Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Μάνος Ελευθερίου: Όραμα βασίλισσας αγίας




Ξυπνώ κι η πύλη εξόδου ανοιγμένη.
Δυο βήματα και όλα θα χαθούν.
Και βλέπω τη μητέρα μου φτασμένη
τις καταιγίδες να 'ναι πια ντυμένη.
Τα μάγια μιας ζωής μ' ακολουθούν
σαν αγιασμούς που πίνουν μεθυσμένοι.

Το σχήμα ανθρώπου είχε σ' άδεια πόλη
μ' ερείπια, με στάχτες, με καπνό
και μύριζε ιώδιο και φορμόλη.
Κοντά της και οι Δώδεκα Αποστόλοι
κρατούσανε σπαθί δαμασκνό
και μιας Ελλάδας άσωτης το βόλι.

Στον έναστρο του εγκλήματος πετούσε
-πουλί που πήρε άξαφνα φωτιά-
και τ' άνθη σφάζοντας, υπνοβατούσε
στις εποχές του αίματος. Πενθούσε
του μέλλοντός μου τη ραγισματιά
κι αυτό που από παιδί αιμορραγούσε.

Εσύ δεν είσαι εκείνη που ζητούσα;
Πώς ήρθες έτσι μέσα στους στρατούς
σκιά φωτιάς, λαμπάδα που κρατούσα
και με γεννούσες, όταν σε γεννούσα
μες στων Ελλήνων πάντα τους λαούς
που κακουργούσαν ό,τι αγαπούσα;

Μου λέει: Μην κοιτάς που δε σ' αγγίζω.
Ούτε μ' αφήνουν ούτε και μπορώ.
Αέρας είμαι, πνεύμα που στραγγίζω.
Στη Γη να ξαναπάς, αυτό σου ορίζω.
Πολέμησε με το ένα σου φτερό.
Το φως για τη γενιά μου ήταν γκρίζο.

Ο σπόρος ακριβός, μου λέει. Χρόνια
σα φαρφουρένια βάζα με γλυκά
που σπάσανε στις πλάκες. Τη συμπόνια
την είδα που ξερνούσε καταφρόνια
σε πρόσωπα ακριβά και μυστικά
και στα λινά τα νυφικά σεντόνια.

Πώς ζήσαμε, ποιοι ζήσαμε, τι ζούμε;
Πώς έγινε κι οι έσχατοι νικούν;
Για ποιες χαρές και πόνους τραγουδούμε;
Για σένα πες μου, τ' άλλα θα τα βρούμε.
Τι κάνεις; Πού δουλεύεις; Ποιοι σ' ακούν;
Καπνίζεις; Χαρτοπαίζεις; Δε σ' ακούμε,

πιο δυνατά. Λοιπόν; Ποιος σε κοιτάζει;
Ποιος ράβει τα κουμπιά σου τα χρυσά;
Κουμπιά δεν έχω, μάνα. Με μαράζι
το δένω το πουκάμισο, που αλλάζει
και μέγεθος και χρώμα και κοψιά,
ανάλογα ποιος φίλος μου γιορτάζει.

Μιλούσα και μιλού- παραμιλούσα'
ούτε υποψία φαίνονταν σκιάς.
Την άκουγα, δεν άκουγα, πετούσα,
και είχα τόσα, τόσα να ρωτούσα.
Ο δαίμονας της ποίησης για μας
τον κάθε πόνο κάνει Αρετούσα.

Να πας, παιδί μου, πίσω. Στην ευχή μου.
Στην πέτρα την ξερή να βρεις νερά
και να προσεύχεσαι για την ψυχή μου.
ΜΗ ΓΡΑΦΕΙΣ, ΜΗ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ, φυλακή μου.
Σε λένε οι αλήτες μασκαρά
και το φωνάζουν- καίει η ακοή μου.

Ο κόσμος είναι μόνο των δημίων,
της αρπαγής, του φόνου, του φαλλού
και μόνο εσένα θά 'βρουν όλοι μείον.
Θα σ' έβρουν στης ζωής σου το ταμείον
με μάγισσα μια τέχνη ενός τρελού
που παίζει με τα συν και με τα μείον.

Σαν όραμα βασίλισσας αγίας
που εθανατώθη πάνω στην πυρά
χανόταν σε βυθούς αιμορραγίας
με ψάρια και δελφίνια της μαγείας,
και μου θυμίζαν όλα, έτσι αργά,
σκηνή από ταινία νοσταλγίας.


Ο ΝΟΗΤΟΣ ΛΥΚΟΣ (2010)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου