Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Σοφοκλῆς: [Ἔρως ἀνίκατε μάχαν...]



Ἔρως ἀνίκατε μάχαν,
Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις,
ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις,
φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ ἀγρονόμοις αὐλαῖς•
καί σ᾽ οὔτ᾽ ἀθανάτων φύξιμος οὐδεῖς
οὔθ᾽ ἁμερίων σέ γι᾽ ἀνθρώπων.
ὁ δ᾽ ἔχων μέμηνεν.
σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ,
σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν ξύναιμον ἔχεις ταράξας•
νικᾷ δ᾽ ἐναργὴς βλεφάρων ἵμερος εὐλέκτρου
νύμφας, τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς
θεσμῶν. ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς, Ἀφροδίτα.
νῦν δ᾽ ἤδη ᾽γὼ καὐτὸς θεσμῶν
ἔξω φέρομαι τάδ᾽ ὁρῶν ἴσχειν δ᾽
οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δάκρυ
τὸν παγκοίτην ὅθ᾽ ὁρῶ θάλαμον
την δ᾽ Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν.


***


Έρωτα στη μάχη ανίκητε,
Έρωτα που σ' ό,τι ρίξεις τη ματιά σου, αμέσως το σκλαβώνεις,
που στα μαλακά μάγουλα του κοριτσιού τις νύχτες σου περνάς,
πάνω απ' τη θάλασσα, πάνω απ' τ' αγροτόπια σεργιανάς
κι ούτε καν απ' τους αθάνατους θεούς κανείς δε σου ξεφεύγει,
ούτε κι από τους θνητούς ανθρώπους
κι όποιονε τσιμπήσεις, πάει! Τρελάθηκε!
Εσύ, τα μυαλά των δίκαιων ανθρώπων τα σαλεύεις, τα κορώνεις και τα κάνεις άδικα,
εσύ, την έχθρα έφερες ανάμεσα στο γιο και τον πατέρα
Νικάει ο ξάστερος ο πόθος της νύφης της καλής,
ο τιμητής των του κόσμου όλου νόμων
Ως ανίκητη που είναι, η θεά η Αφροδίτη μάς περιγελά,
όμως, ήδη κι εγώ ο ίδιος τώρα
παραφέρομαι, είμαι στους νόμους ενάντια,
μη μπορώντας να κρατήσω άλλο πια το μαύρο δάκρυ, ετούτα βλέποντας·
βλέποντας στον τάφο -το κοινό μας το γραφτό!-
να οδηγούν γοργά γοργά την Αντιγόνη


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής

Σοφοκλής: Οιδίπους Τύραννος






Σοφοκλής: Οιδίπους Τύραννος/Sophocles' Oedipus Rex (in english)






Διασκευή: William Butler Yeats


Παύλος Τάσιος: Παραγγελιά







世阿弥 元清 (Ζεάμι Μοτοκίγιο): «σαν τις μαριονέτες στο κουκλοθέατρο...»



Η ζωή και ο θάνατος, το παρελθόν και το παρόν
Είναι σαν τις μαριονέτες στο κουκλοθέατρο.
Όταν κοπούν τα νήματα,
Θα απομείνουν τα σπασμένα κομμάτια!


Ανθολογία Ιαπωνικής Λογοτεχνίας (Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τον 19ο αιώνα), μετάφραση: Αλεξάνδρα Σωτηρίου, εκδ. Μέδουσα, 1997

«Τα αποκρυφιστικά κείμενα είναι τόσο δυσνόητα ώστε μόνον η τέχνη μπορεί να ερμηνεύσει την έννοιά τους...»



«[...] Αργότερα μελέτησα τη γιόγκα του Διαμαντένιου Στεφανιού και τις πέντε υποδιαιρέσεις της διδασκαλίας των Αληθινών Λόγων. Αφιέρωσα ένα διάστημα στη μελέτη της σανσκριτικής γλώσσας και των σανσκριτικών ύμνων. Ο ηγούμενος μου είπε πως τα αποκρυφιστικά κείμενα είναι τόσο δυσνόητα ώστε μόνον η τέχνη μπορεί να ερμηνεύσει την έννοιά τους... [...]»

空海 (Κουκάι) (774-835 μ.Χ.)


Ανθολογία Ιαπωνικής Λογοτεχνίας (Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τον 19ο αιώνα), μετάφραση: Αλεξάνδρα Σωτηρίου, εκδ. Μέδουσα, 1997

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Στρίγγλα μάννα



Πῶς τὸ εἶχε πάθει, νὰ καταντήσῃ σχεδὸν τρελός, κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι τοῦ εἶχε προέλθει ἀπὸ ἔρωτα· ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι, ὅταν ὑπηρέτει ὡς κληροῦχος εἰς τὸ πολεμικὸν ναυτικόν, ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου, διὰ μικρὸν πταῖσμα τοῦ εἶχεν ἐπιβάλει ὑπερμέτρως σκληρὰν καὶ βάρβαρον τιμωρίαν· ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἡ ἰδία ἡ μάννα του τὸν εἶχε τρελάνει, μὲ τὶς στριγλιὲς καὶ μὲ τὶς βλασφήμιες της.
Ἐπήγαινεν ἀνάμεσα* γιὰ χταπόδια ἢ γιὰ ψάρια μὲ τὶς βάρκες. Ἂν τοῦ ἔδιδαν μερίδιον ἀπὸ τὴν ἄγραν, τὸ ἔπαιρνε, ἂν δὲν τοῦ ἔδιδαν, δὲν ἐζήτει. Ἡ μητέρα του ἔτρεχε μὲ τὶς φωνὲς εἰς τὰ σπίτια τῶν ψαράδων, κ᾽ ἐζητοῦσε διὰ τῆς βίας τὸ μερίδιον· ἐφώναζεν ὅτι ἀδικοῦσαν τὸ παιδί της ― ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ γῆς νὰ τοὺς εὕρῃ! Ἡ γυναίκα τοῦ βαρκάρη μὲ ὅρκους διεμαρτύρετο ὅτι δὲν ἔβγαλεν ὁ ἄνδρας της ψάρια· οὔτε γαρίδα! Ἡ μητέρα τοῦ Ζάχου δὲν τὰ ἐπίστευεν αὐτά, ἐπειδὴ πολλάκις εἶχε καῆ ἡ γούνα της!
Αὐτὴ ἡ ἰδία τὸν ἐβίαζε νὰ πηγαίνῃ μὲ τὶς βάρκες· αὐτὴ τὸν ἠνάγκαζε νὰ πάῃ νὰ σκάψῃ τ᾽ ἀμπέλι ― γιατὶ δὲν εἶχε νὰ πληρώσῃ μεροκάματα· αὐτὴ τὸν ὑπεχρέωνε νὰ κάμνῃ ὅλες τὶς δουλειές. Ἐκεῖνος ὑπέκυπτεν εἰς τὴν θέλησίν της τὴν ὑπερτέραν, ὡς νὰ ἦτον ἀκόμη παιδίον. Καὶ ἦτον ὣς εἰκοσιπέντε ἐτῶν.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Νίκος Καζαντζάκης & Jules Dassin: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται



Νίκος Γκατζογιάννης: Ελένη



Θανάσης Παπακωνσταντίνου: Ορχηστριφνό



Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου (2014)

Τζίμης Πανούσης: Θέε μου μεγαλοδύναμε



Στίχοι - Μουσική: Παραδοσιακό
Διασκευή: Τζίμης Πανούσης
Εκτέλεση: Τζίμης Πανούσης & Σωκράτης Μάλαμας
Δίσκος: Μαστούρα ambient - Δίσκος 45 στροφών (2015)




Θεέ μου μεγαλοδύναμε,
που είσαι ψηλά 'κει πάνω,
ρίξε τη νόσο καλαζάρ, Θεούλη μου,
στους σκύλους των κομμάτων

Εκεί που τρώει ο Πάγκαλος
με τα χρυσά κουτάλια,
βάλε στη σούπα τους σκατά, Θεούλη μου,
να του κοπούν τα σάλια

Δώσε κουράγιο στο λαό
και στους τυραννοκτόνους,
ν' απαλλαγούμ' απ' τους βαλτούς, Θεούλη μου,
και τους ευρωμασόνους

Κι όταν θα σβήσει ο αργιλές
και βγουν τρανσέξουαλ νάνοι,
βαλ' όλους τους αγγέλους σου Θεούλη μου
να πουν το νάνι - νάνι

Φίλιππος Νικολάου: Για τα παιδιά



Στίχοι:   Φίλιππος Νικολάου
Μουσική:   Αλέξης Παπαδημητρίου
1η εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού & Δημήτρης Μητροπάνος & Μαρινέλλα & Δούκισσα & Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Γιάννης Πάριος & Λίτσα Διαμάντη & Κώστας Χατζής, κ.α.
Δίσκος: Για τα παιδιά (1986)



Τα παιδιά που ’χουν στα μάτια την ατέλειωτη νυχτιά (Ελένη Δήμου)
και βαδίζουν ψηλαφώντας, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Χάρις Αλεξίου)
Και σ’ εκείνα που κυλάει μες στο αίμα τους αργά (Τάκης Μπινιάρης)
της Μεσόγειος το Στίγμα, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

Δώσε κι εσύ την ψυχή, την καρδιά σου. (Χάρης Βαρθακούρης)
Νιώσε πως είναι κι εκείνα παιδιά σου. (Χορωδία)

Τα παιδιά που δεν μπορούνε να μιλήσουνε σωστά (Αλέκα Κανελλίδου)
κι όμως σου χαμογελούνε, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Πασχάλης)
Μα κι εκείνα που μιλάνε με τα χέρια μοναχά (Βίκυ Μοσχολιού)
και στα χείλη σε κοιτάνε, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Δημήτρης Μητροπάνος)

Δώσε κι εσύ την ψυχή, την καρδιά σου.
Νιώσε πως είναι κι εκείνα παιδιά σου. (Χορωδία)

Τα παιδιά που ’χουν κορμάκια γερασμένα σκελετά, (Ελπίδα)
ντοκουμέντα του καιρού μας, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Δούκισσα)
Τα παιδιά που γεννηθήκαν σαν τα δέντρα δυνατά, (Γιώργος Πολυχρονιάδης)
μα τους σπάσαν τα κλωνάρια, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Βλάσης Μπονάτσος)

Δώσε κι εσύ την ψυχή, την καρδιά σου.
Νιώσε πως είναι κι εκείνα παιδιά σου. (Χορωδία)

Τα παιδιά των ιδρυμάτων, τα αγριεμένα σαν θεριά (Αντώνης Καλογιάννης)
σε κλουβιά παραπτωμάτων, είναι άνθρωποι και αυτά. (Μαρινέλλα)
Τα παιδιά που τα χωρίζει των γονιών η διαφορά (Φίλιππος Νικολάου)
ίδια μοίρα τα ορίζει, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Χριστιάνα)

Δώσε κι εσύ την ψυχή, την καρδιά σου.
Νιώσε πως είναι κι εκείνα παιδιά σου. (Χορωδία)

Τα παιδιά τα ορφανεμένα σαν μοναχικά πουλιά (Τόλης Βοσκόπουλος)
που δεν βρήκανε κανένα, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Άννα Βίσση)
Τα παιδιά είναι το γέλιο που ομορφαίνει τη ζωή, (Γιάννης Πάριος)
όποια να ’ναι, όπως να ’ναι, είναι το αύριο που θα ’ρθει. (Λίτσα Διαμάντη)

Δώσε και εσύ την ψυχή, την καρδιά σου.
Νιώσε πως είναι κι εκείνα παιδιά σου. (Χορωδία)

Τα παιδιά που απλώνουν χέρι, χέρι που έλεος ζητά (Δάκης)
από ανάγκη ποιος να ξέρει, είναι άνθρωποι κι αυτά. (Μπέσσυ Αργυράκη)
Τις φιγούρες μας τις γκρίζες χρωματίζουν τα παιδιά, (Τάνια Τσανακλίδου)
βάζουν κίτρινο, γαλάζιο και μια κόκκινη καρδιά. (Κώστας Τουρνάς)

Δώσε κι εσύ την ψυχή, την καρδιά σου.
Νιώσε πως είναι κι εκείνα παιδιά σου. (Χορωδία)

Δώσε κι εσύ την ψυχή, την καρδιά σου.
Νιώσε πως είναι κι εκείνα παιδιά σου. (Κώστας Χατζής και χορωδία)

Δημήτρης Χριστοδούλου: Παράπονο



Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
1η εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης
Δίσκος: Δίσκος 45 στροφών (1961)



Τι θέλεις απ' τα νιάτα μου
που είναι πικραμένα;
Δεν ξέρεις τι θα πει καημός
Τι θέλεις από μένα;

Εγώ περπάτησα γυμνός
Εγώ βαδίζω μόνος
Μου 'γινε ρούχο ο σπαραγμός
και σπίτι μου ο πόνος

Δεν ξέρεις τι 'ναι μοναξιά,
καρδιά που κλαίει τη νύχτα
Όσα τραγούδια σου 'γραψα
στην κρύα νύχτα ρίχ' τα

Εγώ περπάτησα γυμνός
εγώ βαδίζω μόνος
Μου 'γινε ρούχο ο σπαραγμός
και σπίτι μου ο πόνος

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Ζηνόδοτος ο Εφέσιος: [Τίς γλύψας τὸν Ἒρωτα παρά κρήνησιν ἔθηκεν...]



(XVI 14)
Τίς γλύψας τὸν Ἒρωτα παρά κρήνησιν ἔθηκεν,
οἰόμενος παύσειν τοῦτο τὸ πῦρ ὕδατι;


***


Ποιος -τάχατες- γλύπτης έστησε εδώ, απά τον Έρωτα στη βρύση,
κουτά νομίζοντας ότι τούτη η φωτιά με λίγο -να!- νεράκι θε να σβήσει;


Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής

Γιώργος Σαραντάρης: Γυναίκες άγγελοι



Η ομορφιά της γυναίκας
Η ομορφιά τ' ουρανού
Όλα γίνονται μίλημα απόψε
Όπως γίνεται ρυάκι
Η ομιλία των ανθρώπων
Η σοβαρή σχολή
Που τώρα παίζει με χαλίκια
Και με χορτάρια

Η ομορφιά τ' ουρανού
Κι η ομορφιά της γυναίκας
Δεν ξέρεις ποια
Είναι η καλύτερη
Ποία η πιο σεμνή
Αγκαλιασμένες πηγαίνουν
Σαν αδελφές
Και σφυρίζουν στ' αυτιά μου.

Ο Στάντης Αποστολίδης απαγγέλλει Ρένο Αποστολίδη



Tennessee Williams: Γυάλινος Κόσμος



Νίκος Παναγιωτόπουλος: Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας





Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Albert Cossery.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Βασίλης Τσιτσάνης: Η Σεράχ



Στίχοι:   Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσική:   Βασίλης Τσιτσάνης
1η εκτέλεση: Μαρίκα Νίνου
Δίσκος: Δίσκος 78 στροφών (1951)




Πίσω, στα πυκνά τα καφάσια,
σαν τη δαιμονισμένη γυρνά
Χρόνια το γλυκό παλληκάρι
περιμένει τη Σεράχ κι αγρυπνά

Αστράφτει το σπαθί του καβαλάρη
σαν τη φωτιά, σαν φωτιά!
Τα σίδερα λυγίζουν και σπαράζονται
τα κορμιά! (2)
Και αρπάζει τη Σεράχ (2)
κι όλες λέν' "Αλλάχ, Αλλάχ!
Εϊ γκιουλέ ολσούν!" (2)

Κλαίνε στα χαρέμια οι σκλάβες,
τρέμουν την οργή του Πασά
Κλαίνε στο σεράι οι αγάδες
που ποθούσαν της Σεράχ την ομορφιά


* Αξίζει ν' ακούσετε και την εκπληκτική εκτέλεση της Πόλυς Πάνου, απ' τη φόρο τιμής στο ρεμπέτικο και το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι-μουσική παράσταση του Σταύρου Ξαρχάκου, "Αμάν Αμήν" (1995) - σημειωτέον ότι εξίσου εκπληκτική είναι και η ενορχήστρωση του Στ. Ξαρχάκου:



Τα ζεϊμπέκικα του Γιάννη Τσαρούχη



Jorge Luis Borges: Το σπίτι του Αστερίου



Ξέρω πως με λένε φαντασμένο, ίσως και μισάνθρωπο, ίσως και τρελό. Οι κατηγορίες αυτές (που θα τις τιμωρήσω όταν έρθει η ώρα) είναι γελοίες. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δε βγαίνω από το σπίτι μου, αλήθεια είναι όμως και ότι οι πόρτες του (άπειρες τον αριθμό) είναι ανοιχτές μέρα και νύχτα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Όποιος θέλει, μπαίνει. Δεν θα βρει εδώ γυναικείες πομπές ούτε τις αλλόκοτες τελετουργίες των ανακτόρων, θα βρει όμως γαλήνη και απομόνωση. Θα βρει ακόμα κι ένα σπίτι που είναι μοναδικό σ' όλη τη γη. (Ψεύδονται όσοι λένε πως στην Αίγυπτο υπάρχει ένα παρόμοιο.) Ακόμα κι οι συκοφάντες μου παραδέχονται πως σ' ολόκληρο το σπίτι δεν υπάρχει ούτε ένα έπιπλο. Άλλη γελοιότητα είναι το ότι τάχα εγώ, ο Αστέριος, είμαι φυλακισμένος. Να το ξαναπώ ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωμένη πόρτα; Να προσθέσω ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωνιά; Ένα σούρουπο μάλιστα, βγήκα στο δρόμο· κι αν γύρισα εδώ πριν πέσει η νύχτα, ήταν γιατί με φόβισαν τα πρόσωπα του πλήθους, πρόσωπα ξεθωριασμένα και πλατσουκωτά, σαν ανοιχτή παλάμη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πια, αλλά απ' το απελπισμένο κλάμα ενός παιδιού και τις ηλίθιες ικεσίες του όχλου, κατάλαβα πως μ' είχαν αναγνωρίσει. Ο κόσμος προσευχόταν, έφευγε μακριά, έπεφτε στα γόνατα· μερικοί σκαρφάλωσαν στον στυλοβάτη του Ναού των Λάβρεων άλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος, αν δεν κάνω λάθος, έπεσε στη θάλασσα για να κρυφτεί. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα μου ήταν βασίλισσα: δεν μπορώ να συχνωτίζομαι με τον όχλο, αν και το ζητάει η ταπεινοφροσύνη μου.
Πάντως, είμαι μοναδικός. Δεν μ' ενδιαφέρει τι μπορεί να μεταδώσει ένας άνθρωπος στους άλλους· κι εγώ, σαν τον φιλόσοφο, είμαι της γνώμης ότι τίποτα δεν μπορεί να μεταδοθεί με την τέχνη της γραφής. Οι κοινότοπες και ενοχλητικές λεπτομέρειες δεν έχουν καμία θέση στο πνεύμα μου, που είναι πλασμένο για τα σπουδαία· ποτέ μου δεν κατάφερα να συγκρατήσω σε τι διαφέρει το ένα γράμμα από το άλλο. Κάποια γενναιόδωρη αδημονία δεν μου επέτρεψε να μάθω να διαβάζω. Καμιά φορά, μετανιώνω γι' αυτό, γιατί οι νύχτες και οι μέρες είναι μεγάλες.
Να διευκρινίσω ότι δε μου λείπουν οι διασκεδάσεις. Σαν το κριάρι που χιμάει να κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τις πέτρινες στοές, ώσπου να σωριαστώ στο χώμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω από μια στέρνα ή στη στροφή ενός διαδρόμου και καμώνομαι ότι με κυνηγούν. Έχει κάτι εξώστες, απ' όπου αφήνομαι να πέφτω ώσπου να γεμίσω αίματα. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να παίξω τον κοιμισμένο, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά και βαριανασαίνοντας. (Κάπου κάπου κοιμάμαι στ' αλήθεια· κάπου κάπου ανοίγω τα μάτια μου, και το χρώμα της μέρας έχει αλλάξει.) Απ' όλα όμως τα παιχνίδια μου, αυτό που μ' αρέσει πιο πολύ είναι να παίζω τον άλλο Αστέριο. Κάνω πως με επισκέπτεται και πως του δείχνω το σπίτι. Όλο ευγένεια και φιλοφρονήσεις του λέω: Τώρα επιστρέφουμε στην προηγούμενη διασταύρωση ή Τώρα βγαίνουμε σε μια άλλη αυλή ή Καλά το φαντάστηκα πως θα σου άρεσε το φρεάτιο ή Κοίτα εδώ μια στέρνα που γέμισε άμμο ή Τώρα θα δεις πώς διακλαδώνεται το υπόγειο. Καμιά φορά κάνω λάθος, και τότε γελάμε κι οι δυο με την καρδιά μας.
Τα παιχνίδια αυτά δεν είναι το μόνο πράγμα που έχω κατεβάσει απ' το κεφάλι μου· μ' έχει απασχολήσει πολύ και το σπίτι. Όλοι οι χώροι του σπιτιού επαναλαμβάνονται πολλές φορές, και κάθε μέρος είναι άλλο μέρος. Δεν υπάρχει μία αυλή, ένα πηγάδι, μία ποτίστρα, ένα παχνί- υπάρχουν δεκατέσσερα [ = άπειρα] παχνιά, ποτίστρες, πηγάδια, αυλές. Το σπίτι είναι μεγάλο όσο και ο κόσμος· ή, μάλλον, είναι ο κόσμος. Να όμως που, για να 'χω εξαντλήσει τις αυλές με τα πηγάδια και τις κονισαλέες στοές από γκρίζα πέτρα, βγήκα μια μέρα στο δρόμο και είδα τον Ναό των Λάβρεων και τη θάλασσα. Αυτό δεν το 'χα καταλάβει, μέχρι που ήρθε ένα όραμα της νύχτας και μου αποκάλυψε ότι οι ναοί και οι θάλασσες είναι πάλι δεκατέσσερις [= άπειρες]. Τα πάντα είναι πολλές φορές, δεκατέσσερις φορές, υπάρχουν όμως και δυο πράγματα στον κόσμο που δείχνουν να είναι μόνο μια φορά: πάνω, ο δυσνόητος ήλιος· κάτω, ο Αστέριος. Μπορεί και να 'μαι εγώ που έπλασα τ' αστέρια και τον ήλιο και το θεόρατο σπίτι, μα τώρα δεν θυμάμαι τίποτα.
Κάθε εννιά χρόνια, έρχονται στο σπίτι εννιά άνθρωποι για να τους λυτρώσω απ' το κακό. Ακούω τα βήματα τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλος χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλο σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα. Εκεί που πέφτουν, εκεί μένουν, κι αυτό με βοηθάει να ξεχωρίζω τη μια στοά απ' την άλλη. Δεν ξέρω ποιοι είναι, ξέρω όμως πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα 'ρχόταν κι ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δεν με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου ζει και μια μέρα θα προβάλει μέσ' από τη σκόνη. Αν η ακοή μου μπορούσε να συλλάβει όλους τους ψίθυρους στον κόσμο, θα ξεχώριζα τα βήματα του. Είθε να με πάει σε κάποιον χώρο με λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες. Πώς θα 'ναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Θα 'ναι ταύρος ή άνθρωπος; Θα 'ναι μήπως ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι; Ή θα 'ναι σαν κι εμένα;
Ο πρωινός ήλιος άστραφτε πάνω στο μπρούντζινο σπαθί. Δεν είχε μείνει ούτε σταγόνα αίμα.
«Θα το πιστέψεις, Αριάδνη;» είπε ο Θησέας. «Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου.»

Federico García Lorca: Ματωμένος γάμος





Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ




Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἢ ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δύο τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τὰ Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη



Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίῃ ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξωρκισμένος ἀπὸ τὴν κυρα-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖός του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ «κατώτερα στρώματα», πῶς νὰ μουντζώνῃ, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κ᾽ ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!
Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωνίζουν αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἱ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ᾽ ἔβλεπες πρωὶ καὶ βράδυ νὰ ἐξέρχωνται, ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμέναι, γυναῖκες φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τὸ Κρυφὸ Μανδράκι










Χριστούγεννα ποὺ ἔμελλαν νὰ κάμουν τὴν χρονιὰν ἐκείνην οἱ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ! Ἂν ἐπερίμεναν ἀπὸ τὸν μπαρμπα-Στάθην τὸν Γροῦτσον μὲ τὴν βάρκαν του, τὴν πολλάκις καλαφατισμένην* καὶ πισσωμένην, νὰ τοὺς φέρῃ ἀρνιὰ νὰ φᾶνε! Οἱ καιροὶ ἦσαν τόσον ἀκατάστατοι, μὲ ὅλα τὰ χιόνια ποὺ εἶχε ρίξει γύρω στὰ βουνὰ ― ἕως τὴν παραθαλασσίαν, στὴν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ εἶχαν καταβῆ τὰ χιόνια. Καὶ μέσα στὸ χωρίον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι. Καὶ ὅλαι αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν, ἀπὸ πλάκες ἢ ἀπὸ κεραμίδια, εἶχον καλυφθῆ ἀπὸ παχὺ λευκὸν στρῶμα. Καὶ εἰς ὅλους τοὺς δρόμους καὶ τὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ εἶχε σωρευθῆ γόνα τὸ χιόνι πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ Μιχαλιοῦ τῆς Μερεγκλίνας καὶ ὅλων τῶν ξυπολύτων παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς, ὁποὺ δὲν ἄφησαν γριὰν ἢ νέαν, ἢ κορίτσι ἢ παιδὶ ποὺ νὰ φορῇ παπούτσια νὰ περάσῃ, χωρὶς νὰ τῆς σπάσουν τὴν στάμναν, ἢ νὰ τὴν στραβώσουν στὸ ἕνα μάτι, ἢ τὴν κουφάνουν ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὶ μὲ τοὺς τεραστίους καὶ πολὺ σφιχτοὺς βώλους χιόνος, ὁποὺ ἐξεσφενδόνιζον ἐναντίον των. Ἐκολλοῦσαν μεγάλες μπάλες ἀπὸ χιόνι, τὰς ἐξώγκωναν ἐπ᾿ ἄπειρον, καὶ τὰς ἐσώρευον μπροστὰ στὴν αὐλὴν τῆς Μερεγκλίνας· ὁ Μιχαλιός, ὅστις εἶχε παιδιόθεν μέγα δαιμόνιον πλαστικῆς, ἐσχεδίαζεν ἕνα πελώριον κολοσσὸν εἰς σχῆμα ἀνθρώπου ― Τούρκου ἢ λευκοῦ Ἀράπη, μὲ τὸ σαρίκι καὶ μὲ τὴν τσιμπούκα του. Ἀκολούθως ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ κατώγι τὴν «στάφνη», ναυπηγικὴν μπογιὰν ἀπὸ κοκκινόχωμα τοῦ πατρός του τοῦ μαστρο-Γιώργου τοῦ Μερεγκλῆ, κ᾿ ἐζωγράφιζε κόκκινον τὸν λευκὸν Ἀράπην ― κόκκινα μάτια, κόκκινα φρύδια, κόκκινα γένεια καὶ μαλλιά, κόκκινην καπόταν καὶ βράκαν, ὅλα κατακόκκινα. Ἦτο φοβερὸν τὴν θέαν τὸ τέρας ἐκεῖνο τῆς ἐκ χιόνος ἀνδριαντοποιΐας.
Μὲ αὐτὸν τὸν καιρὸν ἐβγῆκε τὴν νύκτα, βαθιὰ πρὸ τῆς χαραυγῆς, ἀπὸ τὸ σπιτάκι του, σιμὰ στὸν αἰγιαλόν, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, φορῶν τοὺς ναυτικοὺς μαμτζάδες*, ἤτοι τὰ ὑψηλὰ ἄνω τοῦ γόνατος ὑποδήματά του, κατέβη μὲ βαρὺ βῆμα, τρῖζον ἐπὶ τῆς χιόνος εἰς τὴν ἀποβάθραν, ἔσυρε τὴν μπαρούμα τῆς βάρκας του, ἐπήδησε μέσα, κ᾿ ἐξύπνησε τὸν δεκαπεντούτην υἱόν του, τὸν Στεφανήν, ὅστις ἐκοιμᾶτο πολὺ ζεστὰ ὑποκάτω στὴν πλώρην τῆς βάρκας.
― Σήκω, παιδί μ᾿, παιδί μ᾿! Στεφανή, σήκω, Στεφανή!
Τὸν ἔσεισε βιαίως, κ᾿ ἐτράβηξε τὴν τσέργα* νὰ τὸν ξεσκεπάσῃ.
― Σῦκο! εἶπε μέσα στὸν ὕπνον του ὁ Στεφανής. Καὶ ποῦ βρέθηκε τὸ σῦκο;
―Ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε, Στεφανή, εἶπεν ὁ γερο-Γροῦτσος, θὰ βρῇς πολλὰ σῦκα νὰ φᾷς, Στεφανή! Ἀκόμα καὶ κοκκόσες* θὰ βρῇς, γιὰ νὰ κάμῃς σουτζούκια.
Ὁ γερο-Γροῦτσος ἐμιμεῖτο ἐδῶ τὴν διάλεκτον τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου τοῦ Πηλίου, πρὸς τὴν ἀκτὴν τοῦ ὁποίου ἐσκόπευε νὰ ταξιδεύσῃ· κοκκόσες ὠνόμαζαν ἐκεῖ τὰ καρύδια.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Φιλόστοργοι



Μίαν πρωίαν πρὸ τριῶν ἐτῶν, ἦτο τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων, ἡ κυρα-Πράπω ἡ Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρὴ γυναικάρα πενηνταοκτὼ ἐτῶν, εἶχε σηκωθῆ νὰ πάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν νοννάν της εἰς τὰ Πατήσια. Εἶχε σπιτάκια μὲ μεγάλην αὐλήν, εἰς μίαν ἄκρην τῆς πόλεως, ὅπου ἔτρεφε γίδες καὶ προβατίνες καὶ κόττες καὶ φραγκόκοττες καὶ περιστέρια.
Τὸ γάλα τὸ ἐπώλει πρὸς ὀγδόντα λεπτὰ μὲ τὴν ὀκὰν τὴν ἰδικήν της. Τὰ περιστέρια, ἐκτάκτως μόνον, χωρὶς ὡρισμένον τιμολόγιον, ἂν τῆς εἶχε πνίξει κανὲν ἡ γάττα, ἢ ἂν εὕρισκε μουστερῆδες Γάλλους ἢ Ἰταλοὺς τοῦ θεάτρου. Τ᾽ αὐγὰ πρὸς 15 λεπτὰ τὸ ἓν, τὴν Σαρακοστήν.
Αὐτή, ἂν ὠρέγετο νὰ φάγῃ αὐγά, πρᾶγμα σπάνιον, θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὴν μεγάλην ἀγορὰν νὰ τὰ ψωνίσῃ. Τὰ εὕρισκε πρὸς μίαν δεκάρα τὰ τρία, σπασμένα, ἀλλὰ φρέσκα, καὶ μὲ δοκιμήν. Ποῦ νὰ γελασθῇ αὐτή!
Τὴν πρωίαν ἐκείνην εἶχε σηκωθῆ μὲ ἀπόφασιν νὰ πάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν νοννάν της, ἥτις ἦτο ἀρχόντισσα ἔχουσα οἰκίαν εἰς τὰ Πατήσια. Ἤρχοντο Χριστούγεννα, ἐπεθύμει νὰ τὴν φιλεύσῃ κάτι τι. Τί ἄλλο ἀπὸ αὐγά, εἰς τὴν πραγματείαν τῶν ὁποίων εἶχεν εἰδικότητα; Ἤξευρεν ὅτι θὰ εὕρισκεν ἐκεῖ τὸν νοννόν της, τὸν υἱὸν τῆς γραίας, ὅστις θὰ ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τῆς πληρώσῃ καλὰ τὸ δῶρόν της. Ἐμέτρησεν ὅσα αὐγὰ εἶχε, καὶ τὰ εὗρε δεκατέσσαρα.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τὸ Χριστόψωμο



Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.
Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Γουτοῦ Γουπατοῦ



Τὸν ἐπετροβολοῦσαν οἱ μάγκες τῆς ἀγορᾶς, τὸν ἐχλεύαζον τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς, τὸν ἐφοβοῦντο τὰ νήπια καὶ τὰ βρέφη. Τὸν ἔλεγαν κοινῶς «ὁ Ταπόης» ἢ «ὁ Μανώλης τὸ Ταπόι».
―Ὁ Ταπόης! Νά, ὁ Ταπόης ἔρχεται…
Φόβος καὶ τρόμος ἐκολλοῦσε τὰ ἄκακα βρέφη εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τούτου. Ἡ νεολαία τοῦ χωρίου, οἱ θαμῶνες τῶν μαγαζειῶν καὶ τῶν καφενείων, δὲν ἔπαυαν ποτὲ νὰ τὸν πειράζουν.
― Εἶσ᾽ ἕνα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· εἶσαι χταπόδι.
Κ᾽ ἐκεῖνος, μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν δεμένην διὰ γλωσσοδέτου μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὀδόντων, ἀπήντα:
― Ναί, εἶμι ταπόι!… Ἰσὺ εἶσι ταπόι. (Ναί, εἶμαι χταπόδι. Ἐσὺ εἶσαι χταπόδι.)
Εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον ἀμετρήτους ἐχθρούς, εἰς μέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ἢ διακριτικός τις τὸν ὑπερήσπιζεν ἐναντίον τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀγυιοπαίδων. Εἰς ἐκεῖνον ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ᾽ ἐξετέλει δι᾽ αὐτὸν διακονήματα προθύμως, μετὰ βίας δεχόμενος φίλευμα ἢ κέρασμα. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους δὲν ὑπῆρχε φιλία οὔτε σπονδή.
Μόνον τὴν μητέρα του εἶχεν εἰς τὸν κόσμον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν ἐλάτρευεν. Ἀδελφὴν δὲν εἶχεν. Ὁ ἕνας ἀδελφός του εἶχε χαθῆ εἰς τὴν Ἀμερικὴν πρὸ χρόνων καὶ δὲν ἠκούσθη. Ὁ ἄλλος, χασομέρης ἄχρηστος, ὡς μόνον ἐπάγγελμα εἶχε τὸ νὰ πηγαίνῃ κάθε χρόνον μέσα εἰς τὴν μεγάλην στερεάν, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχον ἄφθονα θέρη, καὶ νὰ κάμνῃ τὸ ἔργον τῆς σβάρνας· ἦτο δὲ ἡ σβάρνα βαρεῖα σανίς, τὴν ὁποίαν ἔσυρον ἄλογα ἢ βόδια εἰς τὸ ἁλώνι· καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὴν σανίδα, ἔμψυχον βάρος, διὰ νὰ γίνεται τέλειον τὸ ἁλώνισμα· ἐκεῖ εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ τρίτος ἐγύριζε ναυτικὸς εἰς τὰ ξένα. Ὁ Μανώλης ἄλλην στοργὴν δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὕτη ἦτο ἤδη γραῖα, καὶ αὐτὸς εἶχε μεγαλώσει πολύ.
Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ, τὸν εἶχον ἀκούσει ἐπανειλημμένως ν᾽ ἀπειλῇ καὶ νὰ λέγῃ μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν νηπιώδη:
― Τάνῃ Γιὰ πέτου ᾽γὼ πιιγῶ μέτα Μπούτι! (Σὰν πεθάνῃ ἡ Γριά, θὰ πέσω ἐγὼ νὰ πνιγῶ μὲς στὸ Μπούρτσι.)

Κώστας Βάρναλης: Τὰ Χριστούγεννα τοῦ Παπαδιαμάντη



Προέλευση κειμένου: http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html
Γράφει ὁ Ν. Σαραντάκος: Ὁ Βάρναλης ἔχει γράψει κι ἄλλα διηγήματα «εἰς ὕφος Παπαδιαμάντη», ἀλλὰ τοῦτο ἐδῶ ἔχει τὸ μοναδικὸ γνώρισμα ὅτι παρουσιάζει ὡς ἥρωα καὶ τὸν ἴδιο τὸν κυρ Ἀλέξανδρο. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ὁ προσεκτικὸς ἀναγνώστης θὰ δεῖ μέσα στὸ κείμενο ξεσηκωμένες αὐτούσιες φράσεις ἀπὸ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ θὰ εὐφρανθεῖ μὲ λέξεις παπαδιαμαντικές. Πῆρα τὸ κείμενο ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Κέδρου «Πεζὸς Λόγος». Ἀγνοῶ ἂν τὸ «Καλοκαιρὴς» (τὸ παπαδιαμαντικῶς σωστὸ εἶναι Καλοσκαιρὴς) εἶναι λάθος τοῦ τυπογράφου ἢ ἀβλεψία τοῦ Βάρναλη.

***

Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους...
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὅτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!
Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυται εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου: Ars Poetica



Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.


Γιάννης Κοντός: Το φαρμακείο



Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο, με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως. Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων – εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές – όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική. Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς. Περιμένω να ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το κουδουνάκι, να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την είσοδο και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – προηγούμενες και επόμενες – και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως. Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω. Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.



Henrik Ibsen: Ο εχθρός του λαού





Διασκευή: Arthur Miller
Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος

Ζωή Καρέλλη: Έφηβος των Αντικυθήρων



Ήρθα για σένα πάλι.
Προχωρώντας πρόσεξα αρκετά
Τα κορινθιακά αγγεία,
Μου έκαναν, βέβαια, εντύπωση
Για τη χάρη του σχήματος και των σχεδίων.
Συλλογίστηκα τη σφύζουσα ζωή
Της φημισμένης πολιτείας. Υστερα,
Επίτηδες σχεδόν, απόμενα στις αίθουσες,
Όπου το φως έχει κάτι το υδάτινο.
Δεν ξέρω αν τούτο οφείλεται
Στων τοίχων την απόχρωση
Ή στην ακινησία των εκθεμάτων,
στο γυαλί απ' τις προθήκες.
Απόμενα λοιπόν,
Κρατώντας την αναμονή της παρουσίας σου,
Χαρά.

Για λίγο με σταμάτησε ο Κροίσος
"στήθι και οίκτιρον...ώλεσε θούρος Αρης".
Στην κίνηση, στη θέση των χεριών,
Ιδιαίτερη στροφή πρόδινε την ψυχή
Που απόμενε ακόμα εκεί
Κι' έδινε τη συγκρατημένη θέληση
Του σώματος προς τα εμπρός.
Θρους φανταστικός της ζωής των αγαλμάτων,
Οταν μπορέσει να συλλάβει ο τεχνίτης
Την καίρια στιγμή...

Μοναδική στιγμή εσύ,
Υπέροχε, δεν είσαι μονάχα
Ο έφηβος της τέλειας καλλονής,
Της ακτινόβολης νεότητας,
Ο αρμονικός στο σχήμα της μουσικής των μελών,
Ο τη στάση του έχων και κρατών
Στη φυσική του δύναμη κι επιβολή,
Όπως η πέτρα ή το φυτό
Που υπάρχουν απλά και τέλεια μαζί,

Έκταση των χεριών σε ισορροπία ιδανική,
Θεία γραμμή,
Αδιάφθορη αγνότητα του συλληφθέντος χρόνου,
Της αφθαρσίας μειλίχιο πρόσωπο,
Ύψωση της φθαρτής μας στάσης.

Πραγματικότητα και μαγεία,
Λεία της ζωής επιφάνεια,
Κολπούμενη, καμπυλωμένη
Από την κρυμμένη μέσα σου ορμή,
Συγκρατημένη κι' οδηγούμενη.

Προσφορά και της ύπαρξης παραδοχή,
Σε κίνηση μαζί κι' ακινησία,
Σαν ζύγισμα βασιλικού πουλιού.

Γεννήθηκες
Πριν από το δίδαγμα της αμαρτίας.
Είσαι εκείνη του πνεύματος η παροχή
Που σβήνει την ακόρεστη στέρηση
Κι' εκμηδενίζει την απληστία.
Επιθυμείς και μένεις έτοιμος να στερηθείς.
Από πάνω σου γλιστρά
Η κάθε ξένη προς το σχήμα σου διάθεση.
Ζητάς της ψυχής το τίμημα
Κι' εσύ το χαρίζεις, σώμα ζωντανό και γαλήνιο.

Συνάντηση λιτή με το απόλυτο,
Γυμνό μυστήριο.
Μορφή γλυτωμένη απ' την ανάγκη.
Μουσική του ενός ήχου υψώνεσαι
Θεία ικανότητα δοσμένη ανθρώπινα.

Δεν σε παίδεψε η αγάπη
Που είναι αμφιβολία,
Καημός κι' υποταγή οδυνηρή
Κι' ας έχεις στο βλέμμα
Τη θαυμάσια ανθρώπινη μελαγχολία,

Εργο του ανθρώπου εσύ,
Εκείνου που αγάπησε τη ζωή του
Σε δόξα αγέρωχη και σεμνή.


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Jens Peter Jacobsen: Grækenland (Ελλάδα)



Grækenland

Marmoret er hvidt,
Men det lyser ikke.
Søjlerne er slanke,
Men de knejser ikke.
Kapitælernes frodige Pragt er svunden.
Akantusløvet har rullet sig sammen,
Er visnet og faldet,
Smuldrende blander det sit Støv med Plintens.
Og de gyldne Skaaler er tomme,
Deres Malm har intet Mæle.
Hebe har kun Taarer,
Bakkos har kun Vinløv,
Døsigt lege Pantrene med Thyrsen.
Af Ælde ryster Zeus'es lokketunge Hoved,
Poseidon fægter sælsomt i Luften med sin Trefork,
Og Phøbus ser bedrøvet efter Solen;
De ledige Hestes Hove
Trampe paa den strængløse Lyre.
Muserne slumre,
Gratierne er skilte.

Men Lauren har alle sine Blade.
Mellem de Søjler staar der en Laure
Stærkstammet, lavstammet, storkronet og bred.
Nedover Søjlerne, rodfæstet i dem,
Løbe de tornede Ranker,
Leger det flimrende Løv
Af den Plante, hvis purpurgyldne Roser
Alle Sydens Kvinder elske.
Mange Mænds Blikke vogte paa Rosen.
Mange Blomster bæ'r den,
Og højt er de baarne,
Dog før Dagen vel er kommen,
Er dens Blomsterrigdom delt.

Men Lauren har alle sine Blade.


***


Griechenland

Der Marmor ist weiss,
aber er leuchtet nicht.
Die Saeulen sind schlank,
aber sie ragen nicht.
Der Kapitaele ueppige Pracht ist dahin.
Des Akanthus Laub hat sich zusammengerollt,
ist welk und gefallen
und mischt, im Zerfalle, den seinen dem Staube der Plinthen.
Und die goldenen Schalen sind leer,
ihr Metall hat nicht Mund mehr.
Hebe hat Traenen nur,
Bacchus Weinlaub allein,
und es ist Schlaf in der Panther Spiel mit dem Thyrsus.
Zeus lockenlastendes Haupt schuettelt vor Alter,
wunderlich ficht in der Luft Poseidon umher
mit den Dreizack
und Phoebus sieht der Sonne nach in Betruebung.
Der ledigen Rosse Huf
zerstampft die entsaitete Leyer.
Die Musen schlummernd,
die Grazien fort.
Aber der Lorbeer hat alle seine Blaetter.
Zwischen den Saeulen steht da ein Lorbeer
starkstaemmig, kurzstaemmig, grosskronig, breit.
An den Saeulen hinab, verwurzelt in sie,
laufen die dornigen Ranken,
spielt das flimmernde Laub,
das der Pflanze gehoert, deren purpurgoldene Rosen
alle lieben die Frauen des Suedens.
Vieler Maenner Weg geht die Saeulen vorbei,
alle Maenner Blicke wachen ueber die Rose.
Viele Blueten traegt die
und hoch sind sie getragen,
doch ehe der Tag noch recht kommt,
ist ihr bluehender Reichtum verteilt.
Aber der Lorbeer hat alle seine Blaetter.


Aπόδοση στα γερμανικά:
Rainer Maria Rilke


***


Ελλάδα

Λευκό είναι το μάρμαρο,
αλλά δεν λάμπει.
Λεπτοί είναι οι κίονες,
δίχως να ξεχωρίζουν.
Μεγαλοπρέπεια ασυνήθιστη στα κιονόκρανα κατοικεί.
Διπλωμένα της ακάνθου τα φύλλα,
μαραίνονται και πέφτουν,
συντρίμμια ανάμικτα με τη σκόνη των πλίνθων.
Και τα χρυσά κύπελλα αδειάσανε,
στόμα δεν έχουν πια.
Δάκρυα στάζει η Ήβη,
έρημο κληματόφυλλο ο Βάκχος,
και νυσταγμένο του πάνθηρα το παιχνίδι με τον θύρσο.
Του Δία οι βόστρυχοι τινάζονται στον χρόνο,
την τρίαινα ο Ποσειδώνας υπέροχα κραδαίνει στον αέρα,
και ο Φοίβος θλιμμένα κοιτά κατά τον ήλιο.
Οι οπλές των λεύτερων αλόγων του
συντρίβουν την άχορδη λύρα.
Λαγοκοιμούνται οι Μούσες,
οι Χάριτες απούσες.
Αλλά η δάφνη έχει όλα της τα φύλλα.
Στους κίονες ανάμεσα ορθώνεται μια δάφνη
μικρόκορμη, γερή, πλατιά, στεφανωμένη.
Κάτω απ’ τους κίονες ριζωμένη
απλώνεται αγκαθωτή περικοκλάδα,
στη φυλλωσιά της τρεμοπαίζουν χρυσοπόρφυρα ρόδα
που τ’ αγαπούν οι γυναίκες του νότου.
Πολλών αντρών ο δρόμος προσπερνά τους κίονες,
προσηλωμένα τα βλέμματα όλων είναι στον ανθό.
Πλούσιος είναι
και περήφανα ανεμίζει,
μα όσο κυλά η μέρα,
το ανθισμένο βασίλειο σκορπίζει.
Αλλά η δάφνη έχει όλα της τα φύλλα.


Απόδοση στα ελληνικά:
Νίκος Βουτυρόπουλος

Πηγή

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Ο τζίτζικας



Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ’ άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου -γκρίζα κι ασβεστένια- μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ’ τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δε γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω -ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος- γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ’ όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.



Oscar Wilde: Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός






* Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης

Ιάκωβος Πολυλάς: Ένα μικρό λάθος



\

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Μίκης Θεοδωράκης & Ιουλίτα Ηλιοπούλου απαγγέλλουν το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη






Διονύσης Σαββόπουλος: Ας κρατήσουν οι χοροί



Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
1η εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος
Δίσκος: Τραπεζάκια έξω (1983)


Ας κρατήσουν οι χοροί
και θα βρούμε αλλιώτικα
στέκια επαρχιώτικα, βρε!,
ώσπου η σύναξις αυτή
σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί

Mέχρι τα ουράνια σώματα
με πομπούς και με κεραίες
Φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα
κι ιστορία οι παρέες

Kάνει ο Γιώργος την αρχή -
είμαστε δεν είμαστε
τίποτα δεν είμαστε, βρε!-
κι ο Γιαννάκης τραγουδεί
Άμα είναι όλα άγραφα κάτι θα βγει

Kαι στης νύχτας το λαμπάδιασμα,
να κι ο Άλκης ο μικρός μας
για να σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας

O ουρανός είναι φωτιές,
ανεμομαζώματα,
σπίθες και κυκλώματα, βρε!,
και παρέες λαμπερές
το καθρεφτισμά του
στις ακρογιαλιές

Kι είτε με τις αρχαιότητες
είτε με ορθοδοξία
των Eλλήνων οι κοινότητες
φτιάχνουν άλλον γαλαξία

Να κι ο Mπάμπης που έχει πιει
κι η Λυδία ντρέπεται
που όλο εκείνη βλέπετε, βρε!,
κι ο Αχιλλέας με τη Zωή
μπρος στην πολαρόιντ
κοιτούν γελαστοί

Τότε η Έλενα η χορεύτρια
σκύβει στη μεριά του Τάσου
και με μάτια κλειστά τραγουδούν αγκαλιά
Εθνική Ελλάδος γεια σου!

Τι να φταίει η Bουλή,
τι να φταιν' οι εκπρόσωποι
έρημοι και απρόσωποι, βρε!
Αν πονάει η κεφαλή,
φταίει η απρόσωπη αγάπη
που 'χει βρει

Mα η δικιά μου έχει όνομα,
έχει σώμα και θρησκεία
και παππού σε μέρη αυτόνομα
μέσα στην τουρκοκρατία

Να μας έχει ο Θεός γερούς,
πάντα ν' ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε, βρε!,
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους
σαν ποταμούς

Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα,
να πυκνώνει ο δεσμός μας
και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας

Johann Wolfgang von Goethe: Φάουστ




*: Το παρόν είναι βασισμένο στη μετάφραση του Κ.Χατζόπουλου

Richard Wagner: Ο χρυσός του Ρήνου



Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Ezra Pound: A Ballad Of The Mulberry Road (Μια Μπαλάντα του δρόμου με τα σκάμνα)



The sun rises in south east corner of things
To look on the tall house of the Shin
For they have a daughter named Rafu,
(pretty girl)
She made the name for herself: 'Gauze Veil,'
For she feeds mulberries to silkworms.
She gets them by the south wall of the town.
With green strings she makes the warp of her basket,
She makes the shoulder-straps of her basket
from the boughs of Katsura,
And she piles her hair up on the left side of her headpiece.

Her earrings are made of pearl,
Her underskirt is of green pattern-silk,
Her overskirt is the same silk dyed in purple,
And when men going by look on Rafu
They set down their burdens,
They stand and twirl their moustaches.


***


Ο ήλιος ανεβαίνει απ' του κόσμου τη νοτιοανατολική γωνιά
για να κοιτάξει μες στο αψηλό σπίτι των Σιν,
γιατί έχουνε μια κόρη που τη λεν' Ραφού
(κοπέλα όμορφη)
Μόνη της έβγαλε τ' όνομά της - «Μεταξένιο Πέπλο»
γιατί ταΐζει μούρα τους μεταξοσκώληκες -
tους παίρνει απ' το νότιο τείχος της πόλης
Με πράσινα νήματα φτιάχνει το σκέβρωμα του καλαθιού της,
φτιάχνει τα λουριά του καλαθιού της
απ' του Κατσούρα τα κλωνάρια
και μαζεύει τα μαλλιά της πάνω, στ' αριστερά του κεφαλοπανιού της

Τα σκουλαρίκια της είναι φτιαγμένα από μαργαριτάρια,
το μεσοφόρι της είναι από ένα πράσινο μετάξι,
το πανωφουστί της είναι απ' το ίδιο μετάξι βαμμένο μωβ
Κι όταν οι άντρες πάνε για να ιδούνε τη Ραφού,
αφήνουν κάτω τα φορτία τους,
στέκουνται και στρίβουν τα μουστάκια τους ολοένα


Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής

12 καθημερινές συμβουλές του ποιητή Νίκου Καρούζου



Να μην ειρηνεύεις ανώφελα.
Να μην πολεμάς επίσης ανώφελα.
Ν’ αγαπάς τον ήλιο, μα όχι σαν θεότητα
Ν’ αποστρέφεσαι τη σελήνη σαν έδαφος
Να πηγαίνεις καμιά φορά στην εκκλησία, δε χάνεις τίποτα
Να θυμάσαι λιγάκι το θάνατο, μα όχι σαν θάνατο
Να βλέπεις τη ματαιότητα και της ιδέας της ματαιότητας
Να λες έλληνας και να νιώθεις άλλην ομορφιά, να μη νιώθεις ελληνικότητα
Να γράφεις αγαπώντας το άγραφο
Να στοχάζεσαι πέρ’ απ’ τους στοχασμούς σου
Να μην ξεχνάς την ύπαρξη του Ανύπαρχτου
Ναν τα διαβάζεις κάθε μέρα τούτα


Πηγή

Νάνος Βαλαωρίτης: Κατάσταση Πολιορκίας



Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα απ' τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ' τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ' απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ' άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς
Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας
Κι απ' ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.

Γιώργος Κατσαρός



Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Κώστας Καρυωτάκης: Στο Σταυρό



Κι ακλούθησε του Γολγοθά το δρόμο
φορώντας αγκαθένιο ένα στεφάνι
κι ένα σταυρό σηκώνοντας στον ώμο.
Αυτός που ’ρθε να ζήσει, να πεθάνει,
προς την Αλήθεια για ν’ ανοίξει κάποιο δρόμο.

Να Του καρφώσουν άφησε τα χέρια
και σα ληστή με τους ληστές κοιτούσε
να Τον κοιτάνε —οι ματιές σαν μαχαίρια.
Αυτός που τη χαρά μόνο σκορπούσε
και μοναχά για να βλογάει είχε τα χέρια.

Σαν άνθρωπος στα νύχια του θανάτου
παράδερνε, σαν άνθρωπος τη φύση
εχάιδεψε με τη στερνή ματιά Του.
Αυτός που είχε τη ζωή στον κόσμο χύσει
και που ήταν πάνω από τους νόμους του θανάτου.


Πηγή

Κατίνα Παξινού και Αλέξης Μινωτής σε αποσπάσματα από τραγωδίες (Εκάβη, Οιδίπους Τύραννος, Πέρσαι, Ηλέκτρα)






Άγγελος Τερζάκης: Ο Σταυρός Και Το Σπαθί



Άγγελος Τερζάκης: Ο Θρύλος Του Μυστρά



Αντώνιος Μάτεσις: Ο Βασιλικός