Ὀνειρεμένα, λυγερὴ μυρίκη,
τὴν ὡραία ἀντιφεγγίδα σου στοιχειόνει
ἡ ἀκύμαντη ἅρμη, ὡς μὲ κάτασπρα χιόνι
λουλούδια κλεῖς μαύρης σπηλιᾶς τὴ φρίκη.
Σμίγεις πνοὲς μὲ τὸ ἀφροδίσιο φύκι
καὶ ὁ ξέχυτος βράχος ποὺ ἐσὲ κουπόνει
χρυσόνεται ὅλος ὅταν σουρουπόνει
χωρὶς ἀχτίδα ἡλιοῦ σ' ἐσὲ ν' ἀφήκῃ.
Ἔχ' ἡ γῆ γλύκες ποὺ ἄλλη δὲν αἰστάνθη
ψυχὴ παρὰ ἡ φιλέρημη, ἡ ἀνυφάντρα
τῶν ὑπέργειων ὀνείρων, καὶ μὲς τ' ἄνθη
τοῦ ἴσκιου, στὸ ἔμπα ἀπὸ τ' ἀπόκρυφ' ἄντρα
τὸ μυστήριο ἁπαλὰ τὴν ἀγκαλιάζει·
γένετ' ἕνα μ' αὐτὸ καὶ ἀναγαλλιάζει.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου