτερα στην εξήγηση των ονείρων. Αυτό είναι φανερό, αναφέρει, διότι μετά την αναγνώρισή του ως θεού καθιέρωσε την μαντική με όνειρα. Όποιος έρχεται να συμβουλευθεί τον Αμφιάραο, υπάρχει η συνήθεια να υποβάλλεται πρώτα σε καθαρμό. Αυτό γίνεται με μια θυσία στον θεό· η θυσία γίνεται και για τον θεό αυτόν, αλλά και για τους άλλους που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στον βωμό· αφού γίνουν αυτά, θυσιάζουν έπειτα ένα κριάρι, στρώνουν κάτω το δέρμα του και κοιμούνται πάνω σε αυτό περιμένοντας να τους φανερωθεί κάποιο όνειρο. Ο περιηγητής αναφέρει τον πρώτο ναό του Αμφιαράειου (αρχές 4ου π.Χ. αι.). Του ιδίου χρόνου είναι και η στήλη στην οποία υπήρχε ο ιερός νόμος του Αμφιαράειου σχετικά με τα καθήκοντα ιερέων και ασθενών, ο πρώτος βωμός και η ιερή πηγή, της οποίας το ύδωρ δεν ήταν κοινής χρήσης. Μόνον ο θεραπευόμενος έριχνε στην πηγή χρυσά και αργυρά νομίσματα, αφού κατά την παράδοση του Ωρωπού από εδώ αναδύθηκε ο Αμφιάραος. Το εγκοιμητήριο ή η στοά κτίσθηκε το 350 π.Χ. Οι ασθενείς πλάγιαζαν πάνω στην προβιά του θυσιασμένου ζώου και ονειρεύονταν. Ο τρόπος της θεραπείας απεικονίζεται σε τρεις σκηνές πάνω στο περίφημο ανάγλυφο του Αρχίνου του 4ου π.Χ. αι., το οποίο βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Στα αριστερά της παράστασης εικονίζεται όρθιος ο Αμφιάραος να χειρουργεί τον ώμο ενός ασθενούς, του Αρχίνου, ο οποίος έχει μικρότερο μέγεθος από τον θεό. Στα δεξιά του αναγλύφου είναι ο νέος που ικετεύει για την θεραπεία του, ενώ στο μέσον της παράστασης το ίδιο πρόσωπο κοιμάται πάνω σε ένα στρώμα, και ο όφις, ο ιερός όφις των Ασκληπειείων, του γλείφει το τραύμα για να το θεραπεύσει. Στον στυλοβάτη του αναγλύφου υπάρχει η επιγραφή: Αρχίνος Αμφιαράωι ανέθηκεν.

Τι ήταν άραγε ο ονειρομαντικός Αμφιάραος; Θεός ή ήρωας με χαρίσματα και μαντικές ικανότητες; Το δίλημμα το έθεσε ο ίδιος στους Θηβαίους. Οι Θηβαίοι τον τιμούσαν ως ήρωα, ενώ πρώτοι οι Ωρώπιοι τον πίστεψαν ως θεό και μετέπειτα όλοι οι Έλληνες.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ελένη Λαδιά, Μυθολογικά παράδοξα και ένα διήγημα,εκδ. Gema 2008.

[2] H.Jeanmaire, Διόνυσος, μτφρ. Αρτέμιδος Μερτάνη-Λίζα, εκδ. Βιβλιοπωλείον Κλειώ 1985.

[3] Λυρικοί ποιητές, Βακχυλίδης 11 S – Μ «Για τον Αλεξίδαμο από το Μεταπόντιο, νικητή στην πάλη παίδων στα Πύθια», εκδ. Κάκτος 2002.

[4] Hesiod, the homeric hymns and Homerica. Translated by H.G. Evelyn-White, Loeb Classical Library.

[5] Ελένη Λαδιά, Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων,εκδ. Gema 2006.

[6] Παυσανίου, Αττικά 44,5.

[7] Πλουτάρχου, Συμπόσιον των επτά σοφών, μτφρ. Β. Μοσκόβης, εκδ. Γεωργιάδης.


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Η Μοίρα και η Τύχη στον αρχαιοελληνικό κόσμο




Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά 


Στον Όμηρο, η Μοίρα είναι παντοδύναμη, απρόσωπη και ανώνυμη. Μπροστά της θεοί και θνητοί λυγίζουν. «Μοίρα μ’εδάμασσε» γράφεται και στο ορφικό έλασμα από τους Θουρίους της Ιταλίας, που αναφέρεται στον νεκρό μύστη.

Η φοβερή και αναπότρεπτη έννοια της Μοίρας (μείρομαι = παίρνω το μέρος που μου ανήκει, Ειμαρμένη = αυτή που έχει μοιραστεί) φανερώνεται στην Π ραψωδία της Ιλιάδος, στα Πατρόκλεια, με τον θάνατο του Σαρπηδόνος, του βασιλέως της Λυκίας και γιου του Διός. Ο ήρωας υπήρξε το αγαπημένο τέκνο του Διός, το οποίο προξένησε στον πατέρα του «βαρύαν οδύνην», όπως αναφέρει ο Καβάφης στο ποίημά του με τον τίτλο «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», ποίημα που μοιάζει σαν μετάφραση από την Ιλιάδα. Αυτός ο θάνατος υποδηλώνει την ομηρική αντίληψη για την πανίσχυρη Μοίρα, διότι ο Ζευς, μολονότι ήταν ο πρώτος θεός και λαχταρούσε να σώσει τον γιο του, δεν το μπόρεσε, γιατί είχε φθάσει πλέον «το αίσιμον ήμαρ», η μοιραία ημέρα. Στην κύλικα[1] του Βρετανικού Μουσείου (510 π.Χ.), που υπογράφει ο αγγειοπλάστης Παμφαίος και που πιθανόν ζωγραφίστηκε από τον ζωγράφο του Νικοσθένους, απεικονίζεται νεκρός πολεμιστής, του οποίου το σώμα μεταφέρουν οι φτερωτοί δαίμονες και δίδυμα αδέλφια, ο Ύπνος και ο Θάνατος. Γυμνό το σώμα του νεκρού Σαρπηδόνος με διαγραφόμενα τα εντόσθια και τα γεννητικά όργανα, μεταφέρεται τρυφερά από τον Ύπνο και τον Θάνατο, οι οποίοι με τα τεράστια φτερά και τις περικεφαλαίες τους μοιάζουν με αρχαγγέλους ή στρατιωτικούς αγίους.

Μεταξύ των ανδρών που θα σκοτώσει ο Πάτροκλος, προφητεύει ο Ζευς στην Ήρα, θα είναι και ο αγαπημένος του Σαρπηδών. Παρακολουθώντας την μονομαχία Πατρόκλου και Σαρπηδόνος από τον Όλυμπο, είπε συντετριμμένος στην σύζυγό του πως ο Σαρπηδών θα πεθάνει. Για μια στιγμή εξέφρασε μία πολύ ανθρώπινη επιθυμία να τον αρπάξει από την μάχη, να τον γλιτώσει και να τον στείλει πίσω στην πατρίδα του, Λυκία. Η Ήρα τού απάντησε πως η επιθυμία του θα διασάλευε την κοσμική νομοτέλεια, διότι και άλλοι γιοι των θεών μάχονταν στην πόλη του Πριάμου, κι έτσι ο κάθε θεός θα ήθελε να σώσει το δικό του παιδί. Ο Ζευς αναγκάστηκε να υπακούσει στην Μοίρα. Και μετά το τέλος της μάχης φροντίζει για τον νεκρό του γιο. Στέλνει τον Απόλλωνα να περιποιηθεί το σώμα του νεκρού και να καλέσει τους φτερωτούς αδελφούς Ύπνο και Θάνατο να τον μεταφέρουν στη Λυκία. Κι όπως γράφει ο Καβάφης, του οποίου οι στίχοι αντιστοιχούν σχεδόν επακριβώς στους ομηρικούς[2]: «Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη/ σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό./ Τον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τα αίματα/ κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας/ κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας/ τ’ αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά/ Ολύμπια φορέματα τον ντύνει».

Στην προσωκρατική φιλοσοφία, η Μοίρα είναι επίσης μια παντοδύναμη αρχή αλλά με διάφορα ονόματα: στον Αναξίμανδρο, η έκφραση «κατά το χρεών» είναι τόσο απρόσωπη και σκληρή, ώστε κατά την ελληνιστική εποχή έγινε μια περιφραστική ονομασία του θανάτου. Στον Παρμενίδη αναφέρεται η λέξη Μοίρα, η οποία αναγκάζει το ον να είναι ακίνητο και ολόκληρο. Ισοδύναμο της Μοίρας είναι και η Ανάγκη στο παρμενίδειο σύστημα. Στον μυστηριακό στίχο από τους Καθαρμούς του Εμπεδοκλέους (απ.115) αναφέρεται: «υπάρχει της Ανάγκης ένας χρησμός, των θεών αρχαίο ψήφισμα/ αιώνιο με όρκους πλατιούς σφραγισμένο». Στον Ηράκλειτο, η Μοίρα χάνει την κοσμογονική της υφή και ταυτίζεται με τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του, γράφει ο φιλόσοφος.

Ο Ησίοδος πρώτος έδωσε ονόματα στις Μοίρες, τις ενσαρκωμένες σε γυναικείες μορφές. Εδώ κατακερματίζεται η έννοια της Μοίρας και τριχοτομείται. Ο ποιητής τις θεωρεί θυγατέρες της Νύχτας, η οποία γέννησε ολομόναχη τον Μόρο, την Κήρα, τον Ύπνο και τον Θάνατο, τα γένη των Ονείρων, τον Μώμο και την Αθλιότητα, χωρίς να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς. Γέννησε επίσης την Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα, τις Εσπερίδες, τις Κήρες, τις Μοίρες, το ουλόμενον γήρας (το ολέθριον γήρας) και την καρτερόψυχη Έριν. (Θεογονία στ.211-226).Τα ονόματα των τριών Μοιρών είναι Κλωθώ (η κλώθουσα), Λάχεσις (λαγχάνω, λαχνός) και Άτροπος (α+τρέπω, η αμετάβλητη, η αναπότρεπτη). Η Κλωθώ συνδέεται με το παρόν, η Λάχεσις με το μέλλον και η Άτροπος με το παρελθόν.

Στον Ορφισμό, συνδυάζονται η Μοίρα με την κοσμογονική της σημασία και οι Μοίρες. «Ω Μοίρες απειράριθμες, προσφιλή τέκνα της μαύρης Νυκτός»: έτσι αρχίζει ο ορφικός ύμνος για τις Μοίρες.[3] Τις θεωρεί απειράριθμες και κατοίκους της ουράνιας λίμνης και τις επικαλείται να πετάξουν προς την απέραντη γη, προς το ανθρώπινο γένος, το μάταιο σε ελπίδα. Τις καλεί να βαδίσουν καλυμμένες με τα πορφυρά λινά τους ενδύματα στην μοιραία πεδιάδα. Στον 11ο στίχο, ο μύστης αναφέρεται στην Μοίρα ως νοητή αρχή, η οποία προνοεί για τον βίο των θνητών, αυτή κι άλλος κανείς από τους αθανάτους, που κατέχουν την κορυφή του χιονοσκέπαστου Ολύμπου. Η Μοίρα και ο τέλειος οφθαλμός του Διός. Διότι όλα όσα συμβαίνουν τα γνωρίζει η Μοίρα και ο νους του Διός. Ο ορφικός ύμνος αναφέρει επίσης και τα γνωστά ονόματα των τριών Μοιρών: Άτροπος, Κλωθώ, Λάχεσις. Διασώζει επίσης και συγκεραίνει όλες τις αντιλήψεις σχετικά με τις Μοίρες. Μία Μοίρα, η νοητή αρχή, οι απειράριθμες Μοίρες και οι τρεις επώνυμες.

Στον Πλάτωνα περιορίζεται το παντοδύναμο πρόσωπο της Μοίρας κι ο άνθρωπος απολαμβάνει κάποια ελευθερία. Στο β’ μέρος του μύθου (Πολιτεία Ι), ο Ηρ αφηγείται πώς οι ψυχές έφθαναν στον τόπο όπου καθόταν η Ανάγκη με τις τρεις θυγατέρες της, τις Μοίρες Κλωθώ, Λάχεσι και Άτροπο, λευκοντυμένες και εστεμμένες να υμνούν, σύμφωνα με την αρμονία των Σειρήνων, καθεμία και ένα τμήμα του Χρόνου – το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Οι ψυχές πρωτοπαρουσιάζονταν στην Λάχεσι. Στην αρχή, ένας προφήτης τις ξεχώριζε και παίρνοντας από τα γόνατα της Μοίρας του μέλλοντος τους κλήρους και τα παραδείγματα των βίων, ανέβαινε σε ένα ψηλό βήμα και μιλούσε εκ μέρους της αποκαλώντας τις ψυχές εφήμερες, αφού άρχιζε για το θνητό γένος μία άλλη περίοδος ζωής, που θα κατέληγε σε θάνατο. «Ψυχαί εφήμεροι, αρχή άλλης περιόδου θνητού γένους θανατηφόρου. Ουχ υμάς δαίμων λήξεται, αλλ’ υμείς δαίμονα αιρήσεσθε». Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμων, αλλά εσείς θα διαλέξετε τον δαίμονά σας. Είπε ακόμη πως η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο, δεν την διαφεντεύει δηλαδή κανείς, κι έτσι καθένας, αναλόγως με την εκτίμηση ή την περιφρόνηση που θα της δείξει, θα λάβει μεγαλύτερο ή μικρότερο μερίδιο. Η αιτία είναι του εκλέγοντος· ο θεός είναι αναίτιος. Αιτία ελομένου· θεός αναίτιος. Έπειτα, ο προφήτης έριξε τους κλήρους μπροστά σε όλους εκτός από τον Ήρα, ο οποίος ήταν ο μόνος παρατηρητής.

Στους αρχαίους ελληνικούς χρόνους, η Μοίρα –με τις ονομασίες Αίσα, Ανάγκη, Ειμαρμένη– βρίσκεται πάνω από τους θεούς, σε έναν κόσμο ιεραρχημένο, διαρθρωμένο και κατασκευασμένο πάνω στην κοσμική νομοτέλεια.

Στην ελληνιστική εποχή, όπου κυριαρχεί ο συγκερασμός των θρησκειών και η μείξη νοοτροπιών και τεχνών, δεν υπήρχε το σοβαρό πρόσωπο της Μοίρας αλλά το αλλοπρόσαλλο της Τύχης. Η θεά Τύχη καταλύει το κράτος των θείων δυνάμεων.[4] Κάθε πόλη είχε την δική της θεά Τύχη, όπως ήταν η Τύχη της Αντιοχείας, της Ρώμης, της Αλεξανδρείας κ.ά., οι οποίες είχαν και τον ναό τους, τον ονομαζόμενο Τυχαίο. Εκτός από τα αγάλματα της Τύχης, κυκλοφορούσαν και αγαλματίδιά της εν είδει φυλαχτού, όπως και εικόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Πλούταρχος έγραψε την πραγματεία Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής, για να εξουδετερώσει την φθονερή παράδοση που ανέφερε πως το έργο του ήρωα οφειλόταν στην Τύχη. Κατά τον φιλόσοφο, η Τύχη έπρεπε να συνοδεύεται από την Αρετή, με την οποία ήταν κοσμημένος ο Αλέξανδρος. Διότι, όταν η Τύχη εξυψώνει ένα τιποτένιο ήθος με πράγματα που έχουν κύρος και φήμη, τότε φανερώνει και ντροπιάζει περισσότερο τον κατεστραμμένο και κλονισμένο από την κενοδοξία του άνθρωπο.

Η Τύχη, αναφέρει ο Παυσανίας («Μεσσηνιακά» 30.6), πρωτοεμφανίζεται στον ομηρικό ύμνο της Δήμητρος. Ο Όμηρος την θεωρεί Ωκεανίδα και συμπαίκτρια της Περσεφόνης στο ιερό λιβάδι. Ο περιηγητής αναφέρει επίσης πως ο γλύπτης Βούπαλος κατασκεύασε το άγαλμα της Τύχης για τους κατοίκους της Σμύρνης. Την παρίστανε με πόλο στο κεφάλι και με το κέρας της Αμαλθείας (αφθονίας) στο χέρι. Στην ύστερη αρχαιότητα συνηθίζονταν τα αγάλματα της Τύχης σε διάφορες πόλεις, όπως στην Κόρινθο, στο Άργος, στην Αθήνα και στην Ήλιν. Η λέξη Τύχη αναφέρεται και στην Θεογονία του Ησιόδου, ο οποίος την θεωρεί κόρη του Ωκεανού, καθώς και στον δωδέκατο Ολυμπιόνικο του Πινδάρου, που την αποκαλεί θυγατέρα του Διός.

Το δισυπόστατο της Τύχης (καλή η κακή) μνημονεύεται στον ορφικό ύμνο της Τύχης: «γιατί από σένα υπάρχει ο πολυποίκιλος βίος των θνητών·/ γιατί σ’ άλλους παρέχεις πάμπλουτο πλήθος κτημάτων,/ και σ’ άλλους την κακή πενία που στην ψυχή φουντώνει την οργή./ Αλλά, θεά, παρακαλώ σε νάρθεις ευμενής στον βίο,/ γεμάτη μ’ ευτυχίες και πλούσια δωρήματα».[5]

Στην ελληνιστική φιλοσοφία, από το 330-31 π.Χ. κυριαρχούν τέσσερα κατευθυντήρια φιλοσοφικά ρεύματα: των Περιπατητικών, των Στωικών, των Επικουρείων και των Σκεπτικών, με κοινό τους στόχο την απάθεια ή την αταραξία του ανθρώπου, που ήταν βεβαίως αποτέλεσμα της πολυπολιτισμικής μείξης, η οποία επέφερε την ανασφάλεια και την αψυχολόγητη συγχώνευση των αντιθέτων. Ο Στωικισμός δεν έδινε καμία απολύτως σημασία στην Τύχη, διότι ήταν αλλοπρόσαλλη. Ένα πολύ ενδιαφέρον αλλά λιγότερο γνωστό βιβλίο είναι ο Πίναξ του Κέβητος[6], όπου βρίσκονται αρκετές ιδέες του Στωικισμού. Αυτός ο Πίναξ βρίθει καλών και κακών προσωποποιημένων εννοιών, όπως είναι η Απάτη, η Ακράτεια, η Καρτερία, η Ασωτία, η Κολακεία, η Εγκράτεια, η Ευτυχία και η Αληθινή Παιδεία. Η Τύχη παρουσιάζεται στο βιβλίο σαν μία γυναίκα που στέκεται πάνω σε έναν στρογγυλό λίθο, ενώ μοιάζει τυφλή και τρελή. Είναι όμως και κωφή. Τρέχει παντού· από άλλους αρπάζει τα υπάρχοντα και σε άλλους τα δίνει. Αυτό κάνει συνεχώς, δίνει και παίρνει. Το στρογγυλό λιθάρι δηλώνει την φύση της, διότι το δώρο που δίνει το ξαναπαίρνει. Όταν την εμπιστεύεται κάποιος, τον βρίσκουν συμφορές. Κι αυτά που δίνει, όπως πλούτο, δόξα, εξουσία, οι περισσότεροι άνθρωποι τα θεωρούν αγαθά. Το συμπέρασμα του βιβλίου είναι να μην πιστεύουν την Τύχη, που στέκεται στο στρογγυλό λιθάρι. Διότι δεν κάνει τίποτα σύμφωνα με την λογική, αλλά στα τυφλά. Την ίδια δυσπιστία να δείχνει ο άνθρωπος και στα δώρα της, διότι η Τύχη δεν έχει σταθερό χαρακτήρα. Δίνει και ξαναπαίρνει. Οι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν ό,τι τους δίνει αλλά να φεύγουν αμέσως, έχοντας την προσοχή τους στο βέβαιο δώρο, που δίνει η Αληθινή Παιδεία.

Δυο δυνάμεις, λοιπόν, χαρακτηρίζουν τις ιστορικές περιόδους: η σοβαρή, νομοτελειακή δύναμη της Μοίρας πρωτοστατεί στον δομημένο κλασικό κόσμο και η αλλοπρόσαλλη, ροϊκή Τύχη στην πολυπολιτισμική ελληνιστική εποχή.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ελένης Λαδιά, Το ποικιλόγραφο βιβλίο (άρθρα – ομιλίες – δοκίμια 1972-2012), Ο θάνατος του Σαρπηδόνος πάνω στα αγγεία, εκδ. Αθήνα 2012.

[2] Ελένης Λαδιά, Άρθρα για την καβαφική ποίηση (βλ. παραστάσεις αγγείων και καβαφικοί στίχοι), εκδ. Φέξη 1975.

[3] Ορφικοί ύμνοι, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά.

[4] Λεωνίδα Ι. Φιλιππίδη, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, Αθήνα 1958.

[5] Ορφικοί ύμνοι, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσα – Ελένης Λαδιά.

[6] Κέβητος Πίναξ, εισαγωγή – μετάφραση – σημειώσεις Αθαν. Θ. Φλώρου, εκδ. Πάπυρος 1975.


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Ένας διαφορετικός (και κοινότατος) θρήνος



Είναι γνωστή η ιστορία για την Δήμητρα και την Περσεφόνη της Ελευσίνος. Η Κόρη αρπάχτηκε από τον Άδη-Πλούτωνα, θεό του κάτω κόσμου όταν έπαιζε με τις ορθόστητες κόρες του Ωκεανού μαζεύοντας άνθη, κρόκους, σπαθόχορτα, υάκινθο κι όμορφους μενεξέδες. Στην συνέχεια ο θρήνος της Δήμητρος, η περιπλάνησή της για να βρει την χαμένη θυγατέρα και το γέλιο της θεάς που –κατά τον ελευσίνιο μύθο– προκάλεσε η Ιάμβη με τα αστεία της ή η Βαυβώ –κατά την ορφική εκδοχή– με την επίδειξη των γεννητικών της οργάνων. Στο τέλος η επιστροφή της Περσεφόνης, για να ξανανθίσει η γη που είχε ρημάξει από την οργή της θεάς και το αγκάλιασμα μητέρας και κόρης, που έγιναν οι θεότητες των ελευσινίων μυστηρίων.

Όμως στην Ελένη του Ευριπίδου υπάρχει μία άλλη εκδοχή του αρχέγονου μύθου, λιγότερο γνωστή. Το απόσπασμα φαίνεται πως είναι εμβόλιμο ή δικαιολογημένο από μερικούς ερευνητές.[1] Οι στίχοι του ποιητή αναφέρονται στην θεά των ορέων (ορεία Μήτηρ), την μητέρα των θεών, που έχασε την κόρη της, την λεγόμενη άρρητη κόρη, φράση που αποδιδόταν και στην Περσεφόνη. Κροτούσαν τα κύμβαλα όταν η θεά έζευξε τα ζώα στο αμάξι, για να ξεκινήσει να βρει την κόρη που άρπαξαν από τον κυκλικό χορό των παρθένων, μαζί με τις δυο της φίλες, την τοξότρια θυελλοπόδαρη Άρτεμι και την οπλισμένη με δόρυ Γοργώπιδα Παλλάδα.

Ο Ζευς, που έβλεπε τα πάντα από τον ουράνιο θρόνο του, όρισε διαφορετική μοίρα από εκείνη στην Ελευσίνα. Όταν η περιπλανώμενη θεά, εξαντλημένη από το κυνήγι των δολίων απαγωγέων, σταμάτησε στην χιονοσκέπαστη κορυφή της Ίδας, όπου βρισκόταν το κατάλυμα των Νυμφών, κάθισε ανάμεσα στις πετρωμένες από το χιόνι βελανιδιές κι έπεσε σε βαρύ πένθος (ρίπτει δ' εν πένθει). Η εκδίκηση της θεάς υπήρξε άγρια για τον χαμό της κόρης της. Με το πένθος της μαράθηκε η γη, ξεράθηκαν οι κάμποι, τα κοπάδια δεν είχαν τροφή να βοσκήσουν, οι γενεές των θνητών αφανίστηκαν, οι θυσίες προς τους θεούς σταμάτησαν, όπως στέρεψαν και οι πηγές των καθαρών και δροσερών υδάτων. Τότε ο Ζευς, για να καταπραΰνει την οργή της, στέλνει τις Σεμνές Χάριτες, οι οποίες κατά τον ορφικό ύμνο[2] ήταν εράσμιες, τερπνές, αγνές, αειθαλείς ροδόμορφες και θελκτικές, καθώς και τις Μούσες που, όπως υμνεί ο ορφικός μύστης, ήταν περιπόθητες, πολύμορφες, θρέπτειρες ψυχής και δότριες ορθοκρισίας.[3] Κατόπιν, έστειλε την πανέμορφη Αφροδίτη, η οποία κρατούσε ένα χάλκινον όργανο που έβγαζε βαρύ ήχο και δερμάτινα τύμπανα. Η θεά χάρηκε και γέλασε. Γοητευμένη από τον αλαλαγμό, πήρε στα χέρια της τον βαρύηχο αυλό.

Το επεισόδιο του Ευριπίδου έχει μεγαλειώδες νόημα. Η θέα μόνη, χωρισμένη εντελώς από την κόρη, που ποτέ δεν θα ξαναγυρίσει, μαγεύεται και γελά με τους βροντερούς μουσικούς ήχους των τυμπάνων και των χάλκινων οργάνων, που ίσως συμβολίζουν την έλξη της ίδιας της ζωής. Το παράδειγμα αυτής της ανώνυμης θεάς και της άρρητης κόρης γίνονται τα αρχέτυπα όλων των θνητών ονομάτων. Ο κάθε γονιός που χάνει το παιδί του, μολονότι είναι θλιμμένος, παρασύρεται από την ελκτική δύναμη της ζωής. Μπορεί ακόμη και να ξαναγελάσει. Έτσι, η Μητέρα των θεών, η κυρά των βουνών, γελά και παίζει μουσική, ενώ είναι «πένθει παιδός αλάστωρ». Συγκλονιστικός στίχος, «ενώ δεν ξεχνά το πένθος για το παιδί της».


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ευριπίδου, Ελένη, στ. 1300-1350, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ερρίκος Χατζηανέστης, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1989.

[2]. Philippe Borgeaud, Η μητέρα των θεών (από την Κυβελη στην παρθένο Μαρία), μτφρ. Αναστασία Καραστάθη και Μίνα Καρδαμίτσα, εκδ. Καρδαμίτσα 2001.

[3]. Ορφικοί ύμνοι, Δ.Π. Παπαδίτσας-Ελένη Λαδιά (κείμενο, μετάφραση, σχόλια), εκδ. Εστία 2010.


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Ο διπλός καλλιτέχνης



Στη μνήμη της ποιήτριας Νανάς Ησαΐα


Όπως στις γεωμετρικές προτάσεις δεχόμαστε μία υπόθεση ως δεδομένη, υποθέτουμε πως ο καλλιτέχνης είναι διπλός, έχει δηλαδή δύο φύσεις: την ανθρώπινη και την καλλιτεχνική. Επειδή όμως αυτές οι φύσεις δεν είναι ενωμένες ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως και ασυγχύτως, όπως στη θεανθρώπινη ένωση, αρκετές φορές συμφύρονται. Κι έτσι μιλάμε για διχασμούς, ανεξήγητες παραξενιές ή σχιζοφρενικά στοιχεία στον χαρακτήρα του καλλιτέχνη. Από τις δύο φύσεις του, σταθερότερη και μακροβιότερη φαίνεται πως είναι η καλλιτεχνική. Αυτή δεν αφήνει τον άνθρωπο που την έχει ούτε στην αρρώστια, στον πόνο, στα γηρατειά, ούτε ακόμη και στον θάνατο. Σαν τα πουλιά που κελαηδούν, προτού πεθάνουν. Μόνον στα πουλιά;

«Το κεφάλι του νεκρού Ορφέα τραγουδούσε και μετά τον θάνατό του», έκανε τη θαυμάσια σύνδεση η φίλη μου Νανά Ησαΐα κάποτε που μιλούσαμε για τον καλλιτέχνη. Ήταν η μόνη από τους φίλους μου με την οποία μπορούσα να συζητήσω παρόμοια θέματα. Όντως, αυτός ο θεολόγος με τη μαγική λύρα, που κατέβηκε στον Άδη για την αγαπημένη που ήταν μια σκιά, άρα μια ιδέα, και παρέμεινε μια σκιά, δηλαδή μια ιδέα, είναι ένα δυνατό πρότυπο. Δεν ξέρω αν ο καλλιτέχνης μπορεί να ερωτευθεί πρόσωπο, αφού είναι τόσο ιδεόπληκτος. Μπορεί σαν τον Νάρκισσο να ερωτεύεται τον εαυτό του στη λίμνη των ψευδαισθήσεών του.

Μετά τον διαμελισμό του από τη μανία των Μαινάδων, το κεφάλι του Ορφέως μεγεθυσμένο, πανέμορφο, στιλπνό σαν μαρμάρινο, όπως το δείχνει η αγγειογραφία, είναι κοσμημένο με πυκνούς βοστρύχους και λεπτή ταινία. Τώρα το κεφάλι είναι πιο μακριά, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα. Απεικονίζεται εν τομή, το μάτι διαγράφεται καθαρά, το στόμα είναι μισάνοιχτο, γιατί η ασώματη κεφαλή τραγουδά και χρησμοδοτεί. Το άσμα του καθηλώνει τα πλάσματα του Άδου. Τον ακούνε μαγεμένα. Εσύ το ακούς; Εσύ που έκανες την ωραία σύνδεση, το ακούς;


https://diastixo.gr


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Έκτωρ Κακναβάτος: [Το χάος είναι από άρτο της προθέσεως]

 


του κ. Ιάσονα Δεπούντη


Το χάος είναι από άρτο της προθέσεως

                Αριθμοί παραπληγικοί από ορθοπληξία

                                                   ακροάζονται την αλαλία του

                                βυθοσκοπούν τις ενοχές τους

                η αμαρτία τους είναι που συνεχίζουνε ενάρετοι

                                                                              και επηρμένοι

Ίσως η άλλη ράτσα αριθμών της άλλης γλώσσας

          ίσως οι σεληνιακοί αγγίσουν τα σφυρά της αταξίας

και ξεχυθεί ορίζοντας αλλότροπος

                                         από τ' ανατιναγμένο ρόδι


ΧΑΟΤΙΚΑ Ι (1997)


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Νίκος Καρούζος: [Δε μιλώ για το φόβο του τάφου]



Δε μιλώ για το φόβο του τάφου

δε μιλώ για αισθήματα άχρηστα.

Μα για κάθε στιγμή που ο θάνατος απλουστεύει

κι αν τον δούμε κατάματα

κάτι μέσα μας, αλήθεια, ζεσταίνει

και δεσπόζει στην κάθε ταχύτητα

η αγάπη·

που μπορεί να μας δείξει πως είναι μονάχη της

η καλύτερη φύση στη φύση.



Ν.Δ. Καρούζος, Οι μεγάλες ταχύτητες, Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχ. 142, Οκτώβρης 1966.

Νίκος Καρούζος: Η μονολεκτική γλυπτική του Giacometti



Εδώθε απ' τα δάση, δώθε κι απ' το νερό

εδώθε απ' τα μεγάλα δροσίσματα·

εδώθε απ' τους βράχους το ξεψύχισμα του σώματος

η σωματικότητα της ψυχής αληθευμένη

από μεγάλο βουρκωμένο απελπισμό

εκείνον οπού ξέμεινε σε μαγικό σουρωτήρι

και πέρασαν απ' τις τρύπες του όλα τ' άλλα

για να δείχνω τι άχρηστη που είναι η τύχη μας

το πρόσωπο πιο βέβαιο στο θάνατο

κι απ' του τάφου τ' αποτελέσματα πιο αλησμόνητο.

Για να μη σβήσει το άρωμα της οφειλής η οσμή των ηρώων

που τραβά τον κατασκότεινο γύπα υπεράνω

κι αυτός αναπάντεχα μαζώχνει τα φτερά του

καθώς αλλάζει και γίνεται

ξένος στους βράχους

ξένος στα μεγάλα δροσίσματα

στο νερό και στα δάση ξένος

αφού με ολάκερη τη δόξα συγκάθεται ο πόνος.



Ν.Δ. Καρούζος, Τετραγωνισμός του προσώπου, Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχ. 146, Φλεβάρης 1967.


Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

Νίκος Καρούζος: [Τραγουδώ τραγωδία]



Τραγουδώ τραγωδία. Δήλωσα σκύλος και δεν αλλάζω. Διασκεδάζω λυπούμενος και ίσως απαρηγόρητος. Επιμένοντας πως υπάρχω. Βέβαια, είναι αστείο, μα ο κόσμος είναι συνονθύλευμα από ανέκδοτα κι ανάμεσά τους η ποίηση. Και να σκεφτείς πόσοι δόκτορες ταλανίζονται και ταλανίζουν το ανθρώπινο γένος με ζαχαρωτά θεωριών και τρέχα γύρευε... Εμένα, Κατερίνα, δεν κατόρθωσε να με κοροϊδέψει κανείς. Αυτό είν' όλο.


«Μικρός διάλογος με τον Νίκο Καρούζο (μιλάει με την Κατερίνα Δασκαλάκη)», Το Δέντρο, τεύχ. 4-5, Ιανουάριος - Μάρτιος 1984

Νίκος Καρούζος: AUNANIA CLINICA ή μάλλον

 


       ή μάλλον όχι

όχι όχι δεν απαντέχω την καινουργίλα

       δε γίνεται πια να προστατέψω την αλήθεια

με τίποτα ούτε με άνωση

χωρίς να την έχω ποτές μου ζουλήξει

την άνθιζα πάντοτε δίχως συλλογισμούς

περιδιαβάζοντας άφθαρτους δυϊκούς αριθμούς

       ερωτώντας μάρμαρα

τη ροή της ενάρετης Ήρας εποχούμενος

       φερώνυμος

              φαραώνυμος

                     φερετρώνυμος

η λέξη που με πείθει λέγεται διακοπή

η λέξη που ραπίζει τη θεολογία μα όμως

ας ανυψώσουμε λιγάκι απ’ το χώμα τις πατούσες

       ας ανυψώσουμε

              στην υγεία του σύμπαντος.

Έχω την τιμή να είμαι διαβάτης.


ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ (1984)