Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Woody Allen: Annie Hall






Alfred Hitchcock: Psycho







Νικόλας Κάλας: [Ανθούν τα περασμένα]



Ανθούν τα περασμένα στα θερμοκήπια των ελπίδων
Σίβυλλας ανθολογίες, άστρων και ηδονών λογαριασμός
–είναι φθηνότερα στον Πειραιά –
λαθρέμποροι οραμάτων οι ποιητές
ερασταί και σαρκασταί, χαρτοπαίκτες συλλαβών.
Συγχωροχάρτι του στίχου των η παιδιά.



Νικόλας Κάλας: Ενθεέστερος



    Πάει ο Μήτσος ο Τζατζάς που εγύριζε στα πλάγια

Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος τον ίδιο θάνατο θρηνούν
οι πλαγιές των ερημώθηκαν· ο θρύλος υπερισχύει
ΑΥΤΟΣ ηνώθη με τους θεούς με τον συνάχρονο ρυθμό των·
πανσθενής υψιμέδων αγνοεί τις κακώσεις
η μορφή του βεβηλώνεται από συγχρόνους
βεβηλώνεται και καταρρακώνεται
αλλά αυτός μετουσιώθη έγινε κύκνος Γανυμήδης και κρίνος.



Νικόλας Κάλας: [Κήπον κλεισμένον εκάρπωσα]



Κήπον κλεισμένον εκάρπωσα
νυχτάνθεμα και κυνανθοί
ευωδία αβύσσων, κήπος γραμμάτων
με περιβάλλει, πολύχρωμος ερμητικός
χρωματόσωμον ο λόγος. Βασανίζω εικόνες
με λέξεις που τις καθυστερούν
αναγνωρίζω διαφορές αλλιώς δεν επέρχεται το ποίημα
κι επανέρχονται τοπωνυμίες κι ανέκδοτα.

Καθυστερημένα όνειρα βρωμούν σαν μπακαλιάρος
Γιαννιώτικα Πολίτικα μακρόσυρτα τραγούδια
ανατολίτικα βρωμούν σαν παλαμίδα.

Στιγμές σκορπισμένες στα βράχια
πεύκα πεπονόφλουδες κάποτες καπότες
στιγμές βουλιαγμένες στα χρόνια.
Το φύσημα πνοής ανάμεσα στα φύλλα και τα φύλα.
Δαφνί και δάφνη ο κόσμος εντόσθια εντός μου.
Τώρα ζητώ τη μανία ν’ αμβλύνει το χαρτί

Νικόλας Κάλας: Η οσφύς του λαγού η μοναρχική μου αγάπη




Πρώτοι μας δυνάστες Βιτελοβλάχοι
Κόθωνας με Αμυαλία. Μετά
ξέρασεν ο Βόλγας την Αφροδίτη Βρωμάροβνα
που τόκισε τους Γλυκοβούργους με χυλόπιτες
και τους Ρωμιούς με αναθέματα.
Του πετεινού ο γιος αντίς από την Πόλη
πήρε την Ασοφία.

Ένας του γιος ασπάστηκε τη Μαϊμού.
Κι ο άλλος εγκαινίασε μεταξωτό πολιτισμό.
Η Χέσσα μηχανεύτηκε ανάπαυλα πράματα
κι ο Κοπρώνυμος Β΄ Άνω Μωρία.

Πάνε τώρα οι Γλυκοβούργοι
αλλού να φάνε την κοπενχάη τους
στο Τυχεράν της Ιρανίας ίσως.
Εδώ ποταποί παττακοί ηρακλείδες
του στόματος ψιττακίζουν
έρχεται, ερχέζεται ο Βάσος Υλικός.

Ελλάς εργατών και αγροτών, Ελλάς ποιητών
φοβού τους Δαναούς. Προσοχή
Ήτταν ή Επί Τανκς.


Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Τίτος Πατρίκιος: Ο ποιητής


Τίτος Πατρίκιος και Βασίλης Πανδής στην Ιόνιο Ακαδημία (Επιστημονικό Συνέδριο για τον Αντώνη Σαμαράκη, Κέρκυρα, 2/4/2016) - φωτογραφία: Σπύρος Σουρβίνος


Ο ποιητής
ένα είδος μαστροπού
ρίχνοντας στην πιάτσα
τις πιο μύχιες
τις πιο κοινές
τις πιο πεποιημένες
λέξεις.


Τίτος Πατρίκιος: Λογοδοσία



Κι όταν θα 'ρθεί η ώρα
που κι η ποίηση ένα πρόσχημα θα φανεί,
της απραξίας ίσως ή της ανικανότητας
μια μάταιη προκάλυψη,
και θ’ ακουστεί η τρομερή φωνή
«Δούλε, τί έκανες το τάλαντόν σου;»
Την πλάνη διάλυσε επιτέλους.
Πες πως ήταν μια λίγο αστεία παρεξήγηση,
πως τάλαντον
ουδέποτε υπήρξε.

Τίτος Πατρίκιος: Κουβεντιάζοντας με τον Αρχίλοχο



Και μού 'λεγε ο Αρχίλοχος:
«Μετάφρασέ τα στη δική μου γλώσσα
να δω επιτέλους τι γράφετε κι εσείς.
Κυρίως θέλω να μου εξηγήσεις
αυτές τις λέξεις που μοιάζουν για ελληνικές
και όμως με μπερδεύουν.
Τί πάει να πει λοιπόν
τηλεόραση, κυβερνητική, τεχνοκρατία;
Τις άλλες άσ’ τες όπως είναι,
από οικονομία, πόλεμο, ψυχανάλυση
κάτι κι εγώ καταλαβαίνω».

Τίτος Πατρίκιος: Στον Ανδρέα Κάλβο



Ανδρέα Κάλβο
που έσφιγγες με τους στίχους σου
το λαιμό τυράννων
σήμερα οι τύραννοι έχουν οργανωθεί
σ' απρόσωπους μηχανισμούς
δύσκολα ξεχωρίζουμε το λαιμό τους.
Ίσως νά 'ναι κι αυτό ένας λόγος
που δυσκολεύονται οι ποιητές
στο πιο αληθινό τους έργο.


Τίτος Πατρίκιος: Ο καφές



Δεν έγραφε τόσο πολύ
κυρίως έπινε καφέδες
θα του άρεσε αν κάποτε
τον παρομοίαζαν με τον Μπαλζάκ.

Τίτος Πατρίκιος: Ταριχευτής πτηνών



Οι ιδέες έρχονται όλο πιο αραιά
σαν τα πουλιά που λιγοστέψαν
κι ούτε που μένουν, χάνονται
το ίδιο απρόσμενα όπως ήρθαν.
Μού ’ρχεται δύσκολο να καραδοκώ
με δίχτυα, ξόβεργες, απόχες
μες στη συμφόρηση των δρόμων
μήπως για μια στιγμή περάσουν.

Τίτος Πατρίκιος: Εξήγηση



Ο ποιητής εξηγούσε τους μυστικούς συμβολισμούς
τη διαλεχτική του ποιήματός του.
Η πόρτα, έλεγε, είναι το μυστήριο της επικοινωνίας
του μέσα με το έξω, μιας επικοινωνίας που
εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται,
αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται,
γι’ αυτό κι η πόρτα είναι μια πόρτα
που αναλώνει την πόρτα
που υπερβαίνει την ανάγκη της πόρτας
και μέσα από την αυτοκαταργημένη πόρτα
μπορεί κανείς να βυθομετράει, να βυθράει
να βεθλάει, να βουθλουβάει...
Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά
καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.

Γιώργος Σεφέρης: K.Π. Kαβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι























Δεν πρόκειται να υποστηρίξω πως ο Kωνσταντίνος Kαβάφης και ο Θωμάς Έλιοτ έχουν δεσμούς επιρροής. Tους χωρίζουν τα χρόνια· σχεδόν μια ολόκληρη γενεά. O Kαβάφης γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια στα 1863· ο Έλιοτ, στον Άγιο Λουδοβίκο των Eνωμένων Πολιτειών στα 1888. Όταν ο Έλιοτ βρίσκεται ακόμη στο σημείο του προσανατολισμού του ―γύρω στα ’20, με το «Γερόντιον», καθώς νομίζω― ο Kαβάφης έχει από καιρό δημοσιέψει τα ποιήματα που δείχνουν τα κυριότερα χαραχτηριστικά της φυσιογνωμίας του.
     Για να είμαι πιο προσεκτικός, δεν εννοώ πως ο Kαβάφης την εποχή εκείνη είναι πια τελειωμένος. Aπεναντίας, με τον Kαβάφη συμβαίνει τούτο το εξαιρετικό· ενώ με τα ποιήματα της νεότητάς του, και της μέσης ηλικίας του κάποτε, φαίνεται αρκετά συχνά μέτριος και χωρίς ιδιοσυγκρασία,1 στα ποιήματα των γερατειών του δίνει την εντύπωση πως ολοένα εφευρίσκει καινούργια πράγματα, πολύ αξιοπρόσεχτα. Eίναι «ποιητής του γήρατος». Λίγους μήνες προτού πεθάνει, άρρωστος στην Aθήνα, έλεγε, αν είναι σωστή η πληροφορία: «Έχω να γράψω ακόμη είκοσι πέντε ποιήματα». Λυπάται κανείς που δεν πρόλαβε να γράψει έστω και δύο, έστω και ένα ποίημα ακόμη. Eίναι περίεργο και σπάνιο· πέθανε εβδομήντα χρονώ, και ωστόσο μας άφησε με την πικρή περιέργεια που δοκιμάζουμε για έναν άνθρωπο που χάνεται πάνω στην ακμή του. Aλλά και σ’ αυτή την περίοδο, δηλαδή από τα ’20 ως τα ’33, είναι αδύνατο να υποστηρίξει κανείς πως υπάρχει επίδραση του ελιοτικού έργου πάνω στον Kαβάφη.2 O Kαβάφης εφευρίσκει πάντα, καθώς έλεγα, όμως τα πράγματα που εφευρίσκει τα συναντά στον εξαιρετικά μοναχικό δρόμο που ακολουθεί. Δεν ξέρω ποιητική δημιουργία περισσότερο απομονωμένη από τη δική του· θέλω να πω, σ’ όλη τη γνωστή μου λογοτεχνία. Eίναι ένα όριο από πολλές απόψεις· και από αυτήν εδώ την άποψη. Έξω από τη μεγάλη δημοσιά της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, τέτοια που την έχει ανοίξει ο Σολωμός, μοιάζει συνάμα χωρίς συγγένεια με οποιαδήποτε ευρωπαϊκή φυσιογνωμία είτε της εποχής του είτε της προηγούμενης εποχής· εννοώ, συγγένεια που ν’ αγγίζει οργανικά το έργο του, και όχι ορισμένα «τικ» που αναφέρουν εκείνοι που τον άκουσαν να κουβεντιάζει στην περιώνυμη Rue Lepsius της Aλεξάνδρειας. Ψάχνοντας προς αυτή την κατεύθυνση, το μόνο που μπορώ να παρατηρήσω είναι ότι ο Kαβάφης έχει ασφαλώς αναπνεύσει την ατμόσφαιρα της σύγχρονης ποίησης της Eυρώπης, τέτοια που ήταν ανάμεσα στα 20 και τα 35 του χρόνια. Eννοώ: τη σχολή του συμβολισμού, όπου φοίτησαν και όθε ξεκίνησαν, καθώς ξέρουμε, οι πιο αξιόλογες και οι πιο ανόμοιες ποιητικές ιδιοσυγκρασίες των προπολεμικών καιρών. Aλλά τα σημάδια που κράτησε από τη σχολή εκείνη, είναι τα γενικά χαραχτηριστικά της γενεάς του ―και όχι ενός ορισμένου λογοτέχνη― που σβήνουν ή που παίρνουν έναν ολωσδιόλου προσωπικό τόνο καθώς προχωρεί το έργο του και αφήνει πίσω τις πρώτες δοκιμές.

Ingmar Bergman: Καλοκαίρι με τη Μόνικα




Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Γιῶργος Σεφέρης: Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη ἀχτῖνα




«Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».
Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου
ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει
ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου
γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.



Πηγή

Γιῶργος Σεφέρης: Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος Μιλᾶ



... τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσσακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλουμένῳ Μαρκάππω. Κατὰ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον, διαπράσας τὴν χῶραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων. Διὸ καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ...

NEOΦYTOY EΓKΛEIΣTOY
ΠEPI TΩN KATA THN XΩPAN KYΠPON ΣKAIΩN

Ὑπέρογκες ἀρχιτεκτονικές· Λαρίων φαμαγκούστα Μπουφαβέντο· σχεδὸν σκηνικά.
Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ»
ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας, τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ στεγνὰ χορτάρια,
μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα σὰν ἑνὸς δυνατοῦ ποὺ ἔχασε, τὰ ριγμένα ζάρια.

Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸν τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης, ἐκείνου τοῦ πελάγου τὸν καημὸ σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλοσύνης.

Ἂς παίζουν τώρα μελοδράματα στὰ σκηνικὰ τῶν σταυροφόρων Λουζινιᾶ
κι ἂς φλομώνουμε μὲ τὸν καπνὸ ποὺ μᾶς κουβάλησαν ἀπὸ τὸ βοριά.

Ἄσ᾿ τους νὰ τρώγουνται καὶ ν᾿ ἀνεμοδέρνουνται ὡσὰν τὸ κάτεργο ποὺ δένει μοῦδες·
Καλῶς μᾶς ἤρθατε στὴν Κύπρο, ἀρχόντοι. Τράγοι καὶ μαϊμοῦδες!

Ἐγκλείστρα, 21 Νοεμ. ῾53


Γιῶργος Σεφέρης: Ἐρωτικὸς Λόγος




Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Α´
Ρόδο τῆς μοίρας, γύρευες νὰ βρεῖς νὰ μᾶς πληγώσεις
μὰ ἔσκυβες σὰν τὸ μυστικὸ ποὺ πάει νὰ λυτρωθεῖ
κι ἦταν ὡραῖο τὸ πρόσταγμα ποὺ δέχτηκες νὰ δώσεις
κι ἦταν τὸ χαμογέλιο σου σὰν ἕτοιμο σπαθί.

Τοῦ κύκλου σου τὸ ἀνέβασμα ζωντάνευε τὴ χτίση
ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθι σου ἔφευγε τὸ δρόμου ὁ στοχασμὸς
ἡ ὁρμή μας γλυκοχάραζε γυμνὴ νὰ σ᾿ ἀποχτήσει
ὁ κόσμος ἦταν εὔκολος. Ἕνας ἁπλὸς παλμός.

Γιῶργος Σεφέρης: Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός



Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.

Γιῶργος Σεφέρης: Ὁ Δαίμων τῆς Πορνείας




«Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra»
PARADISO

«ὡς γοιὸν ἠξεύρετε καὶ ὁ δαίμων τῆς πορνείας ὅλον τὸν κόσμον
πλημμελᾶ τὸν ἐκόμπωσε τὸν ρήγαν καὶ ἔππεσεν εἰς ἁμαρτίαν»
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ

Ὁ Τζουὰν Βισκούντης εἶχε γράψει τὴν ἀλήθεια.
Πῶς πλέρωσε μαυλίστρες ὁ κούντη Τερουχᾶς
πῶς βρέθηκαν ἀντάμα αὐτὸς κι ἡ ρήγαινα
πῶς ἄρχισε τὸ πράμα, πῶς ξετέλειωσε,
ὅλα τῆς Λευκωσίας τὰ κοπέλια
τὸ διαλαλοῦσαν στὰ στενὰ καὶ στὶς πλατεῖες.
Πῶς ἦταν ἡ γραφὴ σωστὴ ποὺ ἔστειλε στὴ φραγκιὰ στὸ ρήγα
τὸ ξέραν οἱ συβουλατόροι.
Ὅμως τώρα
συνάχτηκαν καὶ συντυχαῖναν γιὰ νὰ συβουλέψουν
τὴν Κορόνα τῆς Κύπρου καὶ τῶν Ἱεροσολύμων·
τώρα ἦταν διαταμένοι γιὰ νὰ κρίνουν
τὴ ρήγαινα Λινόρα ποὺ κρατοῦσε
ἀπ᾿ τὴ μεγάλη τὴ γενιὰ τῶν Καταλάνων·
κι εἶναι ἀνελέημονες οἱ Καταλάνοι
κι ἂν τύχαινε κι ὁ ρήγας ἐκδικιοῦνταν
τίποτε δὲ θὰ τό ῾χαν ν᾿ ἀρματώσουν καὶ νὰ ῾ρθοῦνε
καὶ νὰ τοὺς ξολοθρέψουν αὐτοὺς καὶ τὸ βιό τους.
Εἶχαν εὐθύνες, τρομερὲς εὐθύνες·
ἀπὸ τὴ γνώμη τους κρέμουνταν τὸ ρηγάτο.

Πὼς ὁ Βισκούντης ἦταν τίμιος καὶ πιστὸς
βέβαια τὸ ξέραν· ὅμως βιάστηκε,
φέρθηκε ἀστόχαστα ἄμοιαστα ἄτσαλα.
Ἦταν ἁψὺς ὁ ρήγας, πῶς δὲν τὸ λογάριασε;
καὶ μπρούμυτα στὸν πόθο τῆς Λινόρας.
Πάντα μαζί του στὰ ταξίδια τὸ πουκάμισό της
καὶ τό ῾παιρνε στὴν ἀγκαλιά του σὰν κοιμοῦνταν·
καὶ πῆγε νὰ τοῦ γράψει ὁ ἀθεόφοβος
πῶς βρῆκαν μὲ τὴν ἄρνα του τὸ κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ᾿ ἕναν ἄρχοντα;
Ἦταν μωρός. Τουλάχιστο ἂς θυμοῦνταν
πὼς ἔσφαλε κι ὁ ρήγας· ἔκανε τὸ λιγωμένο
μὰ εἶχε στὸ πισωπόρτι καὶ δυὸ καῦχες.

Ἀναστατώθη τὸ νησὶ σὰν ἡ Λινόρα
πρόσταξε καὶ τῆς ἔφεραν τὴ μιά, τὴ γκαστρωμένη
κι ἄλεθαν μὲ τὸ χερομύλι πάνω στὴν κοιλιά της
πινάκι τὸ πινάκι τὸ σιτάρι.
Καὶ τὸ χειρότερο - δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς -
ἀφοῦ τὸ ξέρει ὁ κόσμος ὅλος πὼς ὁ ρήγας
γεννήθηκε στὸ ζώδιο τοῦ Αἰγόκερω,
πῆρε στὰ χέρια του ὁ ταλαίπωρος καλάμι
τὴ νύχτα ποὺ ἦταν στὸν Αἰγόκερω ἡ σελήνη
νὰ γράψει τί; γιὰ κέρατα καὶ κριάρια!
Ὁ φρόνιμός τη μοίρα δὲν τηνε ξαγριεύει.
Ὄχι· δὲν εἴμαστε ταγμένοι γιὰ νὰ ποῦμε
ποῦ εἶναι τὸ δίκιο. Τὸ δικό μας χρέος
εἶναι νὰ βροῦμε τὸ μικρότερο κακό.
Κάλλιο ἕνας νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ ριζικό του
παρὰ σὲ κίντυνο νὰ μποῦμε ἐμεῖς καὶ τὸ ρηγάτο.

Ἔτσι συβουλευόντουσαν ὅλη τὴ μέρα
καὶ κατὰ τὸ βασίλεμα πῆγαν στὸ ρήγα
προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ὁ Τζουὰν Βισκούντης
εἶναι ἕνας διαστρεμμένος ψεματάρης.

Κι ὁ Τζουᾶν Βισκούντης πέθανε ἀπ᾿ τὴν πείνα σὲ μιὰ γούφα.
Μὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ρήγα ὁ σπόρος τῆς ντροπῆς του
ἅπλωνε τὰ πλοκάμια του καὶ τὸν ἐκίνα
τό ῾παθε νὰ τὸ πράξει καὶ στοὺς ἄλλους.
Κερὰ δὲν ἔμεινε ποὺ νὰ μὴ βουληθεῖ νὰ τὴν πορνέψει·
τὶς ντρόπιασε ὅλες. Φόβος κι ἔχτρα ζευγαρῶναν
καὶ γέμιζαν τὴ χώρα φόβο κι ἔχτρα.

Ἔτσι, μὲ τὸ «μικρότερο κακό», βάδιζε ἡ μοίρα
ὡς τὴν αὐγὴ τ᾿ Ἁγι᾿ Ἀντωνιοῦ, μέρα Τετάρτη
ποὺ ἦρθαν οἱ καβαλάρηδες καὶ τὸν ἐσύραν
ἀπὸ τῆς καύχας του τὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸν ἐσφάξαν.
«Καὶ τάπισα παρὰ οὕλους ὁ τουρκοπουλιέρης
ἧβρεν τὸν τυλιμένον τὸ αἵμαν» λέει ὁ χρονογράφος
«κι ἔβγαλεν τὴν μαχαίραν του καὶ κόβγει
τὰ λυμπά του μὲ τὸν αὐλὸν καὶ τοῦ εἶπε:
Γιὰ τοῦτα ἔδωκες θάνατον!».
Αὐτὸ τὸ τέλος
ὅρισε γιὰ τὸ ρήγα Πιὲρ ὁ δαίμων τῆς πορνείας.


Πηγή

Γιῶργος Σεφέρης: Ὁ Μαθιὸς Πασχάλης ἀνάμεσα στὰ τριαντάφυλλα



Καπνίζω χωρὶς νὰ σταματήσω ἀπ᾿ τὸ πρωὶ
ἂν σταματήσω τὰ τριαντάφυλλα θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσουν
μ᾿ ἀγκάθια καὶ μὲ ξεφυλλισμένα πέταλα θὰ μὲ πνίξουν
φυτρώνουν στραβὰ ὅλα μὲ τὸ ἴδιο τριανταφυλλὶ
κοιτάζουν περιμένουν νὰ ἰδοῦν κάποιον δὲν περνᾶ κανεὶς
πίσω ἀπ᾿ τὸν καπνὸ τῆς πίπας μου τὰ παρακολουθῶ
πάνω σ᾿ ἕνα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρὶς εὐωδιά,
στὴν ἄλλη ζωὴ μία γυναίκα μοῦ ἔλεγε μπορεῖς ν᾿ ἀγγίξεις
αὐτὸ τὸ χέρι
κι εἶναι δικό σου αὐτὸ τὸ τριαντάφυλλο εἶναι δικό σου
μπορεῖς νὰ τὸ πάρεις
τώρα ἢ ἀργότερα, ὅταν θελήσεις.

Κατεβαίνω καπνίζοντας ὁλοένα, τὰ σκαλοπάτια
τὰ τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ἐρεθισμένα
κι ἔχουνε κάτι στὸ φέρσιμό τους ἀπ᾿ τὴ φωνὴ
στὴ ρίζα τῆς κραυγῆς ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει
νὰ φωνάζει ὁ ἄνθρωπος: «μάννα» ἢ «βοήθεια»
ἢ τὶς μικρὲς ἄσπρες φωνὲς τοῦ ἔρωτα.

Εἶναι ἕνας μικρὸς κῆπος ὅλο τριανταφυλλιὲς
λίγα τεραγωνικὰ μέτρα ποὺ χαμηλώνουν μαζί μου
καθὼς κατεβαίνω τὰ σκαλοπάτια, χωρὶς οὐρανὸ
κι ἡ θεία της ἔλεγε: «Ἀντιγόνη ξέχασες σήμερα τὴ γυμναστική σου
στὴν ἡλικία σου δὲ φοροῦσα κορσὲ στὴν ἐποχή μου».
Ἡ θεία της ἦταν ἕνα θλιβερὸ κορμὶ μ᾿ ἀνάγλυφες φλέβες
εἶχε πολλὲς ρυτίδες γύρω στ᾿ αὐτιὰ μία ἑτοιμοθάνατη μύτη
ἀλλὰ τὰ λόγια της ἦταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Τὴν εἶδα μία μέρα νὰ ῾γγίζει τὸ στῆθος τῆς Ἀντιγόνης
σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ κλέβει ἕνα μῆλο.

Τάχα θὰ τὴ συναπαντήσω τὴ γριὰ γυναίκα ἔτσι ποὺ κατεβαίνω;
Μοῦ εἶπε σὰν ἔφυγα: «Ποιὸς ξέρει πότε θὰ ξαναβρεθοῦμε»
κι ἔπειτα διάβασα τὸ θάνατό της σὲ παλιὲς ἐφημερίδες
τὸ γάμο τῆς Ἀντιγόνης καὶ τὸ γάμο τῆς κόρης τῆς Ἀντιγόνης
χωρὶς νὰ τελειώσουν τὰ σκαλοπάτια μήτε ὁ καπνός μου
ποὺ μοῦ δίνει μία γέψη στοιχειωμένου καραβιοῦ
μὲ μιὰ γοργόνα σταυρωμένη τότες ποὺ εἴταν ὄμορφη, πάνω στὸ τιμόνι.


Κορυτσά, καλοκαίρι ῾37

Τίτος Πατρίκιος: Επικαιρική ποίηση




Δεν ξέχασα ποτέ τη σπουδαιότητα
της επικαιρικής ποίησης
ούτε της εύληπτης γραφής.
Να λοιπόν ένας στίχος
σημερινός, ευκολονόητος
και πανελλήνιος:
«Τί λέτε ρε μαλάκες!»

Τίτος Πατρίκιος: Στάσεις



Από τη στάση μου
προς τη ζωή
βγαίνουν
τα ποιήματά μου.

Μόλις υπάρξουν
τα ποιήματά μου
μια στάση μού επιβάλλουν
αντίκρυ στη ζωή.

Τίτος Πατρίκιος: Οδηγίες



Γυαλίζοντας τα παπούτσια μου
στα πρόσφορα κενά του μήνα
τι συναρπαστικό ανάγνωσμα
οι οδηγίες βαφής.

Τίτος Πατρίκιος: Το τρία καρό



Εκείνη η αδιάκριτη ερώτηση «τί σκέφτεσαι;»
σαν έχεις ύφος κάπως σκεφτικό
δεν μ’ ενοχλεί όπως παλιότερα
αντίθετα μου δίνει ευχαρίστηση
με τις δυνατότητες που προσφέρει.
Μπορώ να επινοήσω διάφορες ιστορίες
πειστικά ειπωμένες σαν πραγματικές
μπορώ ύποπτη να παρουσιάσω την αλήθεια
έτσι που να φανεί σαν ψέμα
ή ακόμα μπορώ ν’ ανακαλύψω
πως δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα.
Ελάχιστες ώρες στη ζωή μας
κυκλοφορούμε με διαφάνεια γυαλιού.

Τίτος Πατρίκιος: Επιμονή μιας πόλης



Κανείς βασιλιάς Μάρκος ούτε του Άγιου Μάρκου το λιοντάρι
κανένα χώρισμα από νυχτερινές ψαλμωδίες, μαγγανείες
νυχτερίδες, ξανθιές γυναίκες ξένες, σπαθιά σκουριασμένα
τάφρους, φαράγγια μ’ αίμα, μίση βαθιά προαιώνια
γιατί μες στον ωχρό πηχτό σα λέμφο χρόνο
οι πυρκαγιές βρυκολακιάζουν, σηκώνονται ξανά τη νύχτα
γλείφουν τα σπίτια σαν ήμερα σκυλιά και διψασμένα
φασκιώνουν τα μωρά, φωτίζουν κόκκινες σαν πλούσιες
τις γειτονιές με τα λιπόσαρκα παιδιά τις λιμασμένες πόρνες
με τις γριές που αδημονούν πότε θα ξημερώσει
να λιάσουν γι’ άλλη μιά φορά τα φυραμένα μέλη τους
τίποτα, κανένας στόλος δεν πρόκειται να ’ρθεί
ούτε κι οι φήμες για προδοσία επιβεβαιώνονται
μένουν τ’ απομεινάρια από γαλέρες κι αντιτορπιλικά
στο κλειστό μουσείο κι οι ναύτες επιδειχτικά περαστικοί
από το παλιό λιμάνι που όλο το κλείνει η άμμος
δεν μπορείς άλλο να αιτιάσαι γενικές συνθήκες
ηλικίες, δόγματα, ομολογίες πίστεως, στρατεύσεις
άλλωστε το πιο άθραυστο ατσάλι το δένουμε μονάχοι
δίχως μιά τέτοια ιδέα αποκλείεται να επιβιώσω
μου δίνει τη συνοχή που αναζητάω στην τέλεια σφαίρα
αλλιώς διαλύομαι σε διάπυρη στιγμιαία σκόνη
σκορπίζομαι σε πάθη που δεν προφταίνω να υποπτευθώ
σε δηλητηριασμένα δώρα που ονειρεύτηκα να προσφέρω
όμως το πλοίο συνεχίζει το έκτακτο δρομολόγιό του
μες στο σκοτάδι που τώρα καταβροχθίζει τα βουνά
τα δάχτυλά σου ξεχωρίζουν όπως λιγνές γραμμές φωτός
δείχνοντας την ανταύγεια μιάς πόλης που επιμένει
ενώ κάποιοι επιβάτες δίπλα λένε La Canea, La Canea.

Τίτος Πατρίκιος: Απολογισμός



Τι έγιναν οι νικημένοι;
Ποιος σκέφτηκε ποτέ γι' αυτούς,
ποιος μας σκέφτηκε;
Αδελφή Ισπανία, μόνη μες στον ήλιο σου
μαύρο και πυρωμένο σαν το θάνατο
που λίγοι πια τον βλέπουν, τον θυμούνται.
Αδέρφια σκοτωμένα, νικημένα αδέρφια μου
πού πήγατε, πώς σκορπίσατε;
Άλλοι νεκροί, χωρίς τάφο, χωρίς πλάκα
παράνομοι ακόμα και στο θάνατο.
Άλλοι χαμένοι στις απέραντες πόλεις
στα στενάχωρα σπίτια, ανυπόταχτοι και μονάχοι
με ξεχασμένο το επαναστατικό ψευδώνυμο.
Άλλοι ακόμα στη φυλακή
χτυπώντας όλο πιο κουρασμένα τις πέτρες
περιμένοντας μιαν απάντηση, λησμονημένοι απ' όλους.

Κι οι άνθρωποι ξεχνάνε, οι άνθρωποι ζούνε
δεν είναι πια στη μόδα οι ήρωες,
τα βασανιστήρια, τα συγκλονιστικά ντοκουμένα.
Χιλιάδες τα γνώρισαν, τ' άκουσαν, τα διάβασαν, τα βαρέθηκαν.
Τώρα κάτω απ' τα τείχη των φυλακών
παραθερίζουν άλλοι μ' αδύνατη μνήμη -
είναι μια ανάγκη να ξεχνάς στις μέρες μας.
Ανοίγουν τα σύνορα, ξένοι ανακαλύπτουν γραφικότητες
σε νησιά που αφήσαμε τα κόκκαλά μας,
η ζωή ξέχειλη σε χρώματα τόσο κοινά, τόσο απαραίτητα
κι η ποίηση αυτού του είδους που κάποτε συγκίνησε
τώρα φαντάζει σαν παράταιρη, έξω από σύγχρονες αναζητήσεις.

Είμαστε οι νικημένοι.
Το φέρνω, το ξαναφέρνω στο μυαλό μου
το ξέρω χρόνια τώρα κι όμως ακόμα
μου είναι σχεδόν αδύνατο να το δεχτώ
όπως εκείνος που του 'κόψαν το πόδι
κι ύστερα από καιρό πάει να το ξύσει μες στη νύχτα.
Έτσι στο ίδιο κενό πέφτει η ψυχή μου
όταν κοιτάω τα χτήρια που κάποτε ήταν η έδρα μας
και τώρα στεγάζουν κρατικές υπηρεσίες.
Τους χώρους που κάποτε μας άνηκαν
και τώρα καλύπτονται από ξενόγλωσσες επιγραφές,
όταν κοιτάω τους ανθρώπους που κάποτε είσαν έτοιμοι για όλα
και τώρα αντιπροσπερνιούνται με βάδισμα προβάτου.
Νικηθήκαμε. Ακόμα αρνιέμαι να το παραδεχτώ
με μιαν αντίδραση σχεδόν βιολογική.
Κι όμως νικηθήκαμε.

Αλήθεια, μεςστην ήττα πώς αλλάζουν όλα.
Τα πράγματα κρατάν στα χέρια τους οι υπεύθυνοι της ήττας
μεθυσμένοι από νύχτα και χαμένη δόξα
αντιστρέφουν τις ευθύνες, επιβάλλουν αποφάσεις
διέπουν τύχες αγωνιστών, καταδικάζουν, ανυψώνουν
στριμώχνουν την ιστορία στα μέτρα τους -
κι αρχίζουν τα ομαδικά παραληρήματα.
Μεταστροφές, αποστασίες, ξεπεράσματα,
επαναστάτες πειθαρχούν, εκχωρούν τη σκέψη τους
στον παραπάνω καθοδηγητή, άλλοι τρελλαίνονται,
άλλοι αντιστέκονται, απομονώνονται, συντρίβονται
άλλοι γίνονται δήμιοι των ίδιων των συντρόφων τους
άλλοι σκεπάζουν τις φωνές με ποιήματα δοξαστικά στο Στάλιν
άλλοι ρίχνουν βουβοί τις νύχτες προκηρύξεις
άλλοι ανοίγουν μαγαζιά, πάντα ικανοί,
κλέβουν, κερδοσκοπούν, άλλοι μοιχεύουν,
αφήνουν ξαφνικά ελεύθερα τα ένστιχτά τους
άλλοι φορούν τις επαναστατικές τους ρεντικότες
σε κάθε επέτειο του κινήματος
εκφωνούν τους κεκανονισμένους λόγους
επιτηρούν μη θίξεις τις νεκρές αλήθειες τους, μην τους θίξεις
άλλοι διαμαρτύρονται, παραλογίζονται, εξαχρειώνονται,
άλλοι τους καταγγέλουν, βρίσκουν την ευκαιρία να δικαιωθούν
ανακαλύπτουν ξάφνου τη βρωμερή προσωπικότητά τους.

Αλήθεια, μες στην ήττα πώς αλλάζουν όλα.
Κι εσύ που καλόπιστα θα πεις: <Πάει κι αυτός
τα σκάτωσε, δεν ξέρει πια τι λέει>,
και συ που θα με κατηγορήσεις
πως κάνω ζημιά μ' αυτά που γράφω,
σκέψου πως ύστερα από τόσα χρόνια
σακατεμένος, γεμάτος στέρηση, με τη σάρκα μου να φλέγεται
κι όμως από μένα τον ίδιο καταδικασμένη να νεκρωθεί
μπρος στις ανάγκες του κινήματος,
σκέψου πως δεν κουράστηκα να γυρνάω
από κρατητήριο σε κρατητήριο, από στρατόπεδο
σε στρατόπεδο, από άγονη συνεδρίαση σ' άλλη,
να βυθίζομαι σ' ελπιδοφόρες συζητήσεις
που δε βγάζαν αποτέλεσμα,
να βλέπω τίποτα σχεδόν να μην αλλάζει,
να καταντάω ανεπιθύμητος, μόλις ανεκτός,
γι' άλλους επικίνδυνος, όταν όχι ν' αλλαξογύριζα
μα κάπως λιγότερο να νοιαζόμουν
με περιμέναν δρόμοι βολικοί προσωπικής ανάδειξης
που δε λείψανε ποτέ, κι αλλοίμονο
θα μ' έκαναν στα μάτια σου πιο σεβαστό
όπως τόσους που τιμάς και καμαρώνεις.

Τώρα λοιπόν είναι που περσότερο θα επιμένω, θα ουρλιάζω,
έστω κι αν μένω μόνος, μι' ανίσχυρη μειοψηφία,
έστω κι αποδιωγμένος, στιγματισμένος, ύποπτος,
γιατί η στάση μου δεν εξαρτήθηκε ποτέ
από κομματικό μισθό ή πόστο
και στο χαράκωμα της επανάστασης
δε με διόρισε ποτέ κανείς
κι ούτε μπορεί να μ'απολύσει.
Θα ήτανε βολικό να σώπαινα. Μα δεν μπορώ.
Αρχίζω πάλι ως να κολλήσει η γλώσσα στο λαρύγγι:
Το δρόμο, πρέπει να βρούμε το δρόμο
η σκέψη απλώνεται σ' όλο το κορμί
κάθε στιγμή αργοπορίας είναι θάνατος
η ιστορία μας κινδυνεύει να σαπίσει
η χώρα μας, ο λαός μας κινδυνεύει να σαπίσει.
Κι εμείς, μ' όλες τις αδυναμίες,
η μόνη ελπίδα σωτηρίας.

Τίτος Πατρίκιος: Εξήγηση



Εδώ στη μέση της πλατείας έξαλλος θα κραυγάζω.
Θα ξεσκεπάζω μπρος τα μάτια σας
τα πράγματα που τάχατε δεν ξέρετε,
θα ξεδιπλώνω μπρος στα μούτρα σας τη φρίκη
που δήθεν αγνοείτε και τη βαφτίζετε συκοφαντία
νοσηρή φαντασίωση ή μελοδραματισμό.
Δεν καταλαβαίνετε, ε;...
Δε νιώθετε τη μυρουδιά;...
Λοιπόν, όσο κι αν οι υποτακτικοί ψεκάζουνε μ' αρώματα
όσο κι αν παραλλάζει τη φωνή ο άλλος χώρος
όσο κι αν κάποτε τα μπερδεύω κι εγώ ο ίδιος
κάτι θα φτάσει τελικά στον προορισμό του

Τίτος Πατρίκιος: Η γλώσσα μου



Τη γλώσσα μου δεν ήταν εύκολο να τη φυλάξω
ανάμεσα σε γλώσσες που πήγαιναν να την καταβροχθίσουν
όμως στη γλώσσα μου συνέχιζα πάντα να μετράω
στη γλώσσα μου έφερνα τον χρόνο στα μέτρα του κορμιού
στη γλώσσα μου πολλαπλασίαζα την ηδονή ώς το άπειρο
μ’ αυτή ξανάφερνα στον νου μου ένα παιδί
με άσπρο σημάδι από πετριά στο κουρεμένο του κεφάλι.
Πάσχιζα να μη χάσω ούτε μια της λέξη
γιατί σ’ αυτή τη γλώσσα μου μιλούσαν κι οι νεκροί.

Τίτος Πατρίκιος: Απόπειρα μυθιστορήματος



Ύστερα από μιαν απόπειρα μυθιστορήματος
ξαναγύρισε στην ποίηση.
Τον κούραζε πολύ να φτιάχνει ήρωες
από τα εκμαγεία του προσώπου του.
Αν ήταν πάλι να μιλάει
μέσα από τις δικές του μάσκες
προτιμούσε με πιο λίγες λέξεις.

Τίτος Πατρίκιος: Χωματουργικές εργασίες στην Αθήνα




Στον Νίκο Παπαδόπουλο

Μένουν θαμμένα τόσα απ’ αυτά που ζήσαμε
κι απ’ τα βαριά κι από α’ ασήμαντα.
Η μνήμη σαν να καταπιάνεται
Με χωματουργικές εργασίες
στα πεζοδρόμια αυτής της πόλης.
Αρχίζει κάθε λίγο καινούργιες εκσκαφές
και καταλήγει σ’ επιχωματώσεις.


Θεόκριτος: Φαρμακεύτριαι




ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

ΕΙΔΥΛΛΙΑ

II. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑΙ

Μετάφραση Ι. Πολέμη

    Πᾷ μοι ταὶ δάφναι; Φέρε, Θεστυλί. Πᾷ δὲ τὰ φίλτρα;
Στέψον τὰν κελέβαν φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ,
ὡς τὸν ἐμὶν βαρὺν εὖντα φίλον καταδήσομαι ἄνδρα,
ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧ τάλας οὐδὲ ποθίκει,

Θεόκριτος: Κηριοκλέπτης



ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

ΕΙΔΥΛΛΙΑ

XIX. ΚΗΡΙΟΚΛΕΠΤΗΣ

Μετάφραση Ι. Πολέμη

    Τὸν κλέπταν ποτ᾽ Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα
κηρίον ἐκ σίμβλων συλεύμενον, ἄκρα δὲ χειρῶν
δάκτυλα πάνθ᾽ ὑπένυξεν. Ὁ δ᾽ ἄλγεε, καὶ χέρ᾽ ἐφύση,
καὶ τὰν γᾶν ἐπάταξε, καὶ ἅλατα, ταῖ δ᾽ Ἀφροδίται
Εκέντρωσε μιά μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη
όταν της έκλεβε κερί μέσ' από την κυψέλη,
κι όλα του τ' ακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της.
Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ' εφύσαγε τα χέρια
κ' εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ' τον πόνο·
κ' έτρεξε στη μητέρα του την ώμορφη Αφροδίτη
5δεῖξεν τὰν ὀδύναν, καὶ μέμφετο, ὅττι γε τυτθὸν
θηρίον ἐντὶ μέλισσα καὶ ἁλίκα τραύματα ποιεῖ.
Χἀ μάτηρ γελάσασα· "Τὺ δ᾽ οὐκ ἴσσον ἐσσὶ μελίσσαις;
χὠ τυτθὸς μὲν ἐης, τὰ δὲ τραύματα ἁλίκα ποιεῖς.”
κ' έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη
πώς είν' η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.
Κ' εγέλασ' η μητέρα του και στράφηκε και τούπε:
Γιατί απορείς; μήπως και συ της μέλισσας δε μοιάζεις;
Έτσι μικρός είσαι και συ κ' έτσι σκληρά πληγώνεις.


Νίκος Καρούζος: Προϊστορία ποιήματος



Ήδη αυτή η γενική μού κάθεται στο στομάχι.
(πώς ναν τη χτίσω τώρα την αρχή και τη συνέχεια –
εκείνο το υποχθόνιο κίτρινο
και το άγαμου έαρος η μαβιά τυραννίδα
θηλάζοντας απ’ την άρρωστη καθημερινότητα
στριφογυρίζει ώρα στο κεφάλι μου η λέξη ανθοσύνη…)
Επιτέλους: το ράδιο έτριζε ωσάν
τα ξύλα οπού καίγονται στο τζάκι.
Βαθμός αγέλης το άριστα (μα η αγκάλη-λάμψη;
τί γίνεται τώρα με τη λάμψη…).
Βρώσις και πόσις η παντέρημη διαύγεια
κι ο όσιος νους αποτίοντας
αυτό που ονομάζουμε χαρόντισσα ή άλλως ποίηση
ακόμη κι ο πιο πήλινος Ευριπίδης
είναι μια άγουρη φωτιά στο στόμα.
(Ωραίος εδώ πέρα θα ερχότανε
με οχταράκια Λειψίας ο Επίχαρμος,
εκείν’ η ολομόναχη βρυσούλα
η φρασούλα όπου βασιλεύει το φωνήεντο
εκείνος ο πεσμένος σπόνδυλος από λέξεις…)
Αλήθεια, μάνα μ’, ό,τι και να ειπείς ό,τι και ναν το κράξεις
οι λέξεις είν’ απλώς ανεμομάσημα
οι λέξεις είναι λάγνες κουταμάρες.
Φυλλώματα ορατά και διάτορα (μην τα συνεχίζεις).
Φαίνεται το χωράφι το απότιστο
φαίνεται και το ποτισμένο.
Άειντε ωρέ παλιοζωή εσύ τσαλακωμένη βρωμοτράπουλα
οπού μας έμαθες του λαθεμένου το μεγαλείο:
πως είν’ ετούτο το σωστό απ’ την ανάποδη –
σε τούτηνε τη θεονήστικη Πληρότητα
υπάρχοντας το μεγάλο Χαλάλι.
Κι όπως αρώτησα· τί είν’ αυτό το ξεροτράχαλο;
- Ο κόσμος,
μ’ αποκρίθηκε η νεάνιδα Περσεφόνη.
Μια φλόγα κουρευάμενη με των ομματιώνε
το αέναο ψαλίδι.
Μια φλόγα μεγαλόχαρη και πικροπαινεμένη
πό ’χει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα –
το λένε στο κρασάκι τους οι έρμοι ελληνάδες
όπ’ έχουν φως για σάβανο οι πολυβασανάδες.
Κι όποιος λαλεί την ερημιά στις μέρες μας απόδιαβος
κι ο θάνατος ολημερίς των σκοταδιών εργάτης
(ε, άντε στο διάολο, τό ’χεις πια παραχέσει…).
Διεκδικώ τα γερατειά μου· δεν το κατορθώνω.
Κι ο ασπρογάλαζος αϊτός στα σύρματα επιάστη·
για ιδές πώς κουρελιάστηκε
(εικόνα μέσ’ στο σούρουπο της θλίψεως -:
ο σπαραγμός ανυπεράσπιστος
κι ο πόνος που βραδυάζει προ του Διαστήματος)…
Εβγάτε όξω, ρε μανάρια, απ’ τις λέξεις
εβγάτε όξω δίχως πουκάμισα
στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας.



Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα», τ. Β (1979-1991), Ίκαρος, Αθήνα, 1994, σελ. 67-68.
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή «Ο Ζήλος του Μη-Σχετικού με Παροράματα» (Πολυπλάνο, Αθήνα 1980).




Νίκος Καρούζος: Ηττήθηκα νύχτα



Τώρα που η καρδιά μου δεν προσφέρεται
σε παρορμητισμούς αλκοόλ
ακόρεστος προστρέχω σε ηλίθιες απελπισίες
υπογράφοντας το Σύμπαν.
Είμαι παντέρημος όσο κι ο φέγγαρος ψηλά-ψηλά
σε στύση φωτός τον Αύγουστο.
Τελετουργώ στη σιωπή χωρίς άμφια.


Σάββατο 14 Μαΐου 2016

Νίκος Καρούζος: Αναφέρομαι στα λεγόμενα ύψη



στην αγχώδη μου έλλαμψη που βόσκει ανάμεσα
σ’ αυτή την αιωρούμενη ανάσταση της σκόνης
ανηφορίζοντας από κακοτράχαλα χώματα
σε κάτι ρόμβους νοερούς επιμένοντας ολομόναχος
τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα
με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση
στα ύψη στο αγέρινο σκυλάδικο
που φωνασκούν ερίζοντας χυδαία τ’ αστροπελέκια.
Τα πόδια μου δεν είναι πια στα κάθετα χιλιόμετρα
η νηστική αρχαία μου φιλοδοξία
τα μουσικά μου μαθηματικά διανύοντας
(θυμάμαι από δω-πάνω τους καλοκαιριάτικους δρόμους
τις ρόδινες εκείνες φτέρνες των γυναικώνε να ξεχειλώνουν
επάνωθε σε κακορίζικα ξυλοπάπουτσα)
στα ύψη τ’ ακοινώνητα όπως ο μαύρος κι άραχλος πεθύμησα
ν’αδράξω με τ’ αριστερά μου δάχτυλα
της θεότρελης αστραπής τη γρήγορη γεωμετρία
πιάνοντας το μπατίρη ουρανό (κι ας λένε...) απ’ τα κέρατα:
Το Σείριο και τον Αντάρη τον αποτρόπαιο
λιανίζοντας το ύψος ανεχόρταγα
με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση.

Bruce LaBruce: Gerontophilia









Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Ερρίκος Μπελιές: Επιμελής αναγνώστης



Μαύρα ρυάκια κάτω από τα μάτια του
κόκκινοι βολβοί ερεθισμένοι απ’ τη μελέτη
κι όμως δεν του άρεσαν – λέει – τα βιβλία .
΄Ισως γιατί όλα αυτά που οι άλλοι γράφαν
μπαίνουν μέσα του τον ζύμωναν τον αλλοιώναν
του πιάναν όλο το μυαλό αφήνοντας απόξω
τα εντελώς δικά του – ένα σωστό παράπονο
ένα ακράγγισμα από χέρι αγαπημένο
ένα βαρύ κρίμα μία μικρή χαρά – που πέθαιναν
χωρίς να πάρει είδηση κανένας  σαν τα ψάρια .

Ερρίκος Μπελιές: Δαίμονας



Γραμμές και μέλη άνθρώπων που φεύγουν
σαν ξεντυθούμε τους ιδιοκτήτες τους.
Τους λέγαμε: – Μην ψηλαφιέσαι θα χαθείς
κάπου πιο μέσα ή κάπου πιο έξω
μια μικρή φλέβα κλαψουρίζει φιμωμένη
- ίσως και νά ‘ ναι η θελημένη σου γονυκλισία -
υπόδικη της ολομέλειας των πόθων σου.
Γιατί καθένας μας κι ένας μικρός ανίδεος δολοφόνος .

Τάκης Σινόπουλος: Νυχτολόγιο



1
Σάββατο όλη τη μέρα με ψιλή βροχή, νυχτερινή περιπλάνηση στους έρημους δρόμους. Καταβύθιση σε θολά συναισθήματα, μνημονικές αναδρομές ανεξέλεγκτες, στο απροσδιόριστο άπειρο – μηδέν, ή στο για μένα δεν υπάρχει τίποτα. Σκέψη μιας γρήγορης αυτοκαταστροφής, που ξύνει το μυαλό και φεύγει. Αργότερα επιστροφή στο σπίτι, στην αδιατάραχτη ησυχία. Μονάχα ένα λάθος τηλεφώνημα και τίποτ’ άλλο. Ύστερα το βιβλίο, Borges, Blanchot, καμιά παρηγοριά. Η σόμπα, η παγωνιά του Μάρτη μήνα. Η Κυριακή την άλλη μέρα γιομάτη πνιγμένες κραυγές, ωστόσο άγριες απ’ το πρωί ως το βράδυ. Ακατάπαυστα.
Η νύχτα ήτανε χτες προχτές ένας απέναντι κατάμαυρος τοίχος. Αδύνατο να προσπεράσεις. Και κάτι καρέκλες πίσω απ’ τον τοίχο, γινόταν μια ανόητη φασαρία, οι πυροβολισμοί κι οι κραυγές κυριαρχούσαν. Ύστερα ξύπνησες με κάτι φωτεινά καρφιά στα χέρια. Η κάμαρα ήταν απέραντη μες το σκοτάδι και την ακινησία.
Στεγνό κορμί πυρακτωμένο πέταλο. Κι ο Μάης μήνας σφετερίζεται φερσίματα απ’ το καλοκαίρι. Ένα κορμί στο φως κινείται ζωντανό κι ευκίνητο σου σκίζει, σου καταρρακώνει τις αισθήσεις. Προτείνει ένα πουκάμισο ανοιχτό και μαύρο. Προτείνει κι άλλα. Παράλογα όνειρα και πυρετούς και δίψα. Αισθάνεσαι ως τα σπλάχνα σου τη σκοτεινή φωτιά και διχοτομημένος. Με το μαχαίρι ευνουχισμένος. Το καλοκαίρι ο δαίμονας δίχως ανάσα δεν φυσάει πουθενά τα δέντρα απέξω απ’ το παράθυρο σηκώνονται άγρια ταξιδεύουνε στον ουρανό. Πολύ μακριά η ακαταμάχητη θάλασσα ο απέραντος άμμος χαρά τσουχτερή, το φως, το έτσι σκοτεινιασμένο φως σκοτεινιάζει τη θάλασσα. Μέλαινα ειμί και μαύρο πέταλο.

2
Πρέπει να πάψεις να φοβάσαι. Είναι απαράδεκτο να φοβάσαι. Υπάρχει τρόπος να ψάξεις, να καθορίσεις από πού κι από τι έρχεται αυτός ο φόβος. Ο φόβος είναι αθλιότητα, μην ξεπέφτεις εκεί. Πιάσε από την αρχή την γλώσσα σου. Κοίταξε τον τρόπο που εσύ την κάνεις να δουλέψει, να λειτουργήσει. Πως συνταιριάζεις τις λέξεις στη γλώσσα; Σε τι κανόνες, σε τι νόμους υπακούεις; Γιατί δεν γκρεμίζεις αυτό το καλοστημένο (ή δήθεν) γλωσσικό σου οικοδόμημα, γιατί δεν το ξαναφτιάχνεις από την αρχή, με άλλη γραμματική, με άλλη σύνταξη, με άλλες λέξεις, (ακόμα κι αυτό) άλλες σχέσεις, συναρτήσεις, δομές; Γιατί δέχεσαι υποταγμένος το κοινώς αποδεχτό νόημα, τη σημασία που σου έχει επιβληθεί αυτών ή εκείνων των λέξεων; Γιατί δεν τις τορπιλίζεις; Γιατί φοβάσαι; Δεν είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς επικοινωνία δεν υπάρχει. Είναι απαράδεκτο να φοβάσαι.
Άσκημος, αξύριστος, ξευτελισμένος απ’ το χρόνο, κάθομαι σε μια γυμνή καρέκλα, στη μέση του δωματίου, το φως πάνω από το κεφάλι μου με απογυμνώνει, είμαι ηλίθιος, κοιτάζω ανέκφραστα τον ξεφτισμένο σοβά του τοίχου, μένω καθισμένος εκεί, ώρες ολάκερες, μέρες ολάκερες, είναι όνειρο φωνάζω και ξυπνάω κι όμως υπάρχει φως, και κάθομαι έτσι μισόγυμνος στην άκρη του κρεβατιού.

3
Ένα δωμάτιο δυνατή, μαύρη αρρώστια. Εσύ βογγάς με πόνους πυρετό και παραισθήσεις. Νύχτα και λίγο φως – μόλις που φαίνεται στο διπλανό γραφείο. Διψάς στάλα νερό στο διψαλέο ποτήρι κι η βρύση ακούγεται στον κάτου κόσμο. Έρχεται ο ύπνος και βυθίζεσαι, ξυπνάς απότομα χαράματα, μούσκεμα στον ιδρώτα. Ξαναβρίσκεις το κορμί σου, σακατεμένο όπου τ’ αγγίξεις. Η αρρώστια βγαίνει τώρα απ’ το κορμί σαν το ρετσίνι άμα χαράξεις βαθειά τη φλούδα στο πεύκο. Το ίδιο κι η πίκρα της αρρώστιας βγαίνει παντού απ’ το κορμί, πικραίνει γύρω ο τόπος, ονομάζεται Περισσός.

4
Η φρικιαστική αίσθηση της μοναξιάς, η επικοινωνία με τους άλλους, η αγωνία σου μπροστά στη βεβαιωμένη τώρα πια αδυνατότητα αυτής της επικοινωνίας. Ακολουθεί μια σύντομη αλύπητη διερεύνηση του εγώ, έρχεται η νύχτα σε πολλαπλασιάζει πότε με πραγματικότητες, πραγματικές αισθήσεις, πότε με παραισθήσεις κι όνειρα. Έχει ανοίξει το κορμί σου όλες τις πόρτες του και μπαίνουν μέσα του τα πάντα, τρέφεσαι και λεηλατείσαι. Παρ’ όλα αυτά αργότερα πέφτεις και κοιμάσαι σαν κτήνος. Την άλλη μέρα ακμαίος, δε συνέβη τίποτα. Le sentiment de ne pas comprendre autrui n’est pas de ceux qui troublent les nuits de beaucoup de personnes.
Και υπήρχαν μέσα μου κραυγές. Πολλά χρόνια, όσο θυμάμαι. Τις έπνιγα και ξαναρχίζανε, τις άκουγα που ανέβαιναν με ορμή, ακατάπαυστα κύματα, σε ώρες απροσδιόριστες. Έλεγα μέσα μου: κλείσε καλά το καπάκι. Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί, τίποτα να φτάσει στην επιφάνεια. Κραυγές του ονείρου και του φόβου, του ματωμένου κορμιού, της επιθυμίας, του θανάτου. Κι άλλες πολλές, κάθε φορά που σε περίμενα και δεν ερχόσουν. Όπως είπα, απέξω ήμουν κυριαρχημένος. Και τίποτα – έτσι νόμιζα – δεν ακουγόταν. Όμως αυτές ακουγόταν. Κυρίως το βράδυ μετά τη δύση του ήλιου ή το πρωί χαράματα που ξύπναγα κι έκλεινα το παράθυρο – με πείραζε το φως. Και κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου προτού να κοιμηθώ. Σάββατο βράδυ 10-12, περπάτημα και καταβύθιση στο χώρο φανταστικών συναντήσεων, φανταστικών σκηνών και βασανιστηρίων. Η Κυριακή την άλλη μέρα πυρακτωμένες πέτρες πέφτανε από τον ουρανό.
Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία ασάλευτα κι αμετακίνητα, βυθισμένα στη σκόνη, φθαρμένα από το χρόνο, (που κατάφαγε και σένα), ακατανόητα τώρα και μάταια κι άχρηστα. Τι πάθος κάποτε για όλα αυτά, για το παραμικρότερο απ’ αυτά! Βέβαια εσύ και σήμερα διαβάζεις, επιμένεις, βασανίζεσαι. Όμως καμιά δυνατή χαρά, καμιά ερεθιστική έκπληξη. Κανείς δε βγάζει με το μαχαίρι του φλούδες από το κορμί σου, όπως γινότανε παλιά, όταν ανακάλυπτες και τούτο και κείνο και το άλλο και ξενύχταγες και μεθυσμένος, μεταρσιωμένος και πήγαινες ως τα χαράματα.
Τώρα έχασες το ενδιαφέρον σου ακόμα και για την ποίηση, όπως χάνει κανείς – ας πούμε απ’ τα σαράντα κι ύστερα – σιγά σιγά τα μαλλιά του, τα δόντια του ή τη μνήμη του. Αυτά (σε σένα φυσικά) πάνε. Δεν απομένει παρά να χάσεις τ’ αρχίδια σου, να γυρίσεις ξερός στον τοίχο και να πεθάνεις.

(σε συνεργασία με το ιστολόγιο “κενός τίτλος“)

Πηγή

Ανδρέας Εμπειρίκος: BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY









He was BEAT – the root, the soul of beatific.

                     JACK KEROUAC On the road


Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης, Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μέσ’ στο στενό του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος, ουδόλως φοβούμενος την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μέσ’ στην ψυχή του και ανάμεσα στα σκέλη του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.

Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο και από τον Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο «ἐν τούτῳ νίκα» του έρωτα ομνύει.

Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – ο μέγας Τζακ – για ‘δέστε τον – διαβαίνει, με bus, με τραίνα διασχίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες (Missouri Pacific, Union Pacific, Great Northern Railroad, Rock Island Line) εκεί που ο βίσων έβοσκε και των Ινδιάνων, άλλοτε, σφυρίζανε τα βέλη, με τραίνα και αυτοκίνητα της τύχης (Dodge, Hudson, Cadillac, Ford-Galaxy, Ford Thunderbird και ακόμη θα πω, με μια συγκίνησι βαθύτερη – μικρή, φτωχιά, γλυκύτατη, προφητική τενεκεδένια Λίζυ) ο μέγας Τζακ διαβαίνει, απ’ τις ακτές του Ατλαντικού ως τις ακτές του Ειρηνικού, μέσα από πόλεις και ερημιές (Denver, New York, Los Angeles, Chicago, San Francisco) με καλωσύνες μελιχρές ή όταν μανίζει η θύελλα στην ανοιχτή σαβάννα, μεγάλα ποτάμια δρασκελώντας (Μιζούρι, Ποτόμακ, Σοσκουεχάνα) ο Κερουάκ διαβαίνει με ένα μαντήλι στο λαιμό με χαμηλά την ζώνη του δεμένη, ο ισαπόστολος ποιητής του «On the Road», ο ποιητής των «Subterraneans», ο μέγας Τζακ διαβαίνει, με κάτι του William Cody στη θωριά και στα γερά του σκέλη, με τον δικό του τρόπο τραγουδώντας άσματα πλήρη, αδαμικά, άσματα συγγενικά στο βάθος του νοήματός των με του Walt Whitman τα άσματα, που πάντα περιέχουν όλον τον οίστρο της ζωής και την δροσιά της χλόης.

Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις ψυχές – Ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στην λέξι «hitchhiking» δίνοντας την πιο ιερή της σημασία, πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας έναν χορό που την υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών, στα αναστενάρια των υπεργείων και υπογείων λαγνουργείων (με bop, με twist, με rock’ n roll, με τις φωνές των νέγρων), κ’ έτσι, καθώς διαβαίνει – ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – από τα έγκατα της γης και από τα χείλη της νεότητος της Οικουμένης ξεπετιέται και ως την Εδέμ ακούεται και ως την Εδέμ πηγαίνει, σαν ιαχή και προσευχή, σαν οργασμού που επέρχεται γιγάντιο κτυποκάρδι, μία διάτορος, μία παντάνασσα κραυγή:


«BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND GLORY!»  


Αθήνα, 21.11.1963

Άντεια Φραντζή: Νυχτερινό Ι



Στάθηκα στη γωνιά και σε κοιτούσα
να παίζεις το τραγούδι στον αυλό
του Πάνα - την αγκάλη του ποθώ
γυρεύω να μου δώσει πάλι η Μούσα.

Σε κοίταζα - τον άλλο νοσταλγούσα
αυτόν που τράβηξε στον σκιερό βυθό.
Κρατώντας σου το χέρι να χωθώ
στο σκοτεινό του βλέμμα λαχταρούσα.

Τα χιόνια πέφτουν πάνω στο σεντόνι
τα χέρια ακουμπάνε στο κενό
η νύχτα όλο πιο βαριά σιμώνει

στη μέρα που δεν έχει γυρισμό.
Στον "κήπο των χαδιών" το χελιδόνι
φτεροκοπά στον νέο λυρισμό.


7 ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΣΟΝΕΤΑ + 1 ΣΤΡΟΦΗ (2013)

Βασίλης Πανδής: [Τι ειρωνεία...]


Τι ειρωνεία
να σέρνεται
καταγής ο κληρονόμος
του φωτός που χορεύει,
να πέφτει διάδοχος
μέσα στις καταβόθρες

και να εκφωνεί επικήδειους,
όσο να κατακάτσει ο κουρνιαχτός
και να κλείσει ησύχως
το παράθυρο


1η δημοσίευση: http://fractalart.gr

Βασίλης Πανδής: Ο Ανέστος Δελιάς


Και πώς θε να ξεδίψαγαν
οι καρπεροί μου φόβοι;
Μ” ένα θνητότητας κεντρί φαρμακερό
εξαγοράζω την αθανασία


1η δημοσίευση: http://fractalart.gr

Βασίλης Πανδής: Ο φλοιός του χρόνου


Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
Γιώργος Σεφέρης


Τ” ανεξάντλητα σ” αρμόζουνε
και τ” άβολα, τ” αγχώδη,
γιατί τα μάτια σου τα πήρε
ο αέρας
κι επήρανε το χρώμα του


1η δημοσίευση: http://fractalart.gr

Βασίλης Πανδής: Lasciate ogni speranza voi ch” entrare…


Ο έρωτας έρωτα γεννά.
Δαρείος Ακύλας

Δεν έχει τέλος το αντιπάλεμα
και ήδεται ο πόνος,
ώσπου ο νικητής πέφτει νεκρός
και ο χαμένος ζωντανός κερδίζει


1η δημοσίευση: http://fractalart.gr

Βασίλης Πανδής: [Όχι, καλέ...]


Όχι, καλέ -
τους αγαπάμε τους ποιητές·
ε, φτάνει να “ναι πεθαμένοι


1η δημοσίευση: http://fractalart.gr

Βασίλης Πανδής: Όσα δεν είδα


Του καθενός
από ψηλά
το φυλαμένο -
κι ας ξέρεις -
κι ας τα λογαριάζεις


1η δημοσίευση: http://fractalart.gr

Βασίλης Πανδής: Της καθόδου στο αντροκάλεσμα του ριζικάρη


Ποιος να τς απάντεχε
τις επιθέσεις του αχαμνού;


1η δημοσίευση: http://fractalart.gr

Βασίλης Πανδής: Ντροπή


Μέσα στη χλεύη
ορθώθηκε -
ξεκίνησε από χαμηλά πολύ-
και όλοι όσοι τον κατηγορούσαν
μ’ ένα του νεύμα
σωπάσαν


1η δημοσίευση: http://mag.mavroprovato.org/

Βασίλης Πανδής: Ποιητική


Σκούπισε τα περιττά
και ρίχ' τα μες στον κάδο -

Σιγότερα, μη! - τι
απαίσιες λέξεις  -
διάνυσμα οργής μες
στο τραγούδι

Θέλουμε νοήματα
ΝΟ
Η
ΜΑ
ΤΑ -
νόημα και τάλιρο -

Ασ' τα αυτά

Γράφω
Ξαναγράφω
Ξανά γράφω
Ξανά


1η δημοσίευση: http://tovivlio.net/


Βασίλης Πανδής: Ποιητής είναι δα…


Για τον Ashraf Fayadh...

Ποιητής είναι δα· δεν είν' και κάνας τεχνοκράτης,
μουλάς ή λωποδύτης, ψυχοβγάλτης της πεντάρας
να πουλά τα φούμαρά μας, εύκολα, φτηνά, ή τον
κοπανιστόν αέρα, αναίσχυντα, με το κιλό
Όχι· Ποιητής είναι δα κι όλο κάτι ψίχουλα
γυρεύει επιστρέφοντας αιωνίως Ίκαρος
Κόφτε του, λοιπόν, την κεφαλή και γρήγορα, μη μας
μιάνει με τα ξενικά αυτά που τσαμπουνάει


1η δημοσίευση: http://tovivlio.net