Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Διονύσιος Σολωμός: [Η ημέρα της Λαμπρής]




Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και αποκεί κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες·
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.

Ιάσων Δεπούντης: Ανοιξιάτικο επεισόδιο Γ'




(Εἶναι μεσονύχτι — Σαββατόβραδο τοῦ Πάσχα)

Ποτὲ πρὶν δὲν ἀκούστηκαν οἱ θεῖες καμπάνες νὰ χτυποῦν
γι' αὐτοὺς ποὺ λείπουν
Ποτὲ πρὶν δὲν ἄναψαν οἱ γιορτινὲς λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
γι' αὐτοὺς ποὺ γιὰ πάντα λείπουν
Ποτὲ πρὶν σὰν ἀπόψε δὲν κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νεῖκος
γι' αὐτοὺς ποὺ λείπουν ἀποδημητὲς στὴ χώρα τοῦ πολέμου
Ποτὲ πρὶν
Αὐτοὶ τὴν ἁρμονία δίνουν στὶς καμπάνες
Ἀνάβουν τὶς λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
Νικοῦν τὸ θάνατο μὲ τὴν αἰωνιότητά τους.

Τοὺς μένει ἀκόμα αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας
Γυρίζουν πολὺν καιρὸ σ' αὐτὴ τὴν πολιτεία
Ζητοῦν ἀπόψε μιὰ θέση στὸ τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας
Χωρὶς ὕπνο γιὰ νὰ τοὺς πεῖς νεκροὺς
τυλίγοντας τὴν κλωστὴ τοῦ κεριοῦ στὰ δάχτυλά τους
ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν πόρτα μας
ψάχνουν νὰ βροῦν ἁγνὴ τὴ θύμησή τους
σ' ὅλων μας τὴ μνήμη
Κάθονται στὸ τραπέζι τοῦ δείπνου μας θλιμμένοι
σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ τόσα χώματα πλημμυρισμένα
Ὡραῖοι σὰν τὸ θαῦμα τοῦ Εὐαγγελίου
Σὰ μία κραυγὴ χαρᾶς:
Χριστὸς Ἀνέστη!

Κι αὐτὲς οἱ θεῖες καμπάνες
εἶναι τὰ λόγια τους
Κι αὐτὲς οἱ κόκκινες λαμπάδες
εἶναι τὸ βλέμμα τους
Κι αὐτὴ ἡ λεπτὴ κλωστὴ στὰ δάχτυλά τους
εἶναι ἡ ζωή μας —Ὅλοι —νεκροὶ καὶ ζωντανοὶ
γύρω στὸ γιορτινὸ τραπέζι τῆς Λαμπρῆς — Στὴν κεφαλὴ
τοῦ τραπεζιοῦ ὁ Ἀναστάς Χριστὸς.

Μᾶς μένει ἀκόμα αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας

Τὸ δεῖπνο μας πῆρε ἄλλο νόημα καθὼς ἔμπαινε
στὰ πληγωμένα βλέφαρα τὸ φῶς τοῦ θείου του λόγου
Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε ἕνα στρωμένο τραπέζι γιὰ τὴ δικαιοσύνη
Ἕνα ἥσυχο σπίτι σ' αὐτὴ τὴν πολιτεία καμωμένο ἀπὸ ἀγάπη.

Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε χίλια διαμάντια στὶς καρδιὲς
νὰ θυμίζουν τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσμου.

Γιώργος Θέμελης: [Μπορεί λοιπόν να 'μαστ' εμείς...]




Μπορεί λοιπόν να 'μαστ' εμείς
Πραγματικά, εμείς να 'μαστε
Οι πρώτοι νέοι Πρωτόπλαστοι

Εμείς να 'μαστε οι αναστημένοι

Το πρόσωπο σηκώνοντας, την απεικόνισή μας,
Τ' άγια σεπτά Εικονίσματα της Ομοιότητας

Πίσω μας έρχεται η πομπή,
Πίσω μας συνοδεία και ποδοβολητό
Η καινούργια γέννα, που άρχισε
Η καινούργια γενιά η πανέμορφη
Των Ερχομένων

Αλαργηνό αντιφέγγισμα στο Πρόσωπό τους
Ως να 'χουν στρέψει κοιτάζοντας πέρα
Προς κάποιαν άλλη αόρατην Έκτση

Μες στην ογκούμενη εγκυμοσύνη του Μέλλοντος
Στον κόλπο του μητρικού Παρόντος κυοφορείται
Ο Μέγας Έρωτας


ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΦΤΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΘΑΥΜΑΤΑ (1977)

Νίκος Καρούζος: [Με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς...]




Με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς
εφέτος
προς την Ανάσταση...
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω
τη μαλλούρα του
το γεγονός είν’ ολοφάνερο:
βαρέθηκε


ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ (1980)

Νίκος Καρούζος: Η Ορθοδοξία




Γλυκό που είναι το σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων
άμωμα χέρια μεταληπτικά
ρούχα που τ' άδραξεν η γαλήνη και δε γνωρίζουν άνεμο
βαθιά το ελέησον απ' τους άυλους βράχους
τα μάτια σαν καρποί ευωδάτοι...
Κι ο ψάλτης ολόσωμος ανεβαίνει στο πλατάνι της φωνής
καημένε κόσμε
θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος,
κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σα βγαίνουν -ω χαρά πρώτη- με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες
κ' ύστερα η μεγάλη χαρά να συντροφεύουν τ' Άγια...

Ο παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ' άσπρο του φελόνι
καλός πατέρας και καλός παππούς με το σιρόκο στη γενειάδα
χρόνια αιώνες χρόνια και νιάτα πόχει η ομορφιά!


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ (1964)

Νίκος Καρούζος: Πάσχα των πιστών




Θα σε σκεπάσω με γιρλάντες και με τρόπαια
των ηττών μου... Θα σε περιμένω στη σκιά
και όταν θα σου αρέσει, Κύριε, έλα σιγά
και κάθησε κοντά μου.
ΤΑΓΚΟΡ


Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.


ΣΗΜΕΙΟ (1955)

Νίκος Καρούζος: Απολέλυσαι της ασθενείας σου




Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη
και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί.
Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες -
και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας
όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε, ανήκα στους εχθρούς σου.
Συ είσαι όμως τώρα που δροσίζεις
το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα.
Έβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό
και γύρω μου
όλα πια ζουν και λάμπουν.
Σηκώνεις την πέτρα - και το φίδι
φεύγει και χάνεται.
Απ' την ανατολή ως το βασίλεμα του ήλιου
θυμάμαι πως είχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Η νύχτα καθώς την πρόσταξες απαλά με σκεπάζει
κι ο ύπνος - που άλλοτε έλεγα πως ο μανδύας του
με χίλια σκοτάδια είναι καμωμένος,
ο μικρός λυτρωτής, όπως άλλοτε έλεγα -
με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου.
Με τη χάρη σου ζω την πρώτη λύτρωσή μου.


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (1953)




Νίκος Καρούζος: Όλες οι ώρες του Χριστιανού είναι ίδιες




Είν' η ψυχή μου μ'  όλη την πλάση στολισμένη
κι ο τρομερός ιππέας ο Χρόνος -
εζούσα πριν απο καιρό κατάβαθα
την εξεζητημένη τούτη εικόνα -
γονατίζει μαζί μου εμπρός στο Ξύλο.
«Με νίκησες με την ελπίδα», μου είπε
και πρόσθεσε με όλων των αιώνων τη φωνή:
«Σ' αυτόν, αλήθεια, τον κόσμο
και χλωμός κι αίμα γεμάτος
αν απ' την καρδιά σου ελπίδα δεν αναβλύζει
πέθανε κάλλιο, πέθανε!
Ύστερα, πίστεψέ με, κι εγώ πονώ
με τον τρόμο που σπέρνω».


Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (1953)

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Ορέστης Αλεξάκης: Κάτοπτρα (Α. Προς λίθον)




Ποιος είσ' Εσύ που φέγγεις απ' τα βάθη
Που ανάβεις βιβλικές φωτιές στο σκοτεινό μυαλό μου
Που ξαφνικά σαν φωτεινός μετεωρίτης
Στην τυφλή νύχτα τόσης αμνησίας
Φωταγωγείς
Βέλη που δείχνουν μια κατεύθυνση ανεξήγητη
Κι' αυτή την αινιγματικήν επιγραφή
                                                                   προς λίθον;


ΟΙ ΚΟΝΔΟΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΑΝΕΣ (1982)

Διομήδης Βλάχος: Μισή Ανάσταση




Μεγάλο Σάββατο·
με καταπίνει η δίνη των κομμένων λουλουδιών
βράδιαζα βουβός σ' άγνωστα μέρη.
Λαμπάδες πέτρινες παντού
σάπιο το φως, μύριζε σφαγείο ο αέρας
μουντά μαντήλια ανέμιζαν.
Άκουγα βήματα πνιχτά στις πλάκες
μέσα από θαμπούς καθρέφτες
με σαΐτευαν ματιές με άχρονο πένθος
γκρίζα φτερά χαμήλωναν στον ουρανό
υφαίναν μοναχοί τους οι αργαλειοί
-το φίλντισι πού πήγε και το μάλαμα;-
Δεν σήμαιναν καμπάνες
δεν καρτερούσαν την Ανάσταση.
Έτριζαν όλων των σπιτιών οι αρμοί
καθώς κοβότανε στα δυο η νύχτα
καράβι που βουλιάζει.

Χριστέ μου, είπα, αυτός δεν είναι ο τόπος μου.
Πού να 'βρω στα θολά νερά
το μήλο, το κυδώνι της αγάπης που έχασα;
Κι έδωσα μια με τα πτερύγια του βυθού
ν' αναδυθώ στην σιγουριά της άνοιξης
να μη με πάρει ο μέσα κόσμος
που ξαφνικά επικράνθη.


ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΠΟΡΕΙΑ (2004)

Νίκος Καρούζος: Άσμα μικρό




Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο

Νίκος Καρούζος: Στερεύοντας από βεβαιότητες άσπρες




Ήτανε δύσκολη βραδιά· βρισκόμουνα σύρριζα μόνος
ανατρεπόμενα όνειρα-φορτηγά
στου ύπνου το γλυκό κατηφόρισμα
κι απόβλητο φεγγάρι συνέχεε μνήμη κι απώλεια.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
καθώς έβγαινα
στο χρόνο που ειν’ άχρονος το αχανές
δεσμωτήριο της γλώσσας
ερχόμενος προς το στήθος ωσάν μόλις
άγγελος πειραγμένος από φαρυγγίτιδα.
(Φαίνεται πως το κάπνισμα συγγενεύει με τα ουράνια·
ο καπνός που μας ενώνει ανεβαίνοντας.)
Εκεί δεν έχει δευτερόλεπτα κι ανάσαινα νήστις
αλλ’ αυτήκοος αθανασίας.
Είχα λοιπόν εγκαταλείψει
πράγματα κι ανθρώπους· εκατόμβες ομοιοφρένειας·
ήμουνα ο γόνος
ο Γυμνιστής Αχάλκευτος Ήχος
φρυγικό σύντριμμα
οι θεοφρούρητοι χημικοί τύποι.
Βεβαίως ήμουνα
ο άρτιος πόνος αυτοδίδαχτο σκοτάδι
θα ’λεγες με σιγαστήρα
θα ’λεγες
με μουσουλμάνικο γαλάζιο·
η ώρα είναι πράγματι ώρα;
Σας είπα· έβγαινα ξελησμονώντας ασημοκάντηλα
πάμφωτα
στη φαντασίωση
τα στίλβοντα μανουάλια της αγάπης.
Πετάχτε μου λέξεις απ’ τα παράθυρα
πετάχτε μου λέξεις απ’ τους εξώστες
η πτήση της αγριόχηνας νεανισμός από εγρήγορη
αρχαιότητα.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)



Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Mina Loy: Parturition




I am the centre
Of a circle of pain
Exceeding its boundaries in every direction

The business of the bland sun
Has no affair with me
In my congested cosmos of agony
From which there is no escape
On infinitely prolonged nerve-vibrations
Or in contraction
To the pinpoint nucleus of being

Locate an irritation            without
It is                                           within
                                                 Within
It is without
The sensitized area
Is identical            with the extensity
Of intension

I am the false quantity
In the harmony of physiological potentiality
To which
Gaining self-control
I should be consonant
In time

Pain is no stronger than the resisting force
Pain calls up in me
The struggle is equal

The open window is full of a voice
A fashionable portrait painter
Running upstairs to a woman’s apartment
Sings
        “All the girls are tid’ly did’ly
         All the girls are nice
         Whether they wear their hair in curls
         Or —”
At the back of the thoughts to which I permit crystallization
The conception                       Brute
Why?
        The irresponsibility of the male
Leaves woman her superior Inferiority.
He is running upstairs

I am climbing a distorted mountain of agony
Incidentally with the exhaustion of control
I reach the summit
And gradually subside into anticipation of

Repose
Which never comes.
For another mountain is growing up
Which          goaded by the unavoidable
I must traverse
Traversing myself

Something in the delirium of night hours
Confuses while intensifying sensibility
Blurring spatial contours
So aiding elusion of the circumscribed
That the gurgling of a crucified wild beast
Comes from so far away
And the foam on the stretched muscles of a mouth
Is no part of myself
There is a climax in sensibility
When pain surpassing itself
Becomes exotic
And the ego succeeds in unifying the positive and negative  poles of sensation
Uniting the opposing and resisting forces
In lascivious revelation

Relaxation
Negation of myself as a unit
          Vacuum interlude
I should have been emptied of life
Giving life

For consciousness in crises          races
Through the subliminal deposits of evolutionary processes

Have I not
Somewhere
Scrutinized
A dead white feathered moth
Laying eggs?
A moment
Being realization
Can
Vitalized by cosmic initiation
Furnish an adequate apology
For the objective
Agglomeration of activities
Of a life
LIFE
A leap with nature
Into the essence
Of unpredicted Maternity
Against my thigh
Tough of infinitesimal motion
Scarcely perceptible
Undulation
Warmth           moisture
Stir of incipient life
Precipitating into me

The contents of the universe
Mother I am
Identical
With infinite Maternity
    Indivisible
    Acutely
    I am absorbed
    Into
The was—is—ever—shall—be
Of cosmic reproductivity

Rises from the subconscious
Impression of a cat
With blind kittens
Among her legs
Same undulating life-stir
I am that cat

Rises from the sub-conscious
Impression of small animal carcass
Covered with blue bottles
—Epicurean—
And through the insects
Waves that same undulation of living
Death
Life
I am knowing
All about

     Unfolding

The next morning
Each woman-of-the-people
Tiptoeing the red pile of the carpet
Doing hushed service
Each woman-of-the-people
Wearing a halo
A ludicrous little halo
Of which she is sublimely unaware

I once heard in a church
—Man and woman God made them—
                                               Thank God.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

William Blake: The Marriage of Heaven and Hell




The Argument.

Rintrah roars & shakes his fires in the burdend air;
Hungry clouds swag on the deep
Once meek, and in a perilous path,
The just man kept his course along
The vale of death.
Roses are planted where thorns grow,
And on the barren heath
Sing the honey bees.

Then the perilous path was planted,
And a river and a spring
On every cliff and tomb;
And on the bleached bones
Red clay brought forth.

Till the villain left the paths of ease,
To walk in perilous paths, and drive
The just man into barren climes.

Now the sneaking serpent walks
In mild humility,
And the just man rages in the wilds
Where lions roam.

Rintrah roars & shakes his fires in the burdend air;
Hungry clouds swag on the deep.

As a new heaven is begun, and it is now thirty-three years since its advent: the Eternal Hell revives. And lo! Swedenborg is the Angel sitting at the tomb: his writings are the linen clothes folded up. Now is the dominion of Edom, & the return of Adam into Paradise. See Isaiah XXXIV and XXXV Chap:

Without Contraries is no progression. Attraction and Repulsion, Reason and Energy, Love and Hate, are necessary to Human existence.

From these contraries spring what the religious call Good & Evil. Good is the passive that obeys Reason

Evil is the active springing from Energy.
Good is Heaven. Evil is Hell.


Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Νίκος Καρούζος: Ο χρόνος-κακοποιός




Βγαίνει και η Κυριακή σιγά-σιγά
οι ώρες είν’ – αλήθεια – τρομερά μακρόσυρτες
θέλει ψαρόκολλα-εγκαρτέρηση το πράγμα.
Πόσο λαχτάρησα να φτερουγίσω σ’ Εκείνο
δεν έχει όνομα δυστυχώς ούτε υπόσταση
δεν υποφέρει από καμιά χυδαιότητα όπως
οι νόμοι της φύσεως ή η κακούργα διαλεκτική
κάθε γυναίκα είναι μια καινούργια
νύξη του Απόλυτου
τη βλέπω μαγεμένος και κατατάσσομαι αμέσως
εθελοντής στην αλύπητη ματαιότητα.
Μ’ ένα ρομαντικό τσιγάρο θα άλλαζα διάβολε
κατεύθυνση.