Το έργο του Πλουτάρχου συνδυάζει την σαφήνεια της λογικής με την γοητεία των μυθολογικών παραδόξων. Είναι γεννημένος το 50 μ.Χ. στο κομβικό σημείο του φθίνοντος αρχαιοελληνικού κόσμου και του αρχόμενου χριστιανικού. Ζει στην ρωμαϊκή εποχή, όπου αναφύονται νέες ιδέες και αμβλύνσεις μεταξύ των ιδεολογικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. Μολονότι ήταν πολυταξιδεμένος, προτίμησε την φτωχική Χαιρώνεια και τον οικογενειακό βίο. Υπηρέτησε την πόλη και κατέλαβε δημόσια αξιώματα, όπως του πρεσβευτού και του επωνύμου άρχοντος. Είχε και το ιερατικό αξίωμα, όπως πληροφορούν οι επιγραφές στους Δελφούς.
Ο Πλούταρχος ασχολείται με μεγάλα θέματα, όπως με το θέμα για την αθανασία της ψυχής. Στο έργο του Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων[1] αναφέρεται στην αθανασία της ψυχής. Ένα από τα πρόσωπα του διαλόγου, ο Ολύμπιχος, αφηγείται την μεταθανάτια εμπειρία του Θεσπεσίου. Ο ακόλαστος Θεσπέσιος από τους Σόλους της Κιλικίας έπεσε από μεγάλο ύψος, χτύπησε και πέθανε. Όμως την τρίτη ημέρα του θανάτου ζωντάνεψε (και τριταίος ήδη περί τας ταφάς αυτάς ανήνεγκε). Από τότε άλλαξε η ζωή του και οι Κίλικες δεν γνώρισαν κανέναν δικαιότερον και ευσεβέστερον από αυτόν. Όταν ήταν νεκρός, είδε τις ψυχές δικαίων και αδίκων νεκρών, που άλλες ήταν χαρούμενες και άλλες λυπημένες. Αναγνώρισε και την ψυχή κάποιου συγγενούς, ο οποίος είχε πεθάνει όταν ο Θεσπέσιος ήταν ακόμη παιδί. Η Ψυχή τον χαιρέτησε: «Χαίρε, Θεσπέσιε» του είπε. Εκείνος παραξενεύθηκε και αποκρίθηκε πως δεν ονομαζόταν Θεσπέσιος αλλά Αρδιαίος.[2] «Ήσουν πρωτύτερα αλλά τώρα δεν είσαι». Ο τρομερός Αρδιαίος (πρόσωπο επινοημένο χάριν του μύθου από τον Πλάτωνα) υπήρξε τύραννος σε μια από τις πόλεις της Παμφυλίας· σκότωσε τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Διέπραξε επίσης πολλές ανόσιες πράξεις. Το τέλος του ήταν φρικτό· τον έδεσαν χεροπόδαρα, τον έγδαραν και τον έσυραν πάνω στα αγκάθια. Επ’ ασπαλάθων, γράφει ο Πλάτων. Στα αγκάθια. Ο συνειρμός φέρνει στην μνήμη το εξαίσιο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Επ’ ασπαλάθων».
Μία παράξενη αποκάλυψη που έκανε ο νεκρός συγγενής σχετιζόταν με τα χρώματα της ψυχής. Η ψυχή χρωματιζόταν ανάλογα με τα πάθη της. Το θαμπό φαιό ήταν η κηλίδα της ανελευθερίας και της πλεονεξίας, ενώ το χρώμα του αίματος και της φωτιάς ήταν της ωμότητας και της αγριότητας. Το γλαυκό φανέρωνε πως δύσκολα αποφεύχθηκε κάποια ακράτεια της ηδονής, και το ωχρό ιώδες ήταν το χρώμα του φθόνου, που το αφήνει όπως η σουπιά το μελάνι της.
Ο νεκρός συγγενής τού ανέφερε επίσης πως υπάρχει κοινό μαντείον της Σελήνης και της Νύχτας, που δεν έχει όρια και συγκεκριμένο τόπο, αλλά πλανιέται μες στα όνειρα και τα οράματα των ανθρώπων. Ύστερα του είπε πως δεν θα μπορούσε να δει το μαντείον του Απόλλωνος. Του έδειξε όμως το λαμπρό φως που έβγαινε από τον τρίποδα, αλλά λόγω της λαμπρότητος ο Θεσπέσιος δεν μπορούσε να το δει. Καθώς έφευγε όμως άκουσε μια οξεία γυναικεία φωνή, που έλεγε διάφορα έμμετρα πράγματα, ανάμεσα στα οποία και τον χρόνο του θανάτου του. Ένας δαίμων εξήγησε πως ήταν η φωνή της Σίβυλλας, η οποία έψαλλε τα μελλούμενα, καθώς εκινείτο κυκλικώς πάνω στο πρόσωπο της σελήνης.
Στο έργο του Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης[3] αναφέρεται ο μύθος για τον ρόλο της σελήνης στον κύκλο της ζωής των ψυχών. Αφηγητής του διαλόγου ο Λαμπρίας, ο οποίος αναδιηγείται τον μύθο που είχε ακούσει από τον Σύλλα τον Καρχηδόνιο, που ο τελευταίος άκουσε από κάποιον ανώνυμο ξένο, που κι εκείνος τον άκουσε από τους υπηρέτες του χρόνου. Μετά τις κοσμολογικές απόψεις των προσώπων του διαλόγου περί σελήνης, εμφανίζονται οι μυθολογικές αντιλήψεις. Ο Πλούταρχος, ακολουθώντας την τεχνική του Πλάτωνος, κοσμεί το κείμενό του με μύθους, που γίνονται το επιστέγασμα της επιστημονικής διεργασίας.
Φαίνεται πως υπήρχε η αντίληψη ότι η σελήνη είναι μία ουράνια γη, γι’ αυτό αποφαίνεται ο ήρωας του Πλουτάρχου, ας μην πιστεύουμε πως σφάλλουμε, αν υποθέτουμε πως είναι γη. Αυτό που βλέπουμε ως πρόσωπό της, όπως ακριβώς η γη, έχει μεγάλους κόλπους, ρήγματα και ανοίγματα με μεγάλα βάθη, που περιέχουν νερό ή σκοτεινό αέρα. Το μεγαλύτερο κοίλωμα ονομάζεται μυχός της Εκάτης. Από μέσα περνούν οι ψυχές, μια από την μεριά της σελήνης που βλέπει προς τον ουρανό και μια από την μεριά που βλέπει προς την γη. Υπάρχει σύνδεση της σελήνης με την Περσεφόνη. Η Δήμητρα μένει στην γη και είναι κυρία των επίγειων πραγμάτων, ενώ η Κόρη βρίσκεται στην σελήνη και είναι κυρία των επισεληνίων πραγμάτων. Το τέρμα της γης είναι εκεί, όπου σταματά η σκιά της. Από εκεί, μετά τον θάνατό τους ανεβαίνουν μόνον οι καλοί, οι οποίοι ζουν μία άνετη ζωή αλλά όχι μακαρία και θεϊκή μέχρι τον δεύτερο θάνατό τους. Οι θάνατοι είναι δύο. Ο πρώτος συμβαίνει στη γη της Δήμητρος, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι ονόμαζαν παλαιά τους νεκρούς Δημητρείους. Εδώ είναι σύνοικος ο χθόνιος Ερμής. Ο δεύτερος θάνατος γίνεται στην σελήνη της Περσεφόνης και σύνοικος είναι ο ουράνιος Ερμής. Στην αρχή οι ψυχές παρατηρούν το μέγεθος και την ομορφιά της σελήνης, που μοιάζει σαν να είναι μείγμα άστρου και γης. Η σελήνη είναι στοιχείο, γι’ αυτό διαλύονται εκεί οι ψυχές, όπως τα σώματα στη γη. Και γρήγορα διαλύονται οι ψυχές που έχουν σώφρονα βίον. Οι ψυχές όμως που εξακολουθούν να αγαπούν τις τιμές και τα σώματα, ζουν σαν μέσα σε ύπνο, όπως ο Ενδυμίων, και τα όνειρά τους είναι μνήμες ζωής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πλουτάρχου Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων, μτφρ. φιλολογική ομάς Κάκτου, εκδ. Κάκτος 1995. Βλ. επίσης Ελένης Λαδιά Δαιμονολογία ή λόγοι περί δαιμόνων, κεφ. «Ο Πλούταρχος και οι δαίμονες», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2012
[2] Αρδιαίος, βλ. Πλάτωνος Πολιτεία Ι, 616, Ε.
[3] Πλουτάρχου Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης, μτφρ. φιλολογική ομάς Κάκτου, εκδ. Κάκτος 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου