Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ: Άδειο




Αν φωνάξω μέσα μου, μόνο τη φωνή μου θ’ ακούσω· αν κοιτάξω μέσα μου, μόνο παλιές, θολές, εικόνες θα δω. Το «τίποτα» και το «άδειο» συγκατοικούν στους εφιάλτες μου. Τι έγιναν τα πολύτιμα πετράδια που αφήνουν πίσω τους οι εμπειρίες; Πού τ’ άφησαν; Μέσα μου; Μα δεν ακούγεται ούτε η ηχώ της νοσταλγίας ούτε της απόγνωσης. Το μέσα μου είναι το απόλυτο άδειο. Έφυγε και το μέλλον.


ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΗΛΕΟ ΧΡΟΝΟ (2018)

Παντελής Μπουκάλας: Ελάχιστα για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ




Δελεαστικός και διευκολυντικός ο όρος «γενιά», που τέμνει το λογοτεχνικό συνεχές για να συμμορφώσει στα ερμηνευτικά μας σχήματα, παραμένει ωστόσο προβληματικός. Ιδιαίτερα στην ποίηση, ο όρος απειλεί τα ιδιαίτερα γνωρίσματα κάθε ξεχωριστής ποιητικής φωνής, που πρέπει να υπαχθεί στον συχνά δυσδιάκριτο ομαδικό τόνο, για να υπηρετηθεί το γενικευτικό περιοριστικό πλαίσιο. Είναι τόσες οι εξαιρέσεις που πρέπει να συνεκτιμηθούν, ώστε τελικά ο κανόνας να χρησιμοποιείται με την προειδοποίηση πως είναι εγγενώς αυθαίρετος.
Σε ποια ποιητική γενιά ανήκουν, π.χ., όσοι πρωτοδημοσιεύουν συγχρονισμένοι με την επόμενη ή τη μεθεπόμενη ηλικιακή γενιά; Ενας ποιητής που γεννήθηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1930 είναι γραμματολογικά θεμιτό να ομαδοποιείται με ποιητές γεννημένους στα τέλη της ίδιας δεκαετίας; Πώς να υποτεθεί, λ.χ., κοινή η ρίζα αισθημάτων του Τάσου Πορφύρη (γ. 1931) ή του Βύρωνα Λεοντάρη (γ. 1932) με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και τη Ζέφη Δαράκη, που γεννήθηκαν το 1939; Προφανείς οι απαντήσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πάψουμε να χρησιμοποιούμε τον επίδικο όρο, όσο διευκολύνει τις περιοδολογήσεις μας.
Η Αγγελάκη-Ρουκ ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ή γενιά του ’60, η οποία αρκετά πρώιμα, το 1961, πριν δημοσιεύσει τους σπουδαιότερους τίτλους της, χαρακτηρίστηκε «χαμένη» από τον Παναγιώτη Μουλλά. Η εξήγηση ήταν ιστορική παρά λογοτεχνική. «Το ζήτημα δεν είναι ότι απλώς η δεύτερη μεταπολεμική γενιά δεν ανέβηκε στο προσκήνιο της ιστορίας», αλλά ότι «πορεύτηκε σαν παρίας της ιστορίας» έγραφε ο Γιώργος Αράγης στην εισαγωγή του στην Ανθολογία «Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970)» που εκπόνησε ο Ανέστης Ευαγγέλου («Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη, 1994).
Και όμως. Μπορεί η γενιά της Αγγελάκη-Ρουκ να συμπιέστηκε (τουλάχιστον στο πεδίο της δημοσιότητας) ανάμεσα στη «γενιά της ήττας», η οποία ωστόσο δεν παραδέχτηκε την ήττα, και στη «γενιά της αμφισβήτησης», όπως βιαστικά χαρακτηρίστηκε η γενιά του ’70, που πρωτοδημοσίευσε επί χούντας, υπήρξε εντούτοις κάτι σαφώς πλουσιότερο από «γενιά των αποήχων». Το 1994, παρουσιάζοντας στην «Κ» την Ανθολογία Ευαγγέλου, σημείωνα και τα εξής:
«Η γενιά του ’60 δεν διέθετε τον απροκάλυπτο (και συχνά στεντόρειο) πολιτικό λόγο των προγόνων της (λόγο είτε καταφατικό, ενθουσιαστικό και προτρεπτικό είτε αιρετικό και κρημνιστικό), που ενδεχομένως θα την καθιστούσε δημοτικότερη, αν μάλιστα συνεκτιμηθεί ότι μεγάλο μέρος της παραγωγής της εμφανίστηκε σε χρόνια που υπέθαλπαν ή και απαιτούσαν την αμιγώς και ευθέως πολιτική ποίηση. Βέβαιο είναι επίσης ότι αρκετοί από τους λογοτέχνες των επόμενων γενεών, που το έργο τους δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να καυχηθεί ότι πρόλαβε κιόλας να γίνει ισοϋψές του έργου του Βύρωνα Λεοντάρη ή της Κικής Δημουλά λ.χ., είδαν τα φώτα της δημοσιότητας να πέφτουν πάνω τους σαν να είχαν φτάσει ήδη στα Ιμαλάια του Νομπέλ. Η φαινόμενη μειλιχιότητα, λοιπόν, η εγκαρτέρηση με την οποία εξευγενίζεται η πίκρα της γενιάς αυτής, ο ήπιος λυρισμός της, οι εσωτερικότεροι δρόμοι που διήνυσε κατά την αυτογνωσία της, το μέτρο με το οποίο πολιτεύτηκε και στη λογοτεχνία και στη ζωή της, την οδήγησε να κατεργάζεται τη γλώσσα και τους ρυθμούς της στο περιθώριο· και ίσως σ’ αυτόν τον εσκεμμένο και τίμιο αυτοαποκλεισμό της από τη βουερή σκηνή να χρωστάει όσα διαμάντια εξόρυξε».
Κρυπτομνήμων του εαυτού μου, είπα πολλές φορές σιωπηρά τις λέξεις «η ευγένεια της λύπης», απαντώντας μέσα μου στο κακό νέο για τον θάνατο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Ξαναείπα δηλαδή τη φράση για την «εγκαρτέρηση με την οποία εξευγενίζεται η πίκρα» που είχα γράψει εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα πριν. Αυτό το γενικότερο γνώρισμα της γενιάς της το διακρίνουμε ευχερώς και αμέσως στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ – θα έλεγα και στη συνολική παρουσία της. Τη θυμάμαι, ένα γλυκό γέλιο ολόκληρη, σε ένα συνέδριο περί ποιήσεως που είχε διοργανώσει προ ετών το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ. Ετυχε να προεδρεύω στην τελευταία συνεδρία, και με την ενθουσιωδώς σύμφωνη γνώμη όλων των παρόντων ανακήρυξα την Κατερίνα «MVP του συνεδρίου»: μόνον αυτή είχε παρακολουθήσει όλες τις συνεδρίες, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποια ομιλία επικεντρωμένη στο έργο της. Το γέλιο της ομόρφυνε ακόμα περισσότερο όταν ρώτησε: «Τι πάει να πει MVP;».
Το πρώτο ποίημα της Αγγελάκη-Ρουκ, η «Μοναξιά», γράφτηκε στα δεκαεπτά της, το 1956, στη ρότα του διάσημου «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Παρά τη νοηματική προφάνεια ή μια-δυο λεκτικές αστοχίες, η ποιήτρια δεν το αποκήρυξε ούτε το αποσιώπησε. Αντίθετα, το χρησιμοποίησε «αντί για πρόλογο» στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1963-1977» (Καστανιώτης, 1997). Εύλογο. Δεν αποτελούσε, βέβαια, την πρώιμη κατάθεση ενός ποιητικού προγράμματος, ήταν όμως κάτι ουσιωδέστερο από εφηβικό καρυωτακισμό. Η μοναξιά εξεικονίζεται στο ποίημα πρωτίστως στην κοινωνική της διάσταση, δεν είναι μια τυπικά ναρκισσιστική νοητική κατασκευή, εξ ου και η αέναη επιστροφή της: «Τι μου λείπει και κλαίω; / Βρέχει και θα ’μαι πάντα μόνη, ανέραστη νυφίτσα μες στο κρύο» διαβάζουμε τους σκληρούς στίχους με τους οποίους καταλήγει ένα ποίημα αναπόλησης, το «Εφηβεία 1» της συλλογής «Επίλογος αέρας» (Κέδρος, 1990).
Οσο πύκνωνε με τον χρόνο η έκφρασή της, προσπερνώντας τη χρησμική κρυπτικότητα και κατακτώντας τη διαύγεια, η Αγγελάκη-Ρουκ εμπιστευόταν όλο και περισσότερο τη ζωή σαν θαύμα ούτως ή άλλως, και τον άνθρωπο σαν επινοητή της ίδιας του της ζωής: «Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς / θα εφεύρει η ζωή / ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης / και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας. / Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο» («Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα», Καστανιώτης, 2005). Και στο ποίημα «Η προδοσία της όρασης» της ίδιας συλλογής: «Ξέρεις πως η επινόηση της επιβίωσής σου / κρέμεται απ’ αυτό που κοιτάς / γιατί έλιωσες και ξαναπλάστηκες τόσες φορές».
Γενικότερα, ο πόλεμος της ποιήτριας με τη μελαγχολία και τη λύπη δεν ήταν υπόθεση λέξεων, άλλωστε το κύριο μέτωπο αυτού του πολέμου ήταν το σώμα και η «σαρκική μνήμη»: το σώμα που «έγινε η αρχή ενός ταξιδιού» («Λύκοι και σύννεφα», 1963), αναδείχθηκε ως «η νίκη και η ήττα των ονείρων» («Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό», 1974) και προτάθηκε σαν κλειδί για να κατακτηθεί η θνητή αθανασία, μάλλον η μοναδική ανθρωπίνως νοητή: «Ο παράδεισος κερδίζεται / με το σώμα / κι είναι κι αυτός θνητός» (στο ποίημα «Τα πόδια μου» της συλλογής «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας», 1978).
«Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας» ή, στωικότερα, «Η ευλογία της έλλειψης», όπως τιτλοδοτεί η Αγγελάκη-Ρουκ ένα ποίημα της συλλογής «Η ανορεξία της ύπαρξης» (Κέδρος, 2011). Αρκούν λίγοι στίχοι: «Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου· / ό,τι μού λείπει με προστατεύει / από κείνο που θα χάσω. [...] Ο,τι μού λείπει με διδάσκει. [...]
Στέρησέ με –παρακαλώ το Αγνωστο– / στέρησέ με κι άλλο / για να επιζήσω». Το Αγνωστο εδώ είναι η μόνη ανθρωπίνως νοητή θεότητα ενός αποφασισμένου, καρτερικού γνωστικισμού.


Πηγή

Κώστας Καναβούρης: Να σε λένε Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ




Να ξέρετε: Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ υπήρξε ένας μεγάλος άνθρωπος. Τόσο μεγάλος που δεν της πρέπει αποχαιρετισμός. Τώρα, ακριβώς την στιγμή που της συνέβη ο θάνατος, θα πρέπει όλοι να αρθούμε στο ύψος αυτής της στιγμής. Και να μην αποχαιρετήσουμε, αλλά με σεβασμό και απέραντη αγάπη να πούμε ξανά τα λόγια μιας οδυνηρής ποίησης όπως εκείνη που εγκατέλειψε πίσω της.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Ένα παιδί που έσκυβε ξεθάβοντας αγγέλους. Και ύστερα τους έκανε να πετάνε. Ένα παιδί που αναμασούσε τις κλωστές από το όνειρο κι όλο ανέβαινε, όλο ανέβαινε προς τη σιωπή. Τώρα έφτασε στο «εκεί» της σιωπής κι όλο μας αποχαιρετάει. Με το σκυμμένο της κεφάλι γράφοντας έναν κόσμο που τον έβλεπε εκκωφαντικά και διασταλτικά από την έλλειψη: το ελλείπον σώμα. Και με τη λύπη χείμαρρο να πλημμυρίζει το σπίτι, το βάδισμα, τον δρόμο όπου θα συναντήσει τους άλλους. Μέχρι τώρα, από τώρα και ύστερα, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ πήρε τα ποιήματά της, χαμήλωσε κι άλλο τη σιωπή της και βούλιαξε σε όλους τους βυθούς όπου λυπούνται οι λυπημένοι άνθρωποι. Δεν είχε άλλο κόκκινο κραγιόν να βάψει τα χείλη της, δεν είχε άλλη κόκκινη σιωπή να βάψει τον χαμό της: η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
Με μια λέξη τραυματισμένη να γράφεις μια τεράστια ποίηση. Με μια ποίηση τραυματισμένη να γράφεις το λυπημένο και τεράστιο πρόσωπο του κόσμου. Με μια κραυγάζουσα σιωπή να γράφεις τον λυγμό. Να βυθίζεσαι στον σταυρό. Να φεύγεις. Να χορεύεις τον κόσμο. Όχι σαν θεός. Σαν ένα μεγάλος άνθρωπος που εκποιεί τον θάνατο κουβαλώντας την ανάσταση σαν σταυρό. Ξανά και ξανά. Κάθε μέρα. Κάθε βράδυ. Κάθε στιγμή που οι άλλοι ονειρεύονται προσδοκίες κι εσύ ονειρεύεσαι το ανέφικτο κορμί σου. Έτσι, με τέτοια καρφιά να φτιάχνεις ποίηση. Πάει να πει, με τέτοια καρφιά να σταυρώνεσαι, κι όλο περισσότερο να σε λένε Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
Και να σωριάζονται τα ποιήματα το ένα πάνω στο άλλο όπως τα βράδια του χειμώνα πάνω στα καλοκαίρια που πέρασαν στην άκρη του κορμιού. Στην άκρη της ανάστασης. Σε μιαν ελπίδα. Λέξη προς λέξη αυτή η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ έδειξε την ελπίδα. Για όλα. Αυτό το κουράγιο για όλα, που κάνει τον Γολγοθά αίτημα λυγρής φιλοσοφίας και ποίημα σιωπής μέσα σε ποίημα που θέλει να σιωπήσει κι άλλοτε το καταφέρνει, άλλοτε όχι.
Δεν το καταφέρνει πάντοτε αυτό το ποίημα η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Της ξέφευγε ο πόνος και γινόταν έρωτας. Της ξέφευγε το βήμα και γινότανε χορός. Της ξέφευγε το μέτρο και γινότανε ελευθερία. Ένα μεγάλο ποίημα της σιωπής κι ακόμα ένα που περιμένει στο σκοτάδι ήταν η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Ένα μεγάλο υπομονετικό ποίημα της πλησμονής σ’ ένα σκοτάδι που μονάχα εκείνη ήξερε. Και το ήξερε τόσο καλά ώστε μπορούσε να το φανταστεί ακόμα περισσότερο. Πέρα από τον θάνατο.
Να το γράψει δηλαδή. Θέλει κουράγιο και βαθύτατη ανθρωπιά για να το κάνεις. Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ το έκανε: έσπασε τον εαυτό της για να μπορέσει να βρει τις λέξεις της. Έσπασε τον εαυτό της για να μπορέσει να βρει το ποίημα. Έσπασε ακόμα και τη γενναιότητα της εγκατάλειψης, με το βαρύ σφυρί της ποίησης. Αμόνι και δάκρυ. Χάλυβας και χαμόγελο. Χορός και εικόνισμα. Εξάρθρωση και λόγος. Συμπληγάδες και Ερινύες. Α, ναι. Από πολλές Συμπληγάδες πέρασε η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ ώσπου να φύγει. Χρόνια και χρόνια χαμηλώνοντας τις λέξεις, χρόνια και χρόνια χαμηλώνοντας τη σιωπή μέσα στα ζήτω των άλλων. Αυτή τη χοάνη που καταπίνει τους ποιητές. Και τους ξεβράζει σε ασήμαντες ημερομηνίες. Σε μια σιωπή ασήμαντη. Αυτό είναι το θηρίο: Η ασήμαντη σιωπή. Λες και δεν έγινε τίποτα που πέθανε η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ που τίμησε τη σιωπή, τον έρωτα, τον θάνατο, το πολεμικό κορμί, το άλλο βλέμμα, τον παλμό, την υστέρηση που λέγεται στυγνότητα όταν το δάκρυ καθυστερεί για λίγα δευτερόλεπτα κι ο κόσμος για αιώνες.
Γι’ αυτό θα πω πως είναι μεγάλο πράγμα να έχεις υπάρξει η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Γιατί μαζί σου, για όλα αυτά, υπήρξαμε κι εμείς.
Δεν γίνεται λοιπόν να σε αφήσουμε από τα χέρια μας, να πούμε ότι πέθανες και να τελειώσει έτσι η κατάσταση. Δεν γίνεται να σε αφήσουμε να μας αφήσεις. Συνεχίζουμε. Θα γράψουμε τα ποιήματα που δεν πρόλαβες να γράψεις.
Αύριο πάλι, Κατερίνα. Αύριο, στον αιώνα τον άπαντα.


Πηγή

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Κατίνα Βλάχου: Επιθυμία




θα 'θελα να ζυγίσω την ψυχή μου ένα βράδυ
να την τινάξω σαν σεντόνι το πρωί
κι όλο το βάρος που της φόρτωσε η ζωή
να γίνει πούπουλο ελαφρύ σαν χάδι


ΣΚΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ (2019)

Κατίνα Βλάχου: Επιτύμβιο




Για κάθε φως που χάνεται στον κόσμο
ένα άστρο ανάβει στο στερέωμα και λάμπει
Έτσι ομορφαίνουν οι ψυχές το σύμπαν
σαν ταξιδεύουν πέρα από τη λήθη


ΣΚΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ (2019)

William Wordsworth: Ode: Intimations of Immortality from Recollections of Early Childhood




' The Child is father of the Man;
And I could wish my days to be
Bound each to each by natural piety.'


I
There was a time when meadow, grove, and stream,
The earth, and every common sight,
To me did seem
Apparelled in celestial light,
The glory and the freshness of a dream.
It is not now as it hath been of yore;—
Turn wheresoe'er I may,
By night or day,
The things which I have seen I now can see no more.


II
The Rainbow comes and goes,
And lovely is the Rose,
The Moon doth with delight
Look round her when the heavens are bare;
Waters on a starry night
Are beautiful and fair;
The sunshine is a glorious birth;
But yet I know, where'er I go,
That there hath past away a glory from the earth.


III
Now, while the birds thus sing a joyous song,
And while the young lambs bound
As to the tabor's sound,
To me alone there came a thought of grief:
A timely utterance gave that thought relief,
And I again am strong:
The cataracts blow their trumpets from the steep;
No more shall grief of mine the season wrong;
I hear the Echoes through the mountains throng,
The Winds come to me from the fields of sleep,
And all the earth is gay;
Land and sea
Give themselves up to jollity,
And with the heart of May
Doth every Beast keep holiday;—
Thou Child of Joy,
Shout round me, let me hear thy shouts, thou happy
Shepherd-boy!

IV
Ye blessed Creatures, I have heard the call
Ye to each other make; I see
The heavens laugh with you in your jubilee;
My heart is at your festival,
My head hath its coronal,
The fulness of your bliss, I feel— I feel it all.
Oh evil day! if I were sullen
While the Earth herself is adorning,
This sweet May-morning,
And the Children are culling
On every side,
In a thousand valleys far and wide,
Fresh flowers; while the sun shines warm,
And the Babe leaps up on his Mother's arm:—
I hear, I hear, with joy I hear!
— But there's a Tree, of many, one,
A single Field which I have looked upon,
Both of them speak of something that is gone:
The Pansy at my feet
Doth the same tale repeat:
Whither is fled the visionary gleam?
Where is it now, the glory and the dream?

Samuel Taylor Coleridge: The Rime of the Ancient Mariner (I)




It is an ancient Mariner,
And he stoppeth one of three.
'By thy long grey beard and glittering eye,
Now wherefore stopp'st thou me?

The Bridegroom's doors are opened wide,
And I am next of kin;
The guests are met, the feast is set:
May'st hear the merry din.'

He holds him with his skinny hand,
'There was a ship,' quoth he.
'Hold off! unhand me, grey-beard loon!'
Eftsoons his hand dropt he.

He holds him with his glittering eye—
The Wedding-Guest stood still,
And listens like a three years' child:
The Mariner hath his will.

The Wedding-Guest sat on a stone:
He cannot choose but hear;
And thus spake on that ancient man,
The bright-eyed Mariner.

'The ship was cheered, the harbour cleared,
Merrily did we drop
Below the kirk, below the hill,
Below the lighthouse top.

The Sun came up upon the left,
Out of the sea came he!
And he shone bright, and on the right
Went down into the sea.

Higher and higher every day,
Till over the mast at noon—'
The Wedding-Guest here beat his breast,
For he heard the loud bassoon.

The bride hath paced into the hall,
Red as a rose is she;
Nodding their heads before her goes
The merry minstrelsy.

The Wedding-Guest he beat his breast,
Yet he cannot choose but hear;
And thus spake on that ancient man,
The bright-eyed Mariner.

And now the STORM-BLAST came, and he
Was tyrannous and strong:
He struck with his o'ertaking wings,
And chased us south along.

With sloping masts and dipping prow,
As who pursued with yell and blow
Still treads the shadow of his foe,
And forward bends his head,
The ship drove fast, loud roared the blast,
And southward aye we fled.

And now there came both mist and snow,
And it grew wondrous cold:
And ice, mast-high, came floating by,
As green as emerald.

And through the drifts the snowy clifts
Did send a dismal sheen:
Nor shapes of men nor beasts we ken—
The ice was all between.

The ice was here, the ice was there,
The ice was all around:
It cracked and growled, and roared and howled,
Like noises in a swound!

At length did cross an Albatross,
Thorough the fog it came;
As if it had been a Christian soul,
We hailed it in God's name.

It ate the food it ne'er had eat,
And round and round it flew.
The ice did split with a thunder-fit;
The helmsman steered us through!

And a good south wind sprung up behind;
The Albatross did follow,
And every day, for food or play,
Came to the mariner's hollo!

In mist or cloud, on mast or shroud,
It perched for vespers nine;
Whiles all the night, through fog-smoke white,
Glimmered the white Moon-shine.'

'God save thee, ancient Mariner!
From the fiends, that plague thee thus!—
Why look'st thou so?'—With my cross-bow
I shot the ALBATROSS.

William Blake: Of the Gates




My eternal man set in repose,
The female from his darkness rose;
And she found me beneath a tree,
A mandrake, and in her veil hid me.
Serpent reasonings us entice
Of good and evil, virtue and vice,
Doubt self jealous, watery folly,
Struggling thro' earth's melancholy,
Naked in air, in shame and fear,
Blind in fire, with shield and spear,
Two horn'd reasoning, cloven fiction,
In doubt, which is self contradiction,
A dark hermaphrodite we stood,--
Rational truth, root of evil and good.
Round me flew the flaming sword;
Round her snowy whirlwinds roar'd,
Freezing her veil, the mundane shell.
I rent the veil where the dead dwell:
When weary man enters his cave,
He meets his Saviour in the grave.
Some find a female garment there,
And some a male, woven with care,
Lest the sexual garments sweet
Should grow a devouring winding sheet.
One dies! alas! the living and dead!
One is slain! and one is fled!
In vain-glory hatcht and nurst,
By double Spectres, self accurst,
My son! my son! thou treatest me
But as I have instructed thee.
On the shadows of the moon
Climbing thro' night's highest noon:
In time's ocean falling drown'd:
In aged ignorance profound,
Holy and cold, I clipp'd the wings
Of all sublunary things,
And in depths of my dungeons
Closed the father and the sons.
But when once I did descry
The Immortal Man that cannot die,
Thro' evening shades I haste away
To close the labours of my day.
The door of death I open found,
And the worm weaving in the ground:
Thou'rt my mother from the womb,
Wife, sister, daughter, to the tomb:
Weaving to dreams the sexual strife,
And weeping over the web of Life.

Νίκος Καρούζος: Στον ίσκιο του William Blake




Είμαστε όλοι στον αέρα του Αναξιμένη.
Σ’ αυτή τη νέα βλάστηση στο κεντητό απριλοπάνι.
Χρησιμοποιώντας ολόκληρη την οικογένεια σαξοφώνων.
  – Τις ει; – Ογδονταπέντε κιλά
                του συμπαντικού βάρους.


Ο ΖΗΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗ-ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΜΕ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ (1980)

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Κώστας Τριβιζάς: Έφηβη μνήμη




                       ζωή εν εταίρα μορφή

Μελίρρυτο κούρδισμα χορδών
-μ’ ένα κανίστρι ρούχα ψωμί στο χέρι
κι ο ήλιος να βάφει-να σβήνει τη φωνή του Elvis,
αιώρηση στιγμής, ασύνειδη στάση στο
αιώνιο τώρα

Ζωής αποκάλυψη λόγος δε λύνει,
ματιών ανταρσία και πλαστο-
γραφία στο μετεωρισμό του φωτός
Έρωτας στα αθώα γρανάζια
πάθος έκρηξης πηγής ερήμου -η
ελάχιστη επιθυμία Ύπαρξη

Στο αγαπητικό Χάραγμα ο χρόνος
                                           μνημείο κενό
ο εραστής αθάνατος.


1.1.2020