Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Ευγένιος Αρανίτσης: [Οι εκστατικές κηδείες της ψυχής]




[...] Έτσι μου μιλούσε ο Τεό. Λες και βρισκόμαστε στο τέλος της ζωής και δεν πείραζε πια ό,τι κι αν άκουγε κανείς. Ήξερε αυτός να με κρατάει εκεί που έπρεπε, με το αυθεντικό του ταμπεραμέντο και όλα. Επιδέξιος. Προσπαθούσε. Οι εκστατικές κηδείες της ψυχής. Πολύ μεγάλες πανάκειες κι αυταπάτες οπερετικές, για το τίποτα. Σχέδια και προσχέδια για το μουνί της Χάιδως. Στο κάτω-κάτω τι χειρότερο μπορεί να μου συμβεί; Δεν είμαι πια στην αρχή. Δε φοβάμαι, φίλε! Φόβος είναι μια σχέση εκλεπτυσμένη κι ευγενική που μας συνδέει με το επόμενο βήμα, μια έλξη. Εγώ δεν έχω πουθενά να πάω, κανένα προχώρημα στο σκοτάδι. Περιμένω το οτιδήποτε, δίχως μάτια, δίχως νευρικό σύστημα. Δεν υπάρχει παρά το γράψιμο, τελοσπάντων. Γρατσουνάω το χαρτί. Ορνιθοσκαλίσματα. Μουντζούρες. Διότι έτσι είναι η ζωή, μια πρόβα τζενεράλε για το τελικό καμουφλάζ της ψυχής, μια τέχνη χρωμάτων και σκιών, φτιαγμένη από εξηγήσεις που τις ακούμε μόνον οι ίδιοι. Προχωράμε με το μάσημα των αναμνήσεων, εμείς τα μηρυκαστικά, προς την ανακούφιση. Είναι μια λύση κι αυτό. Τη δέχομαι. Τη δεχόμουν ανέκαθεν. [...]


ΑΦΡΙΚΗ (1988)

Μάκης Λαχανάς: Επιτύμβιο για τον ποιητή Δ.Β.




Τίποτα να προμηνάει θάνατο
δυο τρεις στίχοι μονάχα σ' ένα τετράδιο
γραμμένοι με τη γνωστή αγάπη του
για την Ποίηση...

Ο χρόνος θα επιστρέψει κάποτε
να σε αναζητήσει...

Ο Διάβολος είπε στον άνθρωπο
«σου χαρίζω το θείο δώρο της Αμαρτίας»
και ο θεός πρόσθεσε
«κι εγώ της Αμαθείας»

Δεν την αντέχω αυτή την ώρα
όταν ματώνουν τα νερά
στον κόλπο της Γαρίτσας
κι οι ίσκιοι
μαύρες παλάμες
σφαλίζουν τα παράθυρα
πάνω στους άσπρους τοίχους

Δεν την αντέχω αυτή την ώρα
όταν το φως υποχωρεί
κι εισβάλλει το σκοτάδι


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1984-2004 (2004)

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Διομήδης Βλάχος: Πορτραίτο τροβαδούρου




Στο τέμπλο υπήρχε ο κρυφός σχηματισμός του
σαν ένα ρίγος στην αλληλουχία των χρωμάτων
που ανοίγει δρόμο ανάμεσα στις φοινικιές.
Τον επαράστεκε αθέατο τριώ μερώ φεγγάρι
λιγνό δρεπάνι του θανάτου
μια απειλή σε κάθε παραστράτημα.

Μόνο τα μάτια του σαν είδανε το μεσοχείμωνο
αστροπελέκι εν αιθρία τα άνθη της ροδακινιάς
πήρανε να μακραίνουν τόσο που γίνεται
χαλκός ηχών και αλαλάζον κύμβαλο.
Τότες μπαίνει μπροστάρης της πορείας
φεύγει ζωσμένος φλογισμένες λέξεις
σκορπίσαν τα σκυλιά χουγιάζοντας στο διάβα του
και πίσω του οι κυνηγοί των κεφαλών
τού ρίχνουνε το πληρωμένο τους μελάνι
από τις πολεμίστρες λάδι καυτό
κ' οι ιαχές του όχλου: «σταυρώστε τον».

Μ' αυτός όμοιος με λιθάρι που έχασε τον άξονα
δε λέει να σταματήσει τη χαραγμένη τροχιά του.
Περνά προκλητικός τα φρούρια του εχθρού
χλευάζει τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης
εισβάλλει με την όστρια στους μαχαλάδες
σκαρώνει ρίμες
μάς πετάει κατάμουτρα την κατάντια μας
τα βράδια γίνεται ερωτιάρης
μπαίνει στις κρεβατοκάμαρες των θυγατέρων μας
σπέρνει παιδιά κατ' εικόνα και ομοίωσιν

ύστερα τον Οχτώβρη
καθισμένος στα τηλεγραφόξυλα
παίζει τη λύρα του κράζοντας τ' αποδημητικά
μισεύει μαζί τους για το νοτιά
και ξανακλείνεται στο σχήμα της κορνίζας
για να ξανάρθει δυο τρεις αιώνες αργότερα.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Διομήδης Βλάχος: Παραλλαγές




Τώρα πίσω από κάθε σκεβρωμένη πάροδο
είν' ο Πρωτέας κουλουριασμένος
θαρρείς κι ο ωκεανός μετατοπίστηκε στη λεωφόρο.
Το πρωί γίνεται το φιδοπουκάμισο
που αν το φορέσω φαρμακώνομαι
το σούρουπο αλάθευτος τοξότης
να ρίχνει ίσια στην αχίλλειο πτέρνα μου.
Ποιος το 'λεγε πως τρις ημερησίως
θα ρίχναμε των αθανάτων τα μυστήρια τοις κυσί;
Πρώτα του δέρματος η ευαισθησία ριγωμένη
να υποχωρεί σαστίζοντας
στ' αντίκρισμα της θάλασσας
ύστερα το οπτικό νεύρο
να βλέπει την εικόνα ανεστραμμένη
κι αργότερα το έσω ους
ν' ακούει εμβατήρια και να λουφάζει.

Το κλεφτοφάναρο
και το στρατί που φέρνει ίσια στη φωτιά
κείνης της μάγισσας της Θέτιδας
που άτρωτη βάφει του δέρματος την πανοπλία
πού είναι τώρα;
Πού είναι τα γερακίσια τα φτερά
για να μ' ασκώσουνε ψηλά
πολύ ψηλά
να μη με φτάνουνε τα βόλια σας
κι ο βούρδουλας εφτάνευρος;


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Διομήδης Βλάχος: Κάθοδος




Σου το 'λεγα δεν ήτανε πλασμένο το σκαρί
για υπερπόντιες γραμμές·
αναζητάω στην κόρη σου βαθιά
το βάρος σου τρακόσιους τόνους
ή τη χλωμή αυγή που αγάπησες
κι άλλο δε βρίσκω
παρά πλανάρισμα θαλασσοπουλιού
φτερά που σκίζουν τους ανεξερεύνητους βυθούς
των κοραλίων νήσων
και πότε πότε την αλλόκοτη αίσθηση
πως είσαι από την ώρα που γεννήθηκες
φυλακισμένος, βγαίνοντας απότομα
με θαμπωμένα μάτια στον ήλιο.

Όταν είδαμε τις τορπίλλες
η σειρήνα βάραγε οπισθοχώρηση
φευγιό προς άγνωστη κατεύθυνση
πέρα κατά Κιλικίες και Φρυγίες
με μαραμένα τα σαντάλια απ' την αρμύρα
ή παραλοϊσμένοι μέσα στη Βαβυλωνία
που οι μισοί έκραζαν για δυτικά
κ' οι άλλοι μισοί για το νοτιά·
εσύ σαν είδες αυτά τα χάλια
πρόβλεπες καταιγίδα
μα το δελτίο καιρού εκεί μονότονα, καλοκαιριά.

Όσο που μας πρόλαβε στ' ανοιχτά το μπουρίνι
και τώρα στ' αμπάρι γλυφό νερό και βούρδουλα
από το φινιστρίνι αγναντεύοντας
τα ελεύθερα φτερά των γλάρων
το βουητό της όστριας
πότε θα 'ρθουν εκείνα των Μυρίων
τα θάλαττα θάλαττα.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Διομήδης Βλάχος: Κάπως έτσι θα 'θελα




Κι όμως αν θα προσέξεις
την αυλακιά στην πλώρη της τρεχαντήρας
και τ' άστρο που κανονίζει την πορεία
από τα πριν χαραγμένη στο χάρτη
θα τ' ακούσεις στάλα τη στάλα
πώς ξεψυχάει στο στέρνο σου
αδειάζει μαγγανίζοντας αθόρυβα
κείνο το σαραντάπηχο πηγάδι της ευαισθησίας,
πώς γίνεται μια πέτρα μαύρη πίσσα
που την αναζητά τ' ασβεστοκάμινο.
Ο αντίλαλός του στοιχειό να 'ναι στην ξερολιθιά
ναυαγισμένος από τα νομίσματα που ρίχνεις
και δεν μπορεί πια να φωτίσει
μακρύτερα απ' το στενό περίγυρό του.

Κ' εγώ στα ξάρτια μούσκεμα
μάτια κόκκινα της αρμύρας
μαλλιά και γένια ξωτικά στις πλάτες
πριν από την ολοκληρωτική παράδοση
που σου πήραν το μυαλό
τα τραγούδια των σειρήνων
κάπως έτσι θα 'θελα να σου μιλήσω
αναποφάσιστη ωδή των ημερών μου

όταν σε θώρουνα να παραδέρνεις
ζωντανή νεκρή
ανάμεσα φωτός και σκοταδιού:
Θα πας κατά την όστρια που μαίνεται
ή θα γυρίσεις επιτέλους το πανί σου
κόντρα φλόκο;


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Διομήδης Βλάχος: Δύστοκες μέρες




Σήκωσες τη χλαμύδα σκεπάζοντας το πρόσωπο.
Στην αγορά μιλούσαν την αττική διάλεκτο
πρωτάκουστη σ' εσένα
ο γείτονάς σου είν' ο φραγκοντυμένος λοστρόμος
που αντάμωσες το βράδυ στο λιμάνι
και το πρωί στα δόντια σου ταμπουρωμένος
χαμογελάς φάλτσα
στο ζαγάρι της μοναξιάς που σε γυροφέρνει.

Τι γύρευες εσύ κρεμώντας την άρνηση
στα φύλλα του φτελιά στην κορφή της ράχης
τόσους χρόνους να στέκονται τ' ανέμου
προτού τη θάψουνε μαστόροι μυστικοί
τι γύρευες, την ώρα που οι δύστοκες μέρες
εφ' ενός ζυγού ανέβαιναν την ανηφόρα
ψάχνοντας σαν τις όχεντρες
τη φωλιά τους να γεννήσουν;

Ω της ψυχής μου γρανιτένια κόψη
κορυδαλλέ ατίθασε
σήμερα ακόμα περισσότερο από χθες
που με το γιαταγάνι της ψηλά
σιμώνει η μπόρα αλαλάζοντας τυφλή
διπλοκλείδωνε το χέρι σίδερο
να ριζώνουμε συντροφεμένοι
στο λιγοστό χώμα της πέτρας.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Έκτωρ Κακναβάτος: Ένας ηώκαινος όπως το σύννεφο




Ακολουθώντας την παράδοση θα σήκωναν
από την άσφαλτο τα σκοτωμένα νουκλεόνια
με τις κινήσεις και τους τρόπους του πέμπτου
Τερτυλλιανού όταν εθέσπιζε την τελευτή του.
Οι Κορδιλλιέρες κλείνανε και τα ντερβένια,
η μιγαδική μου ονείρωξη έχανε το έκτο πόδι της
εν μέσω αγίων Κλήμεντος και Μάμα των ανατριχιασμένων
από τους ελάσσονες.
Ωχρός αιώνας άπλωνε χέρι κατά τη σκιά μου
ζητούσε το σπέρμα του
ύστερα ξερνούσε τα νεφρά του κατεπάνω μου
που ο ηώκαινος πήρα να τριγυρνώ μες στ' αλατούχα
όπως το σύννεφο
να χαλώ το παρασκεύασμα in vivo θάλασσας και ανέμου
μόλις έπαιρνε να κάνει μήκος να γίνει φλοίσβος
κ' έβαζα χέρι στην κατάληξη ήτα- ή ος
φλοίσβη, φλοίσβος σάμπως σε φλάουτο
να 'νοιγα τρύπες για τους μυστικούς.

Τώρα το διηνεκές είναι μια έννοια κομματώδης
όπως ο Τειρεσίας ή ο τυφεκιοφόρος του
κ' εγώ η επινόηση του συμπαγούς αρ μέσα σε σύρτεις.
Γεμάτος σημασίες κι άλλες τέτοιες σιωπές
μαθαίνω γαύγισμα.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Κνωσαίος πρίγκιπας




Πάει καιρός που η θύελλα το καλάμι τα φίδια
είναι θηλαστικά
το πάτωμα είτανε ξαρχής τώρα κιτρινίζει
η άνωση σέρνει φωνές τ' ακρογιάλι ανάσκελα
στις Γουρνιές χαλίκια οι μικροί μίνωες
τ' αρχαία κίτρα τα σταφύλια οι κρόκοι.
Το σπίτι πια είναι θειάφι, όταν ψηλά
περνάει σύννεφο εξ απορρήτων
γίνεται χταπόδι, κάνει έρωτα μ' ένα τελώνιο,
επί πολύ το ουρλιαχτό της ηδονής αιωρείται ως ρόμβος
μετά ιονίζεται
και τότες με φωνήεντα ή με άλλους αστερίες
ιωδίζει πέρα ως ανοιχτοσύνη.
Εντός οι τοίχοι γονατίσανε το αλφάδι επάρθη.
Οι κατρέφτες μακρινοί, ότι μέσα τους εκάηκε το βάθος,
πιο πέρα απ' τον καπνό στήθηκαν ιππότες.
Τα τρωκτικά στο ύψος της περίστασης όπως Λατίνοι
αρπάζουνε απ' τη μόνη σάρκα μες στο μέλαθρο
απ' τα βήματά σου που λιγοστεύουν,
η γαλαρία βουβή κ' η φλέβα σαν θεόστεγνη
μέσα της άταφος ο νεροτζίτζικας
το μύχιο του καιρού κι ο ταύρος,
μόνο η μνήμη είναι λάδι κι ο πηλός
που δυναστεύει ως το ταβάνι ντυμένος ιερέας
στ' άσπρα, ω τι έξαψη να πεις μηδέν,
όλα τούτα πρασινίζουνε λες και συνεχίζεται χαλκός
λουλάκι σοροκάδα σίγμα,
η άλλη πόρτα ορθάνοιχτη με τα σανίδια
καρτεράει το άρρητο το άλλο σχήμα
που λέει να 'ρθει κάθε μέρα
κάθε.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Διαδρομή νατρίου




Θυμήθηκα του Αύγουστου
του νου που χάθηκε θυμήθηκα με όπια
τις κνήμες σου τη στίλβη τους όπως νησί
ουρανί, τον ήλιο παραλοϊσμένο
την όψη σου εκείνη κ' ένα πέλαγο
στα δυο σχισμένη του ανέμου
ν' ανηφορίζει την πλαγιά του αλατιού
αφροί και θάνατος να χυμούν τα χέρια σου
ως τα φασκόμηλα
να οσμίζονται το χάος που εγινόμουν

τα όπια θυμήθηκα το νου
που εχάθη.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Νύχτα




Θέριζε την αρμύρα του ο Οχτώβρης.
Ψηλά η θάλασσα παράδερνε χαρταετός
έμπαινα στην αγρύπνια μου όπως σε χώρα
Σαμαγέτων ένας Αλοΐσιος
ή ασημί γαλάζιο εφτά φορές
σπέρμα του Αλγόλ έπεφτα πάνω σε χαράκι,

ρωτούσα μην είναι σιωπή ο βυθός της,
το άρρητο
που ανερμήνευτο μέσα σε φέγγος ανηφόριζε
ως σταλαγμίτης.


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Έκτωρ Κακναβάτος: Άνωθεν του Μορέως




Η εξωστρεφής λέξη  λ α χ α ν ό κ η π ο ς
η μήτρα της αχανές τυρκουάζ
σκεφτόμουν ποιος μπορεί να γίνει
ραπτομηχανή από λύπη
να εξαρθεί άνωθεν του Μορέως
σε στάση ακροβυστίας
τόσο εργένης

τόσο παραθαλάσσιος

καταπίνοντας τις λάμπες ιωδίου
κι ό,τι άλλο ξεπάτωνε την μοναξιά.
Με τρεις σφαίρες στην κοιλιά
έβγαλ' από μέσα μου το χαοτικό καλντερίμι.
Επιτέλους για άλλο λόγο
θα «έκλαιαν οι Μούσες».


ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)

Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Δ.Π. Παπαδίτσας: Η Ασώματη (Ι)




Εγώ σου μιλάω με δαχτυλιές σολ και μι και λα
ματιάς αφής κι ανάμνησης
φωτιάς και δέντρου
Το νέφος εκεί μας τυλίγει
και μας κόβει στη μέση
μας κόβει απ’ την ανατολή στη δύση
κόβει τη νύχτα των ποδιών και των χεριών
σε αφανισμό φωτισμένο

Αν δεν είναι φως το χέρι σου στα μαλλιά μου
τι είναι;

Το ερώτημα μισανοιγμένο πλέει νυχτιάτικο νούφαρο
που γεννήθηκε μόλις πέθανε
και δεν το φύτεψε το τίποτα
το τίποτα που φύτεψε το τίποτά του στα λυγερά ανηφόρια
της οδύνης

Ο κρατήρας μου καπνίζει
τ’ αναμμένα χέρια σε περπατάνε

Φυτρώνω και φυτρώνεις πέντε και πέντε δέκα δέντρα
κι όλα έχουν γίνει δάσος
που δεν μένει χωρίς φεγγαρόφως
χωρίς πάχνη και μάτια φτερωτών


Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)

Δ.Π. Παπαδίτσας: [Τι μες στη νύχτα βρέθηκε μοναδικό]




Τι μες στη νύχτα βρέθηκε μοναδικό
Που εγώ το ακούω και το εγγίζω επάνω μου
Που θέλησα να το συντρίψω να το διώξω απ' την αφή μου
Πώς το όνειρό μου θα ποτίσει το άνθος του
Πώς θα γεμίσουν οι παλάμες μου διαμάντια
Από τον έρωτα;

Βρήκα στο χώμα και στον ουρανό
Τους καταπράσινους κήπους
Ταξίδια μου 'δωσαν τη ζύμη τους

Κάνε να μη σε χάσω
Μου μένει ακόμα ένα μικρό σου δάχτυλο που αστράφτει
Ζωντανό στα σκοτάδια
Για να σε βρίσκω. Σε βροχές ρουφώ το ιώδες σου φως
Και είμαι τα βράδια απελπισμένος
Από πουλιά πεθαμένα.


ΟΥΣΙΕΣ (1962)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Το φεγγάρι




Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απʼ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μʼ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ʽχουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.


ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ (1956)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Το προεόρτιον (7)




[...]
εγώ όμως πρέπει εν σπηλαίω
νερό να αντλώ, έχω μια δίψα
όλο να λέω κι όλο να λέω
τρία δροσερόνερα ποτάμια
στη σπηλιά με καλύψαν

Ώσπου η ψυχή κατά το βράδυ
(άστρο στη φέξη ή στη χάση)
στη βιά της νά 'βγει από τον άδη
μ' έχει ξεχάσει

Το καθετί το ξαναβρίσκω
κι έχει το μάτι μου διχάσει
φως από θάνατο κι από ίσκιο
σε πυκνά δάση.


ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ (1986)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Νυχτερινά (Ι)




Ι

Νʼ ακούς πάντα
Νʼ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Νʼ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απʼ τον τοίχο
Νʼ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Νʼ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Νʼ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Νʼ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απʼ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σʼ άλλων ματιών την αιώρα
Νʼ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο νʼ ακούς που δέρνεται απʼ το φέγγος της σταγόνας
Νʼ ακούς του άστρου το χρώμα
Νʼ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Νʼ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Νʼ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Νʼ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια νʼ ακονίζονται
Νʼ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Νʼ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

Νʼ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Νʼ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

Την καρδιά νʼ ακούς
Νʼ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά νʼ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Νʼ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Νʼ ακούς πάντα.


ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ (1956)

Wallace Stevens: The Idea of Order at Key West




She sang beyond the genius of the sea. 
The water never formed to mind or voice, 
Like a body wholly body, fluttering
Its empty sleeves; and yet its mimic motion 
Made constant cry, caused constantly a cry, 
That was not ours although we understood, 
Inhuman, of the veritable ocean.

The sea was not a mask. No more was she. 
The song and water were not medleyed sound 
Even if what she sang was what she heard, 
Since what she sang was uttered word by word.
It may be that in all her phrases stirred 
The grinding water and the gasping wind; 
But it was she and not the sea we heard.

For she was the maker of the song she sang. 
The ever-hooded, tragic-gestured sea
Was merely a place by which she walked to sing. 
Whose spirit is this? we said, because we knew 
It was the spirit that we sought and knew 
That we should ask this often as she sang.

If it was only the dark voice of the sea 
That rose, or even colored by many waves; 
If it was only the outer voice of sky
And cloud, of the sunken coral water-walled, 
However clear, it would have been deep air, 
The heaving speech of air, a summer sound 
Repeated in a summer without end
And sound alone. But it was more than that, 
More even than her voice, and ours, among
The meaningless plungings of water and the wind, 
Theatrical distances, bronze shadows heaped 
On high horizons, mountainous atmospheres 
Of sky and sea.

                           It was her voice that made 
The sky acutest at its vanishing. 
She measured to the hour its solitude. 
She was the single artificer of the world
In which she sang. And when she sang, the sea, 
Whatever self it had, became the self
That was her song, for she was the maker. Then we, 
As we beheld her striding there alone,
Knew that there never was a world for her 
Except the one she sang and, singing, made.

Ramon Fernandez, tell me, if you know, 
Why, when the singing ended and we turned 
Toward the town, tell why the glassy lights, 
The lights in the fishing boats at anchor there, 
As the night descended, tilting in the air, 
Mastered the night and portioned out the sea, 
Fixing emblazoned zones and fiery poles, 
Arranging, deepening, enchanting night.

Oh! Blessed rage for order, pale Ramon, 
The maker’s rage to order words of the sea, 
Words of the fragrant portals, dimly-starred, 
And of ourselves and of our origins,
In ghostlier demarcations, keener sounds.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Ορέστης Αλεξάκης: Η επίσκεψη




Η Μαρία μου φέρνει μαργαρίτες
μου φέρνει περιστέρια κι ένα γράμμα

Δεν έμαθε η Μαρία πως ταξιδεύω
πως πια δεν κατοικώ σ’ αυτό το σώμα


Η ΛΑΜΨΗ (1983)

Ορέστης Αλεξάκης: Η απρόσμενη




Όμως
ποια να 'σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
- με τόση λάμψη τόση μουσική -
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ' αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί το βλέμμα σου στη μνήμη;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
-σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο-
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;

Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω


ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ (2009)

Ορέστης Αλεξάκης: Εμφάνεια




Εσύ
πάντοτε ανέγγιχτη απ’ το χρόνο
να με κοιτάς με το βαθύ σου βλέμμα
πίσω από ανταύγειες και κατοπτρισμούς
και ομίχλες βυθισμένων παρελθόντων

Και να –
προβάλλεις άξαφνα καθώς
πρώιμος ανθός σε παγωμένο κήπο

Φωτίζονται οι στιγμές
λαμπρές νησίδες
στον ωκεανό της απεραντοσύνης
λίγο προτού χαθούν
ξανά
στο μαύρο

Όνειρο τάχα; Ελπίδα; Ή μόνο μια
παροδική παραίσθηση
μια λάμψη
μια ταπεινή μεταγραφή σε οικείες εικόνες
του σκοτεινού μυστήριου που μας κλώθει;


ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ (2009)

Ορέστης Αλεξάκης: Η σκόνη




Βλέμμα σαν φως που διαπερνά
τη λήθη και το πεπρωμένο
Μέσα στον τάφο μου ανασταίνω
τα χθεσινά
Και λέω πως είναι από νερό
το σώμα μου -γι' αυτό θ' αντέξει-
πως επιστρέφω σε μια λέξη
σ' ένα φτερό
Πως είναι η πόλη μου νεκρή
κι έχουν οι φύλακες σαλπάρει
πως ο τυφλός με το λυχνάρι
με λοιδωρεί
Πως ξένο σπίτι κατοικώ
πως μ' έχει ο χρόνος προσπεράσει
και πως η σκόνη θα σκεπάσει
το μυστικό


ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ (1994)

Ορέστης Αλεξάκης: Η μάγισσα




Ν' ακούς το ανάκουστο μού λέει
καθώς σωπαίνουν τα νερά
νεκρό παιδί να σιγοκλαίει
κόρη να ντύνεται φτερά
σαν άσπρη ντάλια που επιπλέει

Ν' ανθούν στο στήθος σου τ' αστέρια
στο ανάβλεμμά σου οι πασχαλιές
και δυο κορμιά γεμάτα χέρια
να σμίγουν σ' άγριες αγκαλιές
κι αιματοπότιστα νυχτέρια

Να φέγγει ολόφωτο το χώμα
κι όλος ο λάκκος ανοιχτός
και να 'ρχεται απ' το ξένο σώμα
το μαύρο αγέρι της νυχτός
Σαν ρούχο που σκεπάζει πτώμα


ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ (2000)

Ορέστης Αλεξάκης: Νεκρομαντεία




Το σώμα σου είναι από κερί
τα μάτια σου σβηστά καντήλια
φοράς στεφάνι από ασφοδίλια
κι είσαι ανεξήγητα νεκρή

Σ' αναζητώ στις προσευχές
στα πρόσωπα τα ραγισμένα
Τη νύχτα κάρφωναν κι εμένα
δυο μασκοφόρες μοναχές

Σε σκοτεινές καταπακτές
μάτια πνιγμένων βλεφαρίζουν
ανάπηροι άγγελοι ποτίζουν
περιδεείς προσκυνητές

Κι εγώ σαν να 'χω προδοθεί
γυμνός σε πέτρινο κρεβάτι
και με φωτίζει το άδειο μάτι
που από παιδί με ακολουθεί


ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ (2000)

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Νίκος Καρούζος: Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη (14)




Ω ανθρώπινη φύση κι αγάπη
που μυροβόλησε απ’ τον αφάγωτο Σπαραγμένο
για λίγη ζέστη στα κόκαλα ο θνητός αναγαλλιάζει
λαλεί το στήθος η ελπίδα το φουσκώνει στα πελάγη
με κρουνοφόρους υετούς ώς τη μεγάλη περιπέτεια.
Σα γάμος είν’ ο θάνατος και σαν την πεταλούδα
γυρίζω τις πράξεις απ’ τον ήλιο γοερά
και πλουτίζω το κίτρινο
ξηλώνω τις πράξεις απ’ τις ώρες
και τις βαφτίζω σ’ όλα τα δευτερόλεπτα
που τα ’χει δικά της η άγρια πίστη.
Γιατί έχτισα το ναό μου σε τρεις γοητείες
έρωτας πόνος αθανασία.


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ (1964)

Νίκος Καρούζος: Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη (8)




Ο ήλιος είναι διχασμός και πόλεμος, είναι κ’ εχθρός των άστρων
είναι σα γέροντας με τη φωτιά γενειάδα χωρίς άνεμο
και στον ουράνιο αγρό πηγάδι για τις φλόγες
έρωτας στην ανατολή κι αγάπη προς τη δύση
το αίμα που τον απειλεί χάνεται στο σκοτάδι.
Σπαραγμένη μέρα σαν τον Πενθέα σαν τα σφάγια
τι να τον κάνουμε τον ήλιο μέσ’ στο αίμα
και τα χαράματα γιατί μονάχος να τ’ αποστηθίσω;
Φτωχά και τρίφτωχα μάτια
γυρεύω τον Πατέρα πέρ’ απ’ το φωστήρα
και δεν έχει μάτια κανένας
ούτε τα δέντρα που ’ναι πιο σοφά κι απορεμένα
φωνάζω στις γάτες ο Πόνος φωνάζω στα σκυλιά
μήπως εκείνα βλέπουν τίποτα
κι όλα τα ζώα που σύντυχα βαθιά τα ρώτησα μήπως εκείνα
κι όταν ένα ελάτι βουνίσιο αγριεύει στο ψήλος θα τυφλώνεται
και πάλι ο ήλιος περιγελαστής αόμματος με το μπαστούνι μαύρο
ή τραπεζίτης του πυρός μιλώντας τη γλώσσα μας
ο φωτοδότης και κάτοχος του χρυσίου.


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ (1964)

Νίκος Καρούζος: Κατέβηκε τη φύση κι ανέβηκε την πράξη (4)




Μοίρες χιλιάδες μεστό κι αξόδευτο σκοτάδι
ένας κρωγμός μετάλλων η νέα μουσική
σα δέντρο η αιθέρια ελπίδα θροΐζει
και το κλάμα των ανθρώπων έχει φως
απ’ την ανοιχτή τούτη Άνοιξη των βροχών
εκεί ψηλά φέρνει αναστάσεις η Πυρηνική Μητέρα
σε χειμώνα τραγουδήσαμε σε χειμώνα
ο Ιησούς έχει ανάγκη από σκάφανδρα κοσμοναυτών
οι μέρες της επιστημονικής χαράς τον προσφωνούν

                                 ΧΑΙΡΕ
                                               Ο
                                                    ΑΝΑΒΑΤΗΣ

ο Ιησούς ανεβαίνει στον ύμνο λησμονώντας το τέρας της βίας
αίμα πολύ στις δεξαμενές του φόνου
και θ’ απομείνει στο πανάρχαιο χώμα της Γης
η λήθη.
Να πληθύνουμε τ’ άνθη ώς τα δυσθεώρητα κρεμαστά
φαράγγια σαν τα λούζει ο Μόνος αλλόφρονα με δέσμες ήλιων
εμείς της δουλείας ανωφερείς
εμείς οι πρώτοι του ορατού Γαλαξία
των αιμάτων αιχμάλωτοι
και των οράσεων ιδρυτές
οι ναυπηγοί του θείου τράγου.


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ (1964)

Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Νίκος Καρούζος: Στα γυμνά περιβόλια της κωμωδίας




Η γλώσσα της ερημιάς μου
στεφανωμένος όπως είμαι στα μεσάνυχτα
με σκοτεινές φαντασίες
ο θείος περίγελως αντίκρυ στο μνήμα...
Και τη σελήνη βλέπω να ομορφαίνει
δέντρα γυναίκες όνειρα
τους τενεκέδες με τα σκουπίδια έξω στις πόρτες
ασήμι, ασήμι για να ελπίζουμε
κι όλα πάνε βαθιά στο τραγούδι.

Η ποίηση για μένα είναι μια ερυθρά περιουσία
και χαίρομαι σε χίλια χρόνια
κλαδεύω τα δύσκολα δέντρα των ονείρων
η γαλανή εναντίωση ψηλά
και μονάχος ο άδολος με πτηνά στα χέρια
συντυχαίνει τον Ελευθερωτή.

Στο ικρίωμα της ζωής
ανέβηκα και περιμένω τον αθώο δήμιο
με φέρατε σεις άνεμοι
και περιμένω τη λαμπερή καταιγίδα.
Μέσ’ στα δάση τρέχει πάντα το ελάφι μου
στους παιδικούς ύπνους αγγιγμένο.

Πώς θα πήγαινα στ’ άνθη χωρίς το κορμί
πώς θα χαιρόμουν απαρηγόρητος την ευωδιά τους
πώς θα γνώριζα τη θλίψη και τους ανέμους.
Είν’ αγαθό μεγάλο το κορμί
για να σπιθίζει ο μέσα πορφυρίτης.

Κελί γαλάζιο
κάθετη μοίρα σπαθίζοντας όλη την αγάπη
κ’ εγώ ανάποδα βλέπω τ’ αστέρια
σε τέτοιο σκοτεινό τροχό
πώς βρέθηκα δεμένος νύχτα
ο ουρανός ευωδερός κι ακράτητος ώς τη σελήνη.
Μαρία κόκκινη πού έχεις τα φτερά σου
για να πετάξεις τώρα με στιγμές από ηλιόχρυσο
με τη λαλιά την έβδομη στην άκρη του αετού
μ’ ένα θυσιαστήριο στα χέρια
τη βλασφημία στο λαιμό
τα λαμπερά σκαθάρια προς το στήθος
πού έχεις τα φτερά σου για να πας αλίμονο τόσο ψηλά
μ’ όλα τα χελιδόνια
με το δρακόντειο καλοκαίρι στα μαλλιά
τη δόξα μέσ’ στα μάτια.


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ (1964)

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Τάκης Σινόπουλος: Πρόλογος




1) Αυτά τα ποιήματα ανήκουν στην Άννα
                                              στην Άννα-πουλί.
Βγήκανε μέσα από δύσκολες στιγμές κι' από θαυμαστές
πάλι στιγμές της νύχτας και της ημέρας. Η νύχτα είταν
η μεταρσίωση και τη μέρα είταν ο ήλιος.
        Η Άννα-η Αννούλα, είναι η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
κι εγώ ένας τρελλός ποιητής.
                                                 Λοιπόν ας βοηθήσουν οι θεοί
για την αγάπη αυτή που γεννήθηκε και γεννιέται κάθε μέρα,
μέσα σε τόση τρέλλα, τόσο παραλογισμό, τόση μέθη και τόσο πόνο.

                                              Αύγουστος 1963


2) Αυτά τα ποιήματα ανήκουν στην Άννα της θάλασσας
                                     την Αγαπημένη
μπορεί σιγά-σιγά ν' αλλάξουν μορφή. Όμως το πρώτο
γράψιμο, όπως βγήκαν τα ποιήματα, ανήκει στην Άννα,
όπως φυσικά και το τελευταίο.

                                        ο τρελλός του Αυγούστου



ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΝΑ (1999)

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Απαγγέλλει η Αλεξία Αθανασίου: Αντίκρυ στο Χρόνο


Φωτογραφία: Κώστας Τριβιζάς


"Ω αργά αργά αργά, αργοπορεμένος ο καιρός, αργά
πολύ αργά, και σάπιος ο χρόνος•"
T. S. Eliot/ Φονικό στην Εκκλησιά*

Σ' είδα τα Μεταφυσικά
του Τζόρτζιο ντε Κίρικο Τοπία
να διασχίζεις
τ' Αγάλματα κοιτάζοντας,
στοχαστικώς, τις Έρημες Στοές
αντίκρυ "Το Αίνιγμα της Ώρας."
Για λίγο σ' έχασα
μ' αργότερα (ή, πιο πριν;)
ματιά σου κάρφωνες
στου Πολ Σεζάν
το βλοσυρό "Μαύρο Ρολόι."
Σ' έν' άλλο Σύμπαν εθεάθης
τις Δαναΐδες να παρατηρείς, στιγμιαίως,
πίθους απύθμενους
ματαίως κι αιωνίως να γεμίζουν...
κι ύστερα χάθηκες• οριστικώς• αμαχητί.
Έμεινα εγώ.- Πεισματικά
(άχρονης ώρας η στιγμή
νυχθημερόν στο νου μου λιώνουν τα ρολόγια σου Νταλί)
μ' ανύπαρκτες ελπίδες στίχων μου τα ράκη
διάτρητο Χρόνο κι ανερμήνευτο παλεύω
κάτι απ' τη θύμησή σου μήπως σώσω...


*Σε μετφρ. Γιώργου Σεφέρη.
** πίθους απύθμενους: στην πραγματικότητα επρόκειτο
για πίθους "τετρημένους".




***Το ποίημα αποτελεί προδημοσίευση από την πρώτη ποιητική συλλογή της Αλεξίας Αθανασίου, η οποία επίκειται να εκδοθεί εντός του 2019.