Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Μιχάλης Γκανάς: Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος



Μου αρέσουν οι γιορτές. Πάντα μου άρεσαν, από παιδί. Οση ευσέβεια διαθέτω ως Χριστιανός Ορθόδοξος την οφείλω λιγότερο στους υποχρεωτικούς εκκλησιασμούς και περισσότερο στις μεγάλες γιορτές των παιδικών μου χρόνων.

Χριστούγεννα χιονισμένα, εκθαμβωτικής αθωότητας ή απλώς παγωμένα, αλλά γυρίζοντας από την εκκλησία στο σπίτι, το τζάκι να καίει «παπόρι».

Πρωτοχρονιά μέσα στο δριμύ, ιαματικό ψύχος του παπαδιαμαντικού Αϊ-Γιώργη, με τον Παντοκράτορα πουντιασμένο και ολομόναχο εκεί πάνω, να ζεσταίνεται από τις ανάσες μας, τις φλόγες των κεριών και το πολυκάντηλο.

Μεγάλη Εβδομάδα, λιβάνια και αγριολούλουδα στα χέρια των μαυροφορεμένων γυναικών, κορίτσια έτοιμα να σταυρωθούν για χάρη μας και ν’ αναληφθούμε μαζί στους έρημους ουρανούς της εφηβείας. Πρόβες για τον επιτάφιο με φάλτσες πλην κατανυκτικότατες φωνές.

Δεκαπενταύγουστος, ενθρονισμένος στο ένδοξο Δεσποτάτο της πρωινής ευδίας, με ούζο και χλωρό τυρί μετά τη λειτουργία, πριν τα κλαρίνα και το τριήμερο πανηγύρι κάτω από τα θεόρατα πλατάνια.

Μαθητής Γυμνασίου στους Φιλιάτες, θυμάμαι, περίμενα πώς και πώς τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Λίγες μέρες πριν από τις διακοπές, χαμένος μέσα στο πούσι των αληγών βροχοπτώσεων της βορειοδυτικής Ελλάδος, και στο κρύο σπίτι που με φιλοξενούσε, ξάπλωνα το βράδυ έχοντας τον νου μου εκεί, στο χωριό. Ηταν τα πρώτα συμπτώματα μιας ισόβιας νοσταλγίας για τον τόπο, τους ανθρώπους, τα φυτά και τα ζώα, ιδιαίτερα τα πουλιά.

Απαγγέλλει ο Μίλτος Σαχτούρης

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Pier Paolo Pasolini: Η Τέφρα του Γκράμσι


Βασίλης Λαλιώτης: Η Μαθητεία της Πλοκής



Rainer Maria Rilke: Ελεγείες του Ντουΐνο




Ο Lawrence Ferlinghetti διαβάζει James Joyce


William S. Burroughs και Lawrence Ferlinghetti





Διαβάζει ο Κώστας Λαχάς






Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Μανόλης Πρατικάκης


Με τον Μανόλη Πρατικάκη, στην Παναγία της Τενέδου (Κέρκυρα, 11/11/2016, Επιστημονικό συνέδριο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών: Νάσος Βαγενάς, Μιχάλης Γκανάς, Μανόλης Πρατικάκης) [φωτογραφία του Σπύρου Σουρβίνου]



Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Απαγγέλλει ο Αντώνης Φωστιέρης




Άγγελος Σικελιανός: Πνευματικό Εμβατήριο



Τζώρτζης Πάνος: Παγανιστικό


Στο δάσος τελετών
ινδιάνων
ή μιας πανάρχαιας φυλής
βρίσκομαι,
για να κριθεί η ψυχή μου.

Με αγωνία κοιτάζω τη φωτιά
νομίζω,
βλέπω ψυχές∙
πνεύματα αρχαίων ανθρώπων
και
ζωόμορφων θεών
σε πύρινη δίνη∙
βγαίνω απ’ το σώμα μου
και εξερευνώ τον ουρανό.

Ακολουθώντας το μονοπάτι
του λύκου φεγγαριού,
ατελείωτος απλώνεται ο δρόμος
από ασημένιες βέργες.

Κυνηγώ χίμαιρες.

Ο Ωρίων
οι Άρκτοι
ο Ηρακλής
και τα μήλα
των Εσπερίδων.

Οι γοργόνες
με τα χρυσοκέντητα φτερά,
τραγουδούν
το τραγούδι της Σελήνης
κορυβαντιούσες.

Οι νύμφες του δάσους,
υμνούν
τον Παν-άγαθο θεό.

Το σύμπαν σε αρμονία.

Κάποια στιγμή
έχοντας στο σώμα μου επιστρέψει,
αντικρίζω τον αρχηγό της φυλής
να καπνίζει με το τσιμπούκι του
να πίνει και
να τα λέει φιλικά
διασκεδάζοντας με τους ιθαγενείς.

(Ακόμη περιμένω μια απάντηση.)

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ: [Ο άγγελος της μοναξιάς]




[...]

ΚΙ ΕΓΩ: Και γιατί τη θλίψη τη λες αθώα;

ΕΓΩ: Μα είναι. Κανένας δεν την κάλεσε, δεν έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης. Είναι σαν τη συννεφιά που σε προστατεύει απ' τη βροχή. Η θλίψη δεν προσπαθεί να σου αλλάξει τη διάθεση για να σηκωθεί να φύγει. Μένει κοντά σου, στη μοναξιά σου. Ναι, για μένα η θλίψη είναι άγγελος. Ο άγγελος της μοναξιάς.


ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2016)


Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

William Shakespeare: Henry IV, Part II | Act III, Scene 1




Westminster. The palace
---
Enter the KING in his nightgown, with a page


HENRY IV

Go call the Earls of Surrey and of Warwick;
But, ere they come, bid them o'er-read these letters
And well consider of them. Make good speed. Exit page
How many thousands of my poorest subjects
Are at this hour asleep! O sleep, O gentle sleep,
Nature's soft nurse, how have I frightened thee,
That thou no more will weigh my eyelids down,
And steep my senses in forgetfulness?
Why rather, sleep, liest thou in smoky cribs,
Upon uneasy pallets stretching thee,
And hush'd with buzzing night-flies to thy slumber,
Than in the perfum'd chambers of the great,
Under the canopies of costly state,
And lull'd with sound of sweetest melody?
O thou dull god, why liest thou with the vile
In loathsome beds, and leav'st the kingly couch
A watch-case or a common 'larum-bell?
Wilt thou upon the high and giddy mast
Seal up the ship-boy's eyes, and rock his brains
In cradle of the rude imperious surge,
And in the visitation of the winds,
Who take the ruffian billows by the top,
Curling their monstrous heads, and hanging them
With deafing clamour in the slippery clouds,
That with the hurly death itself awakes?
Canst thou, O partial sleep, give thy repose
To the wet sea-boy in an hour so rude;
And in the calmest and most stillest night,
With all appliances and means to boot,
Deny it to a king? Then, happy low, lie down!
Uneasy lies the head that wears a crown.


[...]




Πηγή

William Shakespeare: Henry IV, part 1 | Act 2, Scene 4



SCENE IV. The Boar's-Head Tavern, Eastcheap.

Enter PRINCE HENRY and POINS

PRINCE HENRY
Ned, prithee, come out of that fat room, and lend me
thy hand to laugh a little.
POINS
Where hast been, Hal?
PRINCE HENRY
With three or four loggerheads amongst three or four
score hogsheads. I have sounded the very
base-string of humility. Sirrah, I am sworn brother
to a leash of drawers; and can call them all by
their christen names, as Tom, Dick, and Francis.
They take it already upon their salvation, that
though I be but the prince of Wales, yet I am king
of courtesy; and tell me flatly I am no proud Jack,
like Falstaff, but a Corinthian, a lad of mettle, a
good boy, by the Lord, so they call me, and when I
am king of England, I shall command all the good
lads in Eastcheap. They call drinking deep, dyeing
scarlet; and when you breathe in your watering, they
cry 'hem!' and bid you play it off. To conclude, I
am so good a proficient in one quarter of an hour,
that I can drink with any tinker in his own language
during my life. I tell thee, Ned, thou hast lost
much honour, that thou wert not with me in this sweet
action. But, sweet Ned,--to sweeten which name of
Ned, I give thee this pennyworth of sugar, clapped
even now into my hand by an under-skinker, one that
never spake other English in his life than 'Eight
shillings and sixpence' and 'You are welcome,' with
this shrill addition, 'Anon, anon, sir! Score a pint
of bastard in the Half-Moon,' or so. But, Ned, to
drive away the time till Falstaff come, I prithee,
do thou stand in some by-room, while I question my
puny drawer to what end he gave me the sugar; and do
thou never leave calling 'Francis,' that his tale
to me may be nothing but 'Anon.' Step aside, and
I'll show thee a precedent.
POINS
Francis!
PRINCE HENRY
Thou art perfect.
POINS
Francis!
Exit POINS

Enter FRANCIS

FRANCIS
Anon, anon, sir. Look down into the Pomgarnet, Ralph.
PRINCE HENRY
Come hither, Francis.
FRANCIS
My lord?
PRINCE HENRY
How long hast thou to serve, Francis?
FRANCIS
Forsooth, five years, and as much as to--
POINS
[Within] Francis!
FRANCIS
Anon, anon, sir.
PRINCE HENRY
Five year! by'r lady, a long lease for the clinking
of pewter. But, Francis, darest thou be so valiant
as to play the coward with thy indenture and show it
a fair pair of heels and run from it?
FRANCIS
O Lord, sir, I'll be sworn upon all the books in
England, I could find in my heart.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Ευγένιος Αρανίτσης: Πώς πρέπει να διαβάζουμε τον Κάλβο



Και, πρώτ' απ' όλα, πρέπει; Οι Ωδές μοιάζουν, όσο περνάει ο καιρός, σαν μια περιοχή της λογοτεχνίας όλο και πιο απρόσιτη. αναρωτιέται κανείς για το τι είδους αίσθηση προκαλούν τώρα πια αυτά τα κείμενα σ' ένα μαθητή της πρώτης Λυκείου που τα διαβάζει για πρώτη φορά.
Παρ' όλ' αυτά, κι ενώ η απόσταση ανάμεσα σ' εμάς και στον Κάλβο (απόσταση τριπλή: ιστορική, γλωσσική και αισθητική) γίνεται αιτία να νιώθουμε απορία, ή, ίσως, απώθηση, αποτελεί ταυτόχρονα το κίνητρο να εισδύσουμε σε τούτο το μυστήριο: η περίεργη απόλαυση του να διαβάζεις Κάλβο μεγαλόφωνα, να τον απαγγέλλεις ή να τον αποστηθίζεις, είναι χαρακτηριστική, παρ' ότι ανεξήγητη. Υπάρχει ίσως, εδώ, ο απόηχος κάποιας λησμονημένης ψυχικής καταιγίδας, κάποιο βουβό κύμα θέλησης έρχεται από μακριά και σώζει αυτούς τους στίχους που, κατά τα άλλα, δεν παρουσιάζουν καμία θελκτική πλευρά, καμιά ανθοφορία και καμία κοινωνικότητα. Ο Κάλβος είναι ένα από τα τέσσερα μεγάλα αινίγματα της ελληνικής λογοτεχνίας (Σολωμός, Καβάφης, Παπαδιαμάντης), δεύτερος στη σειρά "των μεγάλων ποιητών που δεν ήξεραν ελληνικά" (Σεφέρης), και που γι' αυτό ακριβώς έγραψαν κάποιου είδους ελληνικά των ουρανών (ή του 'Αδη).
Αξίζει, κατ' αρχάς, ν' αναρωτηθούμε τι μπορεί να ένιωθε ο ίδιος ο Κάλβος για τις λέξεις που χρησιμοποιούσε. πάρτε τη λέξη βία, τη λέξη κοράσια, τη λέξη άνεμος. Πώς ηχούσαν μέσα του αυτές οι λέξεις; Αν τα ελληνικά ήταν γι' αυτόν το πεδίο μιας επίπονης κατάκτησης κι όχι ο οικείος χώρος μιας αυθόρμητης γλωσσικής συμπεριφοράς, τότε θα πρέπει να ένιωθε τα ίδια του τα γλωσσικά χαρακτηριστικά, που τα αντλούσε μ' έναν αυτοσχέδιο τρόπο από γύρω του και μ' έναν περισσότερο σχολαστικό τρόπο απ' τον 'Ομηρο και τον Πίνδαρο, θα πρέπει λέω να τα ένιωθε σας κατασκευές και γρίφους μάλλον, που επιβεβαίωναν την ελληνική παιδεία και την προσήλωσή του στις αρχαιοπρεπείς αντιλήψεις του Φώσκολου, παρά σαν το περιεχόμενο μιας ζωντανής εντύπωσης, μιας απτής παρουσίας, μιας σχέσης. Υπάρχει κάποιου είδους απόσταση ανάμεσα στον Κάλβο και στο έργο του -και πάλι ο Σεφέρης παρατήρησε ότι το αίσθημα αυτού του ποιητή βρίσκεται "πίσω απ' τις λέξεις, έξω απ' το υλικό του". Οι λέξεις του Κάλβου μοιάζουν με μια αμιγή γλωσσική ύλη, το περιεχόμενό τους είναι, για το σημερινό αναγνώστη, ένας άδειος χώρος δίχως συναίσθημα. Ακούγονται βέβαια όλοι εκείνοι οι διθύραμβοι, οι ωδίνες, οι τυμπανοκρουσίες, οι απόηχοι της εθνεγερσίας, μόνο που έχουν πάψει πια να ακούγονται φυσιολογικά - σε μια πρώτη επαφή, οι αρχαίοι λυρικοί φτάνουν στ' αυτί μας πολύ πιο ζωντανοί. Κι όμως υπάρχει, για τον αναγνώστη, κάτι που δυναμώνει τις λέξεις του Κάλβου στ' αυτιά του: παρ' ότι δεν νιώθεις καμιά πραγματική θύελλα, κανένα πέρασμα ανέμου, ακούς ήδη τον πάταγο των πανιών, τα παραθυρόφυλλα που ανοιγοκλείνουν, μια ηχώ απ' τα πνεύματα του δάσους που φτερουγίζουν σαν νυχτερίδες:

Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν.
κτυπά με βίαν. ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα
(ΙΙΙ, δ΄)

- αυτό το "κατασχισμένα", που ενοχλούσε τον Σεφέρη ως ακυριολεξία, μοιάζει εντούτοις με ό,τι πιο χαρακτηριστικό διαθέτει ο Κάλβος: όλ' αυτά τα στοιχεία και τα στοιχειά λυσσομανάνε σ' έναν άναρθρο κόσμο, σ' ένα σύμπαν φτιαγμένο από χαρτί όπως τα σκηνικά. Μέσα σε μια απατηλή Φύση, μια Φύση-ομοίωμα, ο άνεμος έρχεται και ξανάρχεται σαν έμμονη ιδέα:

Πρόσεχε τώρα. ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται.
άκουε των πλεόντων
τα έια μάλα
(Χ, κε΄)

-και:

Κινεί την νήσον. Χίλια
πολέμου χάλκεα όργανα
βροντούν. εις τον αέρα
των ξίφων μύριαι γλώσσαι
λάμπουν, κλονούνται
(ΧΙΙ, ιη΄)

-και:

Από τας πρύμνας χύνεται
γεμίζων τον αέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
και μέσα από τον θόρυβον
ψάλματα εκβαίνουν
(ΧΙΙΙ, ιε΄)

-ή:

Φυσάει σφοδρός ο άνεμος
και το δάσος κυμαίνεται
της Σελλαιΐδος. φθάνουσι
μακράν εδώ, όπου κάθομαι,
μουσικά μέτρα
(XV, α΄)

-αυτό είναι το γλωσσικό αίσθημα του Κάλβου: η Λέξη εδώ είναι υποβλητική ακριβώς με το να μην αφήνει καμία γεύση ζωής, είναι μια λέξη κενή, ή μάλλον υπνωτισμένη. Τέτοια ήταν ίσως η ασυνείδητη πρόθεση του Κάλβου: η γλώσσα, στις Ωδές, χρησιμεύει στη σκηνοθεσία ενός κόσμου κατοικημένου όχι από ανθρώπους αλλά από αερικά και δυνάμεις της φύσης που σκοπός τους είναι αδιάκοπα να μεταφέρουν οιωνούς και μηνύματα προς το πουθενά. ο ίδιος ο Κάλβος βρίσκεται διαρκώς στο κέντρο μιας λογοτεχνικής μοναξιάς: αυτό ο μακρινός ίλιγγος, αυτή η ζάλη των μουσικών μέτρων, που επέλεξε σαν υλικό, τον εμποδίζει να συλλάβει (να εκφράσει) εκείνο το πολυπόθητο προσωπικό νόημα, εκείνο το συναίσθημα που όλο πλησιάζει και ποτέ δεν φτάνει. Μπορούμε να πούμε ότι ο Κάλβος, σύμφωνα με τη ρομαντική συνταγή, μεταχειρίζεται, κατ' αρχάς, το περιεχόμενο μιας ενόρασης, ενός βλέμματος προφητικού: η φύση εδώ είναι πάντα ένα πεδίο υπερφυσικής επικοινωνίας. 'Υστερα όλη τούτη η πανδαισία αποτεφρώνεται μέσα στο εργαστήριο ενός νεοκλασικιστή, για τον οποίο το ποίημα είναι ένα κιονόκρανο. Πού βρίσκεται τελικά η Φύση; Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι ήταν στ' αλήθεια η φύση για τον ίδιο τον Κάλβο.
Τι ένιωθε ο Κάλβος; Τι ένιωθε, ας πούμε, για τις γυναίκες, για τους φίλους, για τα ταξίδια και τα όνειρα; 'Ηταν ευερέθιστος, απόμακρος αλλά και παρορμητικός, υποφέροντας σίγουρα απ' το πλήγμα μιας χαμένης οικογένειας, γεμάτος υπεροψία αλλά και ικανός να κλάψει για τη δυστυχία των άλλων, νοσταλγός αλλά και φυγάς, ένας άνθρωπος που η αυστηρότητά του υπήρξε η αυλαία ενός δράματος, ο όρμος κάποιας εσωτερικής τρικυμίας. Είναι εντυπωσιακό το ότι όλος αυτός ο αναβρασμός αποτυπώθηκε αποκλειστικά σ' ένα πατριωτικό έργο, σε μια ποίηση που ξετυλιγόταν πάνω από ερειπωμένες πόλεις και ναυάγια, πάνω από εξεγερμένα πλήθη και τείχη που γκρεμίζονται απ' τις σάλπιγγες. Παρ' όλο που αυτές οι φαντασίες παρουσιάζονται, φαινομενικά, σαν μια ισχυρή συναισθηματική φόρτιση, ο Κάλβος δεν ακούει ποτέ (δεν εκφράζει) την ανθρώπινη παρουσία που βασανίζεται σ' αυτό το εχέμυθο Εσωτερικό: το μέσα έχει γίνει, αποκλειστικά, ο απαράβατος χώρος της φλογερής ανταπόκρισης στα ιδανικά του πατριώτη: ούτε έρωτας, ούτε ζωή, μόνο το πάθος της Ιδέας. Στα κενά διαστήματα του ύψους, σ' αυτή τη διαρκή ιδεαλιστική επιθυμία για τις ερήμους του χρόνου και τους απότομους γκρεμούς, απ' όπου έρχεται ο αχός του πολέμου, δεν ακούγεται τελικά τίποτα: ο Κάλβος είναι νεκρός μέσα στις ίδιες τις ωδές του. Αυτό εννοούσε ο Σεφέρης όταν έλεγε ότι "κατά βάθος είναι αμίλητος". Ο Κάλβος έγραψε, τρόπον τινά, συλλαμβάνοντας νοήματα έξω απ' τις αληθινές αισθήσεις. γι' αυτόν το νόημα είναι μόνο το χνάρι που αφήνει, δηλαδή οι λέξεις: δεν υπάρχει πίσω απ' τις ωδές καμιά πραγματική σωματική παρουσία του ανθρώπου που τις έγραψε (στην οποία θα οφείλαμε εκείνη την ευχαρίστηση που πηγάζει απ' τη ροή του κειμένου προς τη συνείδηση του αναγνώστη), η αγάπη του γι' αυτές τις αρχαιοπρεπείς φράσεις ήταν η αγάπη που νιώθουν οι ναυτικοί για τα φαντάσματα των πνιγμένων.
Τι απομένει λοιπόν απ' αυτό το έργο; Μένουν μονάχα κάποιες ρωγμές, κάποιοι απότομοι τριγμοί ενός κόσμου που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να τιναχτεί μέσα απ' τις στάχτες, χωρίς αυτό να συμβαίνει ποτέ. Κάθε ωδή είναι το σχεδιάγραμμα μιας επίκλησης, μια προφητεία που δεν επαληθεύτηκε. 'Ισως από κει προέρχεται η παρόρμηση που σου προκαλούν αυτά τα ποιήματα να τ' αποστηθίσεις, να τα επαναλάβεις μέχρι να νιώσεις το κέντρο, την "ψύχα" του μυστικού τους. Στέκονται μπροστά σου μ' έναν απόλυτο τρόπο, συμπαγή, άνισα και απόρθητα, κλειστά σ' οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία απ' την ιστορική και φιλολογική: κάθε προσπάθεια να πλησιάσεις τον Κάλβο μέσα απ' το βάθος του κειμένου σκοντάφτει σε κάτι το μυστικοπαθές και τελικά απρόσιτο, βρίσκεσαι πάντα μπροστά σε μια διάρθρωση όχι σε μια ουσία, συναντάς διαρκώς την αντανάκλαση των ιδεών, ποτέ το ίδιο τους το συναίσθημα. "Αμίλητος" είναι ο Κάλβος, με την έννοια ότι η ζωή των ποιημάτων του συρρικνώνεται μέχρι το έπακρο, αφήνοντας στη θέση της έναν υπέρκομψο σκελετό από λέξεις (και τι πείσμα! Τι έμμονη ιδέα σ' αυτό το μετρικό σύστημα!). Δεν υπάρχει ωστόσο τίποτα σε τούτες τις λέξεις σχετικό με την αλήθεια εκείνου που τις γράφει: ό,τι τις διαποτίζει είναι μόνον το όνομα του συναισθήματος, η υπερβολική χειρονομία που το υποδεικνύει, ποτέ το ίδιο σαν μια ποιητική αλήθεια.
'Ετσι τα ποιήματα μένουν μόνα τους: δεν αποτελούν το ηχείο του Κάλβου παρά μόνον της παραδοξότητάς του: είναι η απόληξη μιας εργασίας (τυραννικής; ευχάριστης; ) που συντελέστηκε επίμονα στο σκοτάδι και στο όνομα κάποιου καθήκοντος. Αυτή εδώ η στροφή (XV, ια΄) τι σας λέει;

Των ποταμών πλατέα
νερά, βαθέα λαγγάδια,
έρημα μονοπάτια,
δάση, βουνά, χωράφια,
φεύγουν οπίσω

-μάλλον τίποτα! 'Ισως βέβαια η Φύση να είναι μια έκταση, μια παρήχηση του άλφα, μια χασμωδία που απλώνεται, με δυο λόγια, μια ευρυχωρία: όμως πού βρίσκεται αυτός που βλέπει; Δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτόν. είναι κάποιος που ρίχνει, απλούστατα, το βλέμμα πάνω στην απεραντοσύνη, όχι κάποιος που ήρθε εκεί για να αναπνεύσει. Η φωνή δονείται σε όλη τη γκάμα, από τον ψίθυρο μέχρι τις μεταφυσικές εξάρσεις, όμως σε ποιον ανήκει αυτή η φωνή; Ακόμα κι όταν παρουσιάζεται επιτέλους το υποκείμενο της ομιλίας, δεν είναι παρά ένα φάντασμα:

Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος
(ΙΙΙ, α΄)

-"τον ναόν, των πρώτων Χριστιανών, παλαιότατον κτίριον...". Είναι εκπληκτικό το πόσο καθαρά ακούγεται ήδη, εδώ, η παράξενη αδεξιότητα των αποκηρυγμένων του Καβάφη, οι ασυνάρτητες δονήσεις των αιώνων μέσα στην πέτρα, που αποκτούν σιγά σιγά μιαν απόχρωση υπερευαίσθητης μνήμης. Αυτό είναι ο Κάλβος: παλαιότατον κτίριον, θόλοι κάτω απ' τους οποίους αντηχεί η φωνή ενός νεκρού ευπατρίδη. Κι ωστόσο, αντίθετα απ' ό,τι στον Καβάφη, το συναίσθημα εδώ είναι μόνο μια δήλωση, ποτέ μια ενέργεια. Είναι σαν ο ίδιος ο Κάλβος να διάλεξε μια ποιητική φόρμα τόσο άκαμπτη και αποστεωμένη ώστε να απορροφήσει την αληθινή ουσία της ποίησης, τη μουσική της, το βάρος της, τη σαρκική της υπόσταση - σαν αυτά τα πράγματα να ήταν αντίθετα προς την καθαρότητα της Μεγάλης Ιδέας.
'Ο,τι κι αν ένιωθε ο ίδιος, όποιο κι αν ήταν το μέτρο της αγαλλίασης ή του πόνου που του προκαλούσαν οι διακυμάνσεις της Ελληνικής υπόθεσης, ο κόσμος, στον Κάλβο, ηχεί σαν κάτι το κούφιο που σε καλεί να το γεμίσεις βάζοντας τη δική σου ύπαρξη στο πηδάλιο αυτής της δίχως υποκείμενο ρητορείας. Σκέφτομαι ότι ίσως αυτή είναι η απάντηση στο γιατί μου άρεσε κάποτε τόσο πολύ ν αποστηθίζω τον Κάλβο. Πράγμα που δεν είναι εύκολο, άλλωστε, γιατί, μπορεί αυτά τα ποιήματα να θεωρούνται ολοκληρωμένα (γεγονός που αναφέρεται συχνά σε αντιπαράθεση με την αποσπασματικότητα του Σολωμού), όμως ο ειρμός τους είναι διακεκομμένος, επαναλαμβανόμενος, δίχως αίσθηση διάρκειας. Υπάρχει συχνά στις στροφές των ωδών η εντύπωση ότι το κάθε τι είναι απομονωμένο και αυθύπαρκτο, μια στιγμιαία κινητικότητα σημασιών που δεν απλώνονται προς καμιά κατεύθυνση, ούτε προς την εξέλιξη ούτε προς τη συνοχή, αφού, εξαιτίας του τρόπου που συντάσσονται, εμφανίζονται λες και υπάρχουν η κάθε μια από μόνη της, με αποκλειστικό στόχο να δημιουργούν ένα νόημα τόσο υπερβολικά φορτισμένο ώστε να θρυμματίζεται. Η στροφή είναι αποκομμένη απ' το υπόλοιπο ποίημα, περιχαρακωμένη από ένα κενό, από ένα δακτύλιο σιωπής, κι έτσι, κατά κάποιο τρόπο, υψώνεται κάθετα πάνω στο τυπωμένο χαρτί, περικλείοντας μια μικρή κοσμογονία χωρίς επικοινωνία με το γύρω χώρο (το χώρο της συνείδησης του αναγνώστη): η κάθε στροφή εγκαθιδρύει ένα είδος κλειστής φύσης, ερμητικής και νεκρής, μια μικρή έκρηξη λέξεων που δεν επηρεάζει τίποτα και κανέναν. Το ενδιαφέρον μιας τέτοιας ποίησης έγκειται ίσως στο ότι ακούμε περισσότερο τον αντίλαλό της παρά την ίδια, μια και η ίδια δεν έχει τίποτα να μας πει έξω απ' αυτό που δείχνει:

Δάσος βοάει τοιούτως,
οπότε από τα σύγνεφα
σκληρώς το δέρνει ο άνεμος.
ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν
εις τον αέρα
(ΧV, κβ΄)

-σαν το χαϊκού, μια τέτοια στροφή λέει: εκεί συμβαίνει αυτό, εδώ συμβαίνει τούτο. τίποτα περισσότερο. Δεν υπάρχει συμπέρασμα (στον Καβάφη, ας πούμε, υπάρχει πάντα ένα συμπέρασμα, ένα γεροντικό επιμύθιο, ένα ρεφραίν). Αυτή η έλλειψη "προέκτασης" δημιουργεί μια άνωση που φέρνει τη γλώσσα του κειμένου στην επιφάνεια, ενώ το νόημα μένει στο βυθό σαν κάτι που δεν μας αφορά άμεσα: η γλώσσα υπάρχει ως γλώσσα καθεαυτή. Ιδού η γοητεία του Κάλβου και μαζί το παράδοξο αυτής της γοητείας: ο Κάλβος δεν υπάρχει στ' αλήθεια, όπως δεν υπάρχει και το πορτραίτο του. είναι μόνο σκιά, μόνο γλώσσα, και μάλιστα σε μια μορφή ταυτόχρονα καθαρή και αντιφατική. Η ηδονή που κρύβεται στην πειθαρχία του να διαβάζεις τέτοια παλιομοδίτικα ποιήματα, σε προκαλεί σαν μια διαστροφή λίγο πολύ ακαταμάχητη. Γιατί δεν μπορεί να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τον Κάλβο, νιώθοντας ότι η λογοτεχνική του φυσιογνωμία συγκεντρώνεται σ' εκείνο τον τελευταίο στίχο κάθε στροφής, σ' εκείνη τη μετρική παρέκκλιση που αιωρείται στο κενό για να δηλώσει τα πάντα χωρίς να λέει τίποτα. Το μετρικό σύστημα του Κάλβου είναι το ιδεώδες για να περιγράψεις την απουσία, την ερημιά:

Βαθυά εις τον άμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιών και ανθρώπων.
όμως πού είναι οι άνθρωποι,
πού τα παιδία;

Φρικτόν θλιβερόν θέαμα
τριγύρω μου εξανοίγω.
ποίων είναι τα σώματα
'που πλέουσ' εις το κύμα;
ποίων τα κεφάλια;
(ΧΙΙΙ, ζ΄-η΄)

Επομένως, διαβάζω τον Κάλβο σημαίνει δέχομαι να διαβάσω χωρίς να περιμένω τίποτα, και τότε ίσως βρεθώ στο κέντρο μιας έλξης που τόσο ισχυρότερη θα είναι όσο λιγότερο θα μπορώ να την εξηγήσω. 'Ισως αυτή να είναι η έλξη του θανάτου, η συγκίνηση που νιώθουμε αντικρίζοντας τα ερείπια ενός αρχαίου θεάτρου. Τούτη η μεταφορά υποβάλλει επιτέλους τον ορισμό του Κάλβου: ο Κάλβος είναι θέατρο δίχως ηθοποιούς. σκόρπια φύλλα και πατημασιές που αφήνει ο ταξιδιώτης πάνω στην άμμο για να τα σβήσει το κύμα και ο αέρας. Νιώθει κανείς μια ανατριχίλα, κάποιο δέος, περπατώντας μέσα στις στοές των άδειων ήχων, πάνω από πηγάδια και μικρές αβύσσους, όπου το κάθε τι, που ήταν ζωή, έχει τώρα μετατραπεί σε σταλαγμίτες και σταλακτίτες.
Να το πω αλλιώς; Ο Κάλβος υπήρξε ο ποιητής που μετέδωσε, άθελά του, ένα είδος γαλήνης του (γλωσσικού) κενού, την ηρεμία που νιώθει συχνά κανείς μπροστά στη θέα ενός νεκρού: τον διαβάζουμε ίσως γιατί υπάρχει σ' αυτόν κάτι το "ψεύτικο" και τετελεσμένο, σαν η Ιστορία να είναι μόνο ο ήχος της αληθινής ζωής όχι η ίδια, μια υποθετική ζωή που διαδραματίζεται πέρα απ' τα σύννεφα και τον ορίζοντα. Παρ' ότι πίστευε τόσο πολύ σε μια συναισθηματική υπόθεση, την περιέγραψε μόνο σαν να ήταν το ιδεαλιστικό της περίγραμμα: δεν μπορούσε να πετύχει τη γλυκύτητα του Σολωμού κι έτσι δεν έψαξε για το νόημα μιας μουσικής που να γεννιέται απ' το μηδέν: υπήρξαν κριτικοί που υποστήριξαν ότι το χαρακτηριστικό της παρουσίας του Κάλβου στη λογοτεχνία είναι η άγονη γραμμή, το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατό να δοθεί κάποια συνέχεια σ' αυτό το έργο -αντίθετα απ' ό,τι συνέβη με τον Σολωμό, για παράδειγμα, που υπήρξε ο μοχλός κάθε πιθανής συνέχειας, ο κρίκος ανάμεσα στο δημοτικό τραγούδι και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Νομίζω, χωρίς να είμαι βέβαιος, ότι το ρήγμα, αυτή η περιχαράκωση του Κάλβου, είναι η πηγή της γοητείας που ασκούν πάνω μας τα ελληνικά του: τον διαβάζουμε γιατί είναι εγγαστρίμυθος, δηλαδή κάτοχος κάποιου μυστικού, του οποίου δεν μπορούμε ν' αγγίξουμε παρά μόνον το απολίθωμα.
Οι Ωδές δημιουργούν κάποια μεταφυσική δύναμη, μια εντύπωση αόρατου βηματισμού σε χώρους όπου δεν πάτησε άνθρωπος. Συμβαίνει στα όνειρα ν' ακούσει κανείς ένα τραγούδι γραμμένο σε άγνωστη γλώσσα, που όμως (γιατί έτσι συμβαίνει στα όνειρα), το καταλαβαίνει. Αυτό το μήνυμα, οικείο και ταυτόχρονα ακατάληπτο, προκαλεί ένα ρίγος. Τέτοιο είναι το ρίγος που προκαλεί και ο Κάλβος. Τουλάχιστο σ' εμένα.

"Το Δέντρο", τεύχος 67-68, Απρίλιος-Μάιος 1992

Πηγή

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Οδυσσέας Ελύτης: Η πορεία προς το μέτωπο


Ο γενειοφόρος ανθυπολοχαγός του '40 Οδυσσέας Ελύτης

Διαβάζει ο Μάνος Κατράκης:




Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ΄χαν λευκάνει
απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουλγάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι - πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε
ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ' τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.


ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Βασίλης Πανδής: Ψηλαφώντας ονειρώξεις


Στερεύουν οι ώρες
Στενεύουν οι τόποι

Ξανθαίνει ο πειρασμός,
ακέραιος ακέρατος ακήρατος,
καθώς ποδοπατούνται οι μέρες·
οι νύχτες σαπφειραίνουν
με των εραστών τα χάδια

Πόσες ελπίδες έφερεν η αυγή
και πόσες έτσι σκιάστηκαν

Ο Ιούλιος μαραγκιάζει
στις φωτογραφίες
με την αρχαία του
πλάτη

Οι σειρήνες γυρεύουν
το τιμόνι
το στημόνι
τη μόνη διαφυγή

Όλες οι γυναίκες πέφτουν
ζητώντας τ' αδράχτι
της μνημοσύνης,
με τσεκούρι κρυφό
κάτω απ' τον ώμο

Κανένας ουρανός
για τον ηττημένο και την αυταπάτη του,
που δεν θα πάρει σάρκα

Καμία γη
για την αγνεία
που δεν θα πάρει η σάρκα

το θείο σκουλήκι με τη λατρεία του
η Ποίηση με τις προφητείες και τις σοφιστείες

Ασπρόμαυρος υπνόσακος·
ασπρόμαυρη ανία·
την καταλαμβάνω,
ψιθυρίζοντας
ξένες γλώσσες·
στα μέτρα των αντιφάσεων·

με το γδύμα
το καινούργιο σώμα

Τι Σιρόκος τι Γαρμπής
Τι Λίβας τι Λεβάντες

Όλες οι γυναίκες πέφτουν
και κρατάν στα σκέλια
τα λουλούδι' αμύριστα,
ίδιες οι διεκδικήσεις της Μεσογείου

Πυκνώνει το αίμα,
όταν εξαντλείται να γυρνά και να γυρνά
και να γυρνά
αδιάκοπα στις ίδιες φλέβες

Αδειάζει από αίμα
η φωνή
γίνεται κίνδυνος·
κίνδυνος, τ' αψηλά πατώματα·
κίβδηλος κίνδυνος, τα λιοπύρια,
και κυνήγι

Στενεύουν οι ώρες
Στερεύουν οι τόποι



Δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού "ανθρώπινο"

Μίλτος Σαχτούρης: Το καφενείο



Καθόμουνα στο καφενείο και κοίταζα
                                            από τη βιτρίνα
μια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε
να κρύψει ένα τηλέφωνο μέσα στο στόμα της
το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε
                                            με καταδιώκει
πέταξε γύρω γύρω μου τρεις φορές
ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου
και μου φώναξε:
—Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε,
                                            θα σε σκοτώσω!
εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω
για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε
                                            με τις καλογριές

ήταν όλα τόσο άσχημα, φριχτά
που άρχισα να γελάω
να γελάω
να γελάω

είδα και τον εαυτό μου να περνάει
                                            έξω από τη βιτρίνα

ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

C.K. Williams: Butchers




1

Thank goodness we were able to wipe the Neanderthals out, beastly things,
from our mountains, our tundra—that way we had all the meat we might need.

Thus the butcher can display under our very eyes his hands on the block,
and never refer to the rooms hidden behind where dissections are effected,

where flesh is reduced to its shivering atoms and remade for our delectation
as cubes, cylinders, barely material puddles of admixtured horror and blood.

Rembrandt knew of all this—isn’t his flayed beef carcass really a caveman?
It’s Christ also, of course, but much more a troglodyte such as we no longer are.

Vanished those species—begone!—those tribes, those peoples, those nations—
Myrmidon, Ottoman, Olmec, Huron, and Kush: gone, gone, and goodbye.

2

But back to the chamber of torture, to Rembrandt, who was telling us surely
that hoisted with such cables and hung from such hooks we too would reveal

within us intricate layerings of color and pain: alive the brush is with pain,
aglow with the cruelties of crimson, the cooled, oblivious ivory of our innards.

Fling out the hooves of your hands! Open your breast, pluck out like an Aztec
your heart howling its Cro-Magnon cries that compel to battles of riddance!

Our own planet at last, where purged of wilderness, homesickness, prowling,
we’re no longer compelled to devour our enemies’ brains, thanks to our butcher,

who inhabits this palace, this senate, this sentried, barbed-wire enclosure
where dare enter none but subservient breeze; bent, broken blossom; dry rain.


Source: Poetry (April 2011)

C.K. Williams: I Hate



I hate how this unsummoned sigh-sound, sob-sound,
not sound really, feeling, sigh-feeling, sob-feeling,
keeps rising in me, rasping in me, not in its old disguise
as nostalgia, sweet crazed call of the blackbird;

not as remembrance, grief for so many gone,
nor either that other tangle of recall, regret  
for unredeemed wrongs, errors, omissions,
petrified roots too deep to ever excise;

a mingling rather, a melding, inextricable mesh  
of delight in astonishing being, of being in being,
with a fear of and fear for I can barely think what,
not non-existence, of self, loved ones, love;

not even war, fuck war, sighing for war,
sobbing for war, for no war, peace, surcease;
more than all that, some ground-sound, ground-note,  
sown in us now, that swells in us, all of us,  

echo of love we had, have, for world, for our world,
on which we seem finally mere swarm, mere deluge,
mere matter self-altered to tumult, to noise,
cacophonous blitz of destruction, despoilment,

din from which every emotion henceforth emerges,
and into which falters, slides, sinks, and subsides:
sigh-sound of lament, of remorse; sob-sound of rue,  
of, still, always, ever sadder and sadder sad joy.


Source: Poetry (January 2009)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Παντελής Μπουκάλας: «Κράτιστον φάρμακον ο λόγος»



Για την ωφέλιμη τέχνη της αλυπίας και τον εισηγητή της, τον Αντιφώντα, λέγαμε εδώ την περασμένη Κυριακή. Και ιδού η λέξη αλυπία παρούσα και μετά Χριστόν, όπως και η λύπη άλλωστε. Στο διήγημα «Τα μαύρα κούτσουρα» ο Αλ. Παπαδιαμάντης αποκαλεί «αλυπιακόν» το «μοσχάτον» κρασί που «περιτέχνως κατεσκεύαζε» ο ιερομόναχος Αλύπιος ή παπα-Αλύπας στο κοινόβιο του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο. Το κρασί αυτό, γράφει ο Παπαδιαμάντης, «ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν’ ανακουφίζει τας λύπας, τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου». Συμφωνεί έτσι ο Σκιαθίτης με τον Ευριπίδη, τον Θέογνη και πολλούς άλλους ποιητές, αρχαίους και νεότερους, για τις παυσίλυπες ιδιότητες του οίνου.

Αν από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό περί θανάτου και αλυπίας η μετάβαση στη λατινική σκέψη υπήρξε ομαλή, δεν συνέβη το ίδιο με τον χριστιανικό κόσμο. Εχουμε να κάνουμε με δύο αντιλήψεις ασύμπτωτες, αφού καθεμία οργανώνει τον παραμυθητικό λόγο της ανάλογα με το αν πιστεύει στη φυσικότητα του θανάτου ή την αρνείται. Για τους αρχαίους Ελληνες ο θάνατος είναι μέρος της φυσικότητας του φαινομένου της ζωής, γι’ αυτό και ο Επίκουρος παραινεί: «Να συνηθίσεις την πίστη ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, επειδή κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ο δε θάνατος αποτελεί ακριβώς τη στέρηση της αίσθησης». Δεν πρόκειται για υπεροπτικό λογοπαίγνιο μα για βαθιά πίστη που αποκρυσταλλώνεται σε καρτερικότητα.

Τα εντελώς αντίθετα πρεσβεύει ο Γρ. Νύσσης, ο μικρότερος αδερφός του Μεγ. Βασιλείου, γερός γνώστης της θύραθεν παιδείας, φιλοσοφικότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας, «πατέρας των πατέρων». Τις σχετικές ιδέες του τις βρίσκουμε συγκεντρωμένες στον τόμο που περιέχει «Λόγους για τον θάνατο και το πένθος παρηγορητικούς», μεταφρασμένους από τον Ι. Γρ. Πλεξίδα (Ζήτρος, 2004), και στο έργο του «Περί ψυχής και αναστάσεως», σχεδιασμένο με μορφή πλατωνικού διαλόγου· άλλωστε η σχέση του με τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς είναι ευδιάκριτη, λ.χ. στα επιχειρήματά του υπέρ της αθανασίας της ψυχής. Για τον Γρηγόριο ο θάνατος είναι δυσλειτουργία της φύσης και ανωμαλία της. Με την πίστη ότι «Θεός γαρ θάνατον ου εποίησεν», προχωρεί στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι ευεργεσία, διότι έτσι ανακόπτεται η αμαρτία· αλλά η άποψη αυτή ελέγχεται απολύτως αναντίστοιχη με την πείνα του ανθρώπου για ζωή, γι’ αυτό το σολωμικό «μέγα καλό και πρώτο», ένα δώρο-άπαξ.

Μακεδόνιος Ύπατος: [Ει βίον εν μερόπεσσι Τύχης παίζουσιν εταίραι...]


Παλατινή Ανθολογία, Ι΄ 70

Ει βίον εν μερόπεσσι Τύχης παίζουσιν εταίραι
Ελπίδες αμβολάδην πάντα χαριζόμεναι,
παίζομαι, ει βροτός ειμι· βροτός δ’ ευ οίδα και αυτός
θνητός εών· δολιχαίς δ’ ελπίσι παιζόμενος
αυτός εκοντί γέγηθα πλανώμενος ουδέ γενοίμην
ες κρίσιν ημετέρην πικρός Αριστοτέλης.
Την γαρ Ανακρείοντος ενί πραπίδεσσι φυλάσσω
παρφασίην, ότι δει φροντίδα μη κατέχειν.


***


Αν οι συντρόφισσες της Τύχης, οι Ελπίδες, εμπαίζουν των ανθρώπων τη ζωή,
χαρίζοντας με αναβολή τα πάντα,
παιχνίδι τους κι εγώ, αν είμαι άνθρωπος·
και καλά το ξέρω βέβαια, άνθρωπος είμαι, όντας θνητός.
Αφού λοιπόν ελπίδες μακρινές με εμπαίζουν,
αυτοθέλητα την εξαπάτησή μου απολαμβάνω.
Και μακάρι, ποτέ μου να μη γίνω ξινός Αριστοτέλης.
Κρατάω στο νου μου του Ανακρέοντα την προτροπή:
για τίποτε δεν πρέπει να μας νοιάζει.


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Παντελής Μπουκάλας



Πηγή

Παντελής Μπουκάλας: Τα αθλήματα και τα ποιήματα



Μέρες που είναι, ολυμπιακές, με το Ρίο να προσπαθεί να ανταποκριθεί σε ένα εγχείρημα που το ξεπερνάει και απειλεί να το τσακίσει –όπως τσάκισαν δα και την Αθήνα, την Ελλάδα όλη, οι Ολυμπιακοί του 2004–, δεν περιττεύει να ξαναθυμηθούμε πτυχές του αρχαίου ποιητικού σχολιασμού για τον αθλητικό κόσμο. Να θυμηθούμε δηλαδή ότι με τους Αγώνες και τους αθλητές δεν ασχολήθηκε μόνο ο Πίνδαρος. Ασχολήθηκε, περιστασιακά έστω, εξαιτίας πάντως της γενικότερης αντίληψής του για τα ανθρώπινα, και ο Ευριπίδης. Και με πνεύμα εντελώς διαφορετικό από το δοξαστικό του Θηβαίου ποιητή.

Ο Αθηναίος τραγικός ελέγχει, ψέγει, επικρίνει έναν κόσμο πλασμένο από την υπερβολή. Παραλαμβάνει έτσι τη σκυτάλη του αντιρρητικού λόγου και του έμμετρου ψόγου από έναν φιλόσοφο τις ιδέες του οποίου εκτιμούσε ιδιαίτερα· τον ριζοσπαστικά ορθολογιστή Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο. Ενας από τους πρώτους στοχαστές με μονοθεϊστική αντίληψη ο προσωκρατικός διανοητής, πρέσβευε πως είναι άδικο «να προκρίνεται η ρώμη και όχι η ενάρετη γνώση» και να σιτίζονται με έξοδα του Δημοσίου όσοι νικούν στο παγκράτιο ή τις αρματοδρομίες.

Η άποψη του Ευριπίδη, συνοψισμένη στον προκλητικό αφορισμό «κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα / ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένους», αναπτύχθηκε σε μια χαμένη τραγωδία του. Ο τίτλος της, «Αυτόλυκος», είναι το όνομα του πονηρού παππού του παμπόνηρου Οδυσσέα (πατέρας του οποίου, χάρη σε μια νυχτερινή πλεκτάνη του Αυτόλυκου, δεν ήταν ο αγαθός Λαέρτης αλλά ο επίσης παμπόνηρος Σίσυφος). Το σωζόμενο απόσπασμα το είχα μεταφράσει για να το εκθέσω εδώ και δώδεκα χρόνια πριν, με την «ευκαιρία» των δικών μας Ολυμπιακών· ευκαιρία κατασπατάλησης τελικά και όχι νοικοκυρέματος, όπως διατεινόταν τότε ο δημοκοπικός μύθος, τα πανάκριβα λείψανα του οποίου τα βλέπουμε ακόμα, με τη μορφή αχρηστεμένων εγκαταστάσεων, που υψώθηκαν όχι επειδή ήταν αναγκαίες ή χρήσιμες και μεταολυμπιακά, αλλά επειδή ο όγκος τους θα μπορούσε να αποκρύψει τα παίγνια με τις απευθείας αναθέσεις «λόγω του κατεπείγοντος», τις υπερτιμολογήσεις κτλ. Ευριπίδης λοιπόν, εις ανάμνηση, ή μάλλον προς υπόμνηση:

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Peter Orlovsky's letter to Αllen Ginsberg



[New York]
April 22, 58

Dear Allen: 
          . . . Hi Allen – hay-ho doll – come on over and blow me you sexy ass of yours under the sheets that I feel all the time – right there between my hands – I miss the shoe shine you'd give my cock! – God – you know I've layd nobody since we last made it together – God for all I know my cock may be getting rusty like a dusty kings crown in dewy dungen – I'm sick of all this crying – the world is never going to end all this sadness – I'm going to marry good woman & grow my own love army . . .



Αllen Ginsberg's letter to Peter Orlovsky



I have been running around with mad mean poets & world-eaters here & was longing for kind words from heaven which you wrote, came as fresh as a summer breeze & “when I think on thee dear friend / all loses are restored & sorrows end,” came over & over in my mind — it’s the end of a Shakespeare Sonnet — he must have been happy in love too. I had never realized that before. . . .

Write me soon baby, I’ll write you big long poem I feel as if you were god that I pray to –

Love,

Allen


Πηγή


Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Γιώργος Σεφέρης: Λιμερίκια (επιλογή)




1.

Ήταν ένα πέος στη Δήλο
που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·
όταν τό ειδε φώναξε: «Ω!
αν βρισκόταν εδώ,
με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο.»

1939



5.

Ήτανε μια Κυρία στο «Βρυντίριον»
που έλεγε σε μια φίλη της: «Μυστήριον
τί έχει πάθει αυτός ο Κύριος
κι έχει δέσει ο αλιτήριος
στα σκέλη του τοιούτον μολυντήριον.»



9.

Ήτανε μια κοπέλα στη Ναμπούλα
που ’χε κρεμάσει στο μουνί της μιαν αμπούλα
και διαλάλα: «Κρύο μπούζι
το πουλάω το καρπούζι,
το πουλάω το καρπούζι με τη βούλα!»

10. 1941



12.

Ήτανε μια κερά στο Μογκαντίσου
που είπε στον άντρα της: «Μαλάκα, ντύσου.
Α δε βρεις κανένα χάπι,
σύρε βρες ένα χασάπη
και πες του να σ’ την κόψει την ψωλή σου.»

10. 1941



13.

Ήτανε μια κερά στη Ζανζιμπάρη
κι ήταν μεγάλο το μουνί της σαν αμπάρι·
σαν εφίλευε κανεί
έλεγε: «Είναι τάχα κει;
έχει φύγει; —Δεν τους παίρνω πια χαμπάρι.»

10. 1941



17.

Ήτανε μια κοπέλα στην Άντρο
κι έπεσε στο μουνί της ένα χάντρο.
Σαν την έπιαναν οίστροι,
ζήταε πούτσο μ’ αγκίστρι
για να βγάλει το χάντρο απ’ τ’ άντρο.

29. 8. 1940



18.

Ήταν ένα παιδόπουλο στο Αίγιο,
κι ένας Λόρδος περνώντας του λέγει: «Ω!
Αν μ’ αφήσεις πριν φύγω,
να σ’ τον κάτσω για λίγο,
θα σε στείλω μετά στο κολέγιο.»



19.

Είδαμε κι ένα[ν] νέο απ’ τη[ν] Καμπάλα
που ανέμιζε το … [=πέος του] σαν πάλα.
Μια Κάφουρα που είχε λόξα,
όταν είδε αυτή τη δόξα
έκραξε: «Είμαι η φοράδα σου. Καβάλα!


Γιώργος Σεφέρης: «An english great erotic poem»



I think I’d rather like
to be the saddle of the bike.
JOHN BETJEMAN

Δηλαδή:

Αχ! τι γλυκά θα μίλαγά του
αν ήμουν η σέλα του ποδηλάτου.


ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ

Γιώργος Σεφέρης: [Στο φως του λύχνου σ’ έγδυσα...]



3.

Στο φως του λύχνου σ’ έγδυσα, στο χάραμα είχες χύσει
και στο καταμεσήμερο κέρατα μου ’χες στήσει.


ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ

Γιώργος Σεφέρης: [Ζεστάθη το φουστάνι σου στ’ όμορφο καλοκαίρι...]



1.

Ζεστάθη το φουστάνι σου στ’ όμορφο καλοκαίρι.
Βγάλ’ το και δώσ’ μου το λαγό για να χαρεί μαχαίρι.
—Σαν πύρωσα, σα φούντωσα, πέταξα το φουστάνι.
Πιάσ’ το λαγό μου και θα δεις την κάμα πώς δαγκάνει.


ΤΑ ΕΝΤΕΨΙΖΙΚΑ 

Naomi Shihab Nye: Late August Hours before the Year 2000



Spun silk of mercy,
long-limbed afternoon,
sun urging purple blossoms from baked stems.
What better blessing than to move without hurry
under trees?
Lugging a bucket to the rose that became a twining
house by now, roof and walls of vine—
you could live inside this rose.
Pouring a slow stream around the
ancient pineapple crowned with spiky fruit,
I thought we would feel old
by the year 2000.
Walt Disney thought cars would fly.

What a drama to keep thinking the last summer
the last birthday
before the calendar turns to zeroes.
My neighbor says anything we plant
in September takes hold.
She’s lining pots of little grasses by her walk.

I want to know the root goes deep
on all that came before,
you could lay a soaker hose across
your whole life and know
there was something
under layers of packed summer earth
and dry blown grass
to moisten.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Miguel Hernández: Φως άλλο δεν γυρεύω




Φως άλλο δεν γυρεύω – του κορμιού σου θέλω μόνο:
διαφάνεια απόλυτη και διαύγεια γλαφυρή σαν θέμα·
μαρμαρυγή με σπλάχνα ποταμού που με τον χρόνο
βαθιά εμπεδώνεται και γίνεται άμετρη με το αίμα.

Ποιες ύλες στίλβουσες και ανθεκτικές σού δώσαν σχήμα,
καρδιά ορθρινή που φάσματα πρωιού έχεις ενσαρκώσει;
Τη μέρα θέλω που ’χει της ανάσας σου το κλίμα.
Μια χαραυγή είναι το αίμα σου που δεν θα μεγαλώσει.

Φως και ήλιος είναι μόνο το κορμί σου. Και λυκόφως
τ’ άλλα όλα. Εγώ δεν βλέπω τίποτ’ άλλο – μόνο εσένα.
Στο πέρασμά σου γίνονται όλα έρεβος και ζόφος.
Τα μάτια σου, άγνωρα, ποτέ δεν είν’ βασιλεμένα.

Διαφάνεια που δεν θά ’χει παρακμή. Ύψιστη ουσία
της αίγλης που ποτέ δεν στέκει σε κορφή και σε άκρη.
Και νεότητα. Μαρμαρυγή. Διαφάνεια υπερουσία
που αναζητάει άστρα απρόσιτα και στου αχανούς τα μάκρη.

Το σώμα μελαψό με φως και γόνιμη μιαν άψη.
Χορτάρι μαύρο οι απαρχές – στους κρόταφους φυτρώνει.
Τα μάτια μαύρη ρουφηξιά, το βλέμμα τά ’χει θάψει.
Γαλάζια μέρα. Νύχτιο φως. Σκιά είσαι που ζυγώνει.

Φως άλλο δεν γυρεύω απ’ της σκιάς σου τα χρυσάφια
με δαχτυλίδια σκοτεινά και χορταρένια βέρα.
Μες στο αίμα μου που σφύζει στου κορμιού σου τα εδάφια
για πάντα θά ’ναι νύχτα και για πάντα θά ’ναι μέρα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Πηγή

Franco Fortini: Παραβολή



Αν θά ’θελες να μάθεις
τί ήμουν στις μέρες της ζωής μου, τούτο
έχω για μένα να σου πω. –
Να συγκριθώ με κάτι εντελώς τυχαίο μπορώ,
με κάτι που το είδα στα χωράφια:
με το σταφύλι που βρέθηκε άγουρο νά ’ναι
στις πλούσιες του τρύγου ημέρες
και οι τρυγητές δεν τό ’κοψαν
μα τ’ άφησαν στ’ αμπέλι
να μαραγκιάζει απ’ τα μαρτύρια του χειμώνα –
ποτέ του δεν έφτασε χυμός γλυκός να γίνει
κι έμειν’ εκεί οι άνεμοι να το χτυπάνε όλοι.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Νίκος Εγγονόπουλος: Πικασσό



εἰς Παῦλον Πικασσό

ὁ ταυρομάχος τώρα πλέον ζεῖ στὴν Ἐλασσόνα
εἰς τὴν λιθόστρωτη πλατεῖα κάτω ἀπ᾽ τὰ πλατάνια
κι᾽ ὁ καφφετζῆς ἀέναα πηγαινοέρχεται κι᾽ ἀνανεώνει
τὸν καφφὲ στὸ φλυτζάνι καὶ τὸν καπνὸ στὸν ἀργελὲ τοῦ ταυρομάχου
ὡς ὅτου νὰ περάσουνε νοσταλγικὰ
τῆς μέρας οἱ ὧρες
καὶ συναχτοῦν πουλιῶν μυριάδες
μέσ᾽ στὶς πυκνὲς φυλλωσιὲς τῶν πλατανιῶνε
ὅπου σημαίνει πὼς ὁ ἥλιος δύει
τότε οἱ συνωμότες ἕνας ἕνας γλυστρᾶνε στὸ σοκάκι
σιωπηλὰ ὡς πέφτει ἡ νύχτα καὶ βοηθᾶ τους
ἀπαρατήρητοι νὰ συναχτοῦν κι᾽ αὐτοὶ σὰν
τὰ πουλιὰ
ἐκεῖ ποὺ θέλουν
καὶ δάκρυα βαρειὰ κυλοῦν ἀπὸ τὰ δόλια τους τὰ μάτια
καὶ ἡ μητέρα ὅπου ζητεῖ ν᾽ ἀναχαιτίση τοὺς φασίστες
μέσα στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο κεῖ ποὺ συνομιλοῦν οἱ συνωμότες
καὶ κρέμονται ἀπ᾽ τὸ ταβάνι πιπεριὲς γιὰ νὰ στεγνώνουν
μὲ τὰ ροζιάρικα τὰ χέρια ποὺ τὰ κοσμοῦν ροδάρια
βγάζει τῆς λάμπας τὸ γυαλὶ καὶ τὴν ἀνάφτει
καὶ τὰ ροζιάρικα πάλι τὰ χέρια ποὺ τὰ λερῶσαν τὰ πετρέλαια
ἥσυχα ἥσυχα τὰ σφουγγίζει στὴν ποδιά της
καὶ καθὼς εἴπαμε ὅτι ποθεῖ ν᾽ ἀναχαιτίση τοὺς φονιάδες
παίρν᾽ ἡ γριὰ τὴ λάμπα ἀπ᾽ τὸ τραπέζι
κι ἀνοίγει τὸ παράθυρο μὲ βιάση
κι ὄξω τεντώνει
—μέσ᾽ στὴ νύχτα—
τὴ χερούκλα ποὺ κρατᾶ τὴ λάμπα
γριὰ μάνα! τῆς φωνάζουν
ποῦ τὴν πᾶς τὴ λάμπα;
ὅμως μέσ᾽ στὰ χωράφια τῆς Ἀβίλας δὲς σαλέψαν
ὕποπτες σκιὲς μ᾽ αὐτὀματα στὴν ἀμασκάλη
κι᾽ ἀπὸ μακρυὰ ἐφάνταζε σὰν ἄστρο
τὸ φῶς ποὺ εἶχε βγαλθῆ στὸ παραθύρι
ἄρχισαν λίγο λίγο ν᾽ ἀντηχοῦν κιθάρες
κι οἱ γύφτισσες ἐπιάσαν νὰ χορεύουν
μὲ τὶς ὡραῖες λαγόνες καὶ τὰ πολύχρωμα ἀνεμιζούμενα πλατιὰ φουστάνια
ἐνῶ ἀπ᾽ τὰ θερμὰ βαμμένα στόματά τους ἴδια κραυγὲς πόνου
ἐξέφευγαν τοῦ τραγουδιοῦ τὰ λόγια:
«θὰ σοῦ πῶ τὴ μοναξιά μου Soleares»
κι᾽ οἱ majos λυσσάγαν πάνω στὶς κιθάρες
καὶ τὰ φασιστικὰ καθάρματα πολυβολούσανε τὰ πλήθη
κι᾽ αὐτὲς μὲ τὰ μεταξωτὰ γοβάκια τους
—μὲ τὰ ψηλὰ τακούνια—
χάμω —πάνω στὸ καρντερίμι— τσαλαπατοῦσαν τὴν καρδιά μου
τότε ἐγίνηκε «ποὺ νὰ σοῦ φύγη τὸ καφάσι»
σὰν ἕνας ταῦρος κοκκινότριχος πετάχτηκε στὴ μέση
φλόγες καθὼς τοῦ βγαίνανε ἀπ᾽ τὰ ρουθούνια
κι᾽ οἱ μπαντερίλλιες τοῦ βελόνιαζαν ὀδυνηρὰ τὸ σβέρκο καὶ τὴν πλάτη
κι᾽ ἄρχισε δῶ καὶ κεῖ νὰ κουτουλάη
νὰ ξεκοιλιάζη
νὰ λιανίζη σάρκες μὲ τὰ κέρατά του
ψηλὰ στὸν ἀέρα νὰ τινάζη
ὅσους χτυποῦσε
καὶ νὰ σωριάζωνται βουνὸ κουφάρια ἕνα γύρο
ἀλόγων ἀνθρώπων
μἐσ᾽ σὲ ποτάμια αἷμα
(τὸ σβέρκο καὶ τὴ ράχη του ὀδυνηρὰ ΚΟΣΜΟΥΣΑΝ μπαντερίλλιες)
κι᾽ οἱ κόρες μὲ τοὺς ὡραίους μαστοὺς ἀνάσκελα ἐξαπλωθῆκαν χάμω
καὶ μέσ᾽ στὰ ὡραῖα μάτια τους δύανε
κι᾽ ἀνάτελλαν
ἥλιοι

Octavio Paz: Άνεμος, νερό, πέτρα



Στον Ροζέ Καγιουά

Το νερό τρυπάει την πέτρα,
ο άνεμος σκορπίζει το νερό,
η πέτρα ανακόπτει τον άνεμο.
Νερό, άνεμος, πέτρα.
Ο άνεμος σμιλεύει την πέτρα,
η πέτρα είναι αγγείο του νερού,
το νερό το σκάει και είναι άνεμος.
Πέτρα, άνεμος, νερό.
Ο άνεμος στους στρόβιλούς του τραγουδάει,
το νερό στον πηγαιμό του μουρμουράει,
η πέτρα ακίνητη σωπαίνει.
Άνεμος νερό, πέτρα.
Το καθετί είναι άλλο τι και τίποτα:
ανάμεσα στα κενά τους ονόματα
περνούν και εξαφανίζονται
νερό, πέτρα, άνεμος.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Lyn Hejinian: [The best words get said frequently‚ they are like fertile pips.]




[from The Fatalist]


The best words get said frequently—they are like fertile pips.  
Apples fall heavily to the ground and lie in the sun, their scent  
abandoning them as a philosophy which cannot be further perfected. Love
releases playful sensations even from serious things providing a life
to think about. Take R—the only thing
R could credit herself with was having lived
her life and so she not only kept an account of it
but did so not in the privacy of a diary but in the form of letters
—abundant, profligate, indiscrete—that I want to write  
to you so as to note something that I read
this morning: “It’s not that this or that means something
to me but this!—or that!—means something to me.” Musically
R bequeaths herself to posterity as a scholar might
bequeath his or her library blowing twisted veils of rain
past the narrow and curving windows in the last hour that will carry us along
to the time when those who come after us will learn
what we know—a man with a mustache waxed and dyed  
green, a line of tall people and a woman at the door, a committee
of children without scooters but not mournful, a poet with a motive, a pilot
with a flashlight, a sulking but fascinated scholar, and Goethe no doubt
for whom R would have released a flock of red canaries.


Lyn Hejinian: Elegy




I am writing now in preconceptions

Those of sex and ropes

Many frantic cruelties occur to the flesh of the
         
            imagination

And the imagination does have flesh to destroy

And the flesh has imagination to sever

The mouth is just a body filled with imagination

Can you imagine its contents

The dripping into a bucket

And its acts

The ellipses and chaining apart

The feather

The observer


The imagination, bare, has nothing to confirm it

There's just the singing of the birds

The sounds of the natural scream

A strange example

The imagination wishes to be embraced by freedom

It is laid bare in order to be desired

But the imagination must keep track of the flesh
         
            responding—its increments of awareness—a
         
            slow progression

It must be beautiful and it can't be free




                     -for John Zorn, after his “Elegy”


Lyn Hejinian: constant change figures [excerpt]



constant change figures
the time we sense
passing on its effect
surpassing things we've known before
since memory
of many things is called
experience
but what of what
we call nature's picture
surpassing things we call
since memory
we call nature's picture
surpassing things we've known before
constant change figures
experience
passing on its effect
but what of what
constant change figures
since memory
of many things is called
the time we sense
called nature's picture
but what of what
in the time we sense
surpassing things we've known before
passing on its effect
is experience

Lyn Hejinian: [A straight rain is rare...]



A straight rain is rare and doors have suspicions
and I hold that names begin histories
and that the last century was a cruel one. I am pretending
to be a truck in Mexico. I am a woman with a long neck and a good burden
and I waddle efficiently. Activity never sleeps and no tale of crumbling cliffs
can be a short one. I have to shift weight favorably. Happiness
can’t be settled. I brush my left knee twice, my right once,
my left twice again and in that way advance. The alphabet
and the cello can represent horses but I can only pretend
to be a dog slurping pudding. After the 55 minutes it takes to finish
my legs tremble. All is forgiven. Yesterday is going the way of tomorrow
indirectly and the heat of the sun is inadequate at this depth. I see
the moon. The verbs ought and can lack infinity and somewhere
between 1957 when the heat of the dry sun naughtily struck me
and now when my secrets combine in the new order of cold rains
and night winds a lot has happened. Long phrases
are made up of short phrases that bear everything “in vain” or “all
in fun” “for your sake” and “step by step” precisely. I too can spring.

Lyn Hejinian: [But isn’t midnight intermittent]



But isn’t midnight intermittent
Or was that just a whispered nine
A snap of blown light low against the flank of a cow
A likeness of something numberless that only I not knowing the sound
            might know
It may have been howled by a circling dog being chastised — threatened —
            by multiples of itself in pursuit of the consolation of knowing that
            everything is real
It was real
I don’t mean midnight — despite horizon, nipple, and fissure
I don’t mean
And yet I do — mean, I mean
A cowering animal woven real
            flickers
                        please pull over
                                    Kierkegaard
Kierkegaard says knowledge precedes every act but surely there are acts that
are not preceded by knowledge. Repetitions pass at the door from summer
to winter. Some slowly. Some quickly. Total strangers. Never saw them
before. Can’t picture them now. Umbrellas — strange totalities — upheld,
wheeling.


Pierluigi Cappello: White



From a ways, the sky and your hands
come to my eyes, from some distant part of you;
it’s snowing out, you’re all in the white of the snow
every track in the candor a wound
and the field beyond the window is a body
a glance that becomes a pronouncement,
the heat of breath, your head adrift in sleeplessness;

that’s where it returns, in a word translated into silence
where the sparrows tie loose knots
your palms on your eyes, chest on your knees
forehead in the snow.

 

Translated from the Italian by Todd Portnowitz

Γιάννης Ευσταθιάδης: [Λόγια περίεργα κοφτά μετρημένα...]



Λόγια περίεργα κοφτά μετρημένα
αντηχούν στο δωμάτιο σαν μικρή σπουδή
πιάνου
σ’ επαρχιακό απόγευμα
ο νους μου πάει έτσι τυχαία
στην Ξάνθη ή στην Κομοτηνή
πόλεις που ούτε καν τις ξέρω
μα που μπορώ να φανταστώ τη θλίψη τους

κι αναρωτιέμαι πάλι
τί γράφουν πίσω τα πακέτα τα τσιγάρα
να μπορούσα να μάζευα αυτή την αλληλογραφία
που ποτέ δε φτάνει πουθενά δε διαβάζεται από άλλους
λογαριασμοί της ημέρας έξοδα ναύλα
αριθμοί τηλεφώνων πρόχειροι
δύσκολα ονόματα από συστάσεις
όλο το πικρό νταραβέρι λακωνικό κυνικό
με πόση διάθεση θα το αποκρυπτογραφούσα
θα το ταξινομούσα
να μην πω θα το αποστήθιζα

αργός βηματισμός κάτω απ’ τα κάδρα στο λίγο φως
φωνές ανεπαίσθητες
η κίνηση του δρόμου μόλις που φτάνει ώς εδώ
φευγαλέες φυσιογνωμίες περνούν και χάνονται
και οι σκέψεις όπως όπως
με το βλέμμα στο μωσαϊκό

τώρα θέλω ένα τέλος γυρεύω ένα τέλος
με λέξεις ίσως
ίσως όχι



Από το βιβλίο: Γιάννης Ευσταθιάδης, «Ποιήματα 1975-1998», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2004, σελ. 25.


Πηγή

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Samuel Beckett: Waiting for Godot (tragicomedy in 2 acts)




Estragon
Vladimir
Lucky
Pozzo
a boy

ACT I


A country road. A tree.
Evening.


Estragon, sitting on a low mound, is trying to take off his boot. He pulls at it with both hands, panting. He gives up, exhausted, rests, tries again.
As before.
Enter Vladimir.

ESTRAGON:
(giving up again). Nothing to be done.
VLADIMIR:
(advancing with short, stiff strides, legs wide apart). I'm beginning to come round to that opinion. All my life I've tried to put it from me, saying Vladimir, be reasonable, you haven't yet tried everything. And I resumed the struggle. (He broods, musing on the struggle. Turning to Estragon.) So there you are again.
ESTRAGON:
Am I?
VLADIMIR:
I'm glad to see you back. I thought you were gone forever.
ESTRAGON:
Me too.
VLADIMIR:
Together again at last! We'll have to celebrate this. But how? (He reflects.) Get up till I embrace you.
ESTRAGON:
(irritably). Not now, not now.
VLADIMIR:
(hurt, coldly). May one inquire where His Highness spent the night?
ESTRAGON:
In a ditch.
VLADIMIR:
(admiringly). A ditch! Where?
ESTRAGON:
(without gesture). Over there.
VLADIMIR:
And they didn't beat you?
ESTRAGON:
Beat me? Certainly they beat me.

Θεόκριτος: Θαλύσια



    Ἦς χρόνος ἁνίκ᾽ ἐγώ τε καὶ Εὔκριτος εἰς τὸν Ἄλεντα
εἵρπομες ἐκ πόλιος, σὺν καὶ τρίτος ἄμμιν Ἀμύντας.
Τᾷ Δηοῖ γὰρ ἔτευχε Θαλύσια καὶ Φρασίδαμος
κἀντιγένης, δύο τέκνα Λυκωπέος, εἴ τί περ ἐσθλὸν
5 χαῶν τῶν ἐπάνωθεν ἀπὸ Κλυτίας τε καὶ αὐτῶ
Χάλκωνος, Βούριναν ὃς ἐκ ποδὸς ἄνυε κράναν
εὖ ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ· ταὶ δὲ παρ᾽ αὐτάν
αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον ἄλσος ὕφαινον
χλωροῖσιν πετάλοισι κατηρεφέες κομόωσαι.
10    Κοὔπω τὰν μεσάταν ὁδὸν ἄνυμες, οὐδὲ τὸ σᾶμα
ἁμὶν τὸ Βρασίλα κατεφαίνετο, καί τιν᾽ ὁδίταν
ἐσθλὸν σὺν Μοίσαισι Κυδωνικὸν εὕρομες ἄνδρα,
οὔνομα μὲν Λυκίδαν, ἦς δ᾽ αἰπόλος, οὐδέ κέ τίς νιν
ἠγνοίησεν ἰδών, ἐπεὶ αἰπόλῳ ἔξοχ᾽ ἐῴκει.
15 Ἐκ μὲν γὰρ λασίοιο δασύτριχος εἶχε τράγοιο
κνακὸν δέρμ᾽ ὤμοισι νέας ταμίσοιο ποτόσδον,
ἀμφὶ δέ οἱ στήθεσσι γέρων ἐσφίγγετο πέπλος
ζωστῆρι πλοκερῷ, ῥοικὰν δ᾽ ἔχεν ἀγριελαίω
δεξιτερᾷ κορύναν. Καί μ᾽ ἀτρέμας εἶπε σεσαρώς
20 ὄμματι μειδιόωντι, γέλως δὲ οἱ εἴχετο χείλευς·

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Θεοτόκης Ζερβός: Στο επιούσιο χάσμα των πράξεων



Θα με βοηθούσες με το τραγικό σου εχέγγυο
τη δηλωμένη αλκή σου και την παραδεκτή
έναν τόνο πιο ψηλά να μιλήσω για ιστορίες χαμένες
ερείπια κι αποκαΐδια στο πέρασμα του αδιάφορου χρόνου
βήματα ταπεινά του ανέμου που αγκαλιάζει όλα τα δέντρα
όλα τα πετεινά που βοηθάει στο εξαίσιο πέταγμα.
Ώρα μεσημεριού και προσευχής
στιγμή που οι ταξιάρχες ταχτοποιούν τις κουρασμένες ψυχές
θα με βοηθούσες να εννοήσω αυτή την εποχή
τον χρόνο της διαστολής που παγιδεύει το περασμά μου
τη φωνή μου που έχει ηλικία χωρίς να αξιώνει.
Κρύσταλλο συντριμμένο σε μυριάδες τραγούδια
μεγεθυσμένη αντιφώνηση στις εκκλήσεις του εσπερινού
κρυφό σαράκι του νου που αιωρείται
στο επιούσιο χάσμα των πράξεων.


Από την ποιητική συλλογή: «Λογόκλονος» (1987).
Από το βιβλίο: Θεοτόκης Ζερβός, «Εθελοντική καθοδος, 1971-191», Έψιλον, Χαλάνδρι 1991, σελ. 69.


Πηγή

Θεοτόκης Ζερβός: Μ' επιμονή σε μια χαμένη αλληλουχία



Έχουμε μέσα μας το φόβο του καλοκαιριού
τα φονικά σπαθιά του λυγισμένα σε σκοτεινό ασημί
κι ανάμεσά μας την ανάσα δύσκολη.
Κι όλα ν’ αχνοσαλεύουνε μες στην απόπνοια –
σαν όνειρο που ξόδεψε το κύρος του
στις κνήμες να χαϊδεύεται μια κούραση.

Μας σακατέψανε τόσο λευκά τα μεσημέρια
σε δρόμους που ήταν μια φορά κι ερήμωσααν
ασβεστωμένη η υπόσχεση στους τοίχους.



Από το βιβλίο: Θεοτόκης Ζερβός, «Εθελοντική κάθοδος», Εκδόσεις έψιλον, Κέρκυρα 1991, σελ. 27.


Πηγή

Umberto Saba: Ουρανός



Η ευγενική, η υπέροχη Λίνα
ανοίγει διάπλατα το παράθυρο ώστε να βλέπω
τον απέραντο ουρανό.

Ήσυχος εδώ σε ανάπαυση, όταν σκέφτομαι
πως μάταια έδωσα, πως το τέλος πλησιάζει,
ακόμη πιο πολύ μ’ αρέσει αυτός ο ουρανός,
αυτά τα χελιδόνια, αυτά τα σύννεφα.
Άλλο δεν ζητώ.
Να καπνίζω
την πίπα μου σιωπηλά σαν ένας γέρος
θαλασσόλυκος.


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας.



Umberto Saba: Τελευταίο



Κοιτάζω γυναίκα το σκύλο σου που τον αγαπάς
και σ’ αγαπάει. Κι εγώ, αν σκεφτώ τη ζωή μου...
Διάφορα επινόησα, καλά ή άσχημα
δεν ξέρω - ένας Θεός το ξέρει, ίσως κανένας.
Ποτέ δεν ανήκα σε κάτι ή σε κάποιον.
Υπήρξα πάντα («δικό σου σφάλμα» μου απαντάς),
υπήρξα πάντα ένας φτωχός αδέσποτος σκύλος.


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας.


Πηγή

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Χρήστος Μπράβος: Σονέτο του σκοτεινού θανάτου




Της νύχτας και του ανέμου Federico
García Lorca, πέφτει π έ ν τ ε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα•
στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο.

Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει
κει που η αστραπή κλωσσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι

κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας –
και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σού ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;

Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.


ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ (1996)