Είναι γνωστή η ιστορία για την Δήμητρα και την Περσεφόνη της Ελευσίνος. Η Κόρη αρπάχτηκε από τον Άδη-Πλούτωνα, θεό του κάτω κόσμου όταν έπαιζε με τις ορθόστητες κόρες του Ωκεανού μαζεύοντας άνθη, κρόκους, σπαθόχορτα, υάκινθο κι όμορφους μενεξέδες. Στην συνέχεια ο θρήνος της Δήμητρος, η περιπλάνησή της για να βρει την χαμένη θυγατέρα και το γέλιο της θεάς που –κατά τον ελευσίνιο μύθο– προκάλεσε η Ιάμβη με τα αστεία της ή η Βαυβώ –κατά την ορφική εκδοχή– με την επίδειξη των γεννητικών της οργάνων. Στο τέλος η επιστροφή της Περσεφόνης, για να ξανανθίσει η γη που είχε ρημάξει από την οργή της θεάς και το αγκάλιασμα μητέρας και κόρης, που έγιναν οι θεότητες των ελευσινίων μυστηρίων.
Όμως στην Ελένη του Ευριπίδου υπάρχει μία άλλη εκδοχή του αρχέγονου μύθου, λιγότερο γνωστή. Το απόσπασμα φαίνεται πως είναι εμβόλιμο ή δικαιολογημένο από μερικούς ερευνητές.[1] Οι στίχοι του ποιητή αναφέρονται στην θεά των ορέων (ορεία Μήτηρ), την μητέρα των θεών, που έχασε την κόρη της, την λεγόμενη άρρητη κόρη, φράση που αποδιδόταν και στην Περσεφόνη. Κροτούσαν τα κύμβαλα όταν η θεά έζευξε τα ζώα στο αμάξι, για να ξεκινήσει να βρει την κόρη που άρπαξαν από τον κυκλικό χορό των παρθένων, μαζί με τις δυο της φίλες, την τοξότρια θυελλοπόδαρη Άρτεμι και την οπλισμένη με δόρυ Γοργώπιδα Παλλάδα.
Ο Ζευς, που έβλεπε τα πάντα από τον ουράνιο θρόνο του, όρισε διαφορετική μοίρα από εκείνη στην Ελευσίνα. Όταν η περιπλανώμενη θεά, εξαντλημένη από το κυνήγι των δολίων απαγωγέων, σταμάτησε στην χιονοσκέπαστη κορυφή της Ίδας, όπου βρισκόταν το κατάλυμα των Νυμφών, κάθισε ανάμεσα στις πετρωμένες από το χιόνι βελανιδιές κι έπεσε σε βαρύ πένθος (ρίπτει δ' εν πένθει). Η εκδίκηση της θεάς υπήρξε άγρια για τον χαμό της κόρης της. Με το πένθος της μαράθηκε η γη, ξεράθηκαν οι κάμποι, τα κοπάδια δεν είχαν τροφή να βοσκήσουν, οι γενεές των θνητών αφανίστηκαν, οι θυσίες προς τους θεούς σταμάτησαν, όπως στέρεψαν και οι πηγές των καθαρών και δροσερών υδάτων. Τότε ο Ζευς, για να καταπραΰνει την οργή της, στέλνει τις Σεμνές Χάριτες, οι οποίες κατά τον ορφικό ύμνο[2] ήταν εράσμιες, τερπνές, αγνές, αειθαλείς ροδόμορφες και θελκτικές, καθώς και τις Μούσες που, όπως υμνεί ο ορφικός μύστης, ήταν περιπόθητες, πολύμορφες, θρέπτειρες ψυχής και δότριες ορθοκρισίας.[3] Κατόπιν, έστειλε την πανέμορφη Αφροδίτη, η οποία κρατούσε ένα χάλκινον όργανο που έβγαζε βαρύ ήχο και δερμάτινα τύμπανα. Η θεά χάρηκε και γέλασε. Γοητευμένη από τον αλαλαγμό, πήρε στα χέρια της τον βαρύηχο αυλό.
Το επεισόδιο του Ευριπίδου έχει μεγαλειώδες νόημα. Η θέα μόνη, χωρισμένη εντελώς από την κόρη, που ποτέ δεν θα ξαναγυρίσει, μαγεύεται και γελά με τους βροντερούς μουσικούς ήχους των τυμπάνων και των χάλκινων οργάνων, που ίσως συμβολίζουν την έλξη της ίδιας της ζωής. Το παράδειγμα αυτής της ανώνυμης θεάς και της άρρητης κόρης γίνονται τα αρχέτυπα όλων των θνητών ονομάτων. Ο κάθε γονιός που χάνει το παιδί του, μολονότι είναι θλιμμένος, παρασύρεται από την ελκτική δύναμη της ζωής. Μπορεί ακόμη και να ξαναγελάσει. Έτσι, η Μητέρα των θεών, η κυρά των βουνών, γελά και παίζει μουσική, ενώ είναι «πένθει παιδός αλάστωρ». Συγκλονιστικός στίχος, «ενώ δεν ξεχνά το πένθος για το παιδί της».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ευριπίδου, Ελένη, στ. 1300-1350, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ερρίκος Χατζηανέστης, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1989.
[2]. Philippe Borgeaud, Η μητέρα των θεών (από την Κυβελη στην παρθένο Μαρία), μτφρ. Αναστασία Καραστάθη και Μίνα Καρδαμίτσα, εκδ. Καρδαμίτσα 2001.
[3]. Ορφικοί ύμνοι, Δ.Π. Παπαδίτσας-Ελένη Λαδιά (κείμενο, μετάφραση, σχόλια), εκδ. Εστία 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου