Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Μίλτος Σαχτούρης: Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών

 


Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987

είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987

ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!

σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…

Α! ναι είναι πάρα πολλά.

Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Διονύσιος Σολωμός

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Νίκος Εγγονόπουλος

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Μπουζιάνης

πόσα ο Σκλάβος

πόσα ο Καρυωτάκης

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα

πέρασε ο Σκαλκώτας

πόσα

πόσα

Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.



ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ  (1990)


Μίλτος Σαχτούρης: Χριστούγεννα 1948



Σημαία

ακόμη

τα δόκανα στημένα στους δρόμους

τα μαγικά σύρματα

τα σταυρωτά

και τα σπίρτα καμένα

και πέφτει η οβίδα στη φάτνη

του μικρού Χριστού

το αίμα το αίμα το αίμα

εφιαλτικές γυναίκες

με τρυφερά κέρινα

χέρια

απεγνωσμένα

χαϊδεύουν

βόσκουν

στην παγωνιά

καταραμένα πρόβατα

με το σταυρό

στα χέρια

και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς

το τόπι

ο σιδερόδρομος της λησμονιάς

το τόπι του θανάτου



ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ (1952)


Μίλτος Σαχτούρης: Χριστούγεννα 1943

 


Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες

γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε

κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του

τρεις πεθαμένους κύκνους

και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό

οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο

ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης

ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες

ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της



Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Αλεξία Αθανασίου: Ο Γητευτής τον Τρύγο



Ερημικός ο Αμπελώνας

κι ο νέος, που ολομόναχος τρυγούσε,

ρούχα του κάθιδρα στο χώμα πέταξε

να νιώσει λεύτερος.

Ολόγυμνο το στιβαρό του σώμα·

ηλιοκαμένο·

κι αυτός θύμιζε Διόνυσο

με Απόλλωνα μορφή.

Παράτησαν οι μέλισσες,

οι πεταλούδες, τα πουλιά,

τ’ άπειρ’ αρώματα των γύρω λουλουδιών

τους άγριους χυμούς των μαύρων στάφυλων

και κάθε χιλιοστό

απ’ τ’ όμορφο κορμί καλύψαν

ώρ’ αρκετή…

Όταν μακριά του ξαναπέταξαν

πάντοτ’ ολόγυμνος ο νέος ποθητός

το τρύγισμα συνέχισε

τελάρα ξέχειλα στα δυνατά μπράτσα σηκώνοντας

μ’ ολόγλυκους καρπούς._

Και δεν το αισθάνθηκε. (Το αισθάνθηκε;)

Τώρα στους ώμους του

δυο διάφαν’ ανοιγόκλειναν φτερά,

τα πόδια του στο χώμα δεν πατούσαν.


booksitting

Κατίνα Βλάχου: Η πρώτη ύλη του κόσμου



H πρώτη ύλη του κόσμου

ως αγάπη επικάθηται

στη μνήμη του μέγιστου θαύματος

Σοφή του σύμπαντος σκόνη

που ραίνει τα κύτταρα 

με όνειρα μιας άλλης υπόστασης

Ο χρόνος ωστόσο δεν βιάζεται

Σαν έρθει η ώρα της μύησης

στο αλλού θα μπορέσω να είμαι 

χωρίς το εγώ μου

ωσεί τελειότητα

Που οίδα επιτέλους το αύριο

το χτες και το τώρα

το παν και το τίποτα 

σαν άπειρου κάλλους ενότητα


Ελένη Λαδιά: Τα χρώματα της ψυχής και άλλα μυθεύματα



Το έργο του Πλουτάρχου συνδυάζει την σαφήνεια της λογικής με την γοητεία των μυθολογικών παραδόξων. Είναι γεννημένος το 50 μ.Χ. στο κομβικό σημείο του φθίνοντος αρχαιοελληνικού κόσμου και του αρχόμενου χριστιανικού. Ζει στην ρωμαϊκή εποχή, όπου αναφύονται νέες ιδέες και αμβλύνσεις μεταξύ των ιδεολογικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. Μολονότι ήταν πολυταξιδεμένος, προτίμησε την φτωχική Χαιρώνεια και τον οικογενειακό βίο. Υπηρέτησε την πόλη και κατέλαβε δημόσια αξιώματα, όπως του πρεσβευτού και του επωνύμου άρχοντος. Είχε και το ιερατικό αξίωμα, όπως πληροφορούν οι επιγραφές στους Δελφούς.

Ο Πλούταρχος ασχολείται με μεγάλα θέματα, όπως με το θέμα για την αθανασία της ψυχής. Στο έργο του Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων[1] αναφέρεται στην αθανασία της ψυχής. Ένα από τα πρόσωπα του διαλόγου, ο Ολύμπιχος, αφηγείται την μεταθανάτια εμπειρία του Θεσπεσίου. Ο ακόλαστος Θεσπέσιος από τους Σόλους της Κιλικίας έπεσε από μεγάλο ύψος, χτύπησε και πέθανε. Όμως την τρίτη ημέρα του θανάτου ζωντάνεψε (και τριταίος ήδη περί τας ταφάς αυτάς ανήνεγκε). Από τότε άλλαξε η ζωή του και οι Κίλικες δεν γνώρισαν κανέναν δικαιότερον και ευσεβέστερον από αυτόν. Όταν ήταν νεκρός, είδε τις ψυχές δικαίων και αδίκων νεκρών, που άλλες ήταν χαρούμενες και άλλες λυπημένες. Αναγνώρισε και την ψυχή κάποιου συγγενούς, ο οποίος είχε πεθάνει όταν ο Θεσπέσιος ήταν ακόμη παιδί. Η Ψυχή τον χαιρέτησε: «Χαίρε, Θεσπέσιε» του είπε. Εκείνος παραξενεύθηκε και αποκρίθηκε πως δεν ονομαζόταν Θεσπέσιος αλλά Αρδιαίος.[2] «Ήσουν πρωτύτερα αλλά τώρα δεν είσαι». Ο τρομερός Αρδιαίος (πρόσωπο επινοημένο χάριν του μύθου από τον Πλάτωνα) υπήρξε τύραννος σε μια από τις πόλεις της Παμφυλίας· σκότωσε τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Διέπραξε επίσης πολλές ανόσιες πράξεις. Το τέλος του ήταν φρικτό· τον έδεσαν χεροπόδαρα, τον έγδαραν και τον έσυραν πάνω στα αγκάθια. Επ’ ασπαλάθων, γράφει ο Πλάτων. Στα αγκάθια. Ο συνειρμός φέρνει στην μνήμη το εξαίσιο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Επ’ ασπαλάθων».

Μία παράξενη αποκάλυψη που έκανε ο νεκρός συγγενής σχετιζόταν με τα χρώματα της ψυχής. Η ψυχή χρωματιζόταν ανάλογα με τα πάθη της. Το θαμπό φαιό ήταν η κηλίδα της ανελευθερίας και της πλεονεξίας, ενώ το χρώμα του αίματος και της φωτιάς ήταν της ωμότητας και της αγριότητας. Το γλαυκό φανέρωνε πως δύσκολα αποφεύχθηκε κάποια ακράτεια της ηδονής, και το ωχρό ιώδες ήταν το χρώμα του φθόνου, που το αφήνει όπως η σουπιά το μελάνι της.

Ο νεκρός συγγενής τού ανέφερε επίσης πως υπάρχει κοινό μαντείον της Σελήνης και της Νύχτας, που δεν έχει όρια και συγκεκριμένο τόπο, αλλά πλανιέται μες στα όνειρα και τα οράματα των ανθρώπων. Ύστερα του είπε πως δεν θα μπορούσε να δει το μαντείον του Απόλλωνος. Του έδειξε όμως το λαμπρό φως που έβγαινε από τον τρίποδα, αλλά λόγω της λαμπρότητος ο Θεσπέσιος δεν μπορούσε να το δει. Καθώς έφευγε όμως άκουσε μια οξεία γυναικεία φωνή, που έλεγε διάφορα έμμετρα πράγματα, ανάμεσα στα οποία και τον χρόνο του θανάτου του. Ένας δαίμων εξήγησε πως ήταν η φωνή της Σίβυλλας, η οποία έψαλλε τα μελλούμενα, καθώς εκινείτο κυκλικώς πάνω στο πρόσωπο της σελήνης.

Στο έργο του Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης[3] αναφέρεται ο μύθος για τον ρόλο της σελήνης στον κύκλο της ζωής των ψυχών. Αφηγητής του διαλόγου ο Λαμπρίας, ο οποίος αναδιηγείται τον μύθο που είχε ακούσει από τον Σύλλα τον Καρχηδόνιο, που ο τελευταίος άκουσε από κάποιον ανώνυμο ξένο, που κι εκείνος τον άκουσε από τους υπηρέτες του χρόνου. Μετά τις κοσμολογικές απόψεις των προσώπων του διαλόγου περί σελήνης, εμφανίζονται οι μυθολογικές αντιλήψεις. Ο Πλούταρχος, ακολουθώντας την τεχνική του Πλάτωνος, κοσμεί το κείμενό του με μύθους, που γίνονται το επιστέγασμα της επιστημονικής διεργασίας.

Φαίνεται πως υπήρχε η αντίληψη ότι η σελήνη είναι μία ουράνια γη, γι’ αυτό αποφαίνεται ο ήρωας του Πλουτάρχου, ας μην πιστεύουμε πως σφάλλουμε, αν υποθέτουμε πως είναι γη. Αυτό που βλέπουμε ως πρόσωπό της, όπως ακριβώς η γη, έχει μεγάλους κόλπους, ρήγματα και ανοίγματα με μεγάλα βάθη, που περιέχουν νερό ή σκοτεινό αέρα. Το μεγαλύτερο κοίλωμα ονομάζεται μυχός της Εκάτης. Από μέσα περνούν οι ψυχές, μια από την μεριά της σελήνης που βλέπει προς τον ουρανό και μια από την μεριά που βλέπει προς την γη. Υπάρχει σύνδεση της σελήνης με την Περσεφόνη. Η Δήμητρα μένει στην γη και είναι κυρία των επίγειων πραγμάτων, ενώ η Κόρη βρίσκεται στην σελήνη και είναι κυρία των επισεληνίων πραγμάτων. Το τέρμα της γης είναι εκεί, όπου σταματά η σκιά της. Από εκεί, μετά τον θάνατό τους ανεβαίνουν μόνον οι καλοί, οι οποίοι ζουν μία άνετη ζωή αλλά όχι μακαρία και θεϊκή μέχρι τον δεύτερο θάνατό τους. Οι θάνατοι είναι δύο. Ο πρώτος συμβαίνει στη γη της Δήμητρος, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι ονόμαζαν παλαιά τους νεκρούς Δημητρείους. Εδώ είναι σύνοικος ο χθόνιος Ερμής. Ο δεύτερος θάνατος γίνεται στην σελήνη της Περσεφόνης και σύνοικος είναι ο ουράνιος Ερμής. Στην αρχή οι ψυχές παρατηρούν το μέγεθος και την ομορφιά της σελήνης, που μοιάζει σαν να είναι μείγμα άστρου και γης. Η σελήνη είναι στοιχείο, γι’ αυτό διαλύονται εκεί οι ψυχές, όπως τα σώματα στη γη. Και γρήγορα διαλύονται οι ψυχές που έχουν σώφρονα βίον. Οι ψυχές όμως που εξακολουθούν να αγαπούν τις τιμές και τα σώματα, ζουν σαν μέσα σε ύπνο, όπως ο Ενδυμίων, και τα όνειρά τους είναι μνήμες ζωής.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πλουτάρχου Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων, μτφρ. φιλολογική ομάς Κάκτου, εκδ. Κάκτος 1995. Βλ. επίσης Ελένης Λαδιά Δαιμονολογία ή λόγοι περί δαιμόνων, κεφ. «Ο Πλούταρχος και οι δαίμονες», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2012

[2] Αρδιαίος, βλ. Πλάτωνος Πολιτεία Ι, 616, Ε.

[3] Πλουτάρχου Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης, μτφρ. φιλολογική ομάς Κάκτου, εκδ. Κάκτος 1996


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Τα γέλια των θεών



και εγέλασεν ο Θεός επτάκις· χα χα χα χα χα χα χα

Με τον πρώτον καγχασμό φάνηκε το φως και η αυγή

Με τον δεύτερο καγχασμό έγινε το ύδωρ και η γη

Με τον τρίτο καγχασμό, διά της πικρίας του Θεού

έγινε ο Νους

Με τον τέταρτο καγχασμό έγινε η Γέννα των πάντων

Με τον πέμπτο καγχασμό έγινε η Μοίρα

Με τον έκτο καγχασμό έγινε ο Κρόνος


εκάγχασε το έβδομον ασθμησάμενος

και καγχάζων εδάκρυσε και εγένετο Ψυχή.[1]


Το κείμενο αποδεικνύει ότι με το «θεϊκό γέλιο» έγινε η δημιουργία των πάντων, αλλά με το λαχάνιασμα του Θεού και κατά τον έβδομο καγχασμό του εδάκρυσε και δημιουργήθηκε η Ψυχή: με καγχασμό και δάκρυ.

Όποιος και να συνέλαβε την ιδέα αυτού του κειμένου είναι οπωσδήποτε ένας μεγάλος ψυχολόγος ποιητής! Οι θεοί δεν έκλαιγαν, μόνον γελούσαν, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, όπως αναφέρει και ο Πρόκλος[2] (...διόπερ οίμαι και όταν μεν εις θεούς και ανθρώπους διαιρώμεν [τα] δημιουργήματα, τον μεν γέλωτα τη γενέσει των θείων, τα δε δάκρυα τη συστάσει των ανθρώπων ή ζώων απονέμομεν·). Τα γέλια των θεών, τα δάκρυα των θνητών.

Μόνον δύο έκλαψαν, αλλά αυτοί δεν ήταν απολύτως θεοί, είχαν δύο φύσεις, θεϊκή και ανθρώπινη, γεννημένοι από βροτή μητέρα, ασχέτως αν και οι δύο ανέβασαν τις μητέρες τους στα ουράνια. Και έκλαψαν κατά τη θεανθρώπινή τους μορφή. Ο Διόνυσος, υιός της Σεμέλης, δάκρυσε βλέποντας τον θάνατο του φίλου του Στάφυλου, όπως αναφέρει ο Νόννος ο Πανοπολίτης: «Βάκχος άναξ δάκρυσε, βροτών ίνα δάκρυα λύση».[3]

Και ο Ιησούς, υιός της Μαρίας, εδάκρυσε βλέποντας το μνήμα του φίλου του Λαζάρου. «εδάκρυσεν ο Ιησούς» γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης (11, 36). Και ο Νόννος, παραφράζοντας το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (11, 36), αναφέρει: «και έστενεν αυτός Ιησούς, όμμασι ακλαύτοισιν αήθεα δάκρυα λείβων».

Εκεί όμως που φαίνεται ευκρινώς η διαφορά θεού και θνητού είναι το δάκρυ στην τραγωδία του Ευριπίδου Ιππόλυτος. Ο Ιππόλυτος, υιός του Θησέως, ως γνωστόν λάτρευε την θεά Άρτεμιν, περιφρονώντας την θεά του έρωτος, Αφροδίτη. Η Αφροδίτη τον εκδικήθηκε, βάζοντας στην καρδιά της μητριάς του, Φαίδρας, άνομο πάθος για τον παρθένο νέο. Η υπόθεση είναι γνωστή. Εγώ θα επιμείνω σε δύο σημεία της τραγωδίας. Όταν ο Ιππόλυτος φέρνει πλεχτό στεφάνι στην αγαπημένη θεά, που όπως της λέει είναι από απάτητο λιβάδι και το στόλισε μόνος του, για τα χρυσά της μαλλιά. Της λέει ακόμη πως ήταν τυχερός, γιατί είχε το δώρο, μόνον αυτός από όλους τους θνητούς, να μιλά μαζί της, να ακούει την φωνή αλλά να μην βλέπει την μορφή της. Αληθινά, είναι μεγάλη η τύχη του να ακούει την φωνή της Αρτέμιδος, που με σοφία δεν περιγράφει ο Ευριπίδης, όπως και ο Όμηρος την ωραιότητα της Ελένης. Πώς να ήταν άραγε η φωνή της θεάς; Ας την φαντασθούμε, όπως θέλουμε.

Όταν ο υπηρέτης του τον συμβουλεύει να μην υποτιμά την Αφροδίτη, εκείνος απαντά: Την χαιρετώ από μακριά, γιατί είμαι αγνός και δεν μου αρέσουν οι θεοί, που τους λατρεύουν νύχτα. Η λατρεία του Ιππολύτου, μονομερής και μανιώδης, ξεπερνά τα όρια και τον οδηγεί σε αδιέξοδο: στον μαρτυρικό θάνατο. Κι όταν, κοντά στο τέλος του, αντιλαμβάνεται την αγαπημένη θεά από την ευωδία του θεϊκού πνεύματος: «οράς με , δέσποιν’ ως έχω, τον άθλιον;» (με βλέπεις, δέσποινα, σε ποια κατάσταση είμαι ο άθλιος;) την ρωτά κι εκείνη του απαντά: «ορώ· κατ’ όσσων δ’ ου θέμις βαλείν δάκρυ» (σε βλέπω, αλλά δεν μου επιτρέπεται να χύσω δάκρυ).[4]

Η αναγκαιότητα να μη δακρύζουν οι θεοί εμποδίζει την θεά να θρηνήσει τον εκλεκτό της πιστό. Και η απάντησή της κλείνει το θέμα που άρχισε με την ορφική αντίληψη για τα γέλια των θεών.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το κείμενο του άρθρου είναι περίληψη από μεγαλύτερο, που βρίσκεται στα Orphicorum fragmenta του O. Kern. Spuria wel dubia. Στον πάπυρο του Λουγδούνου W. Η μετάφρασή του υπάρχει στο συλλογικό έργο Όσα είπαν οι αρχαίοι Έλληνες περί Θεού, ορφικό απόσπασμα 354, εκδ. Κάκτος

[2] Πρόκλου απ. 354, Οrphicorum fragmenta, O. Kern

[3] Νόννος Πανοπολίτης, ραψωδία IB’, μτφρ. Ευγενία Δαρβίρη, εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα 2002

[4] Ευριπίδου Ιππόλυτος, μτφρ. Έφη Φερεντίνου, εκδ. Βιβλιοθήκη των Ελλήνων


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Το χαμόγελο του Ταό και το αρχαϊκό μειδίαμα



Ξαναδιάβασα με αφορμή μία τακτοποίηση της βιβλιοθήκης μου το θαυμάσιο βιβλίο του Λόρενς Ντάρελ, Το χαμόγελο του Ταό, όπου ο συγγραφεύς περιγράφει την συνάντηση και την συντροφιά για ένα Σαββατοκύριακο με τον ταοϊστή φίλο του, Τσανγκ.

Όπως έγραψε ο Τσανγκ στο βιβλίο του, κατά την επιδρομή και την κατάληψη της Κίνας από τους Μαντζουριανούς ξεριζώθηκε κάθε εξωτερική εκδήλωση του ταοϊσμού. Οι επιδρομείς έκαψαν όλα τα βιβλία των ταοϊστών εκτός από το Τάο Τε Κιγκ, ίσως γιατί ήταν πολύ δύσκολο να το καταλάβουν. Οι ταοϊστές δεν είχαν ναούς, άμφια και ιεροτελεστίες, σημάδια δηλαδή που θα τους πρόδιδαν, και έτσι θα γίνονταν αφορμή να εξαφανισθούν. Ο Τσανγκ εξήγησε στον συγγραφέα Ντάρελ: «Οι αληθινοί ταοϊστές... δεν υπήρχε κάποιο διακριτικό σημάδι πάνω τους εκτός, αν θες, από μία συγκεκριμένη έκφραση στο μάτι – μια ταοϊστική έκφραση! Μία έκφραση στο μάτι του νου, για να το θέσω έτσι! Λιγάκι δύσκολο να καταδιώξεις μια απλή έκφραση!»[1]

Η καταδίωξη μιας απλής έκφρασης! Πώς μπορούσε να την εξαφανίσει κανείς, τόσο φευγαλέα που ήταν; Αυτή η έκφραση, αυτό το χαμόγελο που ξεκίνησε από τον Κασιάπα, πρώην μαθητή του Βούδα, ήταν αναγνωρίσιμο μόνον μεταξύ των ταοϊστών σαν ένα σημάδι της ταυτότητάς τους. Ένα χαμόγελο που δεν απεικονίστηκε ποτέ, όπως το χαμόγελο στο βιβλίο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, όπου εξαφανίσθηκε η γάτα αλλά απέμεινε το χαμόγελό της, λειτουργώντας σαν είδος προσωπίδας. Δεν μπορούμε να φαντασθούμε ποτέ το χαμόγελο του Ταό, γιατί βρισκόταν μεταξύ των ζώντων ταοϊστών, οι οποίοι αναγνωρίζονταν μεταξύ τους.

Αυτό με έκανε να σκεφθώ ένα άλλο χαμόγελο, το γνωστό ελληνικό μειδίαμα της αρχαϊκής εποχής (6ος αιών π.Χ.), αποτυπωμένο στους κούρους και τις κόρες. Αιφνιδίως παρουσιάζονται τα χαμογελαστά αγάλματα με τα ραδινά σώματα και την στερεότητά τους, την κληρονομημένη από την δαιδαλική τέχνη. Η μορφή του κούρου, του γυμνού νέου, εμφανίζεται για εκατόν πενήντα χρόνια σε πάμπολλους κούρους. Τα αγάλματα είναι ελεύθερα στον χώρο και πολλά προβάλλουν το αριστερό τους πόδι σε ένδειξη κίνησης.

Αυτό όμως που απομένει αθάνατο είναι η αποτύπωση του χαμόγελου. Έτσι, λέγοντας αρχαϊκή εποχή, εννοούμε το αρχαϊκό μειδίαμα. Επιστήμονες προσπάθησαν να εξηγήσουν την σημασία και το νόημα αυτού του χαμόγελου. Ειπώθηκε πως τα αγάλματα χαμογελούν, προαναγγέλλοντας την κλασική εποχή, όπου θα κυριαρχήσει το εμβριθές ύφος και η περισυλλογή. Ο Μανόλης Ανδρόνικος γράφει για το αρχαϊκό μειδίαμα: «Αποτελεί μια λεπτομέρεια χαρακτηριστική, που εκφράζει μαζί με την όλη επεξεργασία του σώματος, και προπάντων του προσώπου, την χαρά και την άφατη αγαλλίαση του ανθρώπου μπροστά στο θαύμα του κόσμου».[2]

Θα μπορούσαν να ισχύσουν πολλές εξηγήσεις και αναλύσεις, διότι το αρχαϊκό μειδίαμα δεν φαίνεται να είναι ένα οποιοδήποτε χαμόγελο, προσαρμοσμένο σε ένα πρόσωπο, αλλά το αρχέτυπο μειδίαμα αποτυπωμένο σε πολλά πρόσωπα. Οι κούροι που σώθηκαν ακέραιοι και είναι σύγχρονοι, όπως ο Κούρος της Βολομάνδρας Αττικής, της Τενέας και της Μήλου, έχουν κοινό χαρακτηριστικό το αρχαϊκό μειδίαμα. Το ίδιο έχουν και οι ενδεδυμένες κόρες, όπως η πεπλοφόρος της Ακροπόλεως και η Κόρη της Χίου.

Πάλι βλέπουμε την ελληνική ευφυΐα να διακρίνεται απεικονίζοντας το φευγαλέο και εφευρίσκοντας την θεωρία των αρχετύπων.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Λώρενς Ντάρρελ, Το χαμόγελο του Ταό, μτφρ. Σταύρος Νικολαΐδης, εκδ. Αλεξάνδρεια 1993

[2] «Αρχαϊκή τέχνη», Μανόλης Ανδρόνικος, άρθρον στην Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Β’, Εκδοτική Αθηνών


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Στίχοι του Δ.Π. Παπαδίτσα συνδυασμένοι με φιλοσοφικές απόψεις



«Ήρθαν μυστικά όλων των χρωμάτων κι όλων των

φωνών που μετά βίας τα συγκράτησα

Διότι γύρευαν να με θανατώσουν σε στάση

παρηγορίας»

1. Η στάση παρηγορίας γίνεται η βασική προϋπόθεση της πνευματικής απολίθωσης. Ο ίδιος ο ποιητής ομολογεί πως στο πάτμιο βίωμα κινδύνεψε πολλές φορές να παρηγορηθεί ασπαζόμενος μία θεωρία ή δεχόμενος ένα χρώμα, μία φωνή για να καθηλωθεί τελικώς από τον θαυμασμό. Τελικώς απέφυγε τον κίνδυνο γνωρίζοντας καλά πως η ανάπαυση του νου φέρνει τα πνευματικά γηρατειά εξουδετερώνοντας κάθε γόνιμη αμφιβολία.


2. Από το Εν Πάτμω (ερμηνεία πρώτη) είναι οι στίχοι:

«Πηγαίνω λοιπόν πέμπτη φορά να κρυφτώ απ’ αυτή την ίδια

την ψυχή που είναι μια σειρά εκρήξεις και μια σειρά

περιούσιο σκοτάδι και περιούσια δάκρυα

Δεν είδα ακόμη την μοναδική της ιδιότητα, την ψιθυρίζω

μόνο με δεκαδικούς αριθμούς κι ούτε μια φορά πέθανα

μέσα στην τέφρα της αρμονίας

Απ’ το μυαλό μου δε βγήκε ποτέ ένα ολόκληρο ζώο»

Αυτοί οι στίχοι αληθινής ομολογίας για το πεπερασμένο του νου είναι από τους ωραιότερους και πιο στοχαστικούς της νεοελληνικής ποίησης, και κατατάσσουν τον ποιητή τους στην πρώτη κατηγορία των σκεπτομένων. Η μοναδική ιδιότητα της ψυχής ψιθυρίζεται τελικώς μόνον με δεκαδικούς αριθμούς, κατά προσέγγιση δηλαδή, με βηματισμούς επί τόπου. «Απ’ το μυαλό μου δεν βγήκε ποτέ ένα ολόκληρο ζώο», στίχος που υποδηλώνει την αποσπασματική μας ματιά και αντίληψη σχετικά με την ουσία του όντος.


3. Από τα δύο ιστορικά, το 1

«Και η φύση κρατάει τις αλήθειες και τις πλάνες της

στο αγκαθερό μάτι του ερημίτη»

Στο αγκαθερό μάτι του ερημίτη, όχι του φιλοσόφου, του καλλιτέχνη ή του θρησκεύοντος, αλλά του ερημίτη, του στερημένου πάσης θεωρίας και αρχής, αυτού του μικρού σιωπηλού θεού. Στο αγκαθερό του μάτι συνοψίζονται μικρόκοσμος και μακρόκοσμος, αλήθειες και πλάνες, παραδοχές και αρνήσεις πολλών οπτικών γωνιών.


4. «Χαλίκι που με θαλασσοδέρνει και το θαλασσοδέρνω»

«Η αφή πυρπολιέται στα δάση που άναψε»

«Το χέρι μου φαγώθηκε από εκείνο που έδειξε στα πλήθη»

«Το πόδι μου απ’ το μονοπάτι που το χιλιοπήρε»

Μία από τις επικρατέστερες ιδέες στην ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα είναι της αλληλοαλλοίωσης. Αυτό που φθείρει και ταυτοχρόνως φθείρεται από αυτό που φθείρει. Ιδέα που εκφράζει το αδιαχώριστο των πραγμάτων. Αυτή η βαθιά σχέση, η μυστική μεταξύ των στοιχείων του σύμπαντος, αναφέρεται ίσως για πρώτη φορά στον ποιητικό χώρο. Την μακρινή καταγωγή της ιδέας της αλληλοαλλοίωσης μπορούμε να την αναζητήσουμε στον Ηράκλειτο.


«Όμως εγώ ήμουν η ατσάλινη τρίχα ρολογιού και σήμαινα το

απρόβλεπτο πάνω απ’ τη σκέπη ενός θεωρήματος…»

Η κυριότερη φλέβα σε αυτή την ποιητική σύνθεση «Όπως ο Ενδυμίων» είναι ακριβώς ο στίχος «σήμαινα το απρόβλεπτο πάνω απ’ τη σκέπη ενός θεωρήματος,» αφού ο φιλόσοφος Ενδυμίων στοχεύει πέρα από αποκρυσταλλωμένες θεωρίες και υποψιαζόμενος αμφισβητεί την δύναμη των αξιωμάτων και θεωρημάτων, γιατί διαισθάνεται πως πίσω, κάτω ή πάνω από όλα ελλοχεύει το «μυστικό»», το «μυστικό» –και όχι το μυστήριο–, ο χώρος δηλαδή όπου συμβαίνει το «απρόβλεπτο». Η ατσάλινη τρίχα του ρολογιού γίνεται η δύναμη του απρόβλεπτου, το ίδιο το απρόβλεπτο, που κανένα θεώρημα δεν προμαντεύει.


5. «Όπου προελαύνει ο πίδακας του πεπρωμένου, ο ρεμβασμός

ουδέποτε γεννήθηκε».

Αυτή η αγάπη του ποιητή να παραδέχεται την ελευθερία του ρεμβασμού, αναγνωρίζοντας συνειδητά πως πίσω από όλα υπάρχει το απρόβλεπτο και η μορφή της Μοίρας, θυμίζει κάπως την ανάλογη πίστη του Παρμενίδου στην παντοδυναμία του «είναι» που το δένει όμως η Μοίρα, για να είναι ολόκληρο και ακίνητο.


6. «Αφήνω το λιθάρι και την μέσα του αρμονία να τρελαίνει τον ουρανομέτρη»

Και αυτό ακόμη το απλό, καθημερινό λιθάρι μετατρέπεται στην συμπαντική αντίληψη σε «ελάχιστο με φωνές Όλου», όπως αναφέρει άλλος στίχος του, ενώ η μέσα του αρμονία, η παράξενη αυτή αρμονία, η συνδυασμένη από στοιχεία φυσικά, θεϊκά, μαγικά, αλλά πάνω από όλα άγνωστα για την περιορισμένη λογική μας, στοιχεία που μόνον αξιωματικά μπορούμε να δεχθούμε, είναι αυτή που τρελαίνει τον ουρανομέτρη.


7. «τ’ ωραίο σκοτάδι δεν ηχεί σ’ όποιον το καταλάβει»

Άλλος ένας στίχος που αποδεικνύει την ανεπάρκεια της τυπικής λογικής. Ο μύστης, ο ποιητής, ο βάκχος, ο αλαφροΐσκιωτος ακούν τον ήχο του ωραίου σκοταδιού, όπως ο παρθενικός Ιππόλυτος και μόνον αυτός άκουγε την φωνή της Αρτέμιδος, της αγαπημένης του θεάς.


8. «Η χάρις έρχεται απ’ το πούπουλο κι όχι απ’ το φτέρωμα του παγωνιού»

Κι άλλος ένας στίχος που επαληθεύει το ελάχιστο με τις φωνές όλου. Η ποίησή του είναι συμπαντική, γιατί το υποκείμενο σπάει τα όρια του αυτισμού του και διαχέεται παντού, ανακαλύπτοντας «την άχνα του όντος» σε όλον τον ενόργανο και ανόργανο κόσμο, σε όλα τα αστρικά και τα γήινα. Με την ίδια ερωτική διάθεση περικλείει το απείρως μικρό και το απείρως μέγα, αποδεικνύοντας σε ένα άλλο επίπεδο την σχετικότητα των μεγεθών.


9. «Όλα ν’ αλλάξουν όνομα και μόνο τ’ ουρανού να μείνει το ίδιο»

Στίχος από το ποίημα «Εναντιοδρομία», που περιλαμβάνεται στην ομότιτλη συλλογή (Εναντιοδρομία). Σε αυτήν ο ποιητής επισημαίνει τον κορεσμό και το αδιέξοδο από την τυπική λογική, και αναζητά το αντίθετο τρέξιμο, την εναντιοδρομία, γνωρίζοντας ωστόσο πως το ίδιο οδυνηρή θα είναι η πορεία και από την αντίθετη φορά. Και πως πάλι χρειάζεται το αξίωμα, ο φράχτης του νου μας. Ποιητικά αυτό το αναλλοίωτο αξίωμα είναι το όνομα του ουρανού.


Το άρθρον βασίζεται στα βιβλία μου για το έργο του Δ.Π. Παπαδίτσα, Ο αγαπημένος του όντος και Ποιητές και αρχαία Ελλάδα. Γράφτηκε για τα 33 χρόνια από τον θάνατό του, στις 22/4/87.


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Τα όνειρα του νεκρού



Τώρα θα σας αποκαλύψω κάτι, το οποίον η ίδια ανακάλυψα μετά από πολλούς πειραματισμούς, πως η μεταθανάτια ζωή είναι απλώς η εξέλιξη της ζώσης με κοινό χαρακτηριστικό το όνειρον.

Θα γνωρίζετε βεβαίως, και αν όχι θα σας το μάθω εγώ, πως ο ορφικός ύμνος στον Ύπνο αναφέρει: «και την μελέτη του θανάτου φέρεις διασώζοντας τις ψυχές·/ γιατί εγεννήθης του θανάτου και της λήθης αδελφός». Στον ορφικόν επίσης ύμνον του ονείρου αναφέρεται: «μιλώντας με τις ψυχές των θνητών αφυπνίζεις τον νου…». Και ο επίσης του Θανάτου λέγει: «γιατί ο δικός σου ύπνος θραύει την ψυχή και την σύνδεση του σώματος... φέρνοντας τον βαθύ στους ζωντανούς αιώνιον ύπνον».

Γνωρίζετε επίσης από τη Θεογονία του Ησιόδου πως ο Ύπνος και ο Θάνατος είναι αδέλφια, τέκνα της μαύρης νύχτας, όπως και ο λαός των ονείρων, που όλα τα εγέννησε, χωρίς να πλαγιάσει με κάποιον. Επίσης και ο Όμηρος αναφέρεται στον Δήμο των ονείρων, καθώς και στις δυο πύλες τους, την κερατινήν με τα αληθή όνειρα και την ελεφαντινήν με τα ψεύδη.

Οι απεικονίσεις των αδελφών Ύπνου και Θανάτου στον ερυθρόμορφο κρατήρα του Ευφρονίου, οι οποίοι με αρχαγγελικά φτερά σηκώνουν τον νεκρό Σαρπηδόνα, όπου στο σώμα του παρατηρούμε μισόκλειστο το ένα μάτι και ελαφρώς ανοικτό το στόμα, συμπεραίνουμε πως ο γενειοφόρος Θάνατος είναι πιο ηλικιωμένος. Τι να σημαίνει; Ερμηνεύω: τις περισσότερες φορές ο θάνατος πλησιάζει τον άνθρωπο στην γεροντική ηλικία.

Λοιπόν σε αυτήν την ηλικία οι άνθρωποι κοιμούνται ακατάστατα και το βιολογικό τους ρολόγι αρχίζει να ξεκουρδίζεται. Όμως κομβικόν σημείον είναι το όνειρον.

Ευρισκομένη στην γεροντική ηλικία έχω έναν ύπνο βαθύτερο, αλλά από έφηβη ακόμη, γεμάτον όνειρα. Τα όνειρά μου είναι όντως ένας δήμος ονείρων, διότι είναι πολλά και με ατομική ιδιοσυστασία, τα οποία καλύπτουν όλες τις πτυχές και τις λεπτομέρειες της συναισθηματικής και νοητής ζωής. Είναι τόσο εναργή αυτά τα όνειρα, που με επηρεάζουν και στα μεσοδιαστήματα ύπνου και ξύπνιου. Εξακολουθώ να νομίζω πως ονειρεύομαι και δεν διακρίνω τις δυο ζωές. Τα όνειρα προκαλούν χαρά, πόνο, νοσταλγία, τύψεις και όλα όσα ο άνθρωπος βιώνει στην ζωή του. Σε αυτήν την ηλικία λοιπόν και την ακόμη μεγαλύτερη, το διάστημα ύπνου και θανάτου όλο μειούται, δίνοντας προτεραιότητα στο Όνειρον που εξαπλώνεται.

Έρχεται επομένως μια στιγμή, όπου ο θάνατος είναι απλώς μια μετάλλαξη του ύπνου, και η ζωή συνεχίζεται στον θάνατο φορώντας πάντα το ένδυμα του ύπνου, με φορέα το όνειρον. Ονειρευόμασθε συνεχώς, είτε θυμόμαστε τα όνειρά μας είτε όχι, σε όλη την διάρκειά μας. Όσο για την τιμωρία με τους πόνους και τα βασανιστήρια, καθώς και για την αμοιβή στην μεταθανάτια κατάσταση, δεν είναι παρά όνειρα ευτυχή ή βασανιστικά. Ευφραινόμασθε και βασανιζόμαστε.

Συμπερασματικώς τα όνειρα του νεκρού είναι όμοια με του ζωντανού, όπου ο νεκρός και ο ζωντανός είναι κατά συνθήκη ψεύδη.


https://diastixo.gr


Ελένη Λαδιά: Οι φύλακες



Στoν ποιητή Δημήτριο Κρούκη


Τι είναι οι φύλακες και ποιον σκοπόν επιτελούν; Η μυθολογία και η ιστορία της ανθρωπότητος είναι γεμάτη παραδείγματα τεράτων, δρακόντων, υπερφυσικών όντων και ανθρώπων, που φύλατταν ένα τμήμα, δεν είχε σημασία αν ήταν τμήμα κακού ή καλού, αλλά ήταν ένα τμήμα. Ένα σύνορον, ένα μεταίχμιον μεταξύ κακού και καλού, όπου οι φύλακες εμπόδιζαν την μείξη αυτών των στοιχείων.

Από το βάθος της μυθολογίας ακούγεται ο Κέρβερος, φύλαξ του Άδου, ο οποίος απαγόρευε την προσέλευση των ζώντων. Καθήκον του υπήρξε η φρούρηση των νεκύων. Για την ανθρώπινη φαντασία ήταν ένας τρικέφαλος ή πεντακέφαλος σκύλος, υιός της Έχιδνας κατά την ησιόδεια μυθολογία και αδελφός της πολυκέφαλης Λερναίας Ύδρας. Φαίνεται πως ο σκύλος είχε στενή σχέση με τον Άδη, διότι και η Εκάτη, υποχθόνια θεά, έφερε το προσωνύμιον «σκυλακίτις» κατά τον ορφικόν στίχον, σκυλοσυνόδευτη.

Από τον μυθολογικόν χώρον ακούγονται και οι Κουρήτες με το ενόπλιον βάδισμά τους, τους οποίους είχε φέρει η Ρέα για να προστατεύσει τον Δία-βρέφος από τα καταχθόνια σχέδια του πατέρα του, Κρόνου. Οι Κουρήτες, οι νέοι, όπως σήμαινε το όνομά τους, ήταν τρεις τον αριθμόν και οπλισμένοι με ξίφος και ασπίδα. Για να καλύψουν τις φωνές του θεϊκού παιδιού χόρευαν ένοπλοι έναν χορόν της πολεμικής όρχησης, τον καλούμενον πρύλιν ή πυρίχιον. Ο ορφικός ύμνος αποδίδει πλήρως την εικόνα τους.

Ω χοροπηδηχτές Κουρήτες, που ρυθμοπερπατάτε ένοπλοι,

ποδοκρούστες, σβουρόστροφοι, ορεινοί, βακχόκραυγοι,

λυροκρούστες, έρρυθμοι, βαδιστές ελαφροπάτητοι,

οπλοφόροι, φύλακες, οδηγητές, λαμπρόφημοι,

σύντροφοι της ορειμανούς μητέρας, οργιοφάντες·[1]

Τρεις ήταν και οι Κορύβαντες, οι άλλοι μυθολογικοί φύλακες, που ενίοτε συγχέονται με τους Κουρήτες. Όμως ο ορφικός ύμνος τούς διακρίνει. Ήταν τρία αδέλφια, βεβαρημένα από το έγκλημα: τα δύο σκότωσαν το τρίτο. Ο ορφικός ύμνος «Του Κορύβαντος» αναφέρει το φονικόν:

...τον ποικιλόμορφο άνακτα, θεόν δισυπόστατον, πολύμορφον,

τον φονικόν, αιματοκυλισμένον από τους δύο αδελφούς...[2]

Οι Κορύβαντες συνδέονται με τον Διόνυσον Ζαγρέα, τον καρπό της αιμομεικτικής ένωσης Διός και Περσεφόνης. Αυτό το «κερόεν» βρέφος, το κερασφόρον κατά τον Νόννον, πρώτο κάθισε στον θρόνο του Διός. Μολονότι φύλακες του παιδιού ήταν οι Κορύβαντες, οι Τιτάνες, σταλμένοι από την ζηλότυπη Ήρα, διαμέλισαν το παιδί, αφού πρώτα το δελέασαν με παιχνίδια, ρόμβον, σβούρα, νευρόσπαστα, τόπι και καθρέφτη. Με τον διαμελισμόν του Διονύσου, από τον οποίον απέμεινε μόνον η πάλλουσα καρδιά, με τους Τιτάνες και την ιδιοφυή σκέψη του Ονομακρίτου να τους ενοχοποιήσει, μπόρεσαν οι ορφικοί να συνθέσουν, να δικαιολογήσουν την διπλή φύση των ανθρώπων και να πούνε: «Παις ειμί Γης και Ουρανού αστερόεντος». Από τους Τιτάνες έχει ο άνθρωπος την κακή φύση και από τον Διόνυσον την θεϊκή. Σκοπός του ορφικού μύστη ήταν η απάλειψη του τιτανικού στοιχείου.[3]

Και στα χρυσά, νεκρικά, ορφικά ελάσματα οι φύλακες σηματοδοτούν το όριον δύο κόσμων, απαγορεύοντας την μείξη τους: του θεϊκού και του ανθρώπινου. Επιλέγω μερικά, όπου η παρουσία των φυλάκων δηλούται είτε με την φωνή είτε με την ίδια τους την ύπαρξη. Στο έλασμα από την Ελεύθερνα Κρήτης (2ου-1ου π.Χ. αι.) ακούγεται η φωνή του φύλακος στην στερεότυπη και σε άλλα ελάσματα ερώτηση: «τις δ’ εσσίν; πω δ’ εσσί;» (ποιος είσαι και πόθεν;) κι αμέσως η φωνή του νεκρού να απαντά: είμαι παιδί της Γης και του αστέρινου ουρανού. Στο έλασμα από την Πέλιννα Τρικάλων (τέλος 4ου π.Χ. αι.) υπάρχουν οι οδηγίες των φυλάκων: «τώρα πέθανες και τώρα γεννήθηκες τρισόλβιε αυτή την ίδια ημέρα». Κι ύστερα του συστήνουν να πει στην Περσεφόνη πως τον ελευθέρωσε ο ίδιος ο Βάκχος. Από την Πετέλειαν της Καλαβρίας (4ος π.Χ. αι.) υπάρχουν σαφέστατες οδηγίες των φυλάκων προς τον νεκρόν. «Θα βρεις αριστερά στα ανάκτορα του Άδη κρήνη/ και δίπλα της να στέκεται λευκή κυπάρισσος»· του συνιστούν να μην πλησιάσει σε αυτή την κρήνη. Το επίθετον «λευκή» μού θυμίζει τους στίχους του Καλλιμάχου για την θεά Δήμητρα (ύμνος εις Δήμητρα), που φέρνει το λευκόν έαρ και το λευκόν θέρος, δηλαδή την άνοιξη και το θέρος της χαράς. (Στο λεξικόν των Liddell-Scott λευκόν ήμαρ είναι η ημέρα της χαράς.) Εδώ πρόκειται για την κρήνη της Λήθης και αν η ψυχή πιει, θα περιπλανηθεί σε έναν κύκλο μετενσαρκώσεων. Τον συμβουλεύουν να πιει από την κρήνη της Μνημοσύνης, που μπροστά της είναι οι φύλακες (φύλακες δ’ επίπροσθεν έασιν) και τότε η ψυχή θα θυμηθεί την ουράνια καταγωγή της, θα πετάξει έξω από τον ασφυκτικόν κλοιόν και με ταχύτατο βήμα θα φθάσει στους κόλπους της Περσεφόνης. Μετά η στερεότυπη ερώτηση και απάντηση. Στην απάντηση του νεκρού σχετικά με την καταγωγή του υπάρχει και η πρόταση: αυτό το ξέρετε και οι ίδιοι (τόδε δ’ ίστε και αυτοί). Μετά ακολουθούν οι εκπληκτικοί στίχοι, που υπάρχουν και σε άλλα ελάσματα: «Στεγνός από την δίψα είμαι και χάνομαι· δώστε μου αμέσως/ το κρύο νερό που ρέει από την λίμνη της Μνημοσύνης./ Κι εκείνοι θα σου δώσουνε να πιεις από την θεία κρήνη/ και τότε εσύ μέσα στους άλλους ήρωες θα βασιλεύεις».[4] Επίσης, στο έλασμα από το Ιππώνιον της Καλαβρίας (5ος π.Χ. αι.) αρχίζει μία επιβλητική περιγραφή. Αυτό είναι το έργον της Μνημοσύνης... (Μνημοσύνας τόδε έργον…). Όταν πεθαίνει κάποιος πηγαίνει στο ανάκτορον του Άδη, με τις δύο κρήνες· εδώ στέκεται η λευκή κυπάρρισος στα δεξιά της κρήνης. Οι φύλακες απαγορεύουν την προσέγγιση. Στέκονται μπροστά στην λίμνη της Μνημοσύνης και ρωτούν τον νεκρόν με λόγια συνετά (φρασί πευκαλίμαισι) τι αναζητά στο ζοφερό σκότος του Άδη. Εκείνος λέγει την στερεότυπη απάντηση για την καταγωγή του και ζητά, στεγνός από την δίψα, να πιει από το νερό της Μνημοσύνης. Εδώ υπάρχει ένας διαφορετικός στίχος: οι φύλακες πρώτα θα ρωτήσουν την υποχθόνια βασίλισσα Περσεφόνη και μετά θα του δώσουνε να πιει.

Οι Φύλακες της πλατωνικής Πολιτείας[5] βρίσκονται επίσης στο σύνορον της πόλης τους με τις άλλες πόλεις. Ήταν η δεύτερη τάξη και εκπροσωπούσαν το θυμοειδές τμήμα της ψυχής, ενώ οι Άρχοντες το λογιστικόν και οι Δημιουργοί το επιθυμητικόν. Από την τάξη των Φυλάκων προέρχονταν οι Άρχοντες, κι έτσι έπαιρναν εξαιρετική εκπαίδευση, που ήταν δύο ειδών: η πνευματική και η σωματική. Η πνευματική περιελάμβανε τους παιδαγωγικούς μύθους και το μέλος, μαθήματα αριθμητικής, γεωμετρίας και αστρονομίας, φιλοσοφίας και μέσω της επιστήμης έφθανε στην ιδέα του αγαθού. Η σωματική στόχευε στην αρίστη φυσική κατάσταση με γυμναστική, οξεία αντίληψη και ρώμη. Οι Φύλακες, ταγμένοι στο έργον τους, δεν έπρεπε να έχουν δική τους περιουσία και οικογένεια. Έτρωγαν σε συσσίτια σαν στρατευμένοι και τους απαγορευόταν η μέθη, η αργία και η μαλθακότητα.

Από τις περιπτώσεις που ενδεικτικώς συλλέξαμε μέσα στον Χρόνο, βγαίνει το συμπέρασμα πως ο φύλαξ (καθώς και τα σύνθετα με την λέξη, όπως φαροφύλαξ, νυχτοφύλαξ, αστυφύλαξ κ.ά.) βρίσκεται πάντοτε στο σημείον τομής δύο αντιθέτων κόσμων, υπηρετώντας με αυταπάρνηση τον έναν εκ των δύο.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ορφικοί ύμνοι, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά, ύμνοι Κουρήτων 31 και 38, εκδ. Εστία.

[2] αυτόθι, ύμνος 39, Κορύβαντος.

[3] Ελένη Λαδιά, Οι Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα, κεφ. Διόνυσος Ζαγρεύς, το κερασφόρο παιδί, εκδ. Gema 2010.

[4] Η μετάφραση δική μου.

[5] Πλάτωνος Πολιτεία, βιβλία Β και Γ, μτφρ. Ανδρ. Παπαθεοδώρου, εκδ. Πάπυρος 1960.


https://diastixo.gr


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Παυλίνα Παμπούδη: Νυχτολόγιο Αυγούστου ΧΧΙΙ

 


Με βύζαινε ο ύπνος, λιγόστευα, αραίωνα

Ήταν οδύνη, ήταν ηδονή, ήταν

Αυτό που πύκνωνε έξω τον άπειρο χρόνο-

 

Άκουγα κάτι σαν λαχάνιασμα, ποιος ανηφόριζε;

Θυμήθηκα: ο ταχυδρόμος

Κάθιδρως,  χρόνια   

Γλιστρούσε, σκόνταφτε

Σε χάσματα μνήμης σε λάσπες σε αίματα

Έπεφτε σηκωνόταν ανηφόριζε, χρόνια 

Σε αγωνία τρομερή,  επέμενε

Να προσεγγίσει τον κλωβό

Να παραδώσει συστημένο

Φάκελο άδειο, χωρίς επιστολή χωρίς αποστολέα

Επέμενε, έπρεπε να με βρει, ήμουν

Ο παραλήπτης

Σε μοναξιά απίστευτη, ο μισός νύχτα κιόλας  

Ο μισός ακόμα μια

Δύσκολη σημασία αμετάφραστη   

 

Με βύζαινε ο ύπνος, λιγόστευα, αραίωνα

Ήταν οδύνη, ήταν ηδονή, ήταν

Αυτό που πύκνωνε  

Έξω τον άπειρο χρόνο

Το χάος που με περιείχε και το περιείχα 

Ως φόβο, ως κατάκτηση, ως δύναμη –


http://www.periou.gr/


Θανάσης Τζούλης: Είναι αδύνατο να συνηθίσω πως πέθανες σ’ όλες τις λέξεις



Γεμίζουν τρίχωμα τα πράγματα στις γωνίες

που έχασαν τη λαβή σου

και λέω να πάρω τις συνήθειές σου

σιτεμένες μέσα μου

                                   και σκεύη που βήχουν


αζήτητα νυχτωμένα στο λαιμό μας

και να τα φέρω κάτω από το χώμα σου

με τις ζυμώσεις σου ανοιχτές

και τα χνότα σου

                                να με οργώνουν


γιατί είναι αδύνατο να συνηθίσω

πως πέθανες σ’ όλες τις λέξεις


Θανάσης Τζούλης: Ανακομιδή



Όλη τη νύχτα έχανες τα δόντια σου –

μου χρειαζόταν αυτό το εμπόδιο.

Πλύνε το χώμα απ’ το κορμί σου,

δεν έχεις ούτε νύχτα, ούτε μέρα στο κορμί σου

όσο να βυθιστείς μες στο πηγάδι.

Τράβηξε το κορμί σου απ’ το κρεβάτι,

δεν έφυγες από τα δέντρα με τις εποχές

που είχαν τα χορτάρια αίμα.

Ανάμεσα απ’ τα μέλη σου

δεν είναι μέρος για το σπαραγμό,

δεν κάρπισαν τα μάτια σου να πω πως σώθηκες

με τη νωχέλεια στους δείχτες του ωρολογιού.

Μάσε το κορμί σου απ’ το κρεβάτι

και μεσ’ από τα κόκκαλά σου

την οδύνη μου


Irving Layton: The Graveyard



Lord, I understand the plan, the news is out:

I kill him, he kills me, change and change about,

And you ever in the right, and no wonder

Since it's no great matter who's up, who's under.

Teuton or Slav, Arab or suffering Jew -

Nature, Justice, God - they are all one to you.

The lion breeds the lamb and the antelope

As evil breeds good; darkness light; despair, hope.


And though your scheme confound theologians' wits

All come and go sired by the opposites;

And they decree: he who slays and he who's slain

Leave on your excellent world no crimson stain.

The tragic, warring creatures that here have breath

Are reconciled in the partnership of death;

And death's akin to art, and artists please

To the measure they have stilled the contraries.


Energy must crackle on a silent urn,

Nothing catch fire though Jerusalem burn,

And the lion poised on the poor bok to spring

Hold in his furious jaws no suffering.

Motion and rest, love and hate, heaven and hell

Here cease their Punch-and-Judy show: all is well.

There is no pain in the graveyard or the voice

whispering to the tombstones: "Rejoice, rejoice".


W.B. Yeats: The Choice



The intellect of man is forced to choose

perfection of the life, or of the work,

And if it take the second must refuse

A heavenly mansion, raging in the dark.

When all that story's finished, what's the news?

In luck or out the toil has left its mark:

That old perplexity an empty purse,

Or the day's vanity, the night's remorse.