Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

Τάκης Σινόπουλος: Νεκρόδειπνος για τον Ελπήνορα




Του Νίκου Σταύρου

Το βράδυ εκείνο ήταν βαρύ ζεστό κι ασάλευτο.
Ο αγέρας μάκραινε τις φλόγες των κεριών
κατά την οροφή. Κουρτίνες βαθυκόκκινες
σκέπαζαν τα παράθυρα και η αυστηρή Σιγή
με βήμα σιγανό πλανιότανε στην έρημη
κλεισμένη σάλα.

Όταν πια κουρασμένος από το σοφό βιβλίο
τα μάτια ανύψωσα ξάφνου είδα γύρα
πλήθος βουβές μορφές που κοίταγαν ασάλευτα
βαθιά κι αυξαίνανε ήρεμα κοιτάζοντας
ολοένα. Τότε ερώτησα με σοβαρή φωνή:
Φίλοι τί συναχτήκατε και τί γυρεύετε εδώ πέρα;
Δεν αποκρίθηκαν μονάχα κοίταγαν κατάματα
και πίσω ολοένα πλήθαιναν σαν άνεμος
που γιόμισε όλη η σάλα.
Κάπου ιδωμένα πρόσωπα μορφές απαντημένες
στης ζωής το κύλισμα στα πιο δύσκολα χρόνια
σε καταχνιές σε υπόγεια σε φονιάδων δρόμους
στο αίμα επιδέξια στο μαχαίρι στο βιασμό.
Και πάλε ερώτησα μ’ ατάραχη φωνή:
Τί καρτεράτε αμίλητοι πώς μπήκατε εδώ μέσα;
Κι όπως δεν αποκρίνονταν με συνεπήρε η οργή:
Σκυλιά καταραμένα τί γυρεύετε; μιλήστε.
Κουφάρι εσύ τυφλό τί θες; γοργά αποκρίσου
γιατί το χέρι μου με βιάζει το ανυπόμονο.
Τότε αποκρίθηκε ήσυχα: Φίλε θυμήσου
πριν από χρόνια αμέτρητα μ’ ετύφλωσες. Το φως
δώσε μου πίσω που στερήθηκα. Ξάφνου άστραψε
μέσα μου ο κόκκινος θυμός κι είπα: τυφλέ
χάσου απ’ τα μάτια μου πριν σε κερδίσει ο θάνατος.
Δε μίλησε μόνο με κοίταγε βαθιά κι επίμονα.
Δε βάσταξα έστριψα κι αντίκρισα κάποιον Λουκά
νεκρό σαράντα χρόνια τώρα με μια τρομερή
φάουσα στο πρόσωπο. Πιο πίσω τον Ισαάκ
χτικιάρη που τον πήρε ένα πικρό βόλι στην Αλβανία
δίπλα το Μάρκελλο πιο πέρα τον Αλέξαντρο
που τον εγκρέμισα τη νύχτα σε μια στέρνα σκοτεινή.
Κι όλοι τούτοι με κοίταγαν βουβοί κι ασάλευτοι
με τα πρησμένα μάτια τους καθώς συνάζονταν
και πλήθαιναν τριγύρα μες στην αίθουσα.
Τότε ανατρίχιασα βαθιά μα ωστόσο μπόρεσα
κι εφώναξα με δυνατή φωνή: Σκυλιά
δαίμονες φύγετε κι αδειάστε τη γωνιά. Για σας
δεν έχω τίποτα. Και λέγοντας μπήκα στην κάμαρα
του ύπνου με την κρυφήν ελπίδα πως θα γλίτωνα.
Μα τότε πια η οργή κι ο σκοτεινός θυμός
μου ’πρηξαν τα ρουθούνια. Αμέτρητες μορφές
καρτέραγαν εκεί κι ασάλευτες με κοίταγαν.
Από τ’ ανοιχτά παράθυρα ο αγέρας σιγανός
με μια μουρμούρα υπόκωφη τις αύξαινε
γύρα και συνωθούντανε ακατάπαυστα στην κάμαρη.
Κι ανάμεσά τους είδα με χακί τον Μπίλια
τον Μπίλια εκείνον που ήταν τόσο βρόμικος στο μέτωπο
κι απόρεσα βαθιά και τον ερώτησα με τρέμουσα φωνή:
Μπίλια πώς βρέθηκες εδώ; πώς ήρθες τέτοιαν ώρα;
Δε μίλησε μόνο που χαμογέλασε γλυκά
κι ύστερα σοβαρός εβάλθηκε να στρώνει το τραπέζι
μ’ ένα μακρύ μαύρο τραπεζομάντιλο που ακούμπαγαν
τα κρόσσια του στο πάτωμα κι άναψε απάνου τρεις
λευκές λαμπάδες σε τρεις ασημένιους κεροστάτες.
Ο τρόμος τότε μου ’λυσε τα γόνατα κι η μνήμη
σαλεύοντας βαθιά μες στην υπόστασή μου ανάσυρε
καθώς ο δύτης από του πελάγου το βυθό κάποια παλιά
λησμονημένη υπόσχεση στο νεκρό φίλο Ελπήνορα.
Και ξάφνου καθώς ένα φως ελάχιστο μες σε βαθιά
σκοτεινή γαλαρία ζυγώνει αυξαίνοντας ολοένα
έτσι μεγάλωσε στον ταραγμένο νου μου η εικόνα του
κι ορθώθηκε ολοζώντανος στα μάτια μου ο Ελπήνωρ.
Το βλέμμα του με κοίταγε γλυκό κι ασάλευτο.
Τα χείλη του κινήθηκαν κι ύστερα πάλε σφάλιξαν
και θάρρεψα πως άκουσα να φτάνει ώς την ακοή μου
η υπόκωφη μουρμουριστή φωνή του: Φίλε
καιρό με ξέχασες. Μήτε ένα δείπνο για νεκρό
μήτε μνημόσυνο δεν έταξες για τον Ελπήνορα.
Πικρός ο θάνατός μου ακόμα συνεχίζεται
και με παιδεύει ακόμα πιο πικρός και μαύρος
όσο περνάει ο χρόνος. Λύτρωσέ με φίλε.
Έτσι άκουσα κι η τύψη ορθώθηκε σα σύννεφο
μπροστά μου και τα μάτια μου θολώσανε
ξάφνου από δάκρυα σκοτεινά καθώς ο ποταμός
φουσκώνει το χινόπωρο με την πυκνή βροχή.
Κι όταν πια λιγοστέψανε και σφούγγισα
τα βλέφαρα με την παλάμη κι ύψωσα το βλέμμα μου
για να κοιτάξω τον Ελπήνορα δεν είδα τίποτα.
Κι η κάμαρα κι η σάλα είχαν αδειάσει ξάφνου.
Από τ’ ανοιχτά παράθυρα φύσαγε ένας ζεστός αγέρας.
Το φως φτιασιδωμένο και θανάσιμα θολό
χυνότανε παντού κι ο νοσοκόμος
ολάσπρος μες στην μπλούζα του βαθιά εξαϋλωμένος
σιγούρευε με προσοχή τα μαγικά βοτάνια
σειρά σειρά στ’ αψηλό ράφι.


ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (1951)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου