Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Νίκος Καρούζος: Τρομάζοντας από γέννηση




Κάθε πρωί ξαφνιάζομαι
ξυπνώντας απότομα
σκέφτομαι λίγα δευτερόλεπτα
λέγοντας υπάρχω λοιπόν ακόμη.
Τέτοιος ο τρόμος που με
συνέχει από λίκνου.

Ευγένιος Αρανίτσης: [Χλωμή και νεκρή]




Χλωμή
και νεκρή
σαν το χιόνι
και μόνη
η Ισμήνη
κρυώνει
κι απλώνει
στο στρώμα
ένα σώμα
από σμήνη
πουλιών.
Στων ματιών
τη δίνη
παλεύει
η Ισμήνη
χορεύει
και κλαίει
και λέει
στον Οιδίποδα
«Είμαι
του τίποτα
η βασίλισσα
και κύλησα στα μετάξια
για να ’μαι
αντάξια
του φόνου.
Το φως
είν’ εχθρός
του πόνου
κι οι άλλοι
στον Άδη
μιλάνε
για μένα
ενώ
στο κενό
περνάνε
χαμένα
τα χρόνια»

Ξανά
τη φωτιά της
απλώνει
η φρίκη
ουρλιάζουν
οι λύκοι
μπροστά
στη σελήνη
κι η Ισμήνη
κρυώνει
μα αντέχει
να έχει
σεντόνι
από χιόνι

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος απαγγέλλει Γιώργο Σεφέρη







William Carlos Williams: The Botticellian Trees




The alphabet of
the trees

is fading in the
song of the leaves

the crossing
bars of thin

letters that spelled
winter

and the cold
have been illuminated

with
pointed green—

by the rain and sun—
The strict simple

principles of
straight branches

are being modified
by pinched-out

ifs of color, devout
conditions

the smiles of love—
……

unit the stript
sentences

move as a woman’s
limbs under a cloth

and praise from secrecy
quick with desire

love’s ascendancy
in summer—

In summer the song
sings itself

above the muffles words—

William Carlos Williams: These




are the desolate, dark weeks
when nature in its barrenness
equals the stupidity of man.

The year plunges into night
and the heart plunges
lower than night

to an empty, windswept place
without sun, stars or moon
but a peculiar light as of thought

that spins a dark fire -
whirling upon itself until,
in the cold, it kindles

to make a man aware of nothing
that he knows, not loneliness
itself - Not a ghost but

would be embraced - emptiness
despair - (They
whine and whistle) among

the flashes and booms of war;
houses of whose rooms
the cold is greater than can be thought,

the people gone that we loved,
the beds lying empty, the couches
damp, the chairs unused -

Hide it away somewhere
out of mind, let it get to roots
and grow, unrelated to jealous

ears and eyes - for itself.
In this mine they come to dig - all.
Is this the counterfoil to sweetest

music? The source of poetry that
seeing the clock stopped, says,
The clock has stopped

that ticked yesterday so well?
and hears the sound of lakewater
splashing - that is now stone.

William Carlos Williams: Seafarer




The sea will wash in
but the rocks-jagged ribs
riding the cloth of foam
or a knob or pinnacles
           with gannets-
are the stubborn man.

He invites the storm, he
lives by it! instinct
with fears that are not fears
but prickles of ecstacy,
a secret liquor, a fire
that inflames his blood
to coldness so that the rocks
seem rather to leap
at the sea than the sea
to envelope them. They strain
forward to grasp ships
or even the sky itself that
bends down to be torn
upon them. To which he says,
It is I! I who am the rocks!
Without me nothing laughs.

Γιώργος Θέμελης: Κυμοθόη




I
Αφήστε με να κείτομαι
Ανέκφραστα μάτια τυραννία από βαθιά σημάδια
Πιο επίμονα απ’ το κολλημένο δέρμα
Από περιττές μεταμέλειες που μπερδεύουν το αίμα

Αγωνίζομαι να βρω τα δικά μου δάκρυα
Να εγκατασταθώ στην καρδιά μου

Πώς να το πω δεν ξέρω
Καμιά γλώσσα δε μιλιέται
Σιωπή από βυθισμένα άστρα
Ερημιά ουρανού μέσα σε κάθε φωνή

Έχω μια κρυφή ελπίδα
Να συναντήσω κάπου τη θάλασσα

Τα πουλιά ταξιδεύουν επάνω στα όνειρά τους

[...]


ΓΥΜΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (1945)

Γιώργος Θέμελης: Επάνω στα ίχνη




Περπατώ και θυμούμαι

Κάτι ξέχασα
Κάτι είχα να κάμω

Πουθενά δεν είναι ο κόσμος
Κλεισμένοι ο ένας στον άλλο
Γνωρίσαμε τη νύχτα που ομιλεί

Κάθε πρωί γίνεται φως
Καινούργιος ουρανός
Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Χέρια ξεχασμένα μέσα στη σάρκα

Περπατώ και θυμούμαι
Γυμνή στιγμή απέραντη διάρκεια

Ποτέ πια, δεν είναι αλήθεια,
Μέσα μου σκυμμένο πρόσωπο
Διπλό κορμί ακέρια μοναξιά

Να κοιμηθώ να γνωρίσω ατέλειωτα

ΓΥΜΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (1945)

Γιώργος Θέμελης: Απογύμνωση




Κανείς δεν το περίμενε
Το κρύο και τη βροχή

Η νύχτα κάνει πιο βαθιές τις χαραμάδες
Μαζεύεται κόσμος και γελά χαζεύοντας απ’ όλες τις μεριές
Ζώα φυλακισμένα
Άδεια καθίσματα παλιά
Ένα κομμένο κεφάλι που ξεφωνίζει

Ο απέραντος τοίχος με το καρφί και το γκρεμισμένο παράθυρο

Ψάχνω να βρω ένα ρούχο
Ένα σκέτο πανί
Το σκέπασμα της νύχτας

Περνάει ο άνεμος φορτωμένος μιλήματα περιστέρια και μάτια
Έρχεται απ’ την άλλη μεριά
Πέρ’ απ’ τη θάλασσα την πόρτα τ’ ουρανού

Πάνω από κάθε ύψος
Αρχίζει η μοναξιά


ΓΥΜΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (1945)

Γιώργος Θέμελης: Σημάδια




Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Τα μαλλιά μου ήταν μια φορά γεμάτα ήλιο
Φωνές της θάλασσας

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Είναι μέσα κάτι
Που παίζει
Πονεί
Εδώ στο μάτι
Μια πεταλούδα

Ψάχνω να βρω σημάδια

Είχα θαρρώ φυλάξει
Κάτι απομεινάρια
Κάτι ωραία φτερά

Ανασέρνω το πανί
Ένα σκέτο ορθογώνιο πλαίσιο
Πεθαμένα πουλιά και φύλλα

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα


ΓΥΜΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (1945)

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Gary Snyder: Song of the Taste




Eating the living germs of grasses
Eating the ova of large birds

    the fleshy sweetness packed
    around the sperm of swaying trees

The muscles of the flanks and thighs of
               soft-voiced cows
     the bounce in the lamb’s leap
     the swish in the ox’s tail

Eating roots grown swoll
              inside the soil

Drawing on life of living
      clustered points of light spun
                 out of space
hidden in the grape.

Eating each other’s seed
                   eating
     ah, each other.

Kissing the lover in the mouth of bread:
                   lip to lip.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Σπύρος Τζουβέλης: Τα χρώματα του καλοκαιριού




Κίτρινη άμμος
κίτρινος στηθόδεσμος
κίτρινο κάλυμμα της ήβης
δέρμα χρυσό απλωμένο
στη ρέμβη του φωτός
σώμα λιγνό
δέσμη από αχτίδες.

Κόκκινο φόρεμα
κόκκινη πλάτη ξέφλουδη
κόκκινα χείλια στο φιλί
φρύδια ξανθά και βλέφαρα
τόσο κοντά στον έρωτα.

Γαλάζιο κύμα τ' ουρανού
γαλάζια μάτια δροσερά
έτοιμα πάντα για το κλάμα
και για τ' όνειρο.

Σπύρος Τζουβέλης: Το ποίημα που πήρε ο άνεμος




Εκείνο το μικρό λευκό χαρτί
με το χαρούμενο τραγούδι μου για σένα
το πήρε ο άνεμος της ακροθαλασσιάς.
Τι κρίμα, δεν το πρόλαβα
προτού στα κύματα χαθεί.
Τι κρίμα, δε θυμάμαι πια τους στίχους.

Μ' αρέσει να υποκρίνομαι πως τίποτε δεν ξέρω.
Μ' αρέσει στίχους να σου γράφω που πετούν
στον άνεμο της ακροθαλασσιάς.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Μάνος Ελευθερίου: Όραμα βασίλισσας αγίας




Ξυπνώ κι η πύλη εξόδου ανοιγμένη.
Δυο βήματα και όλα θα χαθούν.
Και βλέπω τη μητέρα μου φτασμένη
τις καταιγίδες να 'ναι πια ντυμένη.
Τα μάγια μιας ζωής μ' ακολουθούν
σαν αγιασμούς που πίνουν μεθυσμένοι.

Το σχήμα ανθρώπου είχε σ' άδεια πόλη
μ' ερείπια, με στάχτες, με καπνό
και μύριζε ιώδιο και φορμόλη.
Κοντά της και οι Δώδεκα Αποστόλοι
κρατούσανε σπαθί δαμασκνό
και μιας Ελλάδας άσωτης το βόλι.

Στον έναστρο του εγκλήματος πετούσε
-πουλί που πήρε άξαφνα φωτιά-
και τ' άνθη σφάζοντας, υπνοβατούσε
στις εποχές του αίματος. Πενθούσε
του μέλλοντός μου τη ραγισματιά
κι αυτό που από παιδί αιμορραγούσε.

Εσύ δεν είσαι εκείνη που ζητούσα;
Πώς ήρθες έτσι μέσα στους στρατούς
σκιά φωτιάς, λαμπάδα που κρατούσα
και με γεννούσες, όταν σε γεννούσα
μες στων Ελλήνων πάντα τους λαούς
που κακουργούσαν ό,τι αγαπούσα;

Μου λέει: Μην κοιτάς που δε σ' αγγίζω.
Ούτε μ' αφήνουν ούτε και μπορώ.
Αέρας είμαι, πνεύμα που στραγγίζω.
Στη Γη να ξαναπάς, αυτό σου ορίζω.
Πολέμησε με το ένα σου φτερό.
Το φως για τη γενιά μου ήταν γκρίζο.

Ο σπόρος ακριβός, μου λέει. Χρόνια
σα φαρφουρένια βάζα με γλυκά
που σπάσανε στις πλάκες. Τη συμπόνια
την είδα που ξερνούσε καταφρόνια
σε πρόσωπα ακριβά και μυστικά
και στα λινά τα νυφικά σεντόνια.

Πώς ζήσαμε, ποιοι ζήσαμε, τι ζούμε;
Πώς έγινε κι οι έσχατοι νικούν;
Για ποιες χαρές και πόνους τραγουδούμε;
Για σένα πες μου, τ' άλλα θα τα βρούμε.
Τι κάνεις; Πού δουλεύεις; Ποιοι σ' ακούν;
Καπνίζεις; Χαρτοπαίζεις; Δε σ' ακούμε,

πιο δυνατά. Λοιπόν; Ποιος σε κοιτάζει;
Ποιος ράβει τα κουμπιά σου τα χρυσά;
Κουμπιά δεν έχω, μάνα. Με μαράζι
το δένω το πουκάμισο, που αλλάζει
και μέγεθος και χρώμα και κοψιά,
ανάλογα ποιος φίλος μου γιορτάζει.

Μιλούσα και μιλού- παραμιλούσα'
ούτε υποψία φαίνονταν σκιάς.
Την άκουγα, δεν άκουγα, πετούσα,
και είχα τόσα, τόσα να ρωτούσα.
Ο δαίμονας της ποίησης για μας
τον κάθε πόνο κάνει Αρετούσα.

Να πας, παιδί μου, πίσω. Στην ευχή μου.
Στην πέτρα την ξερή να βρεις νερά
και να προσεύχεσαι για την ψυχή μου.
ΜΗ ΓΡΑΦΕΙΣ, ΜΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ, φυλακή μου.
Σε λένε οι αλήτες μασκαρά
και το φωνάζουν- καίει η ακοή μου.

Ο κόσμος είναι μόνο των δημίων,
της αρπαγής, του φόνου, του φαλλού
και μόνο εσένα θά 'βρουν όλοι μείον.
Θα σ' έβρουν στης ζωής σου το ταμείον
με μάγισσα μια τέχνη ενός τρελού
που παίζει με τα συν και με τα μείον.

Σαν όραμα βασίλισσας αγίας
που εθανατώθη πάνω στην πυρά
χανόταν σε βυθούς αιμορραγίας
με ψάρια και δελφίνια της μαγείας,
και μου θυμίζαν όλα, έτσι αργά,
σκηνή από ταινία νοσταλγίας.


Ο ΝΟΗΤΟΣ ΛΥΚΟΣ (2010)

Διαβάζει ο Μάνος Ελευθερίου







Πρόλογος

Το νόημα της τέχνης μου θαρρούσα
πως ήταν φεγγαριού βυζαντινού
κι αυτό που από παιδί αιμορραγούσα.
Στα μήπως και τα τίποτα πενθούσα
γιατί σαν ακροβάτης του ουρανού
στην αίρεση του κόσμου ισορροπούσα.

Φυσούσε φύλλα τράπουλας κι αφιόνι
μες στων νεκρών ερώτων τους γκρεμούς
και της πικρής μου τύχης οι δαιμόνοι
του σώματός μου γίνονταν αγχόνη.
Στον ύπνο μου διψούσαν αγιασμούς
σκυλιά της μουσικής του Αλμπινόνι.

Ζητιάνος στα ουράνια φαρμακεία
ζητούσα φάρμακα φανταστικά
γι’ αγάπη, εμπιστοσύνη κι ευσπλαχνία
και για μια τέχνη δίχως ερμηνεία.
Ζητούσα πυροσβέστη να νικά
το πυρ που κατακαίει τη μανία.

Και να ο πυροσβέστης – οπτασία
να πίνει και να τρώει τη φωτιά
καθώς οι μάγοι άγιοι στην Ασία.
Κι ωστόσο τη δική του αθανασία
την αγνοεί – κι ας ρίχνει σαϊτιά
στα πάθη που δεν έχουν εκκλησία.

Οι γέροι φωτογράφοι, σα γυρίζουν
στο σκοτεινό τους σπίτι σιωπηλοί
τα είδωλα της μιας στιγμής αγγίζουν
με το μυαλό, μ’ αισθήσεις που ραγίζουν.
Δεν έχουν αυταπάτες και φυλή.
Συνήθισαν παντού να γονατίζουν.

Χιονίζει στα χρυσά ινδάλματά τους
σε χέρια, πόδια, στόματα, φωνή,
και πώς να φτιάξουν, πώς, το άγαλμά τους
πριν προδοθεί το σώμα από θανάτους.
Παγίδεψαν το χρόνο στο χαρτί
γι’ αυτό χιονίζει πάντα στην καρδιά τους.

Και μοιάζουν μ’ όσους ζουν σα μεταπράτες
μα πιο πολύ θυμίζουνε κουρείς
με τσέπες από ενθύμια γεμάτες.
Μαλλιά που κόψαν από κωπηλάτες,
εργάτες, καλλιτέχνες, ιερείς
και στη φωτιά τα ρίξαν και τις στάχτες

να βρουν αγάπες, τρόπους και υποσχέσεις
και συνταγές του έρωτα παλιές.
Τους τόκους που έχουν κάποιες καταθέσεις:
και τι αναλογεί στις αφαιρέσεις
και λένε ευχές και ξόρκια σε θηλιές.
Τι επιτέλους κάνεις για ν’ αρέσεις.

Έτσι χιονίζει χρόνια και για μένα
στα ξένα σπίτια μέσα που ξυπνώ
κι ανακαλώ φαντάσματα αγιασμένα.
Γι’ αυτό μιλώ για λάθη ξεχασμένα.
Γι’ αυτό μιλώ κι εδώ καθώς γερνώ
για πράγματα που σφάλασι για μένα.


Ο ΝΟΗΤΟΣ ΛΥΚΟΣ (2010)

Λίνα Νικολακοπούλου: Μωρό




Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Νίκος Αντύπας
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη
Δίσκος: Σαν ηφαίστειο που ξυπνά (1997)




Ένα μωρό, μωρό παιδί, χρόνια
έχει κρυφτεί στο σώμα μου
Τρώει μπογιές, καρδιές, φωτιές, χιόνια
και την κολόνια μου

Μέρα νύχτα κλαίει,
δε με θες μου λέει,
τρέχει στην μπανιέρα γυμνό,
λούζει τα μαλλιά μου,
πλένει τα φιλιά μου,
βγάζει απ’ την ψυχή μου καπνό

Ένα μωρό, μωρό παιδί, χρόνια
έχει κλειδιά απ’ το σπίτι μου
Κάνει ζημιές, βρωμιές, χαρές, ψώνια
κάτω απ’ τη μύτη μου

Χρόνια μ’ αρρωσταίνει,
χρόνια μου γελά,
μου 'χες πει θα ζούμε καλά,
μούρη μου σπασμένη,
ρούχα μου απαλά,
σου 'χα πει θα ζούμε καλά

Ένα μωρό, μωρό παιδί, φως μου,
για να με δεις το χτένισα
κι αν μ’ αγαπάς,
καιρό, καιρό δώσ’ μου,
δώρο στο γέννησα

Χρόνια ερωτευμένο,
παραμυθιασμένο,
μ’ ένα μυαλουδάκι γερό,
που όταν λέει πεθαίνω,
τρέχω του μαθαίνω
τι θα πει μωρό μου
Μπορώ

Λίνα Νικολακοπούλου






Μιχάλης Κατσαρός











Διαβάζει ο Μιχάλης Γκανάς






Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Νάσος Βαγενάς: Η αίθουσα




στον Ντάγκλας Ντάν

Αιωνιότητα τ’ όνομά σου είναι Σολωμός.
Καθισμένη σε μεταξωτά μαξιλάρια, πάνω
σε σκαλισμένο θρόνο, αγέρωχη, κουνώντας
πεισματικά το κεφάλι, φωνάζοντας όχι
σ’ εκείνους που ζητούν να σου πιάσουν το χέρι.
Στα πόδια σου γαντζωμένος ένας μικρόσωμος Κεφαλονίτης
με σκονισμένη ρεντιγκότα — τ’ όνομά του Τερτσέτης
και δίπλα εγώ
με σπασμένα δόντια
στριμωγμένος ανάμεσα σε ανθρώπους
που ιδρώνουν και φτύνουν.

Τα φώτα σβήνουν. Κάποιος στριγγλίζει.
Αέρας παγωμένος σέρνεται στο πάτωμα.
Ένας κοντός στραβοκάνης μ’ ένα περίστροφο
και μια τρύπα στο στήθος σκαρφαλώνει στα μαλλιά σου.
Προσπαθώ να φωνάξω. Ένας παχύς διπλωμάτης
με τριχωτό χέρι μού κλείνει το στόμα.

Κωνσταντίνος Κομιανός: Ίωση ζωής



Περπατώ κι ευθύνομαι, στο φως ισχνής διάρκειας
σαν οδηγός μιας - πολλών ζωών επί μέρους·
το χρέος να τυπώσω με γράμματα ανεξίτηλης
μελάνης την ανάδυση από το έρεβος
της ανυπαρξίας των πνιγμένων συνειδήσεων

Κι αν κατρακυλώντας απ’ τον πηλό σε ρέματα
ανάστατων χειμάρρων κρύσταλλα εκτυφλωτικά
έβαλα τον πόνο να παίξει εντός μου λύρα ξέπνοη
που διάβηκε τις κλίμακες ανομολόγητων
πόθων στις άδολες και διαυγείς χορδές
όταν μυστικά συντάχθηκαν να πελεκήσουν
το σφύριγμα του ανέμου που σταθερά
δίνει το παράγγελμα της ίδιας ζηλευτής
ανάσας για την οποία ευθύνομαι

Ας συνυπολογίσουμε πώς αναπνέω

Και προχωρώ μαγεμένος από την εφήμερη δόξα
ενός καύσωνα που εξατμίζει τη ροή και την πλήξη
των παραδομένων στο ασφάλτινο λιβάνι
αυλάκι χέρσο στου πλανήτη τη ράχη
δισκοπάθεια θλιβερών αναμνήσεων
κρότος κλαταρισμένων ελπίδων που πάλλουν
χωρίς απόσβεση στο σώμα του προορισμού τους
Θολή ενατένιση του αύριο μέσα από βρώμικο
ανεμοθώρακα αυτοκινήτου αδιαφανή στα όνειρα
‘Οραμα διπλής λωρίδας σε μονόδρομο
ασήμαντης και ολισθηρής φυγής στου ήλιου
την κοχλάζουσα βασιλεμένη παράδοση

Κι’ ας συνυπολογίσουμε ότι πατώ στη γη

Και να που τρύπωσε ‘κείνος ο κοκκινολαίμης
πυρετός του θυμαριού ανάσα που στήριξε
όλη τη συνάφεια να διεκδικώ της έφεσής μου
το δικαίωμα να μην υπογράψω την εφήμερη
και δηλωσική συνθήκη στις ανομολόγητες
ενδοτικές προτάσεις να συνθηκολογήσω
στο μανιασμένο πάθος και τη θέρμη
που συντηρεί το απόκοσμο πολυέλαιο φώς
της ασύντακτης και ασυμβόλαιας ζωής μου

Κι’ ας συνυπολογίσουμε ότι ονειρεύομαι

Να την αδράξω το λοιπόν με ασυγκράτητη ορμή
και βουλιμία φθονερή, τροφική δηλητηρίαση
που σάρωσε τις λεωφόρους των εντέρων μου
και καθάρισε τα ρείθρα των πεζοδρομίων
ορμητικός χείμαρρος στους σφικτούς κανόνες
των πεπερασμένων ορίων της λιτής μου ανυπακοής
ξεγλιστρώντας αέναα σαν νιφάδα αποστείρωσης
χιόνι λεύκανσης του βόρβορου κόσμου
που προέκυψε από της αυθάδους απρέπειας
την άλογη και ανισόρροπη σπορά
ώσπου να ξεπλύνω της αδράνειας τη σήψη

Κι’ ας συνυπολογίσουμε ότι ζω!


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)

Πάνος Θασίτης: Ο νεκρός ποιητής




Δεν είμ’ εδώ που ψάχνεις.

Τι γυρεύω εγώ μες στα λουλούδια
στ’ αβάσταχτο φως του φεγγαριού.

Στις αίθουσες που οι ρήτορες
εκπολιτίζουν το κοινό
με τα φαντάσματά μας.

Τι γυρεύω.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΙΚΑ (1983)

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: [Οι δύο αντίθετες βιβλιοθήκες]



Η βιβλιοθήκη προστατεύει από την έξωθεν εχθρότητα, φιλτράρει τους θορύβους του κόσμου, μετριάζει το κρύο που βασιλεύει στην ατμόσφαιρα […] αντιπροσωπεύει τη συμπύκνωση του χρόνου και του χώρου. Αθροίζει στα ράφια της όλα τα γεωλογικά στρώματα του παρελθόντος
Ζακ Μπονέ, Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα [μτφρ. Βάνα Χατζάκη, εκδ. Άγρα]

Παρατηρούσε συχνά-πυκνά ο Νίκος Καρούζος ότι ο Βούδας δεν είχε βιβλιοθήκη. Ούτε ο Ιησούς, συμπλήρωνε. Και κάμποσοι άλλοι μεγάλοι ιερουργοί, στοχαστές, μύστες. Ωραία παρατήρηση. Απ’ την άλλη, λατρεύαμε τον Μπόρχες και την υλική βιβλιομανία, τα γεμάτα με τόμους ράφια και τα πατάρια που φιλοξενούν χαρτί και δέρμα, λέξεις και σημεία στίξεως.
Έτυχε να γνωρίσω και να συναναστραφώ δύο θαυμάσιους ρέκτες/παίκτες της Ποιήσεως, δύο πλούσιες, πληθωρικές προσωπικότητες, δύο βιβλιομανείς που ο ένας είχε τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη που έχω δει στη ζωή μου και ο άλλος τη μικρότερη. Στην κατοικία του ενός τα βιβλία υπήρχαν παντού, στο λεγόμενο καθιστικό, στο γραφείο του, στην κουζίνα, στο αποθηκάκι, στην τουαλέτα. Παντού. Ένα από τα κρεβάτια του ήταν καμωμένο από βιβλία, ένα παραλληλεπίπεδο χαρτομάνι, βιβλία στοιχισμένα και στοιβαγμένα, κι απάνω ένα στρώμα.
Είχαμε πάει στο σπίτι του, στο Κολωνάκι, παρέα με τον ποιητή και φίλο Γιάννη Τζώρτζη. Αμφότεροι είχαμε διαβάσει γι’ αυτόν, είχαμε μάθει κάποια πράγματα για τις ποικίλες ιδιότητές του, τον είχαμε δει σε μια φωτογραφία που συγκαταλέγεται στις πιο περιλάλητες αποτυπώσεις της Μπητ Γενιάς, ξέραμε ότι είχε συνυπάρξει στα αμφιθέατρα του Χάρβαρντ με τον Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, ότι είχε παίξει, ως δευτεραγωνιστής και τριταγωνιστής, αλλά πάντα σημαίνων, σε μυθιστορήματα του Τζακ Κέρουακ, στο θρυλικό Στο Δρόμο, στους Υποχθόνιους, και άλλα. Αδημονούσαμε να τον γνωρίσουμε – «εψόφαγα να τον γνωρίσω», όπως είχε πει σε μια ανάλογη περίσταση ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο Γιάννης είχε πληροφορηθεί στο δυτικογερμανικό Βερολίνο από τον Αμερικανοεβραίο Άλεν Γκίνσμπεργκ ότι ο Αμερικανοϊρλανδός Άλαν Άνσεν ζει στην ελληνική Αθήνα. Ο Γκίνσμπεργκ, με την πασίγνωστη προθυμία του και τη διάθεσή του να κάνει ανθρώπους να συναντιούνται, έδωσε το τηλέφωνο και τη διεύθυνση του Άνσεν στον Τζώρτζη. Ο Τζώρτζης ήξερε ότι ήμουν ο μόνος Έλληνας εκείνη την εποχή που γνώριζε πολλά για τον Άνσεν , κι έτσι με πήρε και πήγαμε να τον βρούμε.
Κάπου, σε κάποια σελίδα του Στο Δρόμο, ο Κέρουακ μας πληροφορεί ότι ο Ρόλο Γκρεμπ (με αυτό το όνομα εμφανίζεται στο μυθιστόρημα ο Άλαν Άνσεν) είναι ο κάτοχος της μεγαλύτερης ιδιωτικής βιβλιοθήκης στην Αμερική. Ο Άνσεν έχει μεταφέρει μέρος της βιβλιοθήκης του εδώ. Ένα διαμέρισμα-βιβλιοθήκη. Βιβλία όλων των ειδών. Δεκάδες εκδόσεις των έργων του Σαίξπηρ. Άλλωστε ο Άνσεν έχει εκπονήσει διατριβή για το πολύπτυχο μεγαλείο του Βάρδου. Όλοι οι Έλληνες κλασικοί, οι τραγωδοί μας, ο Ηράκλειτος, τα πάντα. Όλος ο Ντοστογιέφσκι και κάμποσα εγχειρίδια στρατιωτικής ιστορίας. Πολλή ποίηση, φυσικά. Ο Άνσεν είχε διατελέσει γραμματέας του ποιητή W. H . Auden – επιμελήθηκε, μετέπειτα, την Αλληλογραφία του νομπελίστα ποιητή. Αστυνομικά μυθιστορήματα σε αφθονία, αλλά ακόμα πιο πολλά κατασκοπευτικά, πολύς Τζον Λε Καρέ αλλά και ο τότε άγνωστος (και τώρα;) Francis Ryck. Ο Κάφκα παρών, και πιο κει ο Ουίλιαμ Γκάντις επίσης παρών. Τότε δεν είχε εμφανιστεί ούτε ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας ούτε ο Τζόναθαν Φράνζεν, και ο Πολ Βεράχεν, αλλιώς πάω στοίχημα θα ήσαν και αυτοί περίοπτα παρόντες. Τα βλέμματά μας κινούνται ακατάπαυστα σαν μπίλιες σε τρελαμένο φλιπεράκι. Καταπίνουν ράχες βιβλίων, ονόματα συγγραφέων, τίτλους, μυθιστορημάτων, τα πάντα – στα είκοσι κάτι σου θέλεις να διαβάσεις τα πάντα, μάλλον θα ήθελες να έχεις διαβάσει τα πάντα.
Ο Άλαν σας προσφέρει ουίσκι, σε νεροπότηρο μεγάλου μεγέθους, ξέχειλο, πάει το μισό μπουκάλι με τη μία. Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο σερβίρισμα. Το αλκοόλ λύνει τη γλώσσα, στέλνει από κει που ήρθε την όποια συστολή, και σε λίγο βομβαρδίζουμε τον οικοδεσπότη μας με απανωτές, καταιγιστικές ερωτήσεις για τα πάντα και τους πάντες, κυρίως για τους, ζώντες τότε, Μπάροουζ, Γκίνσμπεργκ, Πολ Μπόουλς, στα μέρη του οποίου έχει τραβηχτεί η περίφημη φωτογραφία της Μπητ Γενιάς, και για τον λατρεμένο Κέρουακ, μακαρίτη ήδη από το 1969.
Πίνακες του Γκρέγκορι Κόρσο – ιδίως ένα τρίπτυχο με μορφές μελανειμονούσες, βγαλμένες από ελληνικά χρονικά έγκατα, δεσπόζουν πάνω από τα βιβλία του Άλαν. Ο Κόρσο έχει γράψει μερικούς συναρπαστικούς στίχους για την Ελλάδα, για την Αθήνα, για τον Παρθενώνα. Το ίδιο και ο Γκίνσμπεργκ, ας υπενθυμίσω.
Ο Άλαν απαντάει με τρόπο λίαν ευπροσήγορο, ενίοτε ειρωνικό, αν και η ειρωνεία δεν ακούγεται στις λέξεις, στη φωνή του, αλλά μονάχα λάμπει ενίοτε στα αεικίνητα και απίστευτα εκφραστικά μάτια του.
Κάποια στιγμή, έχοντας μάλλον απαυδήσει από την έμμονη επιμονή και από την επίμονη εμμονή μας, ξεσπάει, γελώντας γέλιο ομηρικό. Όταν του περνάει το γέλιο, λέει με τη δυνατή οξύηχη φωνή του, «Μα έχετε τους πάντες εδώ, έχετε τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, τι σας νοιάζει το βρακί του Κέρουακ;» Και πριν προλάβουμε να συνέλθουμε, πιάνει και από στήθους αραδιάζει με προφορά ητακιστική καναδυό ραψωδίες της Ιλιάδας.
Λίγο καιρό μετά, πήγα στου Καρούζου. Στη Σούτσου, στην Πλατεία Μαβίλη. Ήταν το νεγκατίφ, το αρνητικό όντως, της κατοικίας/βιβλιοθήκης του Άνσεν. Πρέπει να υπήρχαν το πολύ δέκα βιβλία, όλα κι όλα, στο κονάκι, στο υπόγειο υπερώο όπως το έγραψε, το έλαμψε, ο ίδιος ο Νίκος. Μάλιστα, τοποθετημένα έτσι που να μην μπορείς να αντιληφθείς περί τίνος πρόκειται. Οι ράχες δεν φαίνονταν, τα βιβλία δεν έμαθα ποτέ ποια ήσαν. (Αργότερα, πλούτισα την σχεδόν ανύπαρκτη βιβλιοθήκη του Νίκου με έναν δεμένο Φάουστ στα γερμανικά που του δώρισα ένα βράδυ). Διέκρινα ένα τεύχος του περιοδικού Πάνθεον – πώς διάολο να βρέθηκε εκεί; και γιατί; Ερωτήματα που έμειναν αμφότερα αναπάντητα. Πάντως, και όπως ξέρουν πολύ καλά όλοι όσοι τον γνώρισαν από κοντά, ο Καρούζος είχε όλα τα βιβλία του κόσμου μες στο μυαλό του, είχε κατορθώσει με την τεράστια μνήμη του να καταστήσει τον νου του μια πάντα έτοιμη να χρησιμοποιηθεί βιβλιοθήκη – ο Καρούζος εφοδίαζε από τότε τις αποθήκες του ουρανού με τα μαλάματα της ποίησης και του στοχασμού.
Οι δύο αντίθετες βιβλιοθήκες, του Άλαν και του Νίκου. Η πιο γεμάτη και η πιο άδεια. Πλούσιες και οι δύο.
Ο Άλαν Άνσεν, γεννημένος στην Αμερική στις 23 Ιανουαρίου του 1922, άφησε, εδώ στην Αθήνα, την τελευταία του πνοή, στις 12 Νοεμβρίου του 2006, έχοντας ζήσει πάνω από σαράντα χρόνια στην Ελλάδα.
Ο Νίκος Καρούζος είναι η Ελλάδα.


Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Federico García Lorca: Ψυχή φευγάτη



Δε σε γνωρίζει ο ταύρος κι η συκιά
τ' άλογα, τα μυρμήγκια του σπιτιού σου,
δε σε γνωρίζει η νύχτα και τ' αγόρι,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Δε σε γνωρίζει η πέτρα η πλαγιασμένη,
το μαύρο ατλάζι μέσα του που λιώνεις,
δε σε γνωρίζει η μνήμη σου η σβησμένη,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Χινόπωρο θα 'ρθεί με σαλιγκάρια,
σταφύλια ομίχλης, όρη αγκαλιασμένα,
όμως κανείς δε θα σε ιδεί στα μάτια,
γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα.

Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα,
σαν όλους τους νεκρούς εδώ στη Γη,
σαν όλους τους νεκρούς που λησμονιούνται
με τα σκυλιά τα ψόφια στοιβαγμένοι.

Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω.
Γι' αυτούς που θα 'ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου.
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών του.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου.

Χρόνια θ' αργήσει να φανεί, αν θα φανεί ποτέ του,
τέτοιος καθάριος, ζωντανός, ζεστός Ανδαλουσιάνος
Την αρχοντιά του τραγουδώ με λόγια που στενάζουν
κι έν' αεράκι οπού 'κλαιγε στα λιόδεντρα θυμάμαι.


Μετάφραση:
Νίκος Γκάτσος

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: [Τα ονόματα της Παναγίας]




Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου
Τα ονόματα της Παναγίας και θα δεις

Ε ε Χρυσομαλλούσα
Ε ε Χρυσοσκαλίτισσα

Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ' άσπρο σπίτι στην πλαγιά

Τ' άλογο με τα δύο φτερά

Και η άγρια φράουλα της θάλασσας

Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου

Θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται

μέσα στ' αραποσίτια
Τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ' αλυσιδάκι στο λαιμό

Ε Παναγιά Τα Μάγκανα
Ε Παναγιά Τόσο Νερό

Να βλαστημάει και ν' ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του

Τέσσερα-πέντε αρχαία ελληνικά

Το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα

Καρυστιανή κι Ακλειδιανή
Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα

Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου
Κι απ' τ' αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς

Έι Κρουσταλλένια έι Δροσιανή
Έι Παναγιά του Νίκους

Να σχίζεται στα δύο τ' ουρανού το καταπέτασμα

Κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ

Να κατεβαίνει - κοίτα:

Στα κύματα μ' ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει

Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίτρα μου έι!


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: Ωδή στον Picasso




Α΄

Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ’ ένα φυτίλι τρίχινο
Τρέχοντας ύστερα μακρυά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελλοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεμματιές τα ψάθινα
καπέλα τους ―
Όπως όταν
ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει μέσα στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της ―
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνάζουν:
Σημαίνουν:
Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται
χαμηλά και ψιθυρίζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέμματα
Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν «πυρ αιθόμενον»
Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος ― δε μοιράζεται
Παύλε Πικασσό ― κ’ η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν juego de luna y arena ― σμίγουν εκεί που ο ύπνος
Αφήνει να μιλούν τα σώματα ― εκεί που ζωγραφίζεις
Το Θάνατο ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ’ τα τρομερά ρουθούνια του Βοριά
Γιατί έ τ σ ι μ ό ν ο υπάρχεις.

Αλήθεια Πικασσό Παύλε υ π ά ρ χ ε ι ς
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας ― αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας ― αλλά συ με μιας
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρόξανθη κραυγή
Που μ’ έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ’ αέρια, τα υγρά,
και τα στερεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι – πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Κ’ η ζωή ―αδερφέ μου― ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά της
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά μας…

Β΄

Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα ― κ’ η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι ανεβαίνει. Αλλά
Το τρίξιμο της αψηλής οξιάς
Στα βουνά που ο Κεραυνός σεβάστηκε ― Αλλά και
Τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντήλια κόκκινα
Πρωτομαγιά ―
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους
οι αίγαγροι των βράχων
Αγερομπασιά ―
Τα πλατειά μαλλιαρά στήθη σου σα θειαφισμένο αμπέλι
Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό
Πάει κ’ έρχεται στ’ άσπρα χαρτιά, στο φως και στο σκοτάδι
Πάει κ’ έρχεται βουίζοντας
Και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα
Όχι μόνο απ’ αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το μέγα Σάββατο
στα ράφια τους
Θύμησες φεγγαριού των αρρεβωνιασμένων
Όλο πούλιες χρυσές και ρόμβους ρόδινους
Αλλά κι απ’ τ’ άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει
ένα βαθύ μεράκι
Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών
Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων
Μέσα στ’ αυγά της χελώνας
Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη νοτιά
Ή ακόμη μες στα δάση των Ηπείρων τ’ απέραντα
― Πέφτοντας η νύχτα ―
Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ’ τη φωτιά ψάλλουν όλοι μαζί
το «αλληλούϊα» με τις φυσαρμόνικες…

Τ’ είναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται ― τ’ είναι αυτό που αντέχει
Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα, στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων
Στο λειψό φεγγάρι, στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο ― τ’ είναι
αυτό που δε λέγεται
Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται
Πικασσό: με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο
Πικασσό: με το πείσμα που γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική βελόνα
Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια
Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης
Πικασσό: μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας
Πικασσό: μες στο ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας
Πικασσό: Παλόμα
Πικασσό: Ιπποκένταυρε
Πικασσό: Guernica

Γ΄

Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη ― και τον γόρδιο
κόβει δεσμό των πραγμάτων καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά
Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος, μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στάχυα  όταν οσφραίνονται τον ουρανό
Είναι η κοπέλα που κυττάει μέσα στα μάτια πάλι τον αγαπημένο της
Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ’ αγαπώ»
Την ώρα που οι μεγάλες πολιτείες
Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονά τους
Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα
Λείψανα παλιών ανθρώπων με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν
τόνα μάτι τους
Κλίμακες μες στις κλίμακες διαδρόμους μες στους διαδρόμους
ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Ο μισός αλογάνθρωπος ο απαγωγέας καλπάζει ― κ’ η γυναίκα
με τη γιγαντιαία πατούσα
Στον αέρα ― τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της
Έτη μετά Χριστόν πικρά
Παρά λίγη καρδιά θάταν ο κόσμος άλλος
Θάτανε άλλη του κόσμου η εκκλησιά
Όμως να ― ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα
πόδια του πάλι δένει ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά

Την ώρα που εσύ θηρίο
Εσύ Παύλε Πικασσό
Πικασσό Παύλε που μες στ’ αμάραντα μάτια σου
Χώρεσες όσα δε μπόρεσε να χωρέσει ο Θεός μέσα σ’ εκατομμύρια
στρέμματα φυτεμένης γης
Δουλεύεις το πινέλο σου σα να τραγουδάς
Σα να χαϊδεύεις λύκους ή σα να καταπίνεις πυρκαγιές
Σα να πλαγιάζεις νύχτα – μέρα με μια γυναίκα νυμφομανή
Σα να πετάς πορτοκαλλόφλουδες στη μέση ενός γλεντιού
Ενώ εσύ θυελοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις τον Θάνατο από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κ’ ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις
Λουλούδια, ζώα, φιλιά, ευωδιές, κοπριές, κοτρώνια και διαμάντια
Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της γης που μας έφερε και που θα μας πάρει
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και
που θα περάσουν!

Golfe Juan 1948


Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Samuel Taylor Coleridge: Epitaph




Stop, Christian passer-by!—Stop, child of God,
And read with gentle breast. Beneath this sod
A poet lies, or that which once seemed he.
O, lift one thought in prayer for S. T. C.;
That he who many a year with toil of breath
Found death in life, may here find life in death!
Mercy for praise—to be forgiven for fame
He asked, and hoped, through Christ. Do thou the same!

Samuel Taylor Coleridge: The Pains of Sleep




Ere on my bed my limbs I lay,
It hath not been my use to pray
With moving lips or bended knees;
But silently, by slow degrees,
My spirit I to Love compose,
In humble trust mine eye-lids close,
With reverential resignation
No wish conceived, no thought exprest,
Only a sense of supplication;
A sense o'er all my soul imprest
That I am weak, yet not unblest,
Since in me, round me, every where
Eternal strength and Wisdom are.

But yester-night I prayed aloud
In anguish and in agony,
Up-starting from the fiendish crowd
Of shapes and thoughts that tortured me:
A lurid light, a trampling throng,
Sense of intolerable wrong,
And whom I scorned, those only strong!
Thirst of revenge, the powerless will
Still baffled, and yet burning still!
Desire with loathing strangely mixed
On wild or hateful objects fixed.
Fantastic passions! maddening brawl!
And shame and terror over all!
Deeds to be hid which were not hid,
Which all confused I could not know
Whether I suffered, or I did:
For all seemed guilt, remorse or woe,
My own or others still the same
Life-stifling fear, soul-stifling shame.

So two nights passed: the night's dismay
Saddened and stunned the coming day.
Sleep, the wide blessing, seemed to me
Distemper's worst calamity.
The third night, when my own loud scream
Had waked me from the fiendish dream,
O'ercome with sufferings strange and wild,
I wept as I had been a child;
And having thus by tears subdued
My anguish to a milder mood,
Such punishments, I said, were due
To natures deepliest stained with sin,—
For aye entempesting anew
The unfathomable hell within,
The horror of their deeds to view,
To know and loathe, yet wish and do!
Such griefs with such men well agree,
But wherefore, wherefore fall on me?
To be loved is all I need,
And whom I love, I love indeed.

Samuel Taylor Coleridge: Desire




Where true Love burns Desire is Love’s pure flame;
It is the reflex of our earthly frame,
That takes its meaning from the nobler part,
And but translates the language of the heart.

Samuel Taylor Coleridge: Love




All thoughts, all passions, all delights,
Whatever stirs this mortal frame,
All are but ministers of Love,
And feed his sacred flame.

Oft in my waking dreams do I
Live o'er again that happy hour,
When midway on the mount I lay,
Beside the ruined tower.

The moonshine, stealing o'er the scene
Had blended with the lights of eve;
And she was there, my hope, my joy,
My own dear Genevieve!

She leant against the arm{'e}d man,
The statue of the arm{'e}d knight;
She stood and listened to my lay,
Amid the lingering light.

Few sorrows hath she of her own,
My hope! my joy! my Genevieve!
She loves me best, whene'er I sing
The songs that make her grieve.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Γιώργος Κακουλίδης: Θα κόψω το κεφάλι σου




Στίχοι: Γιώργος Κακουλίδης
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Στου αιώνα την παράγκα (1996)




Τα μάτια που περίμενα ετούτο το βραδάκι,
γίναν ψυχές και γλείφουνε τ’ αυτιά μου σαν σκυλιά,
με βγάζουν απ’ το δρόμο μου και μέσα στο σκοτάδι
ένα μαχαίρι αφήνουνε στα χέρια μου απαλά

Κυρία, εσύ που έρχεσαι σε με, τον πεθαμένο,
και βλέπεις μέσα μου όσα εγώ αγνοώ,
το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,
θα κόψω το κεφάλι σου, για να το παντρευτώ

Κώστας Τριπολίτης: Μίσος




Στίχοι: Κώστας Τριπολίτης
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Συγγνώμη για την άμυνα (1992)



Του έρωτα το περιθώριο, εμπόριο
Λίγα χιλιάρικα κι η μέθη,
στοργή για όλα τα μεγέθη
δίχως όριο

Απ’ την αγάπη του πλησίον
φτιάχνεται η λάσπη και το ψέμα και το μίσος
Απ’ την αγάπη του πλησίον
να φυλαχτούμε ίσως

Του έρωτα το μονοπώλιο, ειδώλιο
Στο μακιγιάζ, ιδρώτας κόμποι,
να περιγράφουνε το λόμπυ
δίχως σχόλιο

Απ’ την αγάπη του πλησίον
φτιάχνεται η λάσπη και το ψέμα και το μίσος
Απ’ την αγάπη του πλησίον
να φυλαχτούμε ίσως

Jack London: [There is an ecstasy that marks the summit of life]




[...] There is an ecstasy that marks the summit of life, and beyond which life cannot rise. And such is the paradox of living, this ecstasy comes when one is most alive, and it comes as a complete forgetfulness that one is alive. This ecstasy, this forgetfulness of living, comes to the artist, caught up and out of himself in a sheet of flame; it comes to the soldier, war-mad on a stricken field and refusing quarter; and it came to Buck, leading the pack, sounding the old wolf-cry, straining after the food that was alive and that fled swiftly before him through the moonlight. He was sounding the deeps of his nature, and of the parts of his nature that were deeper than he, going back into the womb of Time. He was mastered by the sheer surging of life, the tidal wave of being, the perfect joy of each separate muscle, joint, and sinew in that it was everything that was not death, that it was aglow and rampant, expressing itself in movement, flying exultantly under the stars and over the face of dead matter that did not move. [...]

THE CALL OF THE WILD (1903)

Jack London: Moon-face (A story of mortal antipathy)




John Claverhouse was a moon-faced man. You know the kind, cheek-bones wide apart, chin and forehead melting into the cheeks to complete the perfect round, and the nose, broad and pudgy, equidistant from the circumference, flattened against the very centre of the face like a dough-ball upon the ceiling. Perhaps that is why I hated him, for truly he had become an offense to my eyes, and I believed the earth to be cumbered with his presence. Perhaps my mother may have been superstitious of the moon and looked upon it over the wrong shoulder at the wrong time.
Be that as it may, I hated John Claverhouse. Not that he had done me what society would consider a wrong or an ill turn. Far from it. The evil was of a deeper, subtler sort; so elusive, so intangible, as to defy clear, definite analysis in words. We all experience such things at some period in our lives. For the first time we see a certain individual, one who the very instant before we did not dream existed; and yet, at the first moment of meeting, we say: "I do not like that man." Why do we not like him? Ah, we do not know why; we know only that we do not. We have taken a dislike, that is all. And so I with John Claverhouse.

What right had such a man to be happy? Yet he was an optimist. He was always gleeful and laughing. All things were always all right, curse him! Ah I how it grated on my soul that he should be so happy! Other men could laugh, and it did not bother me. I even used to laugh myself--before I met John Claverhouse.

But his laugh! It irritated me, maddened me, as nothing else under the sun could irritate or madden me. It haunted me, gripped hold of me, and would not let me go. It was a huge, Gargantuan laugh. Waking or sleeping it was always with me, whirring and jarring across my heart-strings like an enormous rasp. At break of day it came whooping across the fields to spoil my pleasant morning revery. Under the aching noonday glare, when the green things drooped and the birds withdrew to the depths of the forest, and all nature drowsed, his great "Ha! ha!" and "Ho! ho!" rose up to the sky and challenged the sun. And at black midnight, from the lonely cross-roads where he turned from town into his own place, came his plaguey cachinnations to rouse me from my sleep and make me writhe and clench my nails into my palms.

Jack London: The law of life




Old Koskoosh listened greedily. Though his sight had long since faded, his hearing was still acute, and the slightest sound penetrated to the glimmering intelligence which yet abode behind the withered forehead, but which no longer gazed forth upon the things of the world. Ah! that was Sit-cum-to-ha, shrilly anathematizing the dogs as she cuffed and beat them into the harnesses. Sit-cum-to-ha was his daughter's daughter, but she was too busy to waste a thought upon her broken grandfather, sitting alone there in the snow, forlorn and helpless. Camp must be broken. The long trail waited while the short day refused to linger. Life called her, and the duties of life, not death. And he was very close to death now.

The thought made the old man panicky for the moment, and he stretched forth a palsied hand which wandered tremblingly over the small heap of dry wood beside him. Reassured that it was indeed there, his hand returned to the shelter of his mangy furs, and he again fell to listening. The sulky crackling of half-frozen hides told him that the chief's moose-skin lodge had been struck, and even then was being rammed and jammed into portable compass. The chief was his son, stalwart and strong, head man of the tribesmen, and a mighty hunter. As the women toiled with the camp luggage, his voice rose, chiding them for their slowness. Old Koskoosh strained his ears. It was the last time he would hear that voice. There went Geehow's lodge! And Tusken's! Seven, eight, nine; only the shaman's could be still standing. There! They were at work upon it now. He could hear the shaman grunt as he piled it on the sled. A child whimpered, and a woman soothed it with soft, crooning gutturals. Little Koo-tee, the old man thought, a fretful child, and not overstrong. It would die soon, perhaps, and they would burn a hole through the frozen tundra and pile rocks above to keep the wolverines away. Well, what did it matter? A few years at best, and as many an empty belly as a full one. And in the end, Death waited, ever-hungry and hungriest of them all.

Jack London: All Gold Canyon




It was the green heart of the canyon, where the walls swerved back from the rigid plan and relieved their harshness of line by making a little sheltered nook and filling it to the brim with sweetness and roundness and softness. Here all things rested. Even the narrow stream ceased its turbulent down-rush long enough to form a quiet pool. Knee-deep in the water, with drooping head and half-shut eyes, drowsed a red-coated, many-antlered buck.

On one side, beginning at the very lip of the pool, was a tiny meadow, a cool, resilient surface of green that extended to the base of the frowning wall. Beyond the pool a gentle slope of earth ran up and up to meet the opposing wall. Fine grass covered the slope--grass that was spangled with flowers, with here and there patches of color, orange and purple and golden. Below, the canyon was shut in. There was no view. The walls leaned together abruptly and the canyon ended in a chaos of rocks, moss-covered and hidden by a green screen of vines and creepers and boughs of trees. Up the canyon rose far hills and peaks, the big foothills, pine-covered and remote. And far beyond, like clouds upon the border of the slay, towered minarets of white, where the Sierra's eternal snows flashed austerely the blazes of the sun.

There was no dust in the canyon. The leaves and flowers were clean and virginal. The grass was young velvet. Over the pool three cottonwoods sent their scurvy fluffs fluttering down the quiet air. On the slope the blossoms of the wine-wooded manzanita filled the air with springtime odors, while the leaves, wise with experience, were already beginning their vertical twist against the coming aridity of summer. In the open spaces on the slope, beyond the farthest shadow-reach of the manzanita, poised the mariposa lilies, like so many flights of jewelled moths suddenly arrested and on the verge of trembling into flight again. Here and there that woods harlequin, the madrone, permitting itself to be caught in the act of changing its pea-green trunk to madder-red, breathed its fragrance into the air from great clusters of waxen bells. Creamy white were these bells, shaped like lilies-of-the-valley, with the sweetness of perfume that is of the springtime.

There was not a sigh of wind. The air was drowsy with its weight of perfume. It was a sweetness that would have been cloying had the air been heavy and humid. But the air was sharp and thin. It was as starlight transmuted into atmosphere, shot through and warmed by sunshine, and flower-drenched with sweetness.

An occasional butterfly drifted in and out through the patches of light and shade. And from all about rose the low and sleepy hum of mountain bees--feasting Sybarites that jostled one another good-naturedly at the board, nor found time for rough discourtesy. So quietly did the little stream drip and ripple its way through the canyon that it spoke only in faint and occasional gurgles. The voice of the stream was as a drowsy whisper, ever interrupted by dozings and silences, ever lifted again in the awakenings.

The motion of all things was a drifting in the heart of the canyon. Sunshine and butterflies drifted in and out among the trees. The hum of the bees and the whisper of the stream were a drifting of sound. And the drifting sound and drifting color seemed to weave together in the making of a delicate and intangible fabric which was the spirit of the place. It was a spirit of peace that was not of death, but of smooth-pulsing life, of quietude that was not silence, of movement that was not action, of repose that was quick with existence without being violent with struggle and travail. The spirit of the place was the spirit of the peace of the living, somnolent with the easement and content of prosperity, and undisturbed by rumors of far wars.

The red-coated, many-antlered buck acknowledged the lordship of the spirit of the place and dozed knee-deep in the cool, shaded pool. There seemed no flies to vex him and he was languid with rest. Sometimes his ears moved when the stream awoke and whispered; but they moved lazily, with, foreknowledge that it was merely the stream grown garrulous at discovery that it had slept.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

William Wordsworth: Ode on Intimations of Immortality from Recollections of Early Childhood



There was a time when meadow, grove, and stream,
The earth, and every common sight
                 To me did seem
            Apparelled in celestial light,
The glory and the freshness of a dream.
It is not now as it hath been of yore;—
             Turn wheresoe’er I may,
              By night or day,
The things which I have seen I now can see no more.

            The rainbow comes and goes,
            And lovely is the rose;
            The moon doth with delight
     Look round her when the heavens are bare;
            Waters on a starry night
            Are beautiful and fair;
     The sunshine is a glorious birth;
     But yet I know, where’er I go,
That there hath past away a glory from the earth.

Now, while the birds thus sing a joyous song,
     And while the young lambs bound
            As to the tabor’s sound,
To me alone there came a thought of grief:
A timely utterance gave that thought relief,
            And I again am strong.
The cataracts blow their trumpets from the steep,—
No more shall grief of mine the season wrong:
I hear the echoes through the mountains throng.
The winds come to me from the fields of sleep,
            And all the earth is gay;
                Land and sea
     Give themselves up to jollity,
            And with the heart of May
     Doth every beast keep holiday;—
                Thou child of joy,
Shout round me, let me hear thy shouts, thou happy
        Shepherd-boy!

Ye blesséd Creatures, I have heard the call
     Ye to each other make; I see
The heavens laugh with you in your jubilee;
     My heart is at your festival,
       My head hath its coronal,
The fulness of your bliss, I feel—I feel it all.
         O evil day! if I were sullen
         While Earth herself is adorning
              This sweet May-morning;
         And the children are culling
              On every side
         In a thousand valleys far and wide
         Fresh flowers; while the sun shines warm,
And the babe leaps up on his mother’s arm:—
         I hear, I hear, with joy I hear!
         —But there’s a tree, of many, one,
A single field which I have look’d upon,
Both of them speak of something that is gone:
              The pansy at my feet
              Doth the same tale repeat:
Whither is fled the visionary gleam?
Where is it now, the glory and the dream?

Our birth is but a sleep and a forgetting;
The Soul that rises with us, our life’s Star,
          Hath had elsewhere its setting
               And cometh from afar;
          Not in entire forgetfulness,
          And not in utter nakedness,
But trailing clouds of glory do we come
               From God, who is our home:
Heaven lies about us in our infancy!
Shades of the prison-house begin to close
               Upon the growing Boy,
But he beholds the light, and whence it flows,
               He sees it in his joy;
The Youth, who daily farther from the east
     Must travel, still is Nature’s priest,
          And by the vision splendid
          Is on his way attended;
At length the Man perceives it die away,
And fade into the light of common day.

Earth fills her lap with pleasures of her own;
Yearnings she hath in her own natural kind,
And, even with something of a mother’s mind,
               And no unworthy aim,
          The homely nurse doth all she can
To make her foster-child, her inmate, Man,
               Forget the glories he hath known,
And that imperial palace whence he came.

Behold the Child among his new-born blisses,
A six years’ darling of a pigmy size!
See, where ‘mid work of his own hand he lies,
Fretted by sallies of his mother’s kisses,
With light upon him from his father’s eyes!
See, at his feet, some little plan or chart,
Some fragment from his dream of human life,
Shaped by himself with newly-learned art;
          A wedding or a festival,
          A mourning or a funeral;
               And this hath now his heart,
          And unto this he frames his song:
               Then will he fit his tongue
To dialogues of business, love, or strife;
          But it will not be long
          Ere this be thrown aside,
          And with new joy and pride
The little actor cons another part;
Filling from time to time his ‘humorous stage’
With all the Persons, down to palsied Age,
That life brings with her in her equipage;
          As if his whole vocation
          Were endless imitation.

Thou, whose exterior semblance doth belie
          Thy soul’s immensity;
Thou best philosopher, who yet dost keep
Thy heritage, thou eye among the blind,
That, deaf and silent, read’st the eternal deep,
Haunted for ever by the eternal Mind,—
          Mighty Prophet! Seer blest!
          On whom those truths rest
Which we are toiling all our lives to find,
In darkness lost, the darkness of the grave;
Thou, over whom thy Immortality
Broods like the day, a master o’er a slave,
A Presence which is not to be put by;
          To whom the grave
Is but a lonely bed, without the sense of sight
Of day or the warm light,
A place of thoughts where we in waiting lie;
Thou little child, yet glorious in the might
Of heaven-born freedom on thy being’s height,
Why with such earnest pains dost thou provoke
The years to bring the inevitable yoke,
Thus blindly with thy blessedness at strife?
Full soon thy soul shall have her earthly freight,
And custom lie upon thee with a weight
Heavy as frost, and deep almost as life!
          0 joy! that in our embers
          Is something that doth live,
          That Nature yet remembers
          What was so fugitive!
The thought of our past years in me doth breed
Perpetual benediction: not indeed
For that which is most worthy to be blest,
Delight and liberty, the simple creed
Of Childhood, whether busy or at rest,
With new-fledged hope still fluttering in his breast:—
          —Not for these I raise
          The song of thanks and praise;
     But for those obstinate questionings
     Of sense and outward things,
     Fallings from us, vanishings,
     Blank misgivings of a creature
Moving about in worlds not realized,
High instincts, before which our mortal nature
Did tremble like a guilty thing surprised:
     But for those first affections,
     Those shadowy recollections,
          Which, be they what they may,
Are yet the fountain-light of all our day,
Are yet a master-light of all our seeing;
     Uphold us—cherish—and have power to make
Our noisy years seem moments in the being
Of the eternal Silence: truths that wake,
               To perish never;
Which neither listlessness, nor mad endeavour,
               Nor man nor boy,
Nor all that is at enmity with joy,
Can utterly abolish or destroy!
   Hence, in a season of calm weather
          Though inland far we be,
Our souls have sight of that immortal sea
               Which brought us hither;
          Can in a moment travel thither—
And see the children sport upon the shore,
And hear the mighty waters rolling evermore.

Then, sing, ye birds, sing, sing a joyous song!
          And let the young lambs bound
          As to the tabor’s sound!
     We, in thought, will join your throng,
          Ye that pipe and ye that play,
          Ye that through your hearts to-day
          Feel the gladness of the May!
What though the radiance which was once so bright
Be now for ever taken from my sight,
     Though nothing can bring back the hour
Of splendour in the grass, of glory in the flower;
          We will grieve not, rather find
          Strength in what remains behind;
          In the primal sympathy
          Which having been must ever be;
          In the soothing thoughts that spring
          Out of human suffering;
          In the faith that looks through death,
In years that bring the philosophic mind.

And 0, ye Fountains, Meadows, Hills, and Groves,
Forebode not any severing of our loves!
Yet in my heart of hearts I feel your might;
I only have relinquish’d one delight
To live beneath your more habitual sway;
I love the brooks which down their channels fret
Even more than when I tripp’d lightly as they;
The innocent brightness of a new-born day
               Is lovely yet;
The clouds that gather round the setting sun
Do take a sober colouring from an eye
That hath kept watch o’er man’s mortality;
Another race hath been, and other palms are won.
   Thanks to the human heart by which we live,
   Thanks to its tenderness, its joys, and fears,
   To me the meanest flower that blows can give
   Thoughts that do often lie too deep for tears.