Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Κατίνα Βλάχου: Βιβλιοπωλείο «Η Θητεία»




Φθινόπωρο του 1996. Μια δύσκολη περίοδος στη ζωή μου, που χρειάστηκε να μείνω στην Αθήνα για αρκετούς μήνες. Είχα ως κατοικία  ένα γραφείο στο Παγκράτι, πίσω από το Εθνικό  Ίδρυμα Ερευνών.  Ένας καλός φίλος μού το είχε παραχωρήσει,  για να μείνω όσο χρειαζόταν.

Στην παρακείμενη λεωφόρο είχα εντοπίσει το βιβλιοχαρτοπωλείο της γειτονιάς. «Η Θητεία», έγραφε η πινακίδα. Εκεί αγόραζα βιβλία και γραφική ύλη. Το βιβλιοπωλείο το κρατούσε μία ηλικιωμένη κυρία, πολύ γλυκιά και καλοβαλμένη. Άλλης εποχής η κόμμωση –ένα λευκό φροντισμένο σινιόν- και το ντύσιμο. Ηλικιακά θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μητέρα μου.

Εκεί παράγγειλα και το ωραίο μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά  «Η Θητεία», πού είχε κυκλοφορήσει περίπου τότε. Ρώτησα, λοιπόν, την κυρία, αν η ονομασία του βιβλιοπωλείου είχε σχέση με το  μυθιστόρημα.   «Όχι, όχι» μου είπε. «Το ανοίξαμε με τον γιο μου, πριν μερικά χρόνια όταν έφευγε για τη θητεία του στο στρατό. Έτσι προέκυψε το όνομα. Έκτοτε το έχω αναλάβει εγώ. Περνάει και η ώρα μου» συμπλήρωσε.

Ένα πρωί, μπήκα να αγοράσω κάτι και, καθώς έφευγα, μου χαμογέλασε και μου είπε: «Εύχομαι η μέρα σας να είναι τόσο όμορφη όσο εσείς».

Δεν είχα ποτέ δεχτεί μια τόσο αξιαγάπητη καλημέρα. Την ευχαρίστησα και έφυγα με  πολύ καλή διάθεση.

Την επόμενη φορά, μιλήσαμε λίγο παραπάνω. Κάπως το έφερε η κουβέντα και μου είπε ότι είχε σπουδάσει στη Φιλοσοφική Αθηνών.  Υπολόγισα στα γρήγορα την εποχή.

«Η αδελφή της μητέρας μου ήταν στη Φιλοσοφική Αθηνών, την εποχή του Συκουτρή, του Δεσποτόπουλου» είπα. «Και η μητέρα μου φοίτησε στη Φιλοσοφική, μόνο που εκείνη δεν πρόλαβε να πάρει πτυχίο. Ξέσπασε ο πόλεμος και γύρισε στην Κέρκυρα».

«Πώς λεγόταν η μητέρα και η θεία σας;», με ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον.

«Άντα και Έλενα Βεντούρα», είπα.

Φωτίστηκε το πρόσωπό της. «Τι μου λέτε! Με τη θεία σας είμαστε συμφοιτήτριες. Ήταν τόσο όμορφη,  τόσο γοητευτική. Την θυμάμαι πολύ καλά. Αλλά χαθήκαμε μετά τις σπουδές. Πάντα αναρωτιόμουν τι να έγινε η Έλενα Βεντούρα». Τα είπε όλα μαζεμένα με νοσταλγία και συγκίνηση.

Με ρώτησε και της είπα κάποια πράγματα για τη ζωή της θείας μου. «Δίδαξε λίγα χρόνια, παύθηκε ως αριστερή, υπήρξε βοηθός του  Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ύστερα εργάστηκε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στο Ευγενίδειο Ίδρυμα. Παντρεύτηκε τον Ηλία Πολίτη, τον αιματολόγο, δεν απέκτησαν  παιδιά. Εκείνη πέθανε στα 54 χρόνια της κι εκείνος αυτοκτόνησε λίγα χρόνια αργότερα». Τα είπα τρέχοντας, για να τελειώνω με τα οδυνηρά. Ήταν μια πολύ πονεμένη ιστορία για την οικογένειά μου. Εγώ ήμουν μόλις 20 χρονών όταν πέθανε η θεία μου. Και 26 όταν έφυγε ο Ηλίας Πολίτης.  Μερικά πένθη δεν σβήνουν εντελώς με τον χρόνο.

«Τι κρίμα» είπε, και για λίγο μείναμε και οι δύο σιωπηλές.

Ύστερα με κοίταξε με γλυκύτητα.  «Όταν πρωτομπήκατε εδώ, κάτι μου θύμισαν τα μάτια σας, το βλέμμα,  κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Τώρα εξηγείται…» είπε.

Συγκινήθηκα. Είναι από εκείνες τις συγκυρίες που μοιάζουν απίθανες και  που είναι  παρηγορητικές  για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο.

Ύστερα, πήγαινα συχνά να της πω την καλημέρα μου και χαιρόμαστε και οι δύο.  Είπαμε κι άλλα. Γίναμε φίλες.  

Πριν φύγω από την Αθήνα, πήγα να την αποχαιρετήσω.  Φιληθήκαμε. Ανταλλάξαμε ευχές.

Η κυρία και το βιβλιοπωλείο «Η Θητεία» σήμερα δεν υπάρχουν πια, αφού αυτή η μικρή ιστορία χρειάστηκε περίπου 25 χρόνια μέχρι να έρθει η ώρα της να γραφτεί.  Ήταν ένα χρέος που διευθέτησα με μεγάλη καθυστέρηση και μια μικρή ιστορία που ακόμα με συγκινεί ως μνήμη.


Πηγή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου