Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Κύριοι Βουλευταί, ἐξαιτοῦµαι τὴν ἐπιείκειάν σας διὰ τὴν ῥητορικὴν ἀνεπάρκειαν, τὴν ὁποίαν θὰ παρατηρήσετε εἰς τὸν λόγον µου. Τὰς γνώµας µου ὄµως παρακαλῶ νὰ ἐπικρίνετε µεθ’ ὅλης τῆς αὐστηρότητος· ἀρκεῖ ἡ ἐπίκρισις νὰ εἶναι ἰσόρροπος, κατὰ τὴν καθιερωθεῖσαν φράσιν.
Εἶµαι, Κύριοι, κατὰ τῆς παραδοχῆς τῶν δύο προτάσεων, αἵτινες ὑπεβλήθησαν εἰς τὴν Βουλὴν περὶ εἰσαγωγῆς ἄρθρων εἰς τὸ Σύνταγµα πρὸς περιφρούρησιν δῆθεν τῆς κινδυνευούσης γλώσσης, τῆς Ἐκκλησίας ἀφ’ ἑνός, τῆς Πολιτείας ἀφ’ ἑτέρου· ἐνόµιζον µάλιστα, ὅτι ἡ συζήτησις δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ, ἀλλ’ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποκρουσθῇ δι’ ἀναστάσεως, ὅπως προβλέπει ὁ Κανονισµός, ὡς ἀπαράδεκτος ἡ πρότασις αὕτη. Τοῦτο δέ, ὄχι διότι ἤθελον ἐγὼ ν’ ἀποφύγω τοιαύτην συζήτησιν. Εἶµαι µαθητὴς καὶ ὑπῆρξα ἐπὶ πολλὰ ἔτη φίλος τοῦ Ἰακώβου Πολυλᾶ, τοῦ ἑπτάκις ἐκλεγέντος βουλευτοῦ Κερκύρας, ἑνὸς τῶν πολιτευτῶν τῶν ὑποστηριξάντων τὸν πρῶτον Τρικούπην καὶ ἐγκαταλείψαντος αὐτόν, ὅταν µετέβαλε γνώµας, τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐδέχθη ποτὲ Ὑπουργεῖον, διότι δὲν ἤθελεν ἴσως νὰ εὑρεθῇ ποτὲ εἰς θέσιν νὰ ἔλθῃ εἰς συµβιβασµὸν µὲ τὴν συνείδησίν του, τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ αὐτὸς ἄκρος φίλος καὶ µαθητὴς τοῦ ∆ιονυσίου Σολωµοῦ, τοῦ ποιητοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ὕµνου. Ἀνήκω λοιπὸν εἰς τὴν σχολὴν ἐκείνην καὶ ὄχι εἰς τὰς µετέπειτα ἀναφανείσας, σήµερον δέ, ὁπότε τὸ ζήτηµα τίθεται εἰς τρόπον, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι ἐπισείονται φόβητρα ἐρυθρά, ἂν θέλετε, κατὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Σολωµοῦ, χρέος τιµῆς θεωρῶ νὰ κατέλθω καὶ ἐγὼ εἰς τὸν καλὸν ἀγῶνα καὶ νὰ δηλώσω ἀπὸ τοῦ βήµατος τούτου, πρὸς ὃ ἀτενίζει ὁ Ἑλληνισµὸς ὁλόκληρος, καὶ εἶµαι εὐτυχής, ὅτι δύναµαι νὰ τὸ πράξω, ὅτι εἶµαι δηµοτικιστής.
Ι. ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους.
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. ∆ὲν ἤθελον νὰ ἔλθῃ αὐτὴ ἡ συζήτησις, ἀλλ’ οὐχὶ χάριν ἐµοῦ, οὔτε διότι νοµίζω, ὅτι ἡ Ἰδέα κινδυνεύει, διότι ἡ Ἰδέα µετὰ πάντα διωγµὸν παρουσιάζεται λαµπροτέρα, καὶ τέσσαρα ἢ πέντ ε µόλις ἔτη µετὰ τὰς βαρβάρους σκηνὰς τῶν Ὀρεστειακὼν εἴχοµεν τὴν παράστασιν τῆς «Ἀντιγόνης» εἰς τὸ Ἑλληνικὸν θέατρον, κατὰ τὴν ὁποίαν πρώτην φορὰν µετὰ χιλιετηρίδας Ἑλληνικαὶ καρδίαι ᾑσθάνθησαν τὸ κάλλος τῆς ἀρχαίας τέχνης. Οὔτε χάριν τῆς Ἰδέας, ἀλλὰ χάριν τῆς ἀξιοπρεπείας τῆς Βουλῆς.
Ι. ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Εἶναι δύο-τρεῖς µαλλιαροὶ ἐγκάθετοι, οἱ ὁποῖοι µας ταράττουσι συνεχῶς.
ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ. Νὰ τοὺς βγάζητε ὅλους ἔξω. (Θόρυβος καὶ φωναὶ ἐκ τῶν ἀκροατηρίων «ἔξω οἱ µαλλιαροί»).
Θ. ΚΟΥΤΟΥΠΗΣ. Νὰ κενωθῶσι τὰ θεωρεῖα, κύριε Πρόεδρε· δὲν εἶναι κατάστασις αὐτή.
Κ. ΖΑΒΙΤΣΑΝΟΣ. Νὰ φύγωσιν ὅλοι ἀπὸ τὰ θεωρεῖα.
Ν. ΚΟΝΤΟΓΟΥΡΗΣ. Ἂν τὰ θεωρεῖα δὲν κενωθῶσιν, ἡ συνεδρίασις δὲν θὰ ἐξακολουθήσῃ. (Θόρυβος καὶ ἀντεγκλήσεις ἐν τῇ αἰθούσῃ, σύρ ραξις δὲ τῶν ἀντιφρονούντων ἐν τίνι τῶν ἀκροατηρίων. Τὴν ἕδραν τοῦ Προέδρου καταλαµβάνει ὁ Πρόεδρος κ. Ν. Στράτος ἀντὶ τοῦ µέχρι τῆς στιγµῆς κατέχοντος αὐτὴν ἀντιπροέδρου κ. Θ. Παπαϊωάννου).
ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ. ∆ιακόπτεται ἡ συνεδρίασις ἐπὶ 5 λεπτά.
Μετὰ τὴν διακοπὴν.
ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ. Ἐπαναλαµβάνεται ἡ συνεδρίασις. Ὁ κ. Μαβίλης ἔχει τὸν λόγον.
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἂν ὄχι χάριν ἐµοῦ οὔτε χάριν τῆς Ἰδέας, ἀλλὰ χάριν τῆς ἀξιοπρεπείας τῆς Βουλῆς, δὲν ἐπετρέπετο τοιαύτη συζήτησις. Καὶ θεωρῶ ἀναξιοπρεπῆ τὴν συζήτησιν ταύτην ἐν τῇ Ἑλληνικῇ Βουλῇ διὰ τὸ ἀνελεύθερον τῆς προτάσεως.
ΕΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Τί λέγει;
ΕΤΕΡΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Λέγει τὴν πρότασιν ἀνελεύθερον.
ΤΙΝΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Μὴ διακόπτετε.
ΕΤΕΡΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Μᾶς λέγουν ἀνελευθέρους.
ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ. Ἐφ’ ὅσον δὲν ἐννοεῖτε νὰ ἀφήσητε τοὺς ῥήτορας νὰ ἀγορεύωσιν, εἶσθε ἀνελεύθεροι.
ΠΟΛΛΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Εὖγε, εὖγε.
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἐθνικὸν συνέδριον ὡς τὸ ἡµέτερον συντάττει µὲν θεσµοὺς καὶ νόµους, ἀλλὰ παρέχει καὶ εἰς τὰς συγχρόνους καὶ τὰς ἐπερχοµένας γενεὰς καὶ εἰς τὴν λοιπὴν ἀνθρωπότητα µίαν εἰκόνα τοῦ πολιτισµοῦ κατὰ τὴν στιγµὴν ταύτην ἐν τῷ ἔθνει. Καὶ ποίαν ἰδέαν θέλετε νὰ σχηµατίσῃ ἡ σύγχρονος καὶ ἡ µέλλουσα ἀνθρωπότης περὶ ἐθνικοῦ συµβουλίου, τὸ ὁποῖον ἀνέχεται νά τεθῇ ἐν ἀµφιβόλῳ ἡ εὐ γενεστέρα τῶν ἐλευθεριῶν, ἡ ἐλευθερία τῆς γλώσσης; Ἤκουσα πολλοὺς κοπτοµένους ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, ἀλλ’ εἶναι ἀκόµη πολὺ µεγαλείτερον αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ ἡ πρότασις ἐκείνη. ∆ὲν πρόκειται πλέον οὔτε περὶ κλεψύδρας οὔτε περὶ φιµώτρου· πρόκειται περὶ ἑνὸς γλωσσοδέτου, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιβληθῇ εἰς τὴν γλῶσσαν οὐχὶ τῶν ἀτόµων, ἀλλὰ τοῦ ἔθνους ὁλοκλήρου. (Ἀναγινώσκει):
«Πρᾶγµα τῇ ἀληθείᾳ παράδοξον πῶς δὲν ἐσυλλογίσθησαν ποτέ οἱ µιξελληνίζοντες, ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἓν ἀπὸ τὰ ἀναπαλλοτρίωτα τοῦ ἔθνους πράγµατα. Ἀπὸ τὸ κτῆµα τοῦτο µετέχουν ὅλα τὰ µέλη τοῦ ἔθνους µὲ δηµοκρατικήν, νά εἴπω οὕτως, ἰσότητα· κανείς, ὅσον ἤθελεν εἶσθαι σοφός, οὔτε ἔχει οὔτε δύναται πόθεν νὰ λέξῃ πρὸς τὸ ἔθνος· «Οὕτω θέλω νὰ λαλῇς, οὕτω νὰ γράφῃς». Ὅστις ἐπαγγελλόµενος νά γράφῃ εἰς τὴν κοινὴν γλῶσσαν µακρύνεται τόσον ἀπὸ τὸν κοινὸν τρόπον τοῦ λέγειν, ἐκεῖνος ζητεῖ πρᾶγµα, τὸ ὁποῖον οὐδ’ ὁ σκληρότερος τύραννος εἶναι καλὸς νὰ κατορθώσῃ. Γυµνώνει ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του τὸν πολίτην ὁ τύραννος, δύναται καὶ τέκνα καὶ γυναῖκα νὰ τοῦ ἐπάρῃ, ἐµπορεῖ νὰ τὸν ἐξορίσῃ ἢ καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ· ἀλλὰ δὲν ἐµπορεῖ νὰ τοῦ ἀλλάξῃ τὴν γλῶσσαν· αὐτὴν λαλεῖ εἰς τὴν πατρίδα του, αὐτὴ τὸν συνοδεύει καὶ εἰς τὴν ἐξορίαν. Μόνος ὁ καιρὸς ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ µεταβάλλῃ τῶν ἐθνῶν τὰς διαλέκτους, καθὼς µεταβάλλει καὶ τὰ ἔθνη· καὶ ὅστις πρὶν τοῦ καιροῦ σπουδάζει µὲ τὴν βίαν νὰ ἀλλάξῃ τὴν γλῶσσαν, εἰς αὐτὸν δύναταί τις νὰ προσαρµόσῃ ὅ,τι ἔλεγεν ὁ ταλαίπωρος Αἵµων πρὸς τὸν τύραννον αὐτοῦ πατέρα:
« Ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν µόνος δοκεῖ, ἢ γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἄλλος, ἢ ψυχὴν ἔχειν, οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί». (Σοφ. Ἀντιγ. 709).
Αὐτά, Κύριοι, εἶναι λόγοι µιᾶς δόξης τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Ἀδαµαντίου Κοραῆ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνοµα συχνὰ ἤκουσα νὰ ἐπικαλοῦνται οἱ τὰ ἀντίθετα φρονοῦντες. Ὄχι µόνον διὰ τὸ ἀνελεύθερον θὰ ἦτο ἀναξιοπρεπὴς ἡ πρότασις, ἀλλὰ διότι ἐν τῷ συνεδρίῳ τούτῳ ἕνεκα αὐτῆς τῆς προτάσεως χαρακτηρίζεται ἀτιµωρητὶ ἡ γλῶσσα, τὴν ὁποίαν ὁµιλεῖ ὁ Ἑλληνισµὸς ὁλόκληρος ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον, ἀπὸ Κερκύρας µέχρι τοῦ Καυκάσου, χαρακτηρίζεται ὡς χυδαία. Χυδαία γλῶσσα δὲν ὑπάρχει· ὑπάρχουσι χυδαῖοι ἄνθρωποι, καὶ ὑπάρχουσι πολλοὶ χυδαῖοι ἄνθρωποι ὁµιλοῦντες τὴν καθαρεύουσαν. Ὀνοµάζεται ἡ γλῶσσα δουλική, ἐνῷ, ἂν ἐρωτήσητε τὸ µέγιστον τῶν νεοελληνιστῶν, τὸν καθηγητὴν κ. Χατζιδάκιν, θὰ σᾶς εἴπῃ ὅτι ἡ δουλεία ὀλίγιστα ἐπέδρασεν ἐπὶ τῆς γλώσσης, µόνον εἰς τὸ λεκτικόν, τὴν ἐξέλιξην καὶ τὴν διαµόρφωσιν τῆς ὀνοµαζοµένης δουλικῆς καὶ χυδαίας ἡµῶν γλώσσης. Ἀναξιοπρεπὲς ἐπίσης –καὶ αὐτὸ εἶναι ἴσως τὸ σπουδαιότερον– διότι ἀνεχόµεθα νὰ ὑποστηρίζηται, ὅτι ἐν τῷ µέσῳ ἡµῶν ὑπάρχουσι προδόται, ἄνθρωποι ἀπεµπολοῦντες τὰ συµφέροντα τῆς πατρίδος τῶν ἀντὶ χρηµάτων. ∆ὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ τίποτε ἐξευτελιστικώτερον ἑνὸς ἔθνους, τὸ ὁποῖον ἐπὶ πολὺν χρόνον ἤθελεν ἀνεχθῇ νὰ συζητῇ ψυχρῶς περὶ τῆς ὑπάρξεως ἢ µὴ προδοτῶν, ἴσως καὶ ἐν τῷ χώρῳ τούτῳ, ὅπου ἀντιπροσωπεύεται. ∆ιότι ἐκεῖ καταλήγουσι, Κύριοι, ὅλαι αἱ ἀναφοραὶ καὶ ὅλα τὰ ἄρθρα, τὰ ὁποῖα δηµοσιεύονται κατ’ αὐτὰς ὑπὲρ τῆς διασώσεως τῆς καθαρευούσης γλώσσης. Εἰς πᾶσαν ἀναφορὰν καὶ εἰς πᾶν ἄρθρον θὰ εὕρητε παρενθέσεις, ὅτι οἱ πλεῖστοι εἶναι θύµατα, ὅτι τινὲς ἐν συνειδήσει, τινὲς ἀσυνειδήτως καταστρέφουσι τὸ ἔθνος των, πάντοτε ὅτι οἱ µὲν εἴµεθα βλᾶκες καὶ ἀνισόρροποι καὶ ἔκφυλοι, οἱ δὲ πουληµένοι. Τὸ σηµερινὸν µάλιστα «Σκρίπ», Κύριοι, ἔχει µίαν συνέντευξιν µὲ τὸν γεραρὸν καθηγητὴν τῶν Ἑλληνικῶν γραµµάτων κ. Μιστριώτην, ὁ ὁποῖος διατείνεται ὅτι γνωρίζει πολλούς, οἱ ὁποῖοι λαµβάνουσι πολλὰς ἐπιταγὰς ἐκ Ρωσίας. Ὁ κ. Μιστριώτης εἶναι ἀνώτερος ὑπάλληλος, εἰς τὰ µάτια τοῦ λαοῦ, εἶναι ὁ φρουρὸς καὶ ὁ ἀµύντωρ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, καὶ δύνασθε νὰ φαντασθῆτε ὁποίαν ζηµίαν κατεργάζεται ἡ ἐνστάλαξις αὐτοῦ τοῦ δηλητηρίου ἐπὶ δωδεκαετίαν ὁλόκληρον εἰς τὰς καρδίας τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος πείθεται καὶ δὲν δύναται παρὰ νὰ πεισθῇ, ὅτι ἐν τῇ πρωτευούσῃ τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου καὶ ἐν ὅλῳ τῷ Κράτει ὑπάρχουσι προδόται κατέχοντες µάλιστα καὶ θέσεις ἀµειβοµένας ὑπὸ τῆς Πολιτείας.
Ἐρωτῶ, Κύριοι, διατὶ δὲν λαµβάνεται µέτρον οὐδέν, διὰ νὰ παύσῃ αὐτὸ τὸ κακόν; ∆ιατὶ δὲν ἐρωτᾶται ὁ κ. καθηγητής, διατὶ δὲν ἀνακρίνεται πειθαρχικῶς –διότι ἴσως δικαστικῶς δέν εἶναι δυνατὸν κατὰ τοῦ κειµένους νόµους νὰ γίνῃ τοῦτο-, διατὶ δὲν τῷ ἐπιβάλλεται νὰ καταγγείλῃ ποῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ προδόται νὰ τοὺς τιµωρήσωµεν, νὰ µείνωµεν τοὐλάχιστον ἡµεῖς οἱ ἄλλοι ἀπηλλαγµένοι αὐτῆς τῆς κατηγορίας; ∆ὲν ἤθελον οὕτω προληφθῇ πολλὰ δυσάρεστα; Ὑπάρχει ἔκθεσις εἰσαγγελέως, Κύριοι, τοῦ µακαρίτου Μπενὴ Ψάλτη, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸν κ. καθηγητὴν ὡς ἀκαταλόγιστον.
Π. ΑΛΕΞΑΚΗΣ. Ἦτο ἀσέβεια αὐτὸ τοῦ αἰσχίστου εἴδους, ἀσέβεια ἡ ὁποία κατεδικάσθη.
ΕΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Ἀσέβεια ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐτρελλάθη.
ΕΤΕΡΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Ἦτο τρελλὸς ἔκτοτε.
Π. ΑΛΕΞΑΚΗΣ. Ὁ Μιστριώτης εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἑλλά δος.
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἐν ὅσῳ καταγγέλλει τόσον ἀορίστως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλ’ ἡ συζήτησις δυστυχῶς ἔγινε, Κύριοι, καὶ πρέπει νὰ ἐξενέγκω καὶ ἐγὼ τὴν ταπεινήν µου γνώµην, ἳνα δικαιολογήσω τὴν ψῆφον µου. Νοµίζω, Κύριοι, ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ποτὲ δὲν ἐκινδύνευσεν οὔτε τώρα κινδυνεύει.
Πάντες ἔχοµεν, καὶ νοµίζω ὅτι δὲν ὑπάρχει Ἕλλην µὴ σεβόµενος τὴν Ἑλληνικὴν θρησκείαν, πάντες, λέγω, ἔχοµεν τὴν θρησκείαν ὡς τὸν συνεκτικὸν δεσµὸν ὁλοκλήρου τοῦ ἔθνους καὶ κατὰ τοὺς αἰῶνας τῆς παρελθούσης δουλείας καὶ ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ µέλλοντι. Πάντες φρονοῦµεν περὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι καθὼς λέγει εἷς θεσπέσιος στίχος τοῦ Αἰσχύλου: «κρεῖσσον δὲ πύργου βωµός, ἄρρηκτον σάκος». Οὐδείς, οὐδ’ ὁ ἀπιστότερος ἐξ ἡµῶν ἀκόµη, καὶ εἰς τὸ πενιχρότερον ἐρηµοκλήσιον τῆς ἐξοχῆς ἀκροώµενος τῶν ἱερῶν φθόγγων τῆς λειτουργίας δὲν δύναται ἢ νὰ συγκινῆται, διό τι ἐννοεῖ κατὰ τὴν στιγµὴν ἐκείνην οὐ µόνον ὅτι εἶναι χριστιανὸς µετὰ τῶν ἄλλων, καὶ ἄνθρωπος καὶ ἀδελφός, ἀλλ’ ὅτι εἶναι καὶ Ἕλλην. ∆ιὰ τοῦτο οὐδεὶς διενοήθη ποτὲ νὰ ἐπιβουλευθῇ τὴν γλῶσσαν τῆς Ἐκκλησίας.
Λ. ΡΟΥΦΟΣ ΚΑΝΑΚΑΡΗΣ. ∆ὲν ἐγένετο ἀπόπειρα; ∆ὲν ἐγένετο µετάφρασις τοῦ Εὐαγγελίου;
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Οὐδεὶς διενοήθη ποτὲ νὰ ἐπιβουλευθῇ ἢ νὰ µεταβάλῃ τὴν γλῶσσαν τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλὰ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν θέλοµεν ὑψηλά, ἐκεῖ, ὅπου ἡ συνείδησις τοῦ Ἔθνους τὴν ὕψωσε, καὶ ὅπου πάντοτε ἔµεινε, διότι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἄλλας θρησκείας ἡ ἰδική µας ὑπῆρξε πάντοτε φιλελευθέρα, καὶ δὲν ἀντετάχθη ποτὲ εἰς τὴν πρόοδον τοῦ πνεύµατος. Ἀλλά, Κύριοι, δυστυχῶς οἱ ἐχθροὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι νοµίζουσιν ὅτι ἐκτελοῦσιν ἔργον ἐθνικὸν καλλιεργοῦντες ἐκτὸς τῆς ἐπισήµου γλώσσης καὶ τὴν οἰκογενιεακὴν γλῶσσαν, καὶ τὴν λαϊκὴν γλῶσσαν, τὴν γλῶσσαν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, εἰς τὴν ὁποίαν ἐξωτερικεύονται τὰ ὡραιότατα καὶ θαυµάσια δηµοτικὰ ἄσµατα, οἱ ἐχθροὶ ἐκείνων, µὴ δυνάµενοι διὰ τῶν τετριµµένων πλέον καὶ ἀχρήστων ἐπιχειρηµάτων περὶ διασπάσεως τῆς φυλῆς καὶ περὶ ζηµίας ἐπικειµένης καὶ ἐπαπειλούσης τὸ ἔθνος, ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελε καλλιεργηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ γλῶσσα, βλέποντες ὅτι ουδὲν δύνανται πλέον νὰ κατορθώσωσιν µὲ ἐκεῖνα τὰ ἐπιχειρήµατα, πείθουσι τὴν Ἐκκλησίαν, Κύριοι, ὅτι καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῆς κινδυνεύε ι, καὶ φέρουσι, Κύριοι, ἄκουσαν τὴν θρησκείαν ἀντιµέτωπον τοῦ προοδευτικοῦ πνεύµατος τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύµατος. Γνωρίζετε, Κύριοι, ὅτι ἡ ἱστορία ὁλοκλήρου τοῦ πολιτισµοῦ τῆς ∆ύσεως εἶναι ἡ ἱστορία τῆς πάλης µεταξὺ τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύµατος καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ οὐδέποτε θὰ συµβῇ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ κόσµῳ, καὶ διαπράττουσιν ἔγκληµα ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, ἵνα ἐπιτύχωσι τοὺς σκοτίους σκοπούς των, µεταχειρίζονται τὴν στυγερὰν συκοφαντίαν ὅτι δηµοτικιστὴς σηµαίνει καὶ ἄθρησκος.
Ι. ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Ποίους σκοτίους σκοπούς;
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἀλλὰ κινδυνεύει, Κύριοι, ἡ γλῶσσα ἡ ἐπίσηµος τοῦ Κράτους; Ἐὰν ἤθελε κινδυνεύει, ἡ ἐκάστοτε πλειοψηφία τῆς Βουλῆς δύναται ἐλευθέρως νὰ ψηφίσῃ νόµους καὶ ἐφαρµόσῃ νόµους, διότι ἀναγνωρίζω καὶ δὲν δύναµαι νὰ πράξω ἄλλως παρὰ νὰ ἀναγνωρίσω, ὅτι ἡ Πολιτεία ἔχει δικαίωµα νὰ διαρρυθµίσῃ τὴν ἐπίσηµον αὐτῆς γλῶσσαν. Καὶ ὑπάρχουσι τοιοῦτοι νόµοι. Κατὰ το 1905 εῖχεν ἐκδοθῇ Β. ∆ιάταγµα περὶ ἐποπτικοῦ συµβουλίου τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως, τὸ ὁποῖον ἐτιµῶρη τοὺς λειτουργοὺς τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως, ἐὰν ἀναµιγνύονται εἰς τὰς ἐγχωρίους πολιτικὰς διαµάχας. Αὐτὸ ἀπηλείφθη, καὶ εἰς τὸ ∆ιάταγµα τοῦ 1908 ἐθεωρήθη καλὸν νὰ ἐπιτραπῇ εἰς τοὺς λειτουργοὺς τῆς Μ. Ἐκπαιδεύσεως νὰ ἀναµιγνύωνται εἰς τὰς ἐγχωρίους πολιτικὰς δια µάχας, ἀλλ’ ἐπεβλήθησαν πειθαρχικαὶ ποιναὶ εἰς πολλὰς ἄλλας περιστάσεις, καὶ ἐν ἄρθρῳ 14: «ἐὰν δεικνύωσι τάσιν ὁπωσδήποτε ἐξωτερικευµένην κατὰ τῆς προσιδιαζούσης εἰς τε τὰ σχολεῖα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτῶν Ἑλληνικῆς γλώσσης». ∆ὲν τὴν θεωρῶ πολὺ φιλελευθέραν,διότι αὐτὸ τὸ «ὁπωσδήποτε ἐξωτερικευοµένην» δύναται νὰ ἐρµηνευθῇ κατὰ πολλοὺς τρόπους καὶ δύναται καὶ καταχρηστικῶς νὰ ἐφαρµοσθῇ.
Γ. ΠΩΠ. Ἠξεύρετε πῶς ἐφηρµόσθη;
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἔπρεπε νὰ ἐφαρµοσθῇ, καὶ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε ἀντιπροσωπείαν τοῦ ἔθνους, νὰ ἀπαιτήσῃ ἀπὸ τὰς Κυβερνήσεις νὰ ἐκτελῶσι τοὺς κειµένους νόµους καὶ τὰ ∆ιατάγµατα. Ἄλλως καὶ οἱ θεσµοὶ του Συντάγµατος καταπατοῦνται, καὶ ἡ πεποίθησίς µου εἶναι ὅτι πολὺ ὀλίγον ἐλειτούργησε τὸ Σύνταγµα ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς θεσπίσεως αὐτοῦ.
Γ. ΠΩΠ. ∆ι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ἡ ἐπανάστασις.
ΣΤ. ∆ΡΑΓΟΥΜΗΣ. Βλέπω ὅτι πρόκειται νὰ λήξῃ ἡ ἀγόρευσις τοῦ κ. Βουλευτοῦ, ὅστις καὶ πρώτην φορὰν ἀνῆλθε τὸ βῆµα καὶ βραδέως ὁµιλεῖ, καὶ ζητῶ ὑπὲρ αυτοῦ καὶ ὑπὲρ ἡµῶν νὰ ἐπιτραπῇ τὸ αὐτὸ προνόµιον καὶ εἰς αὐτόν, ὅπερ καὶ εἰς τὸν κ. Γαλανόν.
ΠΟΛΛΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Μάλιστα, µάλιστα.
ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ. Ἐγώ, κύριε Βουλευτά, χωρὶς νὰ ἐρωτήσω τὴν Βουλὴν προσεµέτρησα τὸν χρόνον τῆς διακοπῆς. Λοιπὸν συναινεῖ ἡ Βουλὴ, ἵνα παραταθῇ ἡ ἀγόρευσις τοῦ κ. Μαβίλη ἐπὶ ἓν τέταρτον εἰσέτι;
ΠΟΛΛΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Μάλιστα, µάλιστα.
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Εἰπὼν σκοτίους σκοποὺς δὲν ἀνέφερον αὐτὰς τὰς λέξεις δι’ οὐδένα παρόντα, ἐννοεῖται, ἀλλὰ διὰ τοὺς γεννήσαντας τὰς πρώτας φήµας. ∆ὲν θέλω νὰ ὑποτεθῇ ὅτι ἐγὼ ἠθέλησα νὰ ἐξυβρίσω τινάς. Κινδυνεύει ἡ γλῶσσα τοῦ ἐπισήµου Κράτους, Κύριοι, ἐάν, ἀφοῦ δηµοκρατούµεθα, ὑπάρχουσιν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νοµίζουσιν, ἀφοῦ ἐκάστη ψῆφος καὶ του τελευταίου ἀγρότου ἀκόµη βαρύνει ἐπὶ τῆς τύχης τοῦ Ἔθνους, νοµίζουσιν, ὅτι πρέπει ὡς τάχιστα νὰ µορφωθῇ αὐτὸ τὸ ἔθνος, καὶ ἐπειδὴ ἐσχηµάτισαν τὴν γνώµην, ὅτι, ἀφοῦ αὐτὸ δύναται νὰ γίνῃ µόνον δι’ ἑνὸς ὀργάνου συνεννοήσεως κοινοῦ, καὶ ἀφοῦ ἐπείσθησαν ὅτι, διὰ νὰ ὑπάρχῃ τοιοῦτον, ἓν ἐκ τῶν δύο πρέπει νὰ συµβῇ, ἢ νὰ ὑψώσῃ κανεὶς ὁλόκληρον τὸ ἐπίπεδον τοῦ ἔθνους τῶν 8 ἢ 10 ἑκατοµµυρίων Ἑλλήνων εἰς τὸ ὕψος, εἰς 8 εὑρίσκεται ἡ µεµορφωµένη τάξις, ὥστε νὰ δύναται νὰ γίνῃ ἡ ἀπαιτουµένη ἀνταλλαγὴ ἰδεῶν, αἰσθηµάτων, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατον, καθὼς –τὸ λέγει ὁ Κοραῆς, διότι τὴν γλῶσσαν ἑνὸς λαοῦ δὲν κατώρθωσε κανεὶς τύραννος νὰ µεταβάλῃ– ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, ἐπείσθησαν ὅτι δὲν ὑπάρχει παρὰ ὁ ἄλλος τρόπος τῆς βαθµιαίας ἀνυψώσεως ἀφ’ ἑνὸς τῆς γλώσσης τοῦ λαοῦ, καλλιεργείας τῆς γλώσσης τοῦ λαοῦ, ἀποκαθάρσεως αὐτῆς, καὶ ἐξ ἄλλου µιᾶς προσαρµόσεως βαθµιαίας καὶ αὐτῆς τῆς νῦν ὑπὸ τῆς πλειοψηφίας θεωρούµενης ὡς ἐπισήµου γλώσσης, ὥστε νὰ ἐπέλθῃ ἡ ποθουµένη συνάντησις, τὸ ποθούµενον µῖγµα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον θὰ ἀποτελέσῃ τὴν µίαν γλῶσσαν τοῦ ἔθνους, ἡ ὁποία θὰ ἔχει ἐν ἑαυτῇ ὁλόκληρον τὴν κληρονοµίαν τοῦ παρελθόντος, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ καλλιτέραν περγαµηνὴ καὶ ἡ λαµπροτέρα καὶ ἀφθαρτοτέρα περγαµηνὴ τοῦ ἔθνους ἡµῶν, Κύριοι. ∆ὲν εἶναι ἡ γλῶσσα, τὴν ὁποίαν ἐκ τῶν βιβλίων δύναται νὰ µάθῃ καὶ εἳς ξένος ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ πατρὸς εἰς υἱὸν διὰ τῶν αἰώνων. Καὶ δι’ αὐτῆς τῆς γλώσσης µόνον εἶναι δυνατὸν ὄχι µόνον νὰ φωτισθῇ ἡ διάνοια τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ νὰ µορφωθῇ ἡ καρδία του, νὰ µάθῃ νὰ θυσιάζῃ ἓν µέρος τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ τῶν ὑπαρχόντων του ἐν ἀνάγκῃ διὰ τὸ κοινὸν καλόν, νὰ µάθῃ τὴν αὐταπάρνησιν καὶ τὴν αὐτοθυσίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἔχει πάντοτε, διότι ἡ ἐνέργεια του σχολείου εὐτυχῶς ἔµεινε µόνον ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ καὶ δὲν ἔθιξε τὰ µυχιαίτατα αὐτοῦ. Ἀλλὰ, Κύριοι, ἐκεῖνοι, ἐπί τῶν ὁποίων ἐπέδρασαν ἐπὶ πλειότερον χρόνον τὰ σχολεῖα µας, ἔφεραν τὴν εἰκόνα, τὴν ὁποίαν ἐχοµεν ἐκτετυλιγµένην ἐνώπιον ἡµῶν κατὰ τὴν τελευταίαν δεκαετηρίδα· ἔχοµεν τὰς καταχρήσεις, ἔχοµεν τὰς ψευδεῖς καταµηνύσεις, ἔχοµεν τὰς συκοφαντίας.
Ι. ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Μὴν τὰ λέγετε αὐτά, κύριε συνάδελφε. Ἡ ἐπί δρασις τῶν σχολείων ἔφερε τὰς καταχρήσεις;
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἔχοµεν τοὺς ἀπαλλαγέντας, Κύριοι. ∆ιότι τὸ σχολεῖον ἐγκαταλείπει τὸν µαθητὴν ἀνερµάτιστον καὶ ἢ δὲν µανθάνει νὰ γνωρίζῃ τίποτε ἀνώτερον τοῦ συµφέροντός του καὶ δὲν συνηθίζει νὰ διαβάζῃ οὔτε ἓν ποίηµα εἰς ὅλην τὴν ζωήν του καὶ δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ τὸν Παλαµᾶν, ἢ καταφεύγει εἰς τὰ ξένα µυθιστορήµατα διδάσκοντα αυτὸν νὰ µισῇ ὅ,τι ἑλληνικόν.
Ι. ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Τί λέγετε, καλέ; νὰ µισῶσι πᾶν ἐλληνικὸν µανθάνουσιν εἰς τὰ σχολεῖα;
Λ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἄφετε, Κύριοι· ἐλευθερίαν, µόνον ἐλευθερίαν ζητοῦµεν εἰς τὰ διάφορα ῥεύµατα ἰδεῶν, ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὁποίων θέλει γεννηθῇ ὁ σπινθήρ, ὁ ὁποῖος βαθµηδὸν µεγεθυνόµενος θὰ εἶναι ὁ ποιητὴς τῆς φυλῆς, ὁ συνενῶν ἐν ἑαυτῷ πᾶσαν τὴν θερµότητα καὶ ὅλον τὸ φῶς τοῦ παρελθόντος τῆς φυλῆς, καὶ δι’ αὐτῆς τῆς θερµότητος καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ φωτὸς θὰ καταυγάσῃ καί θὰ θερµάνῃ τὴν φυλὴν εἰς τὸν δρόµον της πρὸς τὸν πανύψιστον προορισµόν της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου