Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Τάκης Σινόπουλος: [Δος μου την τρικυμία…]




Δος μου την τρικυμία στα χείλη σου,
τον ήλιο του μεσημεριού στο καυτερό σου δέρμα.
Πονάω τον πόνο σου, γίνομαι ο πόνος σου.
Βασανισμένη των αστερισμών,
πώς να σου ειπώ για την αγάπη.
Τα λόγια φεύγοντας χάνουν τον ήχο τους.
Δος μου την τρικυμία στο στήθος σου
κι άκουσε τον αντίλαλο στα σπλάχνα μου.
Μες στο μισόφωτο, μέσα στη σκοτεινιά της κάμαρας
σ’ αιχμαλωτίζει η κούραση. Κι’ εγώ είμαι αυτό το πρόσωπο
που συλλογίζεται και δεν κοιμάται,
που δεν κουράζεται κι ολοένα σε κοιτάζει.


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ (1999)

Τάκης Σινόπουλος: Μαρία




του Δημήτρη Δούκαρη

‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη, γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,
σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.

Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.

Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνω του. Μα εκείνος
είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.

Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β' (1957)

Mίλτος Σαχτούρης: Ἡ Μαρία




Ἡ Μαρία σκεφτικὴ ἔβγαζε τὶς κάλτσες της
Ἀπὸ τὸ σῶμα της ἔβγαιναν
φωνὲς ἄλλων ἀνθρώπων
ἑνὸς στρατιώτη ποὺ μιλοῦσε σὰν ἕνα πουλὶ
ἑνὸς ἀρρώστου ποὺ εἶχε πεθάνει ἀπὸ πόνους προβάτων
καὶ τὸ κλάμα τῆς μικρῆς ἀνεψιᾶς τῆς Μαρίας
ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες εἶχε γεννηθεῖ

Ἡ Μαρία ἔκλαιγε ἔκλαιγε
τώρα ἡ Μαρία γελοῦσε
ἅπλωνε τὰ χέρια της τὸ βράδυ
ἔμενε μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ
Ὕστερα σκοτείνιαζαν τὰ μάτια της
μαῦρα μαῦρα θολὰ σκοτείνιαζαν
Τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε

Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
Ἡ Μαρία ἔκλαιγε
τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε

Τότε ἡ Μαρία
σιγὰ-σιγὰ ἄνοιγε τὰ χέρια της
ἄρχιζε νὰ πετάει
γύρω-γύρω στὸ δωμάτιο


ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ (1958)

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Ορέστης Αλεξάκης: Μαρία ή το θαύμα της βροχής




Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω

πέφτουν τ’ αμύγδαλα βροχή
κι εσύ
πώς λάμπεις

μα δεν θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας

Κι εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και Θε μου σε
φοβάμαι και
μ’ αρέσεις

κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις

Κι εγώ
τινάζω κλαίγοντας
– γελώντας
και κλαίγοντας –
το δέντρο
και
ξυπνώ

και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο

μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει
βρέχει
και δεν είσαι

κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά

νερά
και χρόνια


Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ (1989)

Ορέστης Αλεξάκης: [Αμέριμνα]




Αμέριμνα γεωργείς το φως του κόσμου


ΒΥΘΟΣ (1985)

Ορέστης Αλεξάκης: [Ναι των υδάτων είμαι]




Ναι
των υδάτων είμαι
της ροής
ιδού
και πάλι στο βυθό
κυοφορούμαι


ΒΥΘΟΣ (1985)

Ορέστης Αλεξάκης: [Γενέθλιος είναι ο τάφος σου μητέρα]




Γενέθλιος είναι ο τάφος σου μητέρα

Αναζητώ και πάλι τον εαυτό μου
το βλέμμα μου
τη φωτεινή μου μνήμη
μέσα στο σώμα σου μυστηριακά επιστρέφοντας

Λάμποντας από θάνατο και γνώση


ΒΥΘΟΣ (1985)

Ορέστης Αλεξάκης: [Ιδού επιστρέφω]




Ιδού επιστρέφω

στην
αρχαία μου Πόλη
τον χθεσινό εαυτό μου απεκδυόμενος
ενδόμυχα τυφλός και αρνησίπατρις
τώρα οδοιπόρος
στη λευκή ενδοχώρα

Με κυβερνά ο καιρός κ' η προφητεία
ψάχνω τα ίχνη στο απλωμένο χιόνι
τον μακρινό μου πρόγονο θυμάμαι
λίγο προτού χαθεί
στη λάμψη του ήλιου


ΒΥΘΟΣ (1985)

Ορέστης Αλεξάκης: [Μη του εαυτού μου παραπλήρωμα είσαι;]




Μη του εαυτού μου παραπλήρωμα είσαι;

Το άλλο μισό μου εγώ
το απωλεσμένο;

Μόνο στην άσβηστη βαθιά μου φλόγα
την βεβαιότητά σου προσεγγίζω
Μόνο στη μοναξιά σ' ανακαλύπτω
στη σιγαλιά
στο βυθισμένο βλέμμα

Κι αν κρύβεσαι απ' τα μάτια μου
το ξέρω
την άλλην όρασή μου προετοιμάζεις
Τη μυστική μου ανάβλεψη στο φως σου

Τον προορισμένο μας εντάφιο γάμο


ΒΥΘΟΣ (1985)

Ορέστης Αλεξάκης: [Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις...]




Ναι, μόνο στη σιωπή σου υπάρχεις

και μόνον απ’ την ίδια σου σιωπή
το λάλον ύδωρ αναβλύζει εντός μου

κι αυτό το φέγγος που
σε περιβάλλει
που μέσα του ενοικείς και κυοφορείσαι
θαρρώ σιωπής εμφάνεια είναι
θαρρώ τους δυο μες στη σιωπή συμπλέκεις κόσμους

κι ο τόπος σου
είναι ο τόπος όπου σμίγουν
ζόφος και φως
κι εσύ
με φως και ζόφο
πλάθεσαι και κυριαρχείς
στα σιωπηλά σκιόφωτα του ονείρου

και ιδού
τα μέσα στο βυθό τοπία
ξυπνούν κι ανθίζουν με
τον ερχομό σου
στολίζονται άστρα και όστρακα
κι αργά
προς τον δικό μας αναδύονται κόσμο


ΒΥΘΟΣ (1985)

Ορέστης Αλεξάκης: [Λοιπόν ενσώματος εδώ...]




Λοιπόν ενσώματος

εδώ
σ’ ένα τοπίο χωρίς εικόνα
και μόνο φως
φαιό
που με τυφλώνει
και το λευκό της αμνησίας κενό
κ’ οι φωτεινές σχισμές της μνήμης

Σουρουπώνει

θα πει βραδιάζει μέσα μου
πλησιάζουν
οι φίλοι με το νυχτωμένο στήθος
πυκνώνει πάλι γύρω η απουσία
πάλι και πάλι
κάποιος με πληγώνει

Λοιπόν υπάρχεις
προσπαθείς ακόμα
μέσα σ’ αυτό το αραχνιασμένο σπίτι
σ’ αυτή την κρύπτη
των σπασμένων προσευχών
των ραγισμένων ήχων
των μορφών
που μεταπλάθουν σε ουρανό το χώμα
Μα ποιος εκείνος που
σε κατοικεί
μοναχικός στον ωκεανό τού χρόνου
σα να ’σαι το έρημο νησί
κι αυτός
ο ναυαγός που εγώ δεν είμαι, σώμα;


ΒΥΘΟΣ (1985)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Ταξίδι στον Άθω




Η ψυχή είναι ζόφος ζητά
φως ιλαρό και φεύγω
χέρια τυφλού ψηλαφητά
σε πέτρα σε ρίζα σε φύλλο
έχοντας
φεύγω τρέχοντας
για νερά και φυτά

και οφείλω
(πάλι ψηλαφητά)
κάτω από σκιές αετών
να φωνάξω:

με θέλει απόψε μια χερσόνησος
να φτάσω εκεί δέκα ετών
εγώ που γέρασα στη Νάξο
αιώνιος Διόνυσος.


17.6.1985


ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ (1986)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Τα παραμιλητά του Τιθωνού (7)




Ποιος με κοιτάει; ξυπνάει μέσα στο χνούδι μου ένα ρίγος
και του πουλιού είμαι η χόρταση στην αντηλιά
μες στη σιωπή μου αρχίζει η ανθοβολή και ο τρύγος
κι ο καρπός δένει στην ελιά.

Καμπύλο είναι το βλέμμα μου τ’ άστρο με τ’ άστρο ως δένει
και τ’ όνειρό μου μαγνητίζει φωτεινές τροχιές
είναι η φωνή μου με το ηλιόκαμα ζευγαρωμένη
κι ό,τι μου δίνει η κάψα μού το παίρνουν οι βροχές.

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; το μυστικό είναι πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

* * *

Όλες οι αισθήσεις μου μαζί στον ήλιο αεροτρεμίζουν
σαν φύλλα που στο πέταγμά του τράνταξε ο ερωδιός
άρπα μονόχορδη το σώμα μου το φωτοαγγίζουν
τα ρημαγμένα ουρανοδάχτυλα της Ηώς.

* * *

Πέτα όπου θες, τι τά ’χεις τα νιοφύτρωτα φτερά
κι εντός σου έχεις τη δύναμη για να σηκώσεις και όρη
σ’ αγκάθια και σε βάτα μέσα αστραφτερά
γίγαντα η μέρα από ψηλά σ’ εκυοφόρει.

Νά ’σαι της νύχτας —ρώταγε η ερωτοδότρα αυγή—
νά ’σαι της νύχτας το ένστικτο κι η αγρύπνια;
κι αν η ψυχή σου λαχταράει μ’ ένα άσμα σου να βγει,
σαν Ενδυμίωνα σού ’δωσαν για θάνατο τα ενύπνια.

Ξέρεις ετοιμοθάνατο ον; Το μυστικό είναι πως
ό,τι πεθαίνει μέσα μας έξω μας είναι φως.

* * *

Είπα δεν έχω πια φωνή κι ούτε με φύτεψε ον
είναι σαν να με γέννησαν ερωτοανάσες θεών.

Ο καθείς έχει δυο φτερά για να πετά εδώ κάτου
ο θεός εχτές που τά ’δωκε τα θέλει αύριο δικά του.

Όσο πετάω και τραγουδώ ποτέ δεν θα πεθάνω
κι όλα αν αλλάζουν γύρω μου, εγώ στο δέντρο επάνω

θά ’μαι μονάχα μια φωνή στη φύση που απεκρίθη
ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη.


Νεβρόπολις Ταυρωπού
Καλοκαίρι 1984


ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ (1986)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Τα παραμιλητά του Τιθωνού (3)




Ψάξε το σώμα σου, άκουσα από μέσα να μου λέει
ο αντίλαλος που χάθηκε απ’ το μάτι του Πανός
τα γερασμένα χέρια και τα πόδια σου τα καίει
χωρίς να τ’ αφανίζει η αργή φωτιά του μηδενός.

Πίσω απ’ την αίσθηση μονιάζει ο χρόνος πλάι στο χέρι
που και στον τάφο φλέγεται από χάδι ερωτικό
σώμα μου αστράφτεις το ίδιο κάθε νύχτα ή μεσημέρι
στης Ηώς τα μάτια ως ξαναλάμπεις νεανικό.


ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ (1986)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Τα παραμιλητά του Τιθωνού (1)




με κάτι μέσα μου ένας τζίτζικας με δένει
Δ.Π.Π. (1941)

Το μάτι αυτό το αράγιστο το διπλό μάτι
ό,τι κοιτάξει μες στο φως το πυρπολεί
δες με, της λέω, αν είσ’ εσύ το χέρι του υπνοβάτη
κι εγώ η ματιά που σε ονειροπολεί

τα σκόρπια μες στη μνήμη οστά σου συναρθρώνει
και ξαναπιάνομαι κρυφό βαθιά σου φως
κι είσαι το δέντρο που ψηλά ή στη γη φυτρώνει
κι εγώ το αρχαίο τζιτζίκι ο Τιθωνός.

Αιώνιος μισοαθάνατος όσο γερνάω συ μένεις
κορίτσι δεκαοχτάχρονο που μ’ έχεις στην κοιλιά
ούτε είμαι γιος σου ούτ’ έχεις πια το χέρι αγαπημένης
για τ’ όλο ζάρες σώμα μου και τ’ άσπρα μου μαλλιά.


ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ (1986)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Υιός Οιάγρου




δίψᾳ αὖος ἐγώ καὶ ἀπόλλυμαι
ΟΡΦΙΚΟ


Στεγνός από τη δίψα σου
στο γυρισμό σου
πλάι στη λευκή κυπάρισσο
ρίψε την ονειρόπετρα στη λίμνη

Αριστερά σου
πιες απ’ την άλλη κρήνη

Τί με καλείς πού με καλείς
σε ποιό σημείο με σκάφτεις;

Μην πλησιάσεις

Ούτε θα μάθεις
ούτε αν ρωτήσεις θ’ απαντήσεις
διότι διψοπρεπώς συγκατανεύεις
δενδροπρεπώς φτάνεις στο σύννεφο
με τον καρπό και το λιβάδι αμφικαλύπτεσαι

Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός
βροντάει το πέσιμο της γύρης
κι έχουν σωπάσει
του σκελετού σου οι ψίθυροι.

11.1.1984


ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ (1986)

Έκτωρ Κακναβάτος: Ώρα των ενδοκρινών




Τελευταίως η διάρκεια, είδος κοιλέντερου,
ανηφοριά μες στον Δεκέμβρη
αυτός να ψάχνει για τ' αξόνι του
που σκόρπισε στα καλντερίμια τότες.
Εμείς;
τι εμείς που γίναμε οι άλλοι με τη σπειροχαίτη.

Τ' οφφίκιό μου του κωδωνοκρούστη ξέπεσε.
Το 'δωκα για πεντάρες της σαρακοστής
ίσα να κοπεί το αίμα του κόντε Μαρτελάου.
Χαίρε λοιπόν εν Βιθυνία ο γλυκασμός
Χαίρε ο υποδόριος αερολιμένας
κόλπος του Ευρυγένη ας πούμε
ή τα βαμμένα μάτια του, η ευωδερή μασχάλη
Χαίρε με τους μαστούς ο ανέκαθεν υποαιγύπτιος
και με τ' άλλα φαγεντιανά ο ασίκης...

τότες ώρα των ενδοκρινών χύθηκε κατεπάνω μου
η θύμιση, στύση κ' ευφώνιο.
Ήρθε το ρίγος μου νύστα του χαμένου χρόνου
και υπογλυκαιμία.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Αιώρηση πολυελαίου




Πρόκειται βέβαια για το τι είναι συχνότης
δηλαδή το ρήμα εμπίπρημι
τρία κορίτσια και η αλληγορία τους.
Σερνικός βραχίονας τυλιγμένος στην οσφύ τους
όπως τ' απόγιομα τυλίγεται μες στον παράδεισο
δεν ανέχομαι τα παράθυρα.

Η ανυποψία τους είναι φτερό του βομβαρδιστικού
που χτυπήθηκε θανάσιμα, πέφτει στο πέλαγος
αφανίζοντας το κλέος του πρώτου Ισθμιονίκη
και τη διαταγή:
αποκόψατε τους ανδρικούς βραχίονες
ανασύρατε τα συντριμμένα πτερύγια
αγνοήστε τις Κυκλάδες.

Είτανε της γενιάς μου ο τελευταίος:
κοινό χαρτί
στη μέση ένα μόνο γάγγλιο μελανοφόρο
της γενιάς μου ο αστάθμητος παράγων
που τόσο τέλειος
μόνο μια φορά εφανερώθη.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Άγγιγμα του χωμάτου




Έτσι που με το πρώτο σύννεφο άφησες μόνα τους
στις ερημιές τ' αθάνατα χάνεσαι σύψυχος.

Έκτοτε και σαστισμένος
που σε σκιάχτηκαν και κλειδωθήκανε όλοι τους
κανείς να χωθείς από τις γρίλλιες
όπως τα δίπτερα.
Μισή μόνο στροφή ο νοτιάς κ' έπεσε πάνω μας
όπως μαμούθ το ουράνιο τόξο
λιώμα ο έβδομος ο νιοστός
ο που είδε τα μυαλά του
(μη το χώμα δεν αποσβολώνει όταν τ' αγγίξεις;)
Η φωνή σου έπεσε σαν που πέφτει απότομα ο άνεμος
ο τόπος χάνει τον αθέρα του
όπου να 'ναι θ' ακουστεί η λέξη συντέλεια.

Μετά που ο κατακλυσμός εκόπασε
μονάχα το χέρι σου φαινόταν που εξείχε
απ' την αμμούδα, μόνον αυτό
μέσα στην τόση ερημία
άσε που όπως ο Αινείας είτανε πια κουπί,
όλα τ' άλλα παραχώθηκαν,

η εραλδική γραβάτα σου είναι τώρα δρόμος
περνάει μέσα από θάματα autostrada del sol
τη συνοδεύει ρόγχος καρηκομόων
η ξέρα είναι κατσίκα
βελάζει σπαράγματα του Ηράκλειτου
τα βυζιά της πέσανε
autostrada del sol.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Προτεινόμενη λύση σε μονόπρακτο




Μην το παίρνετε για διαμαρτυρία
κοιτάξτε μόνο το σκυλί που βαθιά του
βούλιαξε το ακρωτήρι
που αρπάζει τις χειρονομίες μου τις γλείφει
ζητάει το κόκκαλο το μεδούλι
μου τις δίνει πίσω
μυρίζει τα γόνατα του ύπνου μου
φεύγει νηστικό ξαναγυρίζει κλαίει
διπλώνεται στα τέσσερα μπαίνει στο συρτάρι
γίνεται μεσονύχτι κι ο βοσκός του
κ' ύστερα χάνεται σε χώρους ακατοίκητους
όπου ο καθείς μπορεί να πει αδίστακτα
ιδού ο Ερμόλαος.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Διαπλάτυνση φάσματος




Είτανε μέρα Τρίτη κάτι πιο λίγο της φλεβός.
Ανοιχτά των Κούναξων εφώναζες: ιδού ανηφόρι
βγάλτε το άχτι σας,
με συνεπήρε αλαζονεία ποταμού
η νύχτα ριγμένη μπρούμυτα έμπαινε στον εαυτό της
(η νύχτα είναι αυγό όπως η μονάδα είναι καμπύλη
δίνεται στους γορίλες
ό,τι ξοπίσω της ακούς ή σέρνεται, ίσκιοι
θρήνος πέταλα είναι των λιθαριών).

Τότεσε ο ουρανός πήρε να γέρνει μια ιδέα
προς το γρέγο
το άχτι μου άνοιγε δρόμο μέσ' από νερά
έχανα το ανηφόρι.
Στο εξής όταν θα λέμε: παρεκτός ο Κλαύδιος
ετούτο μόνο θα εννοείς:
που φεύγω.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Γιωργής Κότσιρας: Το μαύρο φως




Το πρόσωπό μας
Αναδεύεται στο φως
Το είδωλό μας
Βασιλεύει στο σκοτάδι
Λάμπει, μαρμαίρει
Με νυχτερινούς κατοπτρισμούς
Σαν ασημένια σκιά
Στου φεγγαριού τη μνήμη.


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (1964)

Γιωργής Κότσιρας: Προοπτική πέρα από το φως




Το πρόσωπό μας
Χάνεται στο φως
Φωτίζεται με το σκοτάδι
Κρυστάλλινη στίλβη υδραργύρου.

Όταν ο ήλιος σβήνει τη σελήνη
Προβάλλεται σε απέραντη
Ατελείωτη προοπτική
Αναδυόμενο υποβλητικά
Στην τελειωτική του μεταμόρφωση.


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (1964)

Γιωργής Κότσιρας: Προοπτική πριν από το σκοτάδι




Το πρόσωπό μας
Εκτυφλωτικός ιριδισμός
Ανεβαίνει στο φως
Μνήμη αστραφτερή
Κατεβαίνει με το σκοτάδι
Σε σπήλαιο νυχτερινό από σταλαχτίτες.

Σε λίγο θ' ανατείλει το φεγγάρι
Δίσκος αργυρός
Σε μια αστραπή από κρύσταλλα
Μνήμη σκοτεινή
Πίσω απ' τον προβολέα του ήλιου.


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (1964)

Γιωργής Κότσιρας: Έψαξα




Έψαξα με τεντωμένες φλέβες
Μέσα στη Νύχτα, στη Σιωπή
Τα μάτια καίγοντας άγρυπνα
Η μνήμη κάρβουνο στην απόσταση
Απ' το βαθύ πηγάδι του σκοταδιού
Γυρεύοντας το φως
Υπόσχεση τυραννική
Στη γρήγορη αστραπή της ελπίδας.


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (1964)

Γιωργής Κότσιρας: Υποψίες




Κάτι θανάσιμα πουλιά
Γύριζαν μες στα σκοτεινά δωμάτια
Να μου αδειάσουν το φως των ματιών
Να πάρουν την ψυχή μου.
Όμως το φως ανάδινε απ' τις φλέβες
Χυνότανε σαν χείμαρρος
Μες στο γαλάζιο ατέλειωτο.
Ατέρμονη εναλλαγή
Πάνω στη σκάλα του άσπρου
Ατέλειωτη, ακατάπαυστη μαρμαρυγή
Μες στο ακηλίδωτο το φως
Μες στο λευκό της μέρας το ασυνόρευτο
Μνήμη λευκή μες στην αιωνιότητα.


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (1964)

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Λορέντζος Μαβίλης: Εἰς τὴ Μίννα




Τί μὲ γνοιάζει πῶς εἶναι κελνερίνα
Ἂν μ’ ὅλη τὴν καρδιά της μ’ ἀγαπάει,
Ἂν τὰ στήθη της ἄσπρα εἶναι σὰν κρίνα,
Ἂν σὰν τὰ Χερουβὶμ χαμογελάει;
Σὰν ὁ τυφλὸς ποὺ ξάφν’ οὐράνι’ ἀχτίνα
Τὸ μαῦρο σκότος γύρω του σκορπάει,
Ὅμοια κ’ ἐγὼ θαμπόνομαι ἀπὸ κεῖνα
Τὰ δυό της μαῦρα μάτια ἂν μέ τυράῃ.
Ἄμε χάσου ξερὴ Φιλολογία,
Γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα,
Ποῦ ὡς τώρα τὸ μυαλό μου ἔχεις τυφλώσῃ.
Τὴν Ἐμορφιὰ τὴν κλασικὴ σπουδάζω
Ὅταν γλυκὰ τὴ Μίννα μου ἀγκαλιάζω,
Ὅταν ἡ Μίννα ἕνα φιλὶ μοῦ δώσῃ.

23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1884

Λορέντζος Μαβίλης: Ἔρως καὶ θάνατος




Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
Τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μῆνα,
Καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
Εὐτυχία, ποῦ τὸ οὐδέν δὲν πεθυμάει
Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι’ ἂ φάῃ,
Μές τὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφῆνα·
Σὰ διψασμένη λυόνεται ἀλαφίνα
Ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι’ ἂ ρουφάῃ.
Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
Ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
Πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.
Μές ἀπ’ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
Ὅ,τι κι’ ἂν τάζῃς δίνεις· ἀφανίζεις
Τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.

ΦΕΒΡ. ΜΑΡΤ. 96

Λορέντζος Μαβίλης: Ἰάκωβος Πολυλᾶς




Στὴν κορφὴ τῆς ζωῆς, ὅπου ροδίζει
Τῆς Λευτεριᾶς ἀμόλευτος ἀγέρας
Καὶ σὰν ἦχος ἀθάνατης φλογέρας
Ἡ ποίηση, ἀηδόνι θεῖο, καλοκαρδίζει,
Ἄσκωσες διαμαντένιο μετερίζι
Καὶ στὴ μέση, ὀμορφιᾶς θάμα καὶ τέρας,
Ναό τῆς Μεγαλόψυχης Μητέρας
Ἔστησες ποῦ σὰν ἥλιος πορφυρίζει.
Ποτέ στ’ ἀραχνιασμένο βάραθρ’, ὅπου
Μὲς τὴ μούχλα καὶ μὲς τὴ φαρμακίλα
Ὀχὲς κλωσσοῦν οἱ κάκητες τ’ ἀθρώπου,
Ποτὲ δὲν ἐκατέβηκες· κ’ ἐκύλα
Ἡ φωνή σου βροντὴ κ’ ἔκαιε σὰ φλόγα
τοὺς πονηρούς,—μὰ τοὺς καλοὺς εὐλόγα.

ΟΧΤ. 96

Ιάκωβος Πολυλάς: Μια πρώτη αγάπη




Απάνω εις την γλυκειά θωριά σου εκείνη
μαγευτική χλωμάδα είναι χυμένη,
στα φρύδια και στα χείλ' είναι γραμμένη
αγνή της παρθενιάς ταπεινοσύνη.

Ο στοχασμός την κεφαλή σου κλίνει
και η ψυχή σου με σε μονάχα κραίνει,
και αν σηκώσεις τα μάτι' αυτού προβαίνει
αγγέλου αγάπη και ουρανού γαλήνη.

Αν περπατείς, το μάτι ερωτεμένο
εις όλα τα γλυκά κινήματά σου,
της ψυχής το γλυκόγελο γνωρίζει,

και αν στα χείλη φωνή στείλ' η καρδιά σου,
δροσιά παρηγοριάς αυτή ραντίζει
μέσα σε κάθε στήθος πονεμένο.

Ιάκωβος Πολυλάς: Βακχικό




Τώρα που αποτρυγήσαμε
ας λάμψει κι ας βροντήσει,
ας βρέξει κι ας χιονίσει
που δεν με μέλλει πλιο.

Σε λίγες μέρες κλέφτικα
και πάλι θα γυρίσω,
τη νύχτα να μεθύσω
με το κρασί το νιο.

Ω μαγικές κανάτες μου
εμπρός ετοιμασθείτε,
σε λίγο να δεχθείτε
τ' αφράτο το κρασί.

Και μη μου το βαφτίσετε
ταβερναρέοι, παιδιά μου,
αφήστε στην κοιλιά μου
τουρκόπουλο να μπει.

Να μου δροσίσει άδολο
και νιόπιαστο απ' το μπότη
το λάρυγγα, το σκότι
το νου και την καρδιά.

Και τώρα που το νιόκρασο
μες στα σκαφόνια αφρίζει,
αν βρέχει κι αν χιονίζει
δεν δίνω ένα παρά.

Ο Χρήστος Τσάγκας διαβάζει Διονύσιο Σολωμό






Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

e.e cummings: who knows if the moon’s




who knows if the moon’s
a baloon,coming out of a keen city
in the sky—filled with pretty people?
(and if you and i should

get into it,if they
should take me and take you into their baloon,
why then
we’d go up higher with all the pretty people

than houses and steeples and clouds:
go sailing
away and away sailing into a keen
city which nobody’s ever visited,where

always
            it’s
                   Spring)and everyone’s
in love and flowers pick themselves

e.e. cummings: silently if, out of not knowable




silently if, out of not knowable
night’s utmost nothing, wanders a little guess
(only which is this world) more of my life does
not leap than with the mystery your smile

sings or if (spiraling as luminous
they climb oblivion)voices who are dreams,
less into heaven certainly earth swims
than each my deeper death becomes your kiss

losing through you what seemed myself;i find
selves unimaginably mine;beyond
sorrow’s own joys and hoping’s very fears

yours is the light by which my spirit’s born:
yours is the darkness of my soul’s return
–you are my sun,my moon,and all my stars


Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Jack Kerouac: 204th Chorus




What's been buried in the grave?
Dust.
Perfect dust?
Perfect dust in time.
Time.
Time is dust.
Time's not dust
Time's already happened
immemorially
The pearl of the gods
the agonizer of Wests
The ball in the bubble
void
Time -
Dont worry bout time.

What's been buried inside me
for sure?
The substance of my own father's
empty light
Derived from time working
on dirt
And clay bones.
Buddha's River.

Jack Kerouac: 231st Chorus




Dead and don’t know it,
Living and do.

The living have a dead idea.

A person is a living ice;
after dear, a dead idea.

The idea of living is the same
as the idea of death.

The dead have a living idea –
Dead, it aint my fault
I was only an idea –

Respected penitence in a shack
dedicated to the study of Origin -

The good Buddha-material
is not a sin-cloth -
Cloth of Light -
Beings alive indicatte death
by their jaunty work
Just as the dead indicate the living
by their silence
When rock becomes air
I will be there.

Allen Ginsberg: Kaddish (IV)





O mother
what have I left out
O mother
what have I forgotten
O mother
farewell
with a long black shoe
farewell
with Communist Party and a broken stocking
farewell
with six dark hairs on the wen of your breast
farewell
with your old dress and a long black beard around the vagina
farewell
with your sagging belly
with your fear of Hitler
with your mouth of bad short stories
with your fingers of rotten mandolins
with your arms of fat Paterson porches
with your belly of strikes and smokestacks
with your chin of Trotsky and the Spanish War
with your voice singing for the decaying overbroken workers
with your nose of bad lay with your nose of the smell of the pickles of Newark
with your eyes
with your eyes of Russia
with your eyes of no money
with your eyes of false China
with your eyes of Aunt Elanor
with your eyes of starving India
with your eyes pissing in the park
with your eyes of America taking a fall
with your eyes of your failure at the piano
with your eyes of your relatives in California
with your eyes of Ma Rainey dying in an aumbulance
with your eyes of Czechoslovakia attacked by robots
with your eyes going to painting class at night in the Bronx
with your eyes of the killer Grandma you see on the horizon from the Fire-Escape
with your eyes running naked out of the apartment screaming into the hall
with your eyes being led away by policemen to an aumbulance
with your eyes strapped down on the operating table
with your eyes with the pancreas removed
with your eyes of appendix operation
with your eyes of abortion
with your eyes of ovaries removed
with your eyes of shock
with your eyes of lobotomy
with your eyes of divorce
with your eyes of stroke
with your eyes alone
with your eyes
with your eyes
with your Death full of Flowers

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Μάνος Ελευθερίου: Ενδείξεις των παλαιών ημερών




Σε είδαν ντυμένη τα ξυράφια σου οι άγγελοι
και μου το είπαν

λησμονημένη ακόμη κι απ’ τα καρφιά της πόρτας σου

μαθήτρια της ραπτικής ν’ αποστηθίζεις τα εγκόσμια
να προπονείσαι στον θάνατο μες στα χρυσάνθεμα

και μου είπαν πως ήσουν υψηλή όπως ένα βουνό
μες τις χαράδρες ανάμεσα και τους γκρεμούς απ’ τα πένθη

κι εμένα, λέει, με είδαν με ματωμένα γόνατα
ντυμένον ευζωνάκι
να κρατώ μια χάρτινη σημαιούλα
και ν’ απαγγέλλω Κωστή Παλαμά.


ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ (1997)




Ορέστης Αλεξάκης: Έκπληξη




Κι έτσι, ακουμπώντας στο προσκέφαλό σου
στης ρέμβης σου το λίκνισμα αφημένος
μπήκα μέσα στο ίδιο τ’ όνειρό σου
είδα το φως σου
κι ό,τι
μέσα στο φως σου ανθίζει

τη φοβερή απροσδόκητη ομορφιά σου
την κλειδωμένη ερμητικά στο σώμα

– σαν καταθαμπωμένος τυμβωρύχος


Η ΛΑΜΨΗ (1983)

Ορέστης Αλεξάκης: Αφύπνιση




Μέσα σε φως και μνήμη κατοικώ

πώς λησμονήθηκα λοιπόν
στο σώμα;


Η ΛΑΜΨΗ (1983)

Ορέστης Αλεξάκης: Επιδίωξη




Σαν όστρακο σε υποθαλάσσιο βράχο

που μέσ' απ' το κλεισμένο κέλυφός του
ακούει θρόους φυκιών νερών ψιθύρους

έτσι κι εγώ
κλεισμένος στο σαρκίο
ν'ακούω τον χρόνο ατάραχος
να ρέει


Η ΛΑΜΨΗ (1983)

William Butler Yeats: Adam's Curse




We sat together at one summer’s end,
That beautiful mild woman, your close friend, 
And you and I, and talked of poetry.
I said, ‘A line will take us hours maybe;
Yet if it does not seem a moment’s thought, 
Our stitching and unstitching has been naught. 
Better go down upon your marrow-bones 
And scrub a kitchen pavement, or break stones 
Like an old pauper, in all kinds of weather; 
For to articulate sweet sounds together
Is to work harder than all these, and yet 
Be thought an idler by the noisy set
Of bankers, schoolmasters, and clergymen 
The martyrs call the world.’
                                          And thereupon
That beautiful mild woman for whose sake 
There’s many a one shall find out all heartache 
On finding that her voice is sweet and low 
Replied, ‘To be born woman is to know—
Although they do not talk of it at school—
That we must labour to be beautiful.’
I said, ‘It’s certain there is no fine thing 
Since Adam’s fall but needs much labouring.
There have been lovers who thought love should be 
So much compounded of high courtesy 
That they would sigh and quote with learned looks 
Precedents out of beautiful old books; 
Yet now it seems an idle trade enough.’

We sat grown quiet at the name of love; 
We saw the last embers of daylight die, 
And in the trembling blue-green of the sky 
A moon, worn as if it had been a shell 
Washed by time’s waters as they rose and fell 
About the stars and broke in days and years.

I had a thought for no one’s but your ears: 
That you were beautiful, and that I strove 
To love you in the old high way of love;
That it had all seemed happy, and yet we’d grown 
As weary-hearted as that hollow moon.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Διομήδης Βλάχος: Notturno




Τι μεταμεσονύχτιος θρίαμβος κι αυτός!
Πώς ράγιζαν οι πλάκες
απʼ τον αντίλαλο του φεγγαριού
πώς έτρεμε ως το κόκκαλο
ολόγυμνη η πλατεία
κʼ υστέρα πώς η πόλη
αποτραβήχτηκε στην κώχη της
κι από κει μέσα παραμόνευε
μʼ όλες της τις πληγές ορθάνοιχτες.

Και ξαφνικά νʼ ακούγεται
βουή τεκτονικού σεισμού
τα σπίτια να τινάζονται στον ουρανό
κʼ οι σπόνδυλοι των άστρων
να κατρακυλούν στη θάλασσα.

Νύχτα ατέλειωτο βάραθρο
λεπίδι της αγρύπνιας μου ασημένιο.


ΦΑΝΟΣ ΘΥΕΛΛΗΣ (1991)

Διομήδης Βλάχος: Κατάσαρκα




Πώς να μεταφέρω
αυτή την ασήκωτη λωρίδα ουρανού
ως την έξοδο
και πώς σε ώρες προγραφής
να μην ενδώσει η γύμνια μου
παραδομένη του τροχού,
της άπνοιας, της συναίνεσης
αφού όλα τα ξερίζωσες;
Αν είχα την εφτάψυχη θάλασσα
τα ζαφείρια της πρωινής δροσιάς
την σφραγίδα με τον μινωικό πάνθηρα
τώρα σε ιερουργίες σφαγείων
ακόμα και τ' αποδημητικά
τα χέρια μου
τον κλονισμένο ύπνο μου
κάτι από αυτά που με το χώμα
με κρατούν δεμένο αν είχα.

Δεν μένει παρά να φορέσω
τη σιγή κατάσαρκα
έτσι που υψίσυχνος κατάντησα
και εν εκστάσει ν' αποπλεύσω
μετάσταση
προς κάθε πρόσβαση της μέρας
που κρατά στα χέρια της
τον λύχνο της ψυχής μου.


ΦΑΝΟΣ ΘΥΕΛΛΗΣ (1991)

Μάνος Ελευθερίου: Ακτινογραφία θώρακος




Στον Άδη πάνε οι φίλοι μας μονάχοι
και τα κρυφά τους πένθη αιμορραγούν.
Το στόμα τους μυρίζει μοσχοκάρφι,
κουράστηκαν μυστήρια να εξηγούν.
Ανυπεράσπιστοι, μοιραίοι θεατρίνοι,
με τα μαλλιά λουσμένα μπριγιαντίνη.

Η νύχτα έχει καρφίτσες και βελόνες,
καρφιά και δηλητήρια και σχοινιά.
Ποιός γάμος μυστικός, ποιοί αρραβώνες
θα γίνουν μες τους κήπους του φονιά;
Ο κόσμος μονοσύλλαβος και τρέμει,
ευνούχος τρομαγμένος στο χαρέμι.

Μες στο μυαλό μας καίει ένα ρουμπίνι,
σπασμένο δάκρυ κόκκινου κραγιόν.
Κι όλα θυμίζουν μια δικαιοσύνη
και τον καπνό, που θα ’ρθουν, γυναικών.
Ποιός δίνει στη ζωή του προθεσμίες,
σαν ασκητής χωρίς επιθυμίες;

Ξεφεύγεις κάθε βράδυ απ’ τις βιτρίνες
μιας επαρχίας πάντα, μαγαζιού.
Και ντύνεσαι λαμέ και οργαντίνες
και τραγουδάς τραγούδια του συρμού.
Δεν είσαι εσύ. Μην παίζεις, μην πειράζεις.
Στην αμαρτία το αίμα σου μην τάζεις.

Φόρεμα πράσινο. Στο πλάι πιέτες,
τακούνια καμωμένα από φελλό.
Τι σου ’μαθαν οι σκόρπιες οι κουβέντες;
Ποιό σκηνικό θυμάσαι απατηλό;
Απ’ όλα αυτά τι σου ’μεινε στη μνήμη;
Μες στ’ άστρα της αρρώστιας, ποιό αγρίμι;

Εργόχειρο παλιού φυλακισμένου,
σταυρός φτιαγμένος μ’ άχυρα χρυσά.
Το αίμα ευλογεί του σκοτωμένου
κι ο θυμωμένος Άγγελος λυσσά.
Τι πρόλαβες, τι ξέρεις από κείνα;
Πουκάμισα ριγέ, χασές, ποπλίνα.

Μες στις παλιές κρυφές φωτογραφίες,
κυλάει φρικτός ο θρήνος ημερών.
Σκιές και φως. Σαν ακτινογραφίες,
του θώρακος, της πλάτης, των φτερών.
Δίπλα σου πάντα οι άγιοι στρατηλάτες
πενθούν για τις δικές μας αυταπάτες.

Στον Άδη πάνε οι φίλοι κι άλλοι φίλοι
μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.


Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (2003)






Έκτωρ Κακναβάτος: Χρονικό του σχίσματος




Υπάρχει ένας διαλογισμός μέσα στο χέρι μου
είναι ο κελευστής Παρμενίων.
Η αχρωματική του πιθανότητα κατάλοιπο ναυπηγείου
ανάγεται στα εύφλεκτα
καταπώς η μάνητα του Αχιλλέα μπολιάζει τις οξυές.
Το αντικείμενο αυτό διχάζεται, η ζάλη του
είναι κλείδωση του αγέρα
όταν ξεσέρνει πίσω του τις μπαμπακιές
κ' η αφαίρεση οξύνεται στα έσχατα.
Τότες, μόνο το θάμπος μπορεί να ισορροπεί
κι ας ονομάζει ο καθένας τύχη όλα τα ύδατα
κι ας ματάγινε αντηλιά το χέρι μου αποξαρχής
κι ας κακοφόρμησε ύστερα που κατάπεσε αλάτι
κι ας ξεράθηκε.

Σ' αυτές τις γειτονιές άγιοι δίχως σαντάλια
ψέλνανε το credere εκαίγονταν στις φρυκτωρίες
όπως αστραφτερά ποδήλατα που ανηφορίζουνε
τις ειδούς του Μάρτη.

Πώς το σκοτάδι τότες μ' ένα μόνο κύτταρο
αντιδρούσε σ' όλες τις αντινομίες;
Η κίνηση αυτή ξανέκαθεν είναι ο ιδεατός Μπράουν
που αναπτύσσεται με ιδιόμελα με στιχηρά και άλλα
τέτοια ησυχάρια καταπώς χειρομάντης τις,
Σωτήρης το επίκλην, χρίεται προκαρδινάλιος
καθότι αρσενοκοίτης·

ώρα πολλή με δαύτον κοιταζόμαστε στα μάτια
ώσπου απ' τη μασχάλη του βγαίνει κουρνιαχτός
σαν από φουρνέλο,
σμπρώχνει την ψυχοπερίπτωσή του καταπάνω μου
αισθάνομαι που το μεσονύχτι μου γίνεται χίλιες
μικρές αράχνες,

τότες πια θαρρετά καταμεσί της aula
σαν από γεωτρύπανο
ο ανατατικός στυλίτης Ισαάκιος δηλώνει ότι ποτές
δεν παραδέχεται να υπάρχει η νήσος Αστυπάλαια,
εξόν ο διχασμός της.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Μονόδρομος




Μένω εδώ βυθός της ασβεστόπετρας η ελατόριζα
και περιμένω, λυσσάει η θάλασσα ελικοφόρα
στο πλάι η γενιά μου θέρος χιλιότρυπο
ο ήλιος μπαίνει από τις τρύπες βγαίνει σπρώχνοντας
τις μέλισσες, οι κάννες όλο και σκουριάζουν
μένω εδώ και περιμένοντας,
αυτή 'ναι η λεπτομέρειά μου.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Συναρμολόγηση πυρπολικού




Η Σαμοθράκη, φώναξα, ο τράχηλος των εφήβων.
Έγινε λάμψη,
σε λίγο μάζευα τα κόκκαλά μου.
Οι δυτικοί γορίλες σκόρπισαν στις φυτείες
ν' αγραυλούνε έμπροσθεν του τάφου.
Άστους θα τα ξαναπούμε.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)



Έκτωρ Κακναβάτος: Το άλφα ως τυραννοκτόνος




Τη διάβαση με κόκκινο.
Ούρλιαζαν που πήγαινες να βρεις το πρόσωπό σου
τάχατες άσε καταμέρος τ' ακρωτήρια.
Είτανε λέει της γραφής που κατάματα σε κοίταζε
το φίδι
ή που το ταβάνι πήρε να πέφτει κατεπάνω σου.
Ο τόπος ηλεκτραρνητικός με υπογένειο
γέμιζε σκουριά συφοριασμένες λέξεις
ο Θουκυδίδης άσαρκος όπως η μετάληψη
περιστρεφότανε με τ' άλλα τιμαλφή ως άτρακτος
ή ως φέγγος των αλόγων,
το γεγονός θεωρήθηκε ηλιοστάσιον.

Τρεις η ώρα του μεσονυχτιού σταματήσανε όλα.
Μόνον ο μαύρος κόκκορας
που τονε μακελέψαμε σαν ρίχναμε θεμέλια
ζητούσε πίσω το κεφάλι του.
Τότες δείχνοντας κατά τα Ζαγόρια
ξέσπασες σε λυγμούς.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Διέλευση αστεροειδούς




Ιησού, ταξίδι μου σε κουπέ της τρίτης.
Ταγαράκι τρίχινο κλουβί με καναρίνι
κάμπια στη φούχτα σου το ροκανίδι από κεδρόξυλο
ζάχαρη στα τσίνορα η Γαλιλαία, κάντιο·
σαν φτάσαμε στο Λιανοκλάδι
και συ με τους χαζούς στο θάμασμα
αρκούδα γύφτος ντέφι, εγώ αλλού
περιστέρι ατέλειωτο να ψάχνω στο πλευρό μου
την πληγή σου.

Χριστέ μου οι δυο μας το ίδιο πετσί
χράμι κουβέρτα αντίσκηνο,
χώστο καλά στο νου σου,
τις νύχτες σταυροπόδι καπνίζομε στριφτό
γυμνάζομε γυναίκες στα μιντέρια
ακούμε γύφτισσες να μελετούν τη μοίρα μας
δρόμοι της φούχτας πέρα ως τα δάχτυλα
γραμμές τ' ανέμου αγρύπνια,
με κλεφτοφάναρο ο εκκωφαντικός χαφιές
έψαχνε τ' όνειρό σου Μονεμβασιά απόμακρη
αγδίκιωτο φραγκόσυκο γυμνό ίδιο λιοπύρι,
στην Αίγινα δεν πήγες,
το μπόι σου ίσαμ' ένα δέντρο ούτε που το μέτρησες
τους ευσεβείς δεν τους χαστούκισες
είταν δικοί σου·
όλη τη νύχτα ψάχνω το πλευρό μου
τι να 'γινε η πληγή σου εκείνη της δικαιοσύνης.

ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)


Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

torrin a. greathouse: Phlebotomy, as Told by the Blood




Consider these parallel histories: An emperor once declared war on the sea, sent his men drowning toward victory, & the Red Sea is named for the dead algae blooming within it. Can you tell me the difference? Maybe I too am red for all the slaughter carried within me, bastard child of water, lake swelled with rotting fish. What are you searching for when you drag me from you? Your vein a riverbed dredged of impossible children. Cells tested for the echo of your mother’s name. Once you were carried in your mother, her belly a lake. If the child before you & all those after sunk, are you the blood or the water? A boat or the first unfinished wolf, wrenching itself from the sea? A bridge too carries bodies & the water carries it. Does this make the bridge a mother or a child? Your mother once told you that if she gave you life she could take it back. Does this make her the bridge or its necklace of nooses? The river or its surface tension? Liquor is lighter than water & so is gasoline. Both burn. Both stained-glass a surface in the sun. Common language says we drown in liquor, perhaps this means your mother is a lake beneath another’s surface. What does that make me? A bridge or a glass? Your mother’s mother? Sometimes I worry that you’ve forgotten me. Dry & sober as a boat. Your survival a matter of surface tension. Maybe you believe that you are the bridge, suspended above all your dead. Don’t forget, everything erodes. A canyon is just a river’s bastard child. Bruise deep in the dirt. All of man’s inventions topple, each bridge’s arches bullied down to cliché rust. Another history blooming the water red.