Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Γιώργος Σεφέρης: Επιφάνια, 1937


Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού

η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια

το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας

και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου

χρυσά· τ’ άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν.


Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου· στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή

μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν

στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα

να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα

περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ο χιονισμένος

κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν

μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε

τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή

δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι

σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια

σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών

κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλειστά πηγάδια

ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες που μου ξεφεύγουν

εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος

που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει

στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου

μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή

βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του,

δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.


Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις

να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν εκείνους

που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,

όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν

κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί

που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,

ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.


                                                                           Το χιόνι

και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

Νίκος Εγγονόπουλος: Μπολιβάρ


[...]

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,

Μπολιβάρ, γιατί ως να 'ρθεις η Νότια Αμερική ολόκληρη

ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.

Τ' όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική,

και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!

Oι ποταμοί Αμαζόνιος και Oρινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.

Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,

Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου.

Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν

τ' ανήμερα άτια και τ' άγρια βόδια,

O πλούτος της Αργεντινής.

Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.


Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,

Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,

Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,

Σείουνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,

Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

[...]



ΜΠΟΛΙΒΑΡ (1944)

Νικόλας Κάλας: [Έλαβα την Ακρόπολη απ' τη σελήνη]


Έλαβα την ακρόπολη απ' τη σελήνη

φέγγε μου να περπατώ ανάμεσα στους εφιάλτες μου

φιλώ τον Ισκαριώτη, τον Μοροζίνι και τον Γραικό Πολύβιο

παρά την Κόρη, την Παρθενομάνα, το Τολέδο

και την Καμπάνια, μένει πιστή η Ακρόπολη.


Στον Παρθενό σε άφεγγη νύχτα απόψε ο λόγος

μην ξεχνάμε πως ο Οιδίποδας απ' την Αθήνα

ζήτησε άσυλο, όχι βασίλειο

και τώρα που η Ακρόπολη

έγινε απέραντη ηλεκτρική θυσία

στρέψε το βλέμμα σου στην Αφροδίτη.



ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΡΑΝΤΟΥ (1977)

Νίκος Γκάτσος: Ἀμοργός


[...]

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι

Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια

Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON

Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι

Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου

Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου

Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.

Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους

Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου

Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα

Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι

Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων

Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται

Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους

Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς

Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας

Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες

Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα

Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς

Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι

Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες

Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου

Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε

Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν

Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα

Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια

Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα

Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν

Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη

Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες

Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι

Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ

Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν

Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.

[...]



ΑΜΟΡΓΟΣ (1943)

Οδυσσέας Ελύτης: [Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα]


Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα

Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας

Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό

Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε

και κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στα μάτια

Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθεια μας

Ήτανε πιο λευκή

Απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας

Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές

Πως δεν θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά

Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:


Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα

Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη

Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας

  λέγε μας τη ζωή.

 

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια

Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν

Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε

Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό, τόχουμε νιώσει

Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά

Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε


Είμαστε από καλή γενιά.



ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

Τάκης Σινόπουλος: Ήττα


Κάτι μάθαμε από το μύθο της ήττας που πάλευε να ζήσει πότε με την παγωνιά και πότε με την έπαρση της άλλης νύχτας.


Έτσι άνοιγε την πόρτα η πείνα, ο πυρετός. Κι έλαμπε το κορμί σου, σκοτεινότερο το πρόσωπο.


Γυρεύαμε το θαύμα κι ήτανε η απόγνωση.


Ο αγώνας άρχιζε άλλη μια φορά — ο αγώνας είχε σίγουρα χαθεί.


ΠΕΤΡΕΣ (1972)

Ιάσων Δεπούντης: [από τότε απ' το αίμα]

 

από τότε απ' το αίμα

χρονολογείται ο θάνατος του Μπάιρον

στο Μεσολόγγι, η Ελλάδα

δε θέλει σε υπνόσακκους την ποίηση

σε σπαραγμούς τα οράματα των ποιητών της


γιατί ζητούσε με στίχους κι ο Σόλωνας

ένα τρελοκομείο στο χώμα της

να χωρέσει την ψυχή του Σαλαμίνα


γιατί τέτοια τραγούδια, -

τρέλες θεών και ανθρώπων, -

όπως τ' ακούς :

λογαριασμοί που μεταμόρφωσαν τον κόσμο

όπως το βλέπεις :

πλατύσκαλα για ν' ανεβοκατεβαίνει ο νους

μόνο στους Έλληνες ταιριάζαν -

μα ως πού για ποιον το μήνυμα;


ώσπου ο Ρήγας Φεραίος

φιλοτέχνησε μια χάρτα

με βαλκάνιους φίλους μεταξύ τους

κι άλλους πολλούς συντρόφους -

κίτρινους λευκούς αραπάδες

μάτια που είχανε το ίδιο βλέμμα

αυτιά που ακούγανε το ίδιο νόημα

το δίκιο του αδερφού τους


γιατί τα κάστρα σκοτεινά

στέλνουν απελπισία κι ατσάλι


γιατί ο Σολωμός ήρεμος

τραγουδούσε, ο θείος μας

στο Εικοσιένα απέναντι

τ' αρχικό ανατρίχιασμα

πώς συνάζει το φως

που διαλύει τα σκοτάδια

πώς σκορπάει τους εχθρούς



ΚΕΦΑΛΙ ΑΠΟ ΡΟΛΟΪ (1985)

Μιχάλης Κατσαρός: [Οροπέδιο, IV]


Μπήκα με άδεια τα χέρια στη σκήτη μου.

Τους καρπούς τώρα τους γεύεσαι γη - εγώ δεν υπάρχω.

Δεν ακούς πια τη φωνή μου - δεν ακούς

έχεις δικιά σου φωνή - δικά σου τα τείχη.

Φυτεύεις τα δέντρα - το στάρι ανθεί σε πελάγη.

Πάνω στο δικό μου το σώμα χτίζεις τις πόλεις.

Οι πόλεις έχουν δικό τους πια σώμα.

Καμιά σιωπή - λάμψη καμιά.

Περπατάς στους μεγάλους σου δρόμους

ζεύεις τους ποταμούς - τα βουνά

τρέχεις στα δάση

ανασταίνεις τους ήχους τους αυλούς τα νερά σε τραγούδια.


Τη νύχτα βγαίνω - κοιτάζω μακριά στο γιαλό

κοιτάζω βαθιά μες στα δάση

ανάβω μια μικρή φλόγα στη γη - ακούω τους ήχους

αυτούς που δεν θ' ακούσει πια κανείς - ακούω και τρέμω.

Ματώνω τα χέρια στους λόγγους - ματώνω τα γόνατα

-Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ' αυτό το μπετόν-

το ρήγμα. -Στο σκουλήκι της γης την φλόγα υψώνω.


Τρέχω μέσα στη νύχτα

τρέχω με τ' άλογό μου

βάζω πασσάλους πάνω στα όρη - σημαδεύω

         τους δρόμους

ακούω ούρλιασμα λύκων -ακούω φωνές-

         ακούω βουή καταρράχτες

βιάζομαι

βιάζομαι

Πριν αλέκτωρ λαλήση

η νύχτα είναι μικρή - μεγαλώνει

ο άνεμος ετοιμάζει την έφοδο - οι φωνές

«κοίτα» - «τώρα» - «το άλλο βράδυ» -

         πρέπει και πάλι να σας μιλήσω.


Μην με κοιτάτε παράξενα.

Κανένας δεν με γνωρίζει;



ΟΡΟΠΕΔΙΟ (1950)

Γιώργος Λίκος: Πόλεμος (απόσπασμα)


Ω χώρα

Της αγριλιάς και της αλμύρας

Όμορφή μου αγάπη

Τ' άρματα κράτησε μαζί σου η ζωή

Και τα χρυσά καρφιά του ήλιου

Εσύ μ' ωραίον άντρα ουρανό

Και τα νησιά παιδιά σου

Σπασμένο χαμόγελο τα μάρμαρά σου

Με μνήμες κοχυλιών


[...]


Έρημο σώμα στ' ακρογιάλι

Ήταν μια πύρινη στιγμή η μοναξιά σου

Ένα κλαδί της λευτεριάς η ανάσα σου

Ένας καρπός που ωρίμασε χειμώνα η ματιά σου


Έρημο σώμα μες στην παγωνιά

Ανίδεο σαν το πουλί που πέφτει

Ούτ' ένα κλάμα λυγερό δε θα σε πλύνει

Ούτε τα χέρια του Θεού που κρύφτηκαν στη συννεφιά


Χρόνια σημαιοστόλιστα!


Έκτωρ Κακναβάτος: Από το φάκελο μιας αστροφεγγιάς (απόσπασμα)


                … έρμη σκλάβα

                πικρή ρωμιοσύνη

                  Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ


… κι αν δεν είναι έτσι;

κι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα;

βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που σ’ είδα νά ’ρχεσαι

έτσι όμορφη, έτσι φανατικιά,

μπροστά μπροστά στη φάλαγγα των λογγοβάρδων

και να βουίζει το πλήθος: χαίρε αυγούστα…

μα εσύ έβλεπες κατά τη βραζιλία,

να παροπλίζονται τα πλοία των αχαιών

ν’ αλλάζουν σημαία

τους απεργούς θερμαστές στην προκυμαία

να σουλατσάρουν πεισματάρηδες

με ξεφτίδια απ’ τα μαλλιά του αγαμέμνονα

στις φούχτες

να ψάχνουν για μπορντέλα

να συζητούνε καθισμένοι στο μουράγιο

με το νέστορα, τον άγιο γεράσιμο, το νότη μπότσαρη

για την ανάσταση του γένους…

εκείνη τη νύχτα έγινε ο χαλασμός :

ορκίστηκαν όλοι,

άλλος στη μάνα του την κλυταιμνήστρα

άλλος στ’ όνομα της κορούλας του

άλλος στον άγνωστο στρατιώτη

άλλος… πού να θυμάμαι τώρα,

μα ο τελευταίος

αχ θεέ μου, τί στιγμή ήταν εκείνη…

…………………………………….


Χωρίς ραδιουργίες,

έτσι όπως απόγεμα μεγάλο σάββατο

μου βάλανε για πρώτη φορά τον αιματοσταυρό

απ’ το σφαγμένο αρνί του πάσχα,

φριχτό σημάδι ανάμεσα στα μάτια,

ανάμεσα σε δυο θάλασσες

από τη μια το αιγαίο από την άλλη το ιόνιο

και στη μέση το σημάδι

το ματωμένο.


Πού να βρω πια ησυχία; την άλλη μέρα

ήρθε το μήνυμα σκληρό: το πτώμα σου

τσαλακωμένο όπως το τραίνο που 'πεσε στη χαράδρα

το βρήκανε στη βαϊκάλη μογγόλοι ψαράδες

να πλέει δίπλα σε μια ψάθα'

τότε πια πάει κ' η αγιά σοφιά

πάει και το μεσολόγγι

πάει κι ο νότης μπότσαρης

οι αργοναύτες παντεύτηκαν στη βραζιλία,

σκόρπισαν τα μαλλιά του αγαμέμνονα

στους πέντε ανέμους

κάψανε τα πλοία

και δεν ξαναμίλησαν για τη μονεμβασιά.


Το βράδυ..., τι λέω;

κάθε βράδυ

όλα τα βράδια

αστροφεγγιά βάρβαρη

αστροφεγγιά των λογγοβάρδων

αστροφεγγιά σαν ξερό χταπόδι

κατάντικρυ σ' έναν ήλιο μασσώνο

βυρσοδέψη

…………………………………….


[...]



ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΧΟΡΔΗ (1972)

Νάνος Βαλαωρίτης: Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Άι Γιάννη (απόσπασμα)


[...]

να σκουπίσεις αναγνώστη τον ιδρώτα τα δάκρυα που κυλάνε

απ' τα μάγουλα απ' τα μάτια εκείνων που χάσανε στην εξέγερση

τα παιδιά τους· να κλείσεις τ' αυτιά σου για λίγο στο θρήνο

στον ψίθυρο και στη διάδοση που εξογκώνει τον αριθμό των θυμάτων

τη φριχτή λεπτομέρεια τους νεκρούς στα ψυγεία τη διανομή τους

κατ' οίκον μ' απειλές και φοβέρες και μυστικότητα την παραλαβή

στις σφραγισμένες κασέλες άλλων νεκρών τη μακάβρια ατμόσφαιρα

σου δίνω δέκα λεφτά αναγνώστη να την ξεχάσεις να γεμίσεις

το νου σου με χαρούμενες σκέψεις· της ανυπόστατης διάδοσης

τη μαύρη σκιά ν' αποβάλεις· και να δεις τη φωτισμένη μεριά

το αισιόδοξο μέλλον την καλύτερη αύριο τον αριθμό των γεννήσεων

που αυξάνεται σ' αναλογία με τον αριθμό των θανάτων

τη βελτιωμένη περίθαλψη· το ψηλό μεροκάματο την ανάπτυξη

του εμπορίου τη σύσφιξη των σχέσεων με τη διεθνή αγορά

την αφθονία την ευημερία τον πλούτο την άνεση την πλήρη απασχόληση

του ανέντιμου έμπορα τη σκληρή τιμωρία

σου δίνω κι άλλα δέκα λεφτά

αναγνώστη να επιστρέψεις στης ζωής τη ρουτίνα στο γραφείο

να συντάξεις να διεκπεραιώσεις τα έγγραφα να θάψεις τον εαυτό σου

στην τρισκατάρατη λεπτομέρεια στο λάθος

κι ίσως εδώ μια σκιά

κι ίσως εκεί μια γωνιά φωτισμένη μια χαρούμενη είδηση

κομματιάζει με άπειρα τετραγωνάκια ενός πλέγματος συρματένιου

το πρόσωπο της ημέρας

[...]


ΑΝΩΝΥΜΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΦΩΤΕΙΝΟΥ ΑΪ ΓΙΑΝΝΗ (1977)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Διάρκεια (V)


Η δίοδος ολοένα πλαταίνει

Η άσπρη ουσία μας από ήχους από δρόμους αιωρείται στα όρια όπου η φθορά παρ' όλη την κραυγή της που ανεβαίνει κλίμακες εμβρύων

Παρ' όλες τις αποφυάδες της σε λίμνες σε χώματα σε σχήματα

Στις δίνες των νερών και των σταλαχτιτών

Θριαβευτής αιώνων τρυπώνει πάλι στα φαντάσματα της μνήμης

Κι εκεί ετοιμάζει τον ήρωα και τον όχλο να τον κατατρώει

Τον Άγιο και το λάκκο του


Εμένα αν η φθορά μ' αγγίξει θα 'ναι άγγιγμα σε χορδές άρπας

Θα 'ναι το αρίφνητο πετράδι που το παίρνει απ' το μάτι το ουρανογέννητο μάτι

Θα 'ναι η σπίθα μιας ολόκληρης φωτιάς που άναψε η πέτρα με την πέτρα

Εμένα αν η φθορά μ 'αγγίξει θα μου γεμίσει το στόμα μου λόγια

Αόγια που θ' ανάψουν κεφάλια προγόνων μου κι απ' το άσπρο μου είδος θα κυλήσει

Το καθαρό μου φεγγαρόχυτο άγαλμα στη χλόη


Εμένα αν η φθορά μ' αγγίξει

Στη φεγγαρόχυτη χλόη

Θ' αστράψει το κεφάλι μου, ο Ιλισσός του θ' ακουστεί στ' αρχαία βατράχια

Τ' όνειρό του θα σκάψει την κοίτη του ως την Αχερουσία

Κι ως το πολύτροπο σώμα παραλυμένο απ' το κεντρί της θεάς

Θ' αστράψει το κεφάλι μου, μέσα του ο νους ωραίος

Θα δέσει σάρκες και νεύρα γύρω στα κόκαλα των ανδρών που τα 'γλυψε η λαίλαπα της Ιωνίας


Κεφάλι μου πυρακτωμένο απ' το φεγγαρόχυτο πνεύμα

Κεφάλι μου θαλασσοταραχή, αναμμένο δέντρο που το φυσούσαν οι Εννεάδες

Αναστημένο κεφάλι μου από το γιαταγάνι της τουρκιάς

Ταξιδιάρικο τώρα στο υποχθόνιο βουητό της ζωής


Εμένα αν η φθορά μ' αγγίξει θα 'ναι άγγιγμα φρύγανου στη φλόγα


ΔΙΑΡΚΕΙΑ (1972)

Γιάννης Δάλλας: Απόπειρα μυθολογίας (XI)


Μια μέρα κάπου μες στους αιώνες

σ' αυτή την πετρωμένη παλίρροια

θα ξαναβρούμε τα χαμένα μας έμβολα

την πείνα την αριθμητική των νεκρών μας

τ' αλφαβητάρι των ήχων αρχίζοντας απ' την προσευχή


Σκυλιά του απογεύματος και Ευμενίδες



ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ (1952)

Δημήτρης Ι. Σουρβίνος: Ένα κλαδί της πικροδάφνης (απόσπασμα)


[...]

Αυτός ο άνθρωπος βούλιαζε στο κελλάρι του

στις αρχέγονες στοιβαγμένες ενθύμησες

ραντισμένες με φασκόμηλο και ρίγανη

και ζωγράφιζε από το Νου του

ξεχασμένους αποθαμένους Έλληνες Αγίους

αρχάγγελους της Λαμπρής και του Μαγιού

χωριάτες με τραγιάσκες

στα χέρια οι νεκρές βιολέτες

της Σταυροπροσκύνησης

και η καρδιά τους καρφιτσωμένη στο πέτο

αιμόφυρτη γυμνή ανυπεράσπιστη

πληγή και κόσμημα κι ακόμα

στην τρέμουλη γραμμή του ορίζοντα

δύο έως τρία δέντρα μοναχικά

δέντρα της λύπης να παραστέκουν

ωσάν τα τελευταία δέντρα του Κόσμου

και το απλό παράθυρο

ένα σταμνί εκεί στο άκρον

καληνυχτίζει το πέλαγο

το βαθυκύανο σειρήτι της θάλασσας ευθύ

διατρέχει ανεμπόδιστο το λευκό πεζούλι

που μυρίζει ασβέστη και πληγωμένη Κυριακή

κι οι γλάροι αποκοιμήθηκαν στο σύννεφο της Δύσης


Κι ακόμα ζωγράφιζε από το Νου του

ααστόρους μαστορόπουλα μπαλωματήδες

διπλωμένους στο νυχτέρι του Σαββάτου

ή στο δείπνο με το χλωρό λάδι

και το ψωμί του Χριστού

σε ατενίζουν με κείνο το πένθος το γλυκό

στα βαθειά σεμνά ματία τους

το σφραγισμένο στόμα με το ξέφτι

του ανεπαίσθητου χαμόγελου

και το αμίλητο πένθος εκεί

μα μη θέλει να κλάψει

να μη γυρεύει βοήθεια

να μη θέλει τίποτα

σε ατενίζουν σιωπηλοί θλιμμένοι κι υπερήφανοι

όπως το μπορούν μόνον

οι φευγάτοι κι οι ανεπίτρεπτοι

βαρείς

σαν την ανάμνηση την αγάπη και την τύψη

[...]



ΕΝΑ ΚΛΑΔΙ ΤΗΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗΣ (1982)

Νίκος Καρούζος: Ο Σολωμός στ’ όνειρό μου


Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τί πόθους…

Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι

λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου

κλεισμένος ολούθε απ’ τον όνειρο που κυματίζει στα βάθη

κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.

Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου

στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διονύσιος

μαυροντυμένος μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι

στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη

πλάι του σ’ ωραία παραλία

έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια

και μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια

ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς

μ’ όλα τ’ άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες

την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της

και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες

ώς τα κοράσια που δε χάρηκαν τον έρωτα.

Γύρω ήτανε δάσος χιλιοπράσινο

με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δέντρα

με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κ’ ένας σκύλος

αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμυγδαλιάς

με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα

ο γόος έσφαζε τη φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις

                          οι απαίσιες χιλιετηρίδες



Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ (1964)

Μάρκος Μέσκος: Ο μικρός κήπος


Θάλασσα ομηρική με πεύκο και κουπιά έτρεχε το βουνό

να ξενυχτήσεις το φεγγάρι ή να προσμένεις την αυγή;


Τα πίσω εμπρός και τα μελλούμενα ένας δρόμος ίσα στο σπιτάκι

φτάνει ο μικρός κήπος και το σκυλί για τα κακά προαισθήματα.


Εκεί όταν έφτασες ρώτησες τη μητέρα: — Σςς κοιμούνται τα παιδιά στην πέτρα

δεν ξύπνησαν ακόμη, — τι να πω;


Μαύρο καράβι η θάλασσα σκύλος ο ουρανός θα γαβγίσει

παρακαλώ σας μη γυρίσουν στο άλλο πλευρό βλαστημώντας.



ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Ρήγας Φεραῖος


Εὐστράτιος 

Δημήτριος

Ἀντώνιος

Ἰωάννης

Θεοχάρης

Ἰωάννης

Παναγιώτης

οἱ ἑφτὰ τοῦ Ρήγα σύντροφοι

Καὶ ἄλλοι ἑφτὰ συμμάρτυρες:

Ἀργέντης

Νικολίδης

Κορωνιὸς

Καρατζᾶς

Τουρούντζιας

Ἐμμανουὴλ

καὶ Ἐμμανουήλ.


Ἅμα τοὺς δέσεις σὲ τόμο

θὰ ἔχεις ἀσφαλῶς

τὴ Χάρτα τῆς Ἑλλάδος:

Εὐστράτιος Ἀργέντης

Δημήτριος Νικολίδης

Ἀντώνιος Κορωνιὸς

Ἰωάννης Καρατζᾶς

Θεοχάρης Τουρούντζιας

Ἰωάννης Ἐμμανουὴλ

καὶ Παναγιώτης Ἐμμανουήλ.


Καταγωγὴ ἀπ’ τὴ Χίο

τὰ Γιάννενα

τὴ Χίο

τὴν Κύπρο

καὶ τὴ Σιάτιστα

τὴν Καστοριὰ

τὴν Καστοριά.


Ἐσκίσθη τὸ παλτό τους

ἐσύρθησαν βιαίως

γιατροί, λόγιοι, ἔμποροι

καὶ φοιτητές, νὰ μάθουν

τὴ Χάρτα τ’ Οὐρανοῦ.


Μάρτης 1998


ΔΟΚΙΜΙΝ (2000)

Γιώργος Χρονάς: Αλεξάνδρεια


Τα χαράματα έφυγαν για την Αλεξάνδρεια

ο Αντίνοος

ο Νίκος

ο Ίβυκος

ο Καραϊσκάκης

ο χορευτής του Σαιντ Ιλαίρ

η Σωτηρία Μπέλλου

ο Χριστός

η Μαίρυλιν Μονρόε

ο Γρηγόρης Αυξεντίου

και ο

κιθαριστής των φλαμένκος



ΒΙΒΛΙΟ 1 (1973)

Κατίνα Βλάχου: Μάνα, Μητέρα, Μήδεια, Πατρίδα


Με λαβωμένα τα φτερά σου 

Ελευθερία

έκανες 

την αρχέγονή σου θλίψη

τόλμη

για ν’ αλλάξει η Ιστορία.

Σε  άνισον  έπαιξες αγώνα

Ελλάδα

για ένα ιδανικό για μίαν ελπίδα

-με τι πάθος-

τη ζωή σου‧

μάταια.

Πολύ το αίμα

μα αλλιώτικη δε χάραξες  πορεία.

Με δηλητήριο διχόνοιας 

έμεινες  -χώρα αρχαία- σφραγισμένη

σαν  δισυπόστατο μοιραίο λάθος.

Σκληρή ήσουν πάντα

και πάντα έτοιμη  θα ‘σαι

να θυσιάσεις για ένα ψέμα τα παιδιά σου.

Κι εκείνα

με την ιερή ομορφιά σου ερωτευμένα

σε διεκδικούν 

σε εκδικούνται

σε πληγώνουν,

αγαπημένη

Μάνα,  Μητέρα,  Μήδεια,  Πατρίδα.


2020


Γιῶργος Μαρκόπουλος: Ἡ φοβερὴ πατρίδα μου


Ἄθλιος καιρὸς στὴ φοβερὴ πατρίδα μου

καὶ λίβας ἀνελέητος σκληρὸς τοῦ Ἰουλίου!


Τὴν πεθαμένη ταξιδεύαμε τὴ μάνα μας

μὲ τὸ βαγόνι τῆς γραμμῆς

κόσμος πολὺς μέσα στὸ διάδρομο καὶ ἡ ἀποθήκη του γεμάτη

μὲ μπαοῦλο, οἰκοσκευές,

καὶ ἀνάμεσά τους, στὰ ψηλά, τὸ φέρετρό της

ἔτσι καθὼς πηγαίναμε παλιὰ κουτί, στῶν συγγενῶν μας,

μὲ κοῦκλες, τὰ παιδιά.


Τὸ κοιμητήριο ἥσυχο, ὅταν ἐφτάσαμε μετά,

τῆς φοβερῆς πατρίδας μου,

καὶ πρόσχαροι οἱ συμπατριῶτες μας καὶ γελαστοί τους ὅλοι

στὶς φωτογραφίες τους ἐπάνω στοὺς σταυροὺς

οἱ νεόκτιστες ἀνάμεσα βεράντες καθισμένοι καὶ ὀρτανσίες

ἐνῷ φυσοῦσε θάνατος στὴ μάντρα, ὁ ἥλιος τοῦ σπιτιοῦ

κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ σῶμα ἑρπετοῦ

μυρμήγκια τὸ τραβοῦσαν στὴ φωλιά, μυρμήγκια τὸ τραβοῦσαν.


Ὁ Βιβάλντι κάποτε μικρὰ ἔφερνε, κοριτσάκια, στὸ σαλόνι

(σταθήκαμε γιὰ μία στιγμὴ ὅλοι θυμούμενοι καὶ πάλι)

μὲ κρινολίνα στὶς μαργαρῖτες χόρευαν,

καὶ χωράφια τῆς παιδικῆς εὐφροσύνης

μὲ σύννεφα καὶ χιλιάδες ἀρκαδίες, ὁ Μπρέγκελ, καὶ ζῷα,

καὶ ἀνάμεσά τους μιὰ ἀγελάδα εἰρηνικὴ

νὰ περνᾷ τὸ σούρουπο μόνη

μὲ τοὺς μαστούς της δυὸ λάμπες φωτοφόρες

τῶν ἑκατὸ κηρίων ἡ κάθε μία, καὶ κότες καὶ λίμνες,

καὶ σκάφες πλυσίματος μὲ χοντρὲς χωρικὲς ἔφερνε.


Ἐκείνη ποὺ κατέβηκε στὸν ποταμὸ

μὲ τὸ λευκὸ χιτῶνα της νὰ βαπτισθεῖ

ἔχει τὰ πόδια της γυμνὰ κι ἔχει λαιμὸ γιὰ σφάξιμο

Τὰ παιδάκια τραγουδοῦσαν μὲ τὰ μαντολῖνα–

ἀγόρια τρέχουν ἀνυποψίαστα

νὰ πιάσουν στὰ νερὰ τὸ σταυρὸ

χρυσίζει σὰν ψάρι τὸ κρᾶμα στὴν κοίτη,

ἦρθα νὰ σὲ πάρω, τῆς λέει ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος,

μὰ εἶναι τὰ μάτια μου μπλὲ ὅπως ὁ οὐρανὸς

κι ὅπως αὐτὸς δὲν βλέπουν,

οἱ φωνὲς ἀπὸ τοὺς αἴνους λάμψη τὸ μεσημέρι

καὶ ὁ προδότης ἔχει ἀνήσυχο τὸ μάτι

τὶς κρύες φακές του στὸ χάνι, τρώγοντας, τῆς ὁσίας,

οἱ φλαμουριὲς ἔξω τὸν συντροφεύουν

καὶ τρέμουν οἱ λεῦκες σὰν τὸ κορμί του.»


Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!


Βατομουριὲς σκονισμένες

καὶ σχοίνα ποὺ τὰ παντελόνια τραβολογοῦν!


Συναλλαγές, ψευτιές, ἐνῷ ὁ «Πάντσο» ἰδοὺ

στὴν ταινία τοῦ ὑπαίθριου

νὰ χτυπήσει τὸ Νότο λέει τὸ βράδυ κατεβαίνει

σέρνει μαζί του τομάρια

ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τά ῾χουν οἱ πόρνες σὰν ἀδελφάκια τους

κι ἔχουν οἱ ἴδιοι τὸ πιστόλι γιὰ παιχνίδι,

χαροτρομάζουν ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν πατέρα τους,

τραυματίζουν τὴ μάνα τους γιὰ ἐπίδειξη

καὶ κάνουν τὸ γειτονόπουλό τους νὰ τρέχει σὰν τὸ κοκόρι,

βρωμᾶνε τὰ χνότα τους πιοτό,

ἀπὸ αὐγουστιάτικους κάμπους ποὺ καῖνε τὸ ἄχυρο

κι ἀπὸ μικρὰ φιλέρημα μέσα νεκροταφεῖα, περνοῦν.


Μιὰ φωνή μου φώναζε χθὲς στὸν ὕπνο

«Ἔλα νὰ δεῖς τὰ στέκια σου

ποὺ ἔτρεξες –μοῦ ἔλεγε– παιδί»,

«ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ τὰ στέκια μου

γιατὶ εἶναι ἡ καρδιά μου κάρβουνο –τῆς ἀπαντοῦσα–

«ἔλα νὰ δεῖς τὰ πρῶτα σου τὰ χρόνια

καὶ τὶς πηγὲς τὶς δροσερές, ἔλα», μοῦ ξαναέλεγε ἡ φωνή!


Ἕναν τόπο ζητοῦσα ὅπου ὁ ἀρτοποιὸς θὰ κάνει τὸ ψωμὶ

ὅπως τότε ποὺ ὁ φοῦρνος μύριζε τὴ νύχτα,

τὰ ροῦχα θὰ πλένονται στὸν κῆπο

μὲ ὅλες τὶς ἀτέλειες ποὺ ἀφήνει τὸ χέρι

καὶ ὁ τεχνίτης τοῦ σίδερου

θὰ λιώνει τὸ μέταλλο μὲ πρωτόγονους τρόπους

–τοῦ γύρεψα ἕναν ἀναπτῆρα αὐτοσχέδιο γιὰ ἐνθύμιο,

ἔψαξε– «πᾶρε –μοῦ εἶπε– αὐτὸν

μπορεῖ καὶ νὰ τὸν ἔχει φτιάξει ὁ θεῖος σου

δούλευε κάποτε ἐδῶ, πέθανε καὶ δὲν τὸν γνώρισες»,

τὰ ἀπαιτούμενα τοῦ ἔβαλε, τὸν ἄναψε,

τὸ πρόσωπό του μέσα στὶς τσακμακιὲς ἔπαιξε, φωτίστηκε,

ὅπως ἄστραφτε, μικροί, τὸν Ὀκτώβριο,

πρὶν ἀρχίσουμε, δωδεκαετεῖς, τὸ σχολεῖο.


Ὢ πατρίδα, αἰώνια ταραχὴ τῆς πρώτης ἐρωμένης.


Ὢ ζωὴ κομμένη στὴ μέση,

καὶ ὦ νεότητα ἀπὸ τότε, τέλος, τραυματισμένη

σὰν ἕνα κοριτσάκι μὲ τὸ καλό του φόρεμα

ποὺ ἰσορροποῦσε πάνω στὴν ἐγκαταλειμμένη

γραμμὴ τοῦ τραίνου, ἰσορροποῦσε.



Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ (1994)

Γιώργος Κεντρωτής: Η έξωση του Όθωνα


Ο φημισμένος οπλαρχηγός Τσάκας Αθανάσιος,
του αρχιστράτηγου Γεωργίου Καραϊσκάκη
πρώτος κουμανταδόρος,
όταν συνεστήθη το κράτος το νεοελληνικό,
μ' ένα Δε θέλω τίποτα,
αποποιήθηκε χρήματα, τιμές, προνόμια
για τους υπέρ της  πατρίδος ηρωικούς αγώνες του
και αποσύρθηκε στον Παρνασσό,
όπου και έζησε μέχρι το θάνατό
του σε μια στάνη με κατσικοπρόβατα
που 'χε 'κει να βόσκει.

Το τσίλικο βασιλικό ζεύγος,
Όθων και Αμαλία,
περιοδεύοντας στα 1838 τη χώρα της Φωκίδας
και τους τόπους τους ιερούς τους πέριξ των Δελφών,
κατόπιν συστάσεως αυλικού δραγουμάνου και ξεναγού,
προδήλως θαυμαστού ανυπόκριτου των μεγάλων ανδρών,
πορεύτηκε - λέει - προς το μαντρί του Τσάκα
να δεί να συγχαρεί τον ήρωα
που δεν είχε καταδεχτεί  προνόμια, χρήματα, τιμές
για τους υπέρ της πατρίδος ηρωικούς αγώνες του
και ζούσε με τα ζά του.

Εκατό μέτρα πάνω – κάτω πες από το έμπα του μαντριού
έντρομοι οι βασιλείς από 'νανε πνιγμό εκάναν πίσω
κι έτσι δεν συνεχάρησαν ποτές τον Τσάκα τον περιώνυμο
που ανάσαινε αρειμάνιος και πανευτυχής
ελευτεριάς αγέρα:
τη γενική κατσικοπροβατίλα του ποιμνίου του.
Η μπόχα των ζών του Τσάκα είχε τσακίσει προφανώς
τις λεπτές όσφρησες των νεαρών εστεμμένων.

Του Όθωνα η έξωση
δεν έγινε τον Οκτώβρη του εξηνταδύο
-τότε απλώς συνετελέσθη,
τότε δηλαδή ολοκληρώθηκε
επάνω στο γερό σκαρί του ατμοδρόμωνα  Αμαλία
το προτσές το μακρύ και πολύχρονο
που 'χε αρχίσει 'κείνο το μαγιάτικο απόγιομα
εκατό μέτρα από το βασίλειο του Θανάση Τσάκα,
όταν τα δύο νεαρά κλωνιά των Βιττελσβάχων
έκαναν μεταβολή
μην αντέξαντες τη μυρωδιά
της δόξας των Ελλήνων,
στους οποίους είχε 'ρθεί η Μεγαλειότητά τους,
με τις ευλογίες των Μεγάλων Δυνάμεων
ελεώ Θεού να βασιλεύσει.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Αλεξία Αθανασίου: Αγόρι στο Ξέφωτο



Στον Βασίλη Πανδή


Το αγόρι με το μπουφάν

δεν νιώθει μοναξιά.-

μην ξεγελιέσαι απ' τ' ανυπεράσπιστο βλέμμα του.

Το τσιγάρο καπνίζει

-τη θάλασσ' αγναντεύοντας-

ώσπου την κάφτρα

να νιώσει

(στα χείλη του, της διψασμένης

νιότης του τα δάχτυλα)

απόλαυση ακριβή

στης νωχέλειας τη λιακάδα.


Αλεξία Αθανασίου: Ο περιπατητής της παραλίας



            φίλος και μνήμων των κυμάτων πάντα

             πιστός ακροατής

             των οριζόντων

             Ορέστης Αλεξάκης


Δεν ανήκει εδώ.

Πρωτοϋπήρξε σ' έναν απώτατο Κόσμο τού Γαλαξία μ' απέραντες μενεξεδί Θάλασσες κι Ουρανούς-Αμέθυστους. Άλικες φλόγες οι κάτοικοι, αέναα, λαμπύριζαν στον Άχρονο χρόνο ενός Χώρου που ποτέ δεν νύχτωνε. Πυρσοί ολοζώντανοι σε ύδατα καθρεπτίζονταν αμόλυντα. Άφριζαν οι Θάλασσες, κυμάτιζαν οι Ουρανοί και η Άμμος -απ' ατόφιο χρυσό- αιωρούνταν στους Ορίζοντες σμιλεύοντας τις περίτεχνες μορφές απ' τις σκέψεις και τα συναισθήματα των Κατοίκων. Κάποιοι από αυτούς κινούνταν με ταχύτητα φωτός στα εξώτατ' άκρα τού Κόσμου τους φυλάσσοντας τα σύνορα. Ήταν οι Ακρή'Τες. Οι δυνατότεροι και οι αγνότεροι της φυλής. Όμως, έπαρση γήτευσε το νου των γηραιότερων. Ζήτησαν προνόμια στην αταξική Κοινωνία τους. Ο Η' εναντιώθηκε. Το θεώρησε ύβρη. Τον είπαν προδότη.

"Θα σε βυθίσουμε στο Χάος της Ύλης" απείλησαν. "Μόνον όταν αυτή σε απεγκλωβίσει θα ξαναγυρίσεις εδώ."

Με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισαν κι οργάνωσαν την Εξορία του. Ψήγματα ελέους επηρέασαν την επιλογή τους. Τον έστειλαν στην Κορυ'Φώ. Έναν Κόσμ' Ονειρικό που λούζονταν στη Θάλασσα και τον ήλιο.


 

                 ΙΙ


           η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,

           και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,

           μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,

           μου λέει για κάποια που 'ζησα ζωή!

           Κ. Γ. Καρυωτάκης


Γεννήθηκε σε μια τυπική οικογένεια τού τόπου και στα έξι πρώτα συμβατικά χρόνια της νέας του ζωής όλα σ' αυτόν έμοιαζαν φυσιολογικά. Μα ήλθε βραδιά που σε όνειρο μνήμες πύρινες κι ολοζώντανες απ' την αγαπημένη Πατρίδα έντρομες ανασύρθηκαν απ' τις αβύσσους του υποσυνείδητου. Ξύπνησε με ουρλιαχτό πόνου ανείπωτου. Τον βρήκαν να βαριανασαίνει με συμπτώματα ασθένειας αδυσώπητης.

"Μηνιγγίτιδα" βόγγηξαν οι γονείς.

"Μηνιγγίτιδα" διέγνωσαν και οι γιατροί.

Επέζησε. Το μυαλό ήταν τώρα λειψό. Οι μνήμες, φίδια ναρκωμένα, φώλιασαν πάλι στο ερεβώδες υποσυνείδητο. Τίποτα δεν τον απασχολούσε. Δεν σπούδασε και δεν εργάστηκε ποτέ του. Όμως το σώμα του, στιβαρό και αεικίνητο, ήταν ένας ύμνος στη ρώμη. Ακούραστος ο Η' βάδιζε μέρα και νύχτα (στον Κόσμο του με τους τρεις ακοίμητους ήλιους το σκότος ήταν άγνωστο) ψάχνοντας (δίχως να το συνειδητοποιεί) για Θάλασσες όμοιες με τις δικές του. Παραλίες που η Άμμος θα λάμβανε τη μορφή (των άγνωστων σε όλους) συναισθημάτων του. Ουρανούς που τα κύματά τους θα ιχνηλατούσαν ψαλμούς χαρμόσυνους στο ξέγνοιαστο βλέμμα του. Εποχές γι' αυτόν δεν υπήρχαν. ποτέ δεν υπήρξαν. Η βροχή και το κρύο δεν στέκονταν εμπόδιο στην απέλπιδα προσπάθειά του να βρει άλλους τού είδους του. Αενάως κινούνταν, όπου υπήρχε Θάλασσα, σε όλα τα μήκη και πλάτη της Κορυ'Φώ μεταφέροντας στο δισάκι του τροφές αγνές (ψωμί, φρούτα, τυρί) όπως ο ίδιος. Ήταν ήρεμος κι αθώος σαν νεογέννητος. Ερωτική επιθυμία δεν του κέντρισε ποτέ τη σκέψη καθώς στο Κόσμο του ήταν όλοι άφυλοι. γεννιούνταν σαν ελάχιστοι σπινθήρες.

Κάποτε η Α' (αργή κι αυτή στο μυαλό, ονειροπαρμένη κι αλαφροΐσκιωτη σαν τον Μάνο τον ήρωα του Παπαδιαμάντη στο "Άνθος του Γιαλού") τον συνάντησε στο δρόμο με το αυτοκίνητό της.

"Ανεβαίνω στον Ύψο'Ν" του είπε. "Πού πηγαίνεις;"

Της ανέφερε μια παραλία στην ίδια περιοχή. Κάθισε δίπλα της. Ξεκίνησαν.

"Περπατάς...όλο περπατάς...μέρα και νύχτα. Δεν κουράζεσαι; Δεν φοβάσαι;" τον ρώτησε.

"Εγώ έχω μάτι γερακιού και του λαγού το βήμα" της απάντησε.



                  ΙΙΙ


       Δεν έχουμε εδώ μένουσα πόλη, δεν είναι εδώ γωνιά

        ν' ακουμπήσεις.

        T.S.Eliot / μτφρ. Γιώργος Σεφέρης


Περνούν οι εποχές. Τα χρόνια. Οι δεκαετίες. Πολλές δεκαετίες...

Η θλίψη της Εξορίας ξέπλυνε το σκούρο χρώμα των μαλλιών του. Το σκότος της Νύχτας χάραξε ραγισματιές στην ευγένεια της ηλιοκαμένης μορφής. Η χυδαιότητα της Ύλης κύρτωσε το περήφανο σώμα. Τ' ατέλειωτα χιλιόμετρα της Αναμονής συνέτριψαν τον, άλλοτε, γοργό βηματισμό. Καταβεβλημένος, βαδίζει πλέον με ρυθμό χελώνας. Όμως, αδιάκοπα, βαδίζει αενάως αναζητώντας τη χαμένη Πατρίδα. (Τον Τόπο όπου το Πυρ και το Ύδωρ είναι, μεταξύ τους, ερωτευμένα.) Είναι ήρεμος, αποφασιστικός και παράξενα σίγουρος. Η ψυχή του το νιώθει: Κάποτε η Ύλη (φορτική και αχρείαστη σαν βαρύ σε μας παλτό τον Αύγουστο) νικημένη θα γλιστρήσει από πάνω του. Ολόφωτη η Λεωφόρος της Επιστροφής, καταφατική, θ' ανοίξει στη πύριν' ύπαρξή του. Μα ως τότε δεν ποθεί τίποτ' άλλο απ' το να βαδίζει...πάντα να βαδίζει.



*"Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ" είναι τίτλος ποιήματος του Ορέστη Αλεξάκη.

Κατίνα Βλάχου: Βιβλιοπωλείο «Η Θητεία»




Φθινόπωρο του 1996. Μια δύσκολη περίοδος στη ζωή μου, που χρειάστηκε να μείνω στην Αθήνα για αρκετούς μήνες. Είχα ως κατοικία  ένα γραφείο στο Παγκράτι, πίσω από το Εθνικό  Ίδρυμα Ερευνών.  Ένας καλός φίλος μού το είχε παραχωρήσει,  για να μείνω όσο χρειαζόταν.

Στην παρακείμενη λεωφόρο είχα εντοπίσει το βιβλιοχαρτοπωλείο της γειτονιάς. «Η Θητεία», έγραφε η πινακίδα. Εκεί αγόραζα βιβλία και γραφική ύλη. Το βιβλιοπωλείο το κρατούσε μία ηλικιωμένη κυρία, πολύ γλυκιά και καλοβαλμένη. Άλλης εποχής η κόμμωση –ένα λευκό φροντισμένο σινιόν- και το ντύσιμο. Ηλικιακά θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μητέρα μου.

Εκεί παράγγειλα και το ωραίο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά  «Η Θητεία», πού είχε κυκλοφορήσει περίπου τότε. Ρώτησα, λοιπόν, την κυρία, αν η ονομασία του βιβλιοπωλείου είχε σχέση με το  μυθιστόρημα.   «Όχι, όχι» μου είπε. «Το ανοίξαμε με τον γιο μου, πριν μερικά χρόνια όταν έφευγε για τη θητεία του στο στρατό. Έτσι προέκυψε το όνομα. Έκτοτε το έχω αναλάβει εγώ. Περνάει και η ώρα μου» συμπλήρωσε.

Ένα πρωί, μπήκα να αγοράσω κάτι και, καθώς έφευγα, μου χαμογέλασε και μου είπε: «Εύχομαι η μέρα σας να είναι τόσο όμορφη όσο εσείς».

Δεν είχα ποτέ δεχτεί μια τόσο αξιαγάπητη καλημέρα. Την ευχαρίστησα και έφυγα με  πολύ καλή διάθεση.

Την επόμενη φορά, μιλήσαμε λίγο παραπάνω. Κάπως το έφερε η κουβέντα και μου είπε ότι είχε σπουδάσει στη Φιλοσοφική Αθηνών.  Υπολόγισα στα γρήγορα την εποχή.

«Η αδελφή της μητέρας μου ήταν στη Φιλοσοφική Αθηνών, την εποχή του Συκουτρή, του Δεσποτόπουλου» είπα. «Και η μητέρα μου φοίτησε στη Φιλοσοφική, μόνο που εκείνη δεν πρόλαβε να πάρει πτυχίο. Ξέσπασε ο πόλεμος και γύρισε στην Κέρκυρα».

«Πώς λεγόταν η μητέρα και η θεία σας;», με ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον.

«Άντα και Έλενα Βεντούρα», είπα.

Φωτίστηκε το πρόσωπό της. «Τι μου λέτε! Με τη θεία σας είμαστε συμφοιτήτριες. Ήταν τόσο όμορφη,  τόσο γοητευτική. Την θυμάμαι πολύ καλά. Αλλά χαθήκαμε μετά τις σπουδές. Πάντα αναρωτιόμουν τι να έγινε η Έλενα Βεντούρα». Τα είπε όλα μαζεμένα με νοσταλγία και συγκίνηση.

Με ρώτησε και της είπα κάποια πράγματα για τη ζωή της θείας μου. «Δίδαξε λίγα χρόνια, παύθηκε ως αριστερή, υπήρξε βοηθός του  Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ύστερα εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στο Ευγενίδειο Ίδρυμα. Παντρεύτηκε τον Ηλία Πολίτη, τον αιματολόγο, δεν απέκτησαν  παιδιά. Εκείνη πέθανε στα 54 χρόνια της κι εκείνος αυτοκτόνησε λίγα χρόνια αργότερα». Τα είπα τρέχοντας, για να τελειώνω με τα οδυνηρά. Ήταν μια πολύ πονεμένη ιστορία για την οικογένειά μου. Εγώ ήμουν μόλις 20 χρονών όταν πέθανε η θεία μου. Και 26 όταν έφυγε ο Ηλίας Πολίτης.  Μερικά πένθη δεν σβήνουν εντελώς με τον χρόνο.

«Τι κρίμα» είπε, και για λίγο μείναμε και οι δύο σιωπηλές.

Ύστερα με κοίταξε με γλυκύτητα.  «Όταν πρωτομπήκατε εδώ, κάτι μου θύμισαν τα μάτια σας, το βλέμμα,  κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Τώρα εξηγείται…» είπε.

Συγκινήθηκα. Είναι από εκείνες τις συγκυρίες που μοιάζουν απίθανες και  που είναι  παρηγορητικές  για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο.

Ύστερα, πήγαινα συχνά να της πω την καλημέρα μου και χαιρόμαστε και οι δύο.  Είπαμε κι άλλα. Γίναμε φίλες.  

Πριν φύγω από την Αθήνα, πήγα να την αποχαιρετήσω.  Φιληθήκαμε. Ανταλλάξαμε ευχές.

Η κυρία και το βιβλιοπωλείο «Η Θητεία» σήμερα δεν υπάρχουν πια, αφού αυτή η μικρή ιστορία χρειάστηκε περίπου 25 χρόνια μέχρι να έρθει η ώρα της να γραφτεί.  Ήταν ένα χρέος που διευθέτησα με μεγάλη καθυστέρηση και μια μικρή ιστορία που ακόμα με συγκινεί ως μνήμη.


Πηγή