Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Αλεξία Αθανασίου: Νησί του Βίδο (Μνήμες 1916 - '18)





                          "Ο Θάνατος, κύμ' απαλό
                          ψυχές νανούριζε και τα όνειρά τους."


Μια μινιατούρα Παραδείσου
      το Νησί• κι όλα σ' αρέσουν.
Μα όταν, αντίκρυ, από το Σέρβικο
περάσεις Κενοτάφιο
στάσου για ένα λεπτό...
με σεβασμό να στοχαστείς με τρυφερότητα
τις δύστυχες ψυχές (τόσες χιλιάδες!)
που μες στο Βίδο και την Κέρκυρα
από το κρύο πέθαναν τις κακουχίες
τα τραύματα απ' τον πόλεμο.
Εδώ, που βλέπεις, τα οστά
φυλάσσονται αρκετών• - κι άλλων κακότυχων
κουρνιάζουν αιωνίως
      στους θαλάσσιους βυθούς.
(Εκεί τους πόντισαν καθώς
γίναν αμέτρητα τα μνήματα
κι ούτε δυο μέτρα γης γι' αυτούς δεν περισσεύαν.)_
Ειρηνικά τα κύματα στο Βίδο•
με λέξεις πράσινες μιλούν μ' ήρεμους φλοίσβους
γαλήνη τους ενώνοντας μ' εκείνη των νεκρών.

Αλεξία Αθανασίου: 00:33




στον Αλέξανδρο Αηδώνη

''ω θεσπεσία ποίησις, με κάποιο αιθέριο ντύμα
τύλιξε την καρδιά μου"
(O TOI QUI SUR MES JOURS...)
Jean Moreas
μτφρ. Κ.Γ. Καρυωτάκης 


Της Κάλλας ο ποιητής, της Ειρήνης
ακούει ραδιόφωνο
(Μουσική Κλασσική Τρίτο Πρόγραμμα)
διαβάζοντας γαλλικά βιβλία.
Σε λίγο θα νυστάξει,
νωχελικά θα γείρει στο ντιβάνι
και θα ονειρευτεί... (ποιός ξέρει;)
ίσως τον πύργο του 'Αϊφελ
...κι αργότερα
(σε άλλ' ονειρικό πλάνο)
θα περιηγηθεί στα Μουσεία του Λούβρου.
Ευγνώμων,
''Merci'' θα ψιθυρίσει
(ευγενικός, ακόμη, και στο ίδιο του τ' Όνειρο.)


Αλεξία Αθανασίου: Οι Ταξιδιώτες (Γλυπτά του Μπρούνο Καταλάνο)




Ελλείψεις τους να βλέπεις δεν χορταίνεις
σκέψεις να κάνεις συναισθήματα να νιώθεις
το πώς ν' αναρωτιέσαι το γιατί... το πότε.

Θάλασσες ίσως και Στεριές να διέσχισαν στ' Απέραντο
του Κόσμου• Πάγους ν' αντιμετώπισαν, ή
Λάβες• Χαρές συχνά να γεύτηκαν ανείπωτες τις Λύπες
                                                    κι Αλώβητοι ή Αδιάσπαστοι Άρτιοι
να μείνουν δεν μπορέσαν• τμήματα του Εαυτού τους
έχασαν (μνήμες-ύλη) θυσίασαν χαρίσαν
μ' αποφασιστικά (βαλίτσα τους στο χέρι πάντοτε
κρατώντας) αέναο το βήμα συνεχίζουν
(στο φώς  κ α τ α κ ε ρ μ α τ ι σ μ έ ν ο ι  στη ματιά μας)
στον Άγνωστο επιμένοντας να φτάσουν Προορισμό.

...Και ίσως στο τέλος μια βαλίτσα ν' απομείνει απ'
τον Καθένα, τον Κάτοχό της να προσμένει,
Ακέραιον• ή, έναν καινούριο Ταξιδιώτη.


                            3/3/2017


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (2019)

Απόστολος Μελαχρινός: [Ερωτεμένος με την απουσία του έρωτα]




Στη λίμνη αργοσαλεύουν κύκνοι μεγαλόπρεπα.
Στορίζουν κύκλους μαγικούς με άφθαρτα κρόσσα.
Κάτασπροι, της σιωπής αναθιβάλλουν τους σκοπούς.
Τ' άνθια το νόημα δίνουνε με τη συμβολική τους γλώσσα.

Ερωτεμένος με την απουσία του έρωτα,
χιμαιριασμένος απ' του απόλυτου το πάθος,
σβήνω τα χνάρια τα περίτεχνα ενός ονείρου,
στου νου και στης ψυχής το βάθος.

Ίσκιος λαλιάς η γλώσσα των ανθών. Το κυκνολάλημα
θέμα ονείρου. Κ' η αγάπη μου; Άφανος κλώθει ο καημός της.
Κι απουσιαστής, φθείρω ένα ποίημά μου: Έκφραση σιωπής.
Πληθαντιλάλητος σαν ερημία, - ο μόνος του αναγνώστης.


ΦΙΛΤΡΑ ΕΠΩΔΩΝ (1935)

Απόστολος Μελαχρινός: [Μιλάν οι άφαντες;]




Μιλάν οι άφαντες; Λες και λαλεί κρήνη σε κρήνη:
- Τέτοια μέθη του νου να δίνει τόση λίγη
χάρη στο λόγο;
                             - Η Φύση δεν αφήνει
την ξωτική της ομορφιά να της ξεφύγει.


ΦΙΛΤΡΑ ΕΠΩΔΩΝ (1935)


Απόστολος Μελαχρινός: Έξαρση (Ι)




Κ' έτσι αν πεθαίναμε, στο λυρικό μας τάφο
θλιβερό κυπαρίσσι δε θα φύτρωνε,
Θαμμένοι θα 'μασταν σε κάποια Πάφο·
στο μοσκοβόλημα των λεϊμονιώνε και των κίτρωνε.

Δίδυμη φλόγα σε δροσάτο μνήμα:
Τους ζωντανούς θα εμέθα με άρωμα.
ψηλά βεργολυγίζοντας τη ρίμα,
των ρόδων το ζευγάρωμα.


ΦΙΛΤΡΑ ΕΠΩΔΩΝ (1935)

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Ιάσων Δεπούντης: [Στη θάλασσα]




Με τα δύο χέρια μου να διώχνουν τους καρπούς άνοιγα δρόμο ανάμεσα στα λυσσασμένα χτίρια που γκρεμιζόνταν και στις φωτιές αδιαφορώντας· έχω νακ· έτοιμος να περάσω, αν το καλούσε η ανάγκη, μέσα στους καθρέφτες που βγαίναν παντού στα ερείπια σαν άλλη απειλή του χάους· «λαχταράς το άγριό σου το πρόσωπο; Ποιος σου το θύμισε;» Φεύγω να μην ακούω τη φωνή που με συντρίβει· κρατώ όμως βαθιά μέσα μου το θάρρος και βλέπω πιο μακριά· στη θάλασσα. Μάλιστα καθώς μαθεύτηκε το βράδυ απόψε η είδηση σε μας, πως δεν γλίτωσε ούτε το μικρό νησί στον Νότο από τις μπόμπες, μ' έσπρωχνε σε τολμηρές σκέψεις· θα πήγαινα· «είναι απαίσιο, πολύ παράλογο» φώναζα σε όλους χωρίς να μπορώ να διώξω από τα μάτια μου τον εφιάλτη της καταστροφής του πιο γαλήνιου -στο Ιόνιο- θαλασσινού τοπίου.


X.A. DONNET, Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΑΜΑΧΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (1963)


Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Νίκος Καρούζος: Ομορφαίνω τη μοίρα




Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ' τις μητέρες
κι ο άξιος εύκολα μένει στ' όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κ' η θρησκεία κ' η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κ' οι ποιητές κ' οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ' άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.


Ο ΥΠΝΟΣΑΚΚΟΣ (1962)




Στέφανος Μπεκατώρος: Ελληνικός Χειμώνας




κι ο άξιος εύκολα μένει στʼ όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος
Ν.Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Σήμερα στάχτη ο ουρανός.

Σύννεφα καπνοί του πολέμου
κι εσύ σʼ αυτή την κάμαρη
της κρύας μοναξιάς
έρχεσαι
για νʼ ανοίξεις το παράθυρο
σʼ αυτό τον τόπο που ξεριζώνεται
από τον άνεμο της αδικίας.

Πώς νʼ αντέξεις.
Αιώνων βροχή
ακατάπαυτη από μοχθηρία
και ολιγόνοια γδέρνει τα κόκαλα
του άξιου
μα εκείνος
βλέποντας πάνω
μένει ακόμη
ορθός.

Πώς νʼ αντέξεις.
Στάχτη ο τόπος
παγωμένος ουρανός που διώχνει
τα παιδιά του Μια θυμωμένη
θάλασσα εκβράζοντας στην αμμουδιά
κουρέλια σκουπίδια σκοινιά
σάπιους καρπούς αδύναμα σανίδια.

Στέφανος Μπεκατώρος: Από το υπερώο της Ελλάδας ο Νίκος Καρούζος ομιλεί στο φθαρτό




Μεσάνυχτα με θανατηφόρο πανσέληνο.
Σκόνη ασφυξία σκοτοδίνη καπνός κοιμούνται
στα λευκά σκεπάσματα και η καρδιά ξαναβρίσκει λίγο
την αναπνοή της εδώ σ’ ένα υπόγειο δύο μέτρα κάτω
από το πεζοδρόμιο και τα πόδια των περαστικών
Δημητρίου Σούτσου τριάντα έξι
πλάι στο μεγάλο γήπεδο απ’ όπου αντηχούν ιαχές
φιλάθλων που έχουν πεθάνει.
Τέτοιαν ώρα άγρυπνος πάντα ο Νίκος Καρούζος
συχνά τις νύχτες εραστής του περιπάτου πλούσιος
φτωχός πολύτιμο σκουπίδι αυτού του κόσμου
ποιητής υμνωδός της ματαιότητας ήπιε οινόπνευμα
από νωρίς και είπε στον Ζουγανέλη
μη γίνεις εξουσιακός Γιάννη σαν εκείνους
τους ελεήμονες των εφημερίδων τους ατάλαντους
δήθεν λαϊκούς με τα χρυσοφόρα στιχάκια.
Δίωξε την ανασφάλεια τη λησμονιά τον θάνατο
από καλοπέραση και σταθερό εισόδημα.
Καλύτερα να ζεις να πεθαίνεις με πείνα με ύπαρξη.
Δέξου ολοπρόθυμα την άνωση των ονείρων
μέσα στη νύχτα που σε σηκώνει στον ουρανό
τη ζεστή μας πατρίδα.
Πες όχι στα φέρετρα της ημέρας.
Δέξου τον μεγάλο τον ολόκληρο θάνατο.
Αρκεί το βάρος αυτό που σηκώνεις την εξουσία
του άλλου σώματος
εσύ
σκουληκάκι που πέφτει στο χώμα να γίνει
καρπός.

Νίκος Καρούζος: Διάλογος τέταρτος




- Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ΄ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.
Ειπέ μου αδελφέ,
μήπως όλο το ζήτημα
είναι να μοιράσουμε την απελπισία μας;
Έχεις ακόμη τα χρώματα στην ψυχή;
Είμαι ήρεμος.

- Ευλογητός ο θεός ημών.
Προσμένω
μια βαθύτερη χαρά από σένα.
Έγινε η καρδιά σου κήπος της αμαρτίας,
έλα και φέρε τους καρπούς.
Ηρωικά να ομολογήσεις.
Χωρίς την ομολογία τι κοστίζει η τέχνη;
(Ίσως, και τι η ψυχή…)
Ο δούλος του θεού
προς όλους τους ανθρώπους:


ΔΙΑΛΟΓΟΙ (1956)

Μίλτος Σαχτούρης: Η βιολέτα




Τακ τακ
βήμα νεανικό
ντουκ ντουκ
βήμα γεροντικό

στο καφενείο μπαίνει
ο κύριος Ερμής
με τα δέκα μπαστούνια του

και παραγγέλνει:

—Έντεκα καφέδες

έναν για τον εαυτό του
έναν για κάθε μπαστούνι του

κοντή βιολέτα
που είναι η ζωή…

κι εγώ που ’χα σκοπό
να γύριζα να γύριζα
ολόκληρη  Π α ρ ά δ ε ι σ ο !


ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ (1980)

Μίλτος Σαχτούρης: Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής




Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής άνοιξε ένα
μικρό κατάστημα με ψιλικά
πελάτες του είναι όλοι όσοι σ’ αυτό τον κόσμο
τον βασάνισαν
πελάτες του  δ ε ν  ε ί ν α ι  όσοι  α υ τ ό ς  βασάνισε·
δικάστηκε
κι έχει αθωωθεί.


ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ (1980)

Μίλτος Σαχτούρης: Franz Kafka




Ο Φραντς Κάφκα ζούσε σ’ ένα μεγάλο υγρό δωμάτιο
στρωμένο μ’ ένα βρόμικο παλιό χαλί.
Πού και πού διάτρεχε το χαλί ένας μεγάλος
γκρίζος ποντικός.
Ο πόντικας αυτός, έλεγε συχνά ο Φραντς,
ο πόντικας αυτός, είναι η αγαπημένη μου κι εγώ.


ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (1986)

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Μίλτος Σαχτούρης: Τα ποιήματά μου




Τα ποιήματά μου θ' άρεσαν πολύ
στους πεθαμένους

γιατί αυτοί είναι για μένα οι  ζ ω ν τ α ν ο ί

γελάτε;

φάτε λοιπόν το ψωμί σας
βρεγμένο στο πετρέλαιο!


[Μανδραγόρας, τεύχος 60,
Άνοιξη-Καλοκαίρι 2019]

Μίλτος Σαχτούρης: Ο συλλέκτης




Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα
πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά
πτώματα από τον ουρανό
λουλούδια
κι ό,τι το καλό
σ’ αυτό τον άγριο κόσμο
κινδυνεύει

ψηλά κοιτάζω σα χαρταετός
ο Σταυραϊτός να φεύγει

αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα
αυτά δε με αγγίζουν

ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου
γελώντας

μονάχα η ψυχή στ’ αφτί μου
ψιθυρίζει λέγοντας:
σκοτείνιασε σκοτείνιασες
γιατί;
δεν είσαι τρομαγμένος;


ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ (1971)

Μίλτος Σαχτούρης: Ησυχάστε




Πρωί πρωί καθώς έβγαινα από το σπίτι μου,
είδα το αγγελτήριο του θανάτου μου.
«Τον αγαπημένο μας φίλο…» έγραφε.
Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς.
Πήρα γρήγορα ένα ταξί κι ανέβηκα στην Κηφισιά.
Σ’ όλο τον δρόμο υπήρχαν τεράστια πανό που
γράφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο.
Καθόταν σ’ ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τα ρούχα του.
—Εντάξει, μου είπε, είναι όλα κανονισμένα.
—Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό.
—Ησυχάστε
—Ησυχάστε
—Ησυχάστε.


ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ (1990)

Λάκης Παπαστάθης: Η εικόνα του ποιητή




Ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου
γελώντας
Μίλτος Σαχτούρης


Θυμάμαι τον αξέχαστο εκδότη Φίλιππο Βλάχο τη μέρα που πέθανε ο Βάρναλης, στα τέλη του 1974. Είχε βγει στους δρόμους με ντουντούκα και παρότρυνε τον κόσμο να μπει στα βιβλιοπωλεία και να αγοράσει τα βιβλία του ποιητή. Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Εξάρχεια, Κολωνάκι. Μόνος του ο Φίλιππος καλούσε το κοινό να παραστεί στην κηδεία! Ο Ασημάκης Πανσέληνος, λίγο πριν το θάνατό του, μου μίλησε μπροστά στο φακό του Παρασκήνιου για την κηδεία του Κωστή Παλαμά, που έγινε μέσα στη γερμανική κατοχή. «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» είχε απαγγείλει ο Άγγελος Σικελιανός, και η πάντα αθυρόστομη Μαρίκα Κοτοπούλη, όταν ο Γερμανός αξιωματικός κατέθεσε στεφάνι στον τάφο του ποιητή, αυτή ούρλιαξε το μεγαλειώδες, «σκατά»! Τότε ο θάνατος ενός ποιητή μπορούσε ν’ αποτελέσει μείζον αντιστασιακό γεγονός. Χιλιάδες Αθηναίοι πριν και μετά την κηδεία διαδήλωσαν για την ελευθερία. «Οι σημαίες οι περήφανες της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα». Ο Σεφέρης πέθανε μέσα στη Χούντα. Και ο δικός του θάνατος ήταν ένα γεγονός που συνήγειρε τους Έλληνες. Η δήλωσή του εναντίον των συνταγματαρχών τον έκανε σύμβολο του δημοκρατικού κόσμου. Ο κάθε πολίτης ένιωθε πως η παρουσία του στην κηδεία ήταν μια αντιστασιακή πράξη. Ο Μίλτος Σαχτούρης πέθανε στους δικούς μας καιρούς. Όταν χθες αναγγέλθηκε ο θάνατός του σε τίποτα δεν άλλαξε η τηλεοπτική μας ευδαιμονία. Ένας ποιητής που είναι μόνον ποιητής δεν μπορεί να γίνει σήμερα σύμβολο για τις μάζες. Τα ιερά και τα όσια είναι εξορισμένα. Κι όμως εδώ και είκοσι χρόνια ο σκηνοθέτης Λευτέρης Ξανθόπουλος κατέγραφε σε φιλμ το Μίλτο Σαχτούρη με πάθος, γνώση, αγάπη και συστηματική επιμονή. Αυτή η καταγραφή σε κινούμενη εικόνα μοιάζει με υλικό κρυφού σχολείου, σαν πράξη αντίστασης, σαν μυστική αποστολή. Το ότι υπάρχει στο ντοκιμαντέρ η μορφή του Σαχτούρη και ο τόνος της φωνής του καθώς απαγγέλει, σίγουρα θα δώσει τα κλειδιά στους μελλοντικούς μελετητές ν’ ανοίξουν τις πόρτες της ποιήσεώς του. Ο Ξανθόπουλος έκλεψε τον ποιητή, ζωντανό, απ’ το χάρο. Θυμάμαι την εικόνα του Σαχτούρη όταν απαγγέλει.

Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο.
Καθόταν σ’ ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τα ρούχα του.
—Εντάξει, μου είπε, είναι όλα κανονισμένα.
—Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό.
—Ησυχάστε
—Ησυχάστε
—Ησυχάστε.


Λάκης Παπαστάθης: Τα κείμενα που οδήγησαν στο "Μόνον της ζωής του ταξείδιον"




Το πρόσωπον του συγγραφέως εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ


Θα προσπαθήσω να περιγράψω πώς σε κάπως πιο ώριμη ηλικία, μετά τα σχολικά διαβάσματα, ήρθα σε επαφή με τη ζωή και το έργο του Γ. Βιζυηνού.
Εδώ και τριάντα χρόνια συλλέγω ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και ετήσια λογοτεχνικά ημερολόγια. Οι σειρές που σήμερα έχω στη βιβλιοθήκη μου δεν βρέθηκαν σχεδόν ποτέ πλήρεις. Συμπληρώθηκαν τεύχος – τεύχος.
Αρχές της δεκαετίας του ΄70 λοιπόν, αγοράζω από παλαιοβιβλιοπωλείο την «Ποικίλη Στοά» του Ι898, το γνωστό «Εθνικόν εικονογραφημένον ημερολόγιον» του Ι. Αρσένη. Διαβάζω δύο κείμενα για την Μπεττίνα Φραβασίλη που πέθανε στις 2 Οκτωβρίου 1896, σε ηλικία είκοσι χρονών. Τα άρθρα μιλούν για την πιανίστρια Μπεττίνα που είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Σοπέν, αλλά κυρίως αναφέρονται στον τραγικό της θάνατο: «Το Σάββατο ήνωνον αυτήν, νύμφην παρικαλλεστάτην, οι δεσμοί του Υμεναίου και του αισθήματος προς τον κ. Παπαγεωργίου και την Τετάρτην με δακρυβρέκτους οφθαλμούς, απεδίδετο εις την γην, εις την αιωνίαν ύπνωσιν, εις την διαρκή γαλήνην των νεκρών ….» Μέχρις εδώ τίποτα δεν πληροφορεί τον αναγνώστη για την οποιαδήποτε ανάμειξη του Γ. Βιζυηνού στο δράμα της κοπέλας.
Στη σελίδα 136 αρχίζει ένα τρίτο κείμενο με τίτλο Ο «Έρως του ποιητή». Μία υποσημείωση στο κάτω μέρος της ίδιας σελίδας, από τη διεύθυνση της «Ποικίλης στοάς», προετοιμάζει τον αναγνώστη.
«Μετά συγκινήσεως παραδίδομεν εις την δημοσιότητα μίαν άγνωστον εντελώς σελίδα του Αθηναϊκού κόσμου, διαδραματισθείσαν εν αυτώ – χωρίς κανείς σχεδόν να την γνωρίζει – και αποτελούσαν θαυμασίαν υπόθεσιν δραματικωτάτου διηγήματος και ως εκ των προσώπων, άτινα ανεγνωρίσθησαν ομοθύμως ως έκτακτοι ιδιοφυίαι, ο μεν εν τη ποιήσει, η δε εν τη μουσική και ως εκ του τραγικού αμφοτέρων θανάτου. Τα γεγονότα εισί μέχρι κεραίας, ως ανωτέρω εκτίθενται, πιστά και ακριβή, λογίζεται δε ευτυχής η «Ποικίλη Στοά» αποκαλύπτουσα, μόνη αυτή, εξόχους και σπανιωτάτας δια τον παρ΄ ημίν φιλολογικόν και καλλιτεχνικόν κόσμον σκηνάς…» Το κείμενο περιγράφει τη γνωριμία του ποιητή με την οικογένεια Φραβασίλη, τον έρωτά του για τη μικρή Μπεττίνα και καταλήγει στο δραματικώτατο πρωινό της άνοιξης του 1892 που αυτός επισκέπτεται το σπίτι της οδού Αγίου Μάρκου, προκειμένου να κλέψει και να παντρευτεί την αγαπημένη του. Την ίδια μέρα οδηγείται στο φρενοκομείο. Και το άρθρο καταλήγει: «…. η καλλιτέχνις ήτο η Μπεττίνα Φραβασίλη. Ο δε ποιητής: ο Γεώργιος Βιζυηνός. Ο ποιητής απέθανε τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους έσυρε, χωρίς να το φαντάζεται, εις τον Άδην το είδωλόν του. Τους ήρπασεν ο θάνατος, δια να τους ενώσει η αθανασία».
Πέρα από την ρομαντική περιγραφή τραγικών καταστάσεων, μία πληροφορία, εκ των υστέρων – όταν ξαναδιάβασα το έργο του – μ΄ εντυπωσίασε: Ο Βιζυηνός γνώριζε την Μπεττίνα και της αφιέρωνε ποιήματα από το 1885, όταν η μικρή ήταν μόλις εννέα χρόνων – είχε δηλαδή την ίδια ηλικία με τον παππού του Βιζυηνού όταν παντρεύτηκε τη σχεδόν συνομήλική του Χρύσα, στο διήγημά του «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».
Το Μάρτιο του 1892 δημοσιεύτηκε στην «Εικονογραφημένη Εστία» σε δύο συνέχειες η μελέτη του Βιζυηνού για τον Ίψεν. Δεκάδες είναι οι αντιστοιχίες. Για οικογενειακά δράματα μίλησαν και οι δύο. Ο ένας «επέστρεφε» στη Βιζύη της Θράκης και ο άλλος στο Σκήν της Νορβηγίας. Έζησαν από κοντά τη γέννηση της καινούργιας επιστήμης, της ψυχολογίας, που επηρέασε βαθιά το έργο τους. Ταξίδεψαν και οι δύο πολλά χρόνια στην Ευρώπη και κυνηγήθηκαν στην πατρίδα τους. Οι ήρωές τους μιλάνε τη γλώσσα που γνωρίζουν, ανάλογα με τον τόπο που ζουν, την τάξη και την ανατροφή τους. Το φινάλε των έργων τους  χαρακτηρίζει «η φρικίασις, η αγωνία, η κατάπληξις έν μέσω κοινών πραγμάτων».
Λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση της μελέτης του θ΄ ανοίξει την πόρτα της τρέλας ακολουθώντας τον Ιψενικό ήρωα Όσβαλντ. Σίγουρα δεν είδε την πρώτη παράσταση των Βρικολάκων στην Ελλάδα που ανέβασε ο Ευτύχιος Βονασέρας στις 29 Οκτωβρίου του 1894, γιατί από τις 14 Απριλίου του 1892 ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Τώρα ζει το δράμα στο πετσί του, ταυτίζεται με τον ήρωα του θρυλικού έργου. Η πνευματική συγγένεια που ένιωθε με τον Ίψεν, το πάθος του για το θέατρο αλλά και τα πεισιθάνατα φινάλε των περισσότερων διηγημάτων του, που θέλουν να μοιάσουν με θεατρικά έργα, με έκαναν να τον φανταστώ μέσα στο ψυχιατρικό ίδρυμα, στο κελί του, να υποτονθορύζει το πιο δοξασμένο αλλά και το πιο δραματικό φινάλε του νεώτερου δραματολογίου. Τον «άκουγα» το πρωί με την ανατολή να παίζει μόνος του και τους δύο ρόλους.
Όσβαλντ: Μητέρα, δώσε μου τον ήλιο.
Άλβινγκ: Τι είπες;
Όσβαλντ: Τον ήλιο. Τον ήλιο.
Άλβινγκ: Όσβαλντ, τι έχεις; Τι συμβαίνει; Όσβαλντ! Όσβαλντ! Κοίταξέ με!
Δεν με γνωρίζεις;
Όσβαλντ: Τον ήλιο, τον ήλιο.
Στον πρώτο τόμο του Εικονογραφημένου Εθνικού Ημερολογίου «Νέα Ελλάς» του 1894 πού εξέδιδε ο Γ. Δροσίνης και ο Γ. Κασδόνης υπάρχει ένα κείμενο για το Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο.«Ιδρύθη υπό των αειμνήστων Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαΐτου και άλλων κατόπιν δωρητών. Ήρχισε να λειτουργεί από πρώτης Οκτωβρίου 1887.»
Υπάρχουν πληροφορίες για τους ασθενείς του 1892, χρονιά που μπήκε στο ίδρυμα ο Γ. Βιζυηνός.«Οι κατά το 1892 νοσηλευθέντες ανήλθον εις 152. Εκ τούτων εξήλθον ιαθέντες 12, άνευ μεταβολής καταστάσεως 14 και απέθανον 10. Ώστε έμειναν την πρώτη Ιανουαρίου 1893 προς θεραπείαν 116».
Οι πληροφορίες για το κόστος της νοσηλείας του γεννούν ερωτήματα για το ποιος κάλυπτε τα έξοδα. «Οι εισερχόμενοι ασθενείς διαιρούνται εις τρεις τάξεις. Οι της Α΄ πληρώνουσι δρ. 700 κατά διμηνίαν, οι της Β΄ δρ. 400, οι της Γ΄ δρ. 120. Η διαφορά μεταξύ των τριών τάξεων συνίσταται εις την κατοικίαν και το ποικίλον της τροφής».Οι 700 δραχμές τη διμηνία - γιατί φαίνεται πως νοσηλευόταν στην πρώτη θέση - ισοδυναμούσαν με δύο πολύ καλούς μισθούς εκείνη την εποχή. Ο κανονισμός του Ιδρύματος ανέφερε πως αν δεν πληρωθούν τα νοσήλια ο πάσχων απολύεται ή, αν είναι επικίνδυνος, παραδίδεται στην αστυνομία.
Το ετήσιο «Χρονολογικόν, Φιλολογικόν και Γελοιογραφικόν, Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνστ. Φ. Σκόκου, διαβάστηκε για δεκαετίες από πολλές γενιές μορφωμένων Ελλήνων. Στον τόμο του 1894, ο διδάκτωρ της Ιατρικής Νικόλαος Ι. Βασιλειάδης δημοσιεύει τη μελέτη του Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (Ο Έλλην Γκύ δε Μωπασσάν).
«Το δράμα του Γκύ δε Μωπασσάν, όπερ κατά το έαρ του 1892 ανεστάτωσε τους Παρισίους, έσχε πικρόν αντίκτυπον και εις την ημετέραν πτωχήν φιλολογίαν.Ο κόσμος έκλαιε μίαν ατυχή διάνοιαν κλεισθείσαν εν καιρώ του σπινθηροβολισμού της εις εν φρενοκομείον και η ελληνική φιλολογία προέπεμπε υπό την αυτήν δραματικήν εξέλιξιν τέκνον της, τον Γεώργιον Μ. Βιζυηνόν. Ω, ενθυμούμαι απλήστως την αλγεινήν εκείνην νύκτα. Είχον κληθή κατεπειγόντως και ο ποιητής κατά την ώραν εκείνην του αμυδρού σκιόφωτος της εσπέρας, εστολισμένος με άνθη λευκωπά, με ανεμώνας, με ωραία ρόδα, ολίγα αγριολούλουδα και μαργαρίτας δύο-τρεις επί της κομβιοδόχης, ισχυρίζετο ότι περιέμενε την μνηστήν του, την ξανθήν και γαλανήν κόρην των φαντασιοπλήκτων ονείρων του. Η φυσιογνωμία του νευρώδης συνεσπάτο συχνά πυκνά και ο ίδιος διασκελίζων την αίθουσαν απήγγελλε περιπαθείς στροφάς φλογερού έρωτος και έρραινε προ της θύρας του δροσοπέταλα ρόδα, εφ΄ ων θα επάτει της μνηστείας την οδόν η γαλανή του!
Δύο εβδομάδας κατόπιν επεσκεπτόμεθα το Δρομοκαΐτειον φρενοκομείον. Εν τω δωματίω της διευθύνσεως, όπου εγενόμεθα δεκτοί, παρετήρησα ότι επί της τραπέζης έκειντο φύλλα ερριμμένα με ημίσβεστον γραφήν και με μελανώματα..Τι σύμπτωσις! Ήσαν ποιήματα του Βιζυηνού. Απλήστως τότε προσεπάθησα ν΄ αναγνώσω μερικά. Ενώ δε απησχολούμην εις την ανάγνωσιν εισάγεται ο ποιητής, διασκελίζει την αίθουσαν και ρίπτεται εις τας αγκάλας μου. Δεν θα θελήσω να γράψω ούτε το τι ήσθάνθην, ούτε το τι μεταξύ μας εξ εγγυτάτης φιλίας ελέχθη».
Μετά από τρία χρόνια απέκτησα την «Ποικίλη στοά» του 1894. Βλέπω μία μικρή φωτογραφία του Βιζυηνού, άγνωστη σε μένα τότε –συνήθως δημοσιευόταν το γνωστό γκρό πλάν με το καπέλο- και κάτω από τη φωτογραφία την υπογραφή του. Σίγουρα η φωτογραφία διαλέχτηκε προσεχτικά γιατί ταίριαζε στο κείμενο που ακολουθούσε. Είχε τον τίτλο «Σελίδες εν φρενοκομείο» και υπότιτλο «Ο ατυχήσας ποιητής». Συγγραφέας και πάλι ο Βασιλειάδης. «Εγώ δεν θα ιστορήσω τον εμπνευσμένον ποιητήν, ούτε τον βαθύν φιλόσοφον και καλλιτέχνην λογογράφον, αλλά τον έκρυθμον νουν, την σκελετώδη φαντασίαν, τον παράφρονα Βιζυηνό και θα παραθέσω μερικάς ποιητικάς αναλαμπάς, όσας εφείσθη η μανία να συντρίψη, μερικά του ποιήματα, άτινα εξέλεξα εν τω φρενοκομείω εκ του σημειωματαρίου του. Μην απορήσητε διόλου δι΄ αυτό. Ο ποιητικός νους του Βιζυηνού έχει αναλαμπάς και εις της παραφροσύνης ακόμη τον σάλον. Μόνον θα παρακαλέσω τον αναγνώστην μου να με παρακολουθήση εις το βουνόν του Δαφνίου ενώ ωδήγουν αυτόν ατημέλητον, με εξημμένην την φαντασίαν, περιδεή και φορούντα το ηριθμημένον ένδυμα ενός φρενοκομείου και ακαταπαύστως χειρονομούντα».
Στον περίπατό τους στο βουνό, οι δύο άνδρες μιλούν ασταμάτητα για τη λογοτεχνία. Δύο τουλάχιστον φορές ο Βιζυηνός απαγγέλλει ποιήματά του λέγοντας μάλιστα πως ένα από αυτά γράφτηκε προσφάτως. Πρόκειται για το ποίημα «Μόνο η φτώχεια δεν πεθαίνει» που αποτελείται από δεκαοκτώ στροφές. Δύο φορές επίσης ο ποιητής χάνει τον έλεγχο των λεγομένων του αλλά ο Βασιλειάδης επιμένει στην άποψη πως ο Βιζυηνός γράφει ποίηση μέσα στο Δρομοκαΐτειο προτείνοντας στους αναγνώστες να διαβάσουν το πρώτο ποίημα που έγραψε μόλις μπήκε στο φρενοκομείο. Πρόκειται για το περίφημο ποίημα «Το φάσμα μου» που περιέχει και τη γνωστή στροφή «Και από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου».
Όταν το πρωτοδιάβασα δεν γνώριζα πως το ποίημα αυτό είναι παραλλαγή εκείνου που έγραψε για το θάνατο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας τον Σεπτέμβριο του 1891 –πριν μπει δηλαδή στο ψυχιατρείο. Αλλά και όταν το πληροφορήθηκα, μέσα μου ήθελα να πιστεύω τη μυθική εκδοχή, ότι είναι γραμμένο μέσα στο ψυχιατρείο, για την Μπεττίνα. Όταν όμως ήρθε η ώρα να γράψω το σενάριο της ταινίας, το δημοσίευμα του Βασιλειάδη ήταν για μένα πολύτιμο, γιατί με οδήγησε στη βεβαιότητα πως ο Βιζυηνός μπορεί να μην έγραψε σημαντικά ποιήματα μέσα στο ψυχιατρείο, προσπαθούσε όμως να ξαναβιώσει αυτά που είχε μέχρι τότε γράψει. Και όταν η συλλογή μου πλουτίστηκε με τον τόμο της «Εστίας» του 1894, όπου την Κυριακή 17 Ιουνίου πρωτοδημοσιεύεται η πρώτη απ΄ τις τρεις συνέχειες του διηγήματος «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», φαντάστηκα αυτή τη σκληρή αφήγηση να την ξαναζεί στο Δρομοκαΐτειο.
Ο Κινηματογράφος είναι η τέχνη που κινείται με μεγάλη ευκολία πίσω-μπρος στο χρόνο ενώ ταυτοχρόνως η αφήγησή του είναι πάντα σε πρώτο πρόσωπο οριστικής ενεστώτος. Δηλαδή τώρα. Δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον, όλα είναι ζωντανά τη στιγμή που φαίνονται στην οθόνη. Το ίδιο και τα διαβάσματά μας μας οδηγούν, όχι για να ονειροπολήσουμε, αλλά για να ξανασυνθέσουμε το παρόν μας, τη ζωή μας, κάθε στιγμή.


Λάκης Παπαστάθης: Το τεμαχισμένο αριστούργημα - για τη Φόνισσα




Η Φόνισσα πρωτοδημοσιεύεται στο δεκαπενθήμερο περιοδικό Παναθήναια σε έντεκα συνέχειες. Από τις 15 Ιανουαρίου έως τις 15 Ιουνίου 1903. Ένα απόσπασμα κάθε δεκαπέντε ημέρες. Τακτικά, χωρίς καμιά αναβολή. Ξεκινάει με επτά δίστηλες σελίδες ως πρώτο και κύριο θέμα του περιοδικού. Στο ίδιο τεύχος Μαρτζώκης, Μεριμέ, Νιρβάνας, φιλοσοφικά και ιστορικά δοκίμια. Υπάρχει και μια ολοσέλιδη ζωγραφιά του Γύζη που απεικονίζει έναν Σάτυρο να μαθαίνει χορό σε μικρά γυμνά κορίτσια. Μικρά κορίτσια; Επίτηδες την έβαλαν; Ήθελαν μήπως να υποβάλλουν κάποια σχέση με τα κορίτσια της Φραγκογιαννούς; Η παρουσία του Γύζη συνδυάζεται με μία επιστολή εκ Κωνσταντινουπόλεως στην οποίαν διαβάζουμε πως μία κυρία ζήτησε από τον σύζυγόν της να αγοράσει «την Δόξαν του Γύζη μας. Ας έρθει η φωτεινή εικών να δοξάσει τον λόφον μας εδώ εις το Πέραν». Το δεύτερο απόσπασμα είναι στην ένατη σελίδα και αποτελείται από πεντέμιση σελίδες. Πορφύρας, Βελλιανίτης, Αλεξάντρα Παπαδοπούλου και κριτική του Ξενόπουλου –επιφυλακτική- για τον Ψυχάρη. Το περιοδικό διενεργεί έρανο για την προτομή του Σολωμού. Ο Ιωάννης Γρυπάρης προσφέρει 10δρχ  και η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου 15. Το τρίτο απόσπασμα της Φόνισσας αποτελείται από έξι σελίδες και είναι το τρίτο θέμα καθώς ξεφυλλίζεις το περιοδικό. Κείμενο του Ν. Επισκοπόπουλου για τον Ζολά, μετάφραση από τον Γ. Καλοσγούρο του πέμπτου άσματος από την Κόλαση του Δάντη. Ιστορικά κείμενα και πληροφορίες για τις ανασκαφές στην Κρήτη από τον Έβανς. Το τέταρτο και πέμπτο απόσπασμα είναι σαφώς υποβαθμισμένα. Στις 15 Μαρτίου του 1903 η Φόνισσα υπάρχει μόνο με δύο σελίδες. Στην τελευταία σελίδα διαβάζουμε πως «ο κύριος Κωστής Παλαμάς ανέγνωσε προ ημερών εις στενόν κύκλον φίλων το πεντάπρακτον δράμα του η Τρισεύγενη. Η εντύπωσις του έργου υπήρξε αρίστη!» Στις 31 Μαρτίου αρχίζει η μεγάλη έρευνα του περιοδικού για τη γλώσσα, που θα συνεχισθεί σε πολλά τεύχη. Είναι φανερό πως μονοπωλεί το ενδιαφέρον του εκδότη. Ωστόσο η Φόνισσα υπάρχει στις πίσω σελίδες των τριών επόμενων τευχών με το έκτο, έβδομο και όγδοο απόσπασμα. Στις 15 Μαϊου κυριαρχεί η δημοσίευση εκτεταμένου αποσπάσματος από την Τρισεύγενη του Παλαμά. Το ένατο απόσπασμα της Φόνισσας εκτείνεται μόνο σε δυόμιση σελίδες. Στις 31 Μαϊου κυριαρχεί και πάλι ο Παλαμάς με τις απόψεις του για τη γλώσσα και στις τελευταίες σελίδες δημοσιεύεται ένα πολύ συγκινητικό σημείωμα από τον Ξενόπουλο για τον Βουτυρά. Το προτελευταίο απόσπασμα της Φόνισσας είναι έκτο στη σειρά των θεμάτων του περιοδικού. 15 Ιουνίου 1903. Η Φόνισσα τελειώνει με τις τελευταίες  εξίμιση σελίδες. Επιτέλους ακούγεται … «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται ασπρόμαυρες εικόνες του Θεοτοκόπουλου που νιώθεις πως δημιουργούν, σαν από μυστικό δρόμο άλλης παράδοσης και άλλης εποχής, μια κάπως ρευστή αλλά έντονη συνάντηση με το έργο του Παπαδιαμάντη. Σαν να τονίζουν με άγνωστους ήχους τη σιωπή του τέλους της Φόνισσας. Στις έντεκα συνέχειες δεν υπάρχει κανένα σχόλιο για την Φόνισσα. Στην έρευνα για τη γλώσσα δεν ζητήθηκε η γνώμη του Παπαδιαμάντη. Ίσως ένιωθαν οι υπεύθυνοι του περιοδικού πως η απάντησή του κρυβόταν στην ίδια τη Φόνισσα που δημοσιευόταν στις διπλανές σελίδες. Ξαναδιαβάζοντάς την σήμερα, κομμάτι κομμάτι, δεν μπορείς να αναπαραστήσεις τη λειτουργία του αναγνώστη του 1903. Γιατί εσύ γνωρίζεις τον θρύλο του έργου, ξέρεις περίπου τί έχει επενδυθεί σ’ αυτό, 108 χρόνια τώρα, και έχεις διαβάσει το τρομερό φινάλε. Ενώ εκείνος; Ζούσε την εξέλιξη της αφήγησης με κενά δεκαπέντε ημερών. Τί συνέβαινε σ’ αυτές τις δεκαπέντε μέρες μέσα του; Σκεφτόταν το απόσπασμα που είχε διαβάσει και προετοιμαζόταν για το επόμενο; Περίμενε το ταχυδρομείο- αν ήταν συνδρομητής των Παναθηναίων- ή πήγαινε στο κιόσκι να αγοράσει το τεύχος λαχταρώντας τη συνέχεια; Μόλις το άνοιγε αγνοούσε όλα τα άλλα κείμενα και έψαχνε την Φόνισσα; Ή μήπως δεν συνέβαινε αυτό και το αριστούργημα γεννιόταν σιγά σιγά, το πρώτο εξάμηνο του 1903, χωρίς να πολυγίνεται αντιληπτή η σημασία του; Ενώ ξεκίνησε σαν λογοτεχνικό γεγονός στην πρώτη σελίδα, ο διευθυντής και ιδιοκτήτης Κίμων Μιχαηλίδης, στα επόμενα τεύχη το έριχνε στις πίσω σελίδες. Μήπως τότε για τους αναγνώστες του περιοδικού, ο Μαρτζώκης, ο Σκίπης, ο Πορφύρας και τόσοι άλλοι που σήμερα σχεδόν έχουν σβήσει ήταν εξίσου σημαντικές αξίες της λογοτεχνίας μας;   Ο Παύλος Νιρβάνας πάντως –τακτικός συνεργάτης και κριτικός του περιοδικού- θα πήγαινε να συναντήσει με το Κόδακ του τον Παπαδιαμάντη στην Δεξαμενή, θα τον φωτογράφιζε και θα μιλούσε για την Φόνισσα τρία χρόνια μετά.   



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Γιώργος Σεφέρης: Μνήμη του Μακρυγιάννη




Κι οι μέρες τούτες είναι σα να ζεις
μες την κοιλιά ενός ζώου που το δέρνει η θέρμη,
οι άνθρωποι στους δρόμους φεύγουν και γίνουνται
καθώς μια λάσπη λιπαρή ποτισμένη ιδρώτα.
«Γνωρίζετε, αδελφοί! ότι ο Αδάμ και η Εύα
είναι η αρχή εξ ης το ανθρώπινο γένος κατάγεται»
κήρυχνε ο Πολωνός Μίλβιτς,
κι ο Μακρυγιάννης σάπιος απ’ τις πληγές
δύο στο κεφάλι κι άλλες στο λαιμό και στο ποδάρι˙
το χέρι χωρίς κόκκαλα και σίδερα στη γαστέρα
για να κρατιούνται τ’ άντερα-
γεμάτος όνειρα σαν το μεγάλο δέντρο
γράφοντας γράμματα στο Θεό.
Τι είχε να κάνει με τους Πολωνούς ο Μακρυγιάννης;
με τα κηρύγματα των καρμπονάρων,
ή με τους Βαυαρούς ή με τους Φαναριώτες;
Ήταν ένας άντρας από δω
γεννημένος σε μια ρεματιά σαν το σκοίνο
κι αυτό ήταν όλο: μοναξιά κι έχτρα
κι ο μοίραρχος Πτολεμαίος.

Σκορπάει σκυλόδοντα το φως, η άσφαλτος λιώνει
τα σπίτια με χαμηλωμένα βλέφαρα πονούν
κι οι μηχανές πριονίζουν σάρκες χωρίς αίμα
Και δε μας ακούς και δε μας βλέπεις
έξι μήνες φυλακωμένος σε δυο δρασκελιές κάμαρη
και σκούζω νύχτα μέρα απ’ τις πληγές μου.
Τούτο γινότανε στις δεκατρείς
τουτ’ νού του μήνα (Αύγουστος 1853)
Κι ο ανακριτής τονίζοντας τις γενικές πληθυντικές
έκανε την κατ’ οίκον έρευνα χωρίς ν’ αφήσει τίποτε˙
κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εικόνες δικές σου (του Θεού)
κι ο άλλος κοντός κι αρχάριος
ρωτούσε επίμονα όλους μες στο σπίτι
ποιος ήταν ο καλόγηρος που χάρισε
του στρατηγού το κομπολόι
τόσο ασυνήθιστα μακρύ.
Κι ο μοίραρχος με τη στολή του, ο Πτολεμαίος
Πήρε το γέρο ανήμερα της Παναγιάς
Στο Μεντρεσέ που φυλακώνουν τους κακούργους.

Ιάσων Δεπούντης: [από τότε απ' το αίμα]




από τότε απ' το αίμα
χρονολογείται ο θάνατος του Μπάιρον
στο Μεσολόγγι, η Ελλάδα
δε θέλει σε υπνόσακκους την ποίηση
σε σπαραγμούς τα οράματα των ποιητών της

γιατί ζητούσε με στίχους κι ο Σόλωνας
ένα τρελοκομείο στο χώμα της
να χωρέσει την ψυχή του Σαλαμίνα

γιατί τέτοια τραγούδια, -
τρέλες θεών και ανθρώπων, -
όπως τ' ακούς :
λογαριασμοί που μεταμόρφωσαν τον κόσμο
όπως το βλέπεις :
πλατύσκαλα για ν' ανεβοκατεβαίνει ο νους
μόνο στους Έλληνες ταιριάζαν -
μα ως πού για ποιον το μήνυμα;

ώσπου ο Ρήγας Φεραίος
φιλοτέχνησε μια χάρτα
με βαλκάνιους φίλους μεταξύ τους
κι άλλους πολλούς συντρόφους -
κίτρινους λευκούς αραπάδες
μάτια που είχανε το ίδιο βλέμμα
αυτιά που ακούγανε το ίδιο νόημα
το δίκιο του αδερφού τους

γιατί τα κάστρα σκοτεινά
στέλνουν απελπισία κι ατσάλι

γιατί ο Σολωμός ήρεμος
τραγουδούσε, ο θείος μας
στο Εικοσιένα απέναντι
τ' αρχικό ανατρίχιασμα
πώς συνάζει το φως
που διαλύει τα σκοτάδια
πώς σκορπάει τους εχθρούς


ΚΕΦΑΛΙ ΑΠΟ ΡΟΛΟΪ (1985)

Έκτωρ Κακναβάτος: Από το φάκελο μιας αστροφεγγιάς




                … έρμη σκλάβα
                πικρή ρωμιοσύνη
                  Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ


… κι αν δεν είναι έτσι;
κι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα;
βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που σ’ είδα νά ’ρχεσαι
έτσι όμορφη, έτσι φανατικιά,
μπροστά μπροστά στη φάλαγγα των λογγοβάρδων
και να βουίζει το πλήθος: χαίρε αυγούστα…
μα εσύ έβλεπες κατά τη βραζιλία,
να παροπλίζονται τα πλοία των αχαιών
ν’ αλλάζουν σημαία
τους απεργούς θερμαστές στην προκυμαία
να σουλατσάρουν πεισματάρηδες
με ξεφτίδια απ’ τα μαλλιά του αγαμέμνονα
στις φούχτες
να ψάχνουν για μπορντέλα
να συζητούνε καθισμένοι στο μουράγιο
με το νέστορα, τον άγιο γεράσιμο, το νότη μπότσαρη
για την ανάσταση του γένους…
εκείνη τη νύχτα έγινε ο χαλασμός :
ορκίστηκαν όλοι,
άλλος στη μάνα του την κλυταιμνήστρα
άλλος στ’ όνομα της κορούλας του
άλλος στον άγνωστο στρατιώτη
άλλος… πού να θυμάμαι τώρα,
μα ο τελευταίος
αχ θεέ μου, τί στιγμή ήταν εκείνη…
…………………………………….


Χωρίς ραδιουργίες,
έτσι όπως απόγεμα μεγάλο σάββατο
μου βάλανε για πρώτη φορά τον αιματοσταυρό
απ’ το σφαγμένο αρνί του πάσχα,
φριχτό σημάδι ανάμεσα στα μάτια,
ανάμεσα σε δυο θάλασσες
από τη μια το αιγαίο από την άλλη το ιόνιο
και στη μέση το σημάδι
το ματωμένο.

[...]


ΤΕΤΡΑΨΗΦΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΧΟΡΔΗ (1972)

Γιώργος Μπλάνας: Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη




Στον Σπύρο Ασδραχά

|Dans la vertu l'audace se ranime,
Et la faiblesse est compagne du crime|.
Louis Antoine Leon de Saint-Just.


1.
Στο ποίημα αυτό προτίθεμαι να τραγουδήσω τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Όχι επειδή επιθυμώ τίποτε αναίμακτα βραβεία, κι ίσως ίσως τη στρίγγλα εκείνη συντριβή του εθνικού ποιητή στη χάμω γλώσσα,
αλλ' επειδή -τουλάχιστον εγώ- ταράζομαι τα βράδια, όταν είναι το φεγγάρι κάποιο είδος τροχαλίας, που ανασύρει απ' το πηγάδι της σιωπής τα όνειρα της πέτρας.
Τότ' επιστρέφει ο νεκρός παλικαράς της γης μου και πελεκάει τεχνικά των ζωντανών τη γλώσσα.
Τότ' επιστρέφει ο φωτεινός και με ξυπνάει, κι είναι απ' ώρα ποτάμια οι φλέβες μου ανοιχτές,
καίγονται οι αρθρώσεις μου σαν τα χωριά, τα πόδια μου τυφλά παραπατάνε τα κόκαλά τους με τριγμούς βαθείς, πέτρα την πέτρα,
κατ' όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια παιδιών που χόρταιναν ανατριχίλες,
κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο μες στα νεράντζια των πλησίστιων στεναγμών του.
Τινάζομαι άξαφνα και λέω: "Τι θέλεις μες στη νύχτα, παλικαρά; Τα σπλάχνα μου απαιτείς;
Δεν πρέπει να 'χει σίδερο καρδιά για να σ' αντέξει αυτός που τρέχει στους γκρεμούς γυρεύοντας τα κρίνα;"
Κι αυτός: "Δεν πρέπει να 'χει τη γλώσσα του ο ποιητής, τρέλα καλά γαλβανισμένη;"
Και χάνεται, με παρατάει μες στη βαθιάν αλήθεια.

2.
Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και βρίσκεσαι αίφνης ναυαγός στην ίδια σου πατρίδα.
Κι είναι κοράκι η λεμονιά και σκύλος το θυμάρι, το πεύκο τρώει τον άνεμο και το πανί τον γλάρο,
κι ο ναυαγός που δέρνεται δεν έχει πια καθόλου μνήμη: μια φλύαρη Ολλανδή κυρία η πνιγμένη,
των σκοταδιών περίγελος ο γέρος, των βράχων καταπίστευμα ο νέος, δυο φίδια χόρτο ο άνεμος και μια βελάδα λάσπη βασίλισσα στις λεμονιές.
Ναι! Όλ' αυτά ενόσω η θάλασσα καραδοκεί βαθιά σαν την αλήθεια, να κατεβούμε κάποτε στο κύμα του θεού, τα ζώα να φορτώσουμε στο πλοίο, κι εμάς ξοπίσω.
Ναι! Όλ' αυτά ενόσω καν δεν ξέρουμε αν σώζεται ακόμα Ιθάκη.
*
Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και λες θα πάω στα βουνά, ψηλά~ θα πάω να βρω μια χαρακιά του ήλιου ανάμεσα στα πεύκα,
να στήσω εκεί μια δυο φορές τον ίσκιο μου σκιά, σαν άνθρωπος να ζήσω την εσχατιά του Ανθρώπου.
Μα έρχεται αποβραδίς το ποίημα δριμύ και στέκεται κι ακούει τα κήτη να γυρίζουνε στης πόλης τον βυθό•
"Εγώ, εγώ!" ολολύζουνε, κι η νύχτα, των αστέρων ο ποθοπλάνταχτος πλοηγός, μια σκοτεινή μαρμαρυγή γεμάτη δένδρων και κλαριών και φύλων και καρπών αποκαϊδια.
Έρχεται, λέω, το ποίημα -ο άστεγος των λέξεων- και αγρυπνάει παράφορα ολόκληρη την πρώτη αρχή, σ' έναν και μόνο πόθο~
ναι, αγρυπνάει και λέει βραχνά: "Για κοίτα θέσε ριζικά όλο αυτό το μορφικό συναίσθημα εν γένει,
που συγκροτεί του δέοντος τον ειδικό τον χαρακτήρα~ κι ας έχει ήδη αναστραφεί του Εγέλου η κολυμπήθρα".
*
Γι' αυτό, λοιπόν, θα υλοποιήσω την πρόθεσή μου αμέσως.
Τουλάχιστον εγώ δεν θα στερήσω τη Μούσα απ' τους παροξυσμούς που δικαιούται.
Κι όποιος ακούσει άκουσε, κι όποιος στραφεί και φύγει, κακό του κεφαλιού του.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται απ' τα δόντια, που χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ χέρι της εξουσίας.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκμαίρεται απ' τα όνειρα, που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας.
Χώρια ή μαζί, κοπρόσκυλο• εδώ ή εκεί, ο ξένος! Τι έχω να χάσω απ' τη φωνή, του Λόγου ο μετανάστης;

[...]

5.
Ωστόσο, συναθροίστηκαν οι σκοτεινοί στον τόπο των δύστυχων βατράχων: ένας με το παλιό το στήθος και την καρδιά τραυλή,
κι άλλος που έσερνε μια χαλασμένη συνείδηση από τα σκουπίδια, τρεις νύχτες ευρωπαϊκές, κι ήταν καθόλου εργατικό επάνω το φεγγάρι.
Κι έλεγαν άνθρωπο το πρόστυχο απέξω, κι έλεγαν μέσα τον πρόστυχο άνθρωπο. Αυτά~
κι ένας που δεν γνώριζε τη γλώσσα, κατάλαβε τα λόγια τους, ώσπου αρρώστησε βαρύτατα σαν ποίημα,
και νήστεψε η γη τον πληθυσμό της, ορμητικά μπροστά στην πόρτα του αετού, και στου φιδιού την τρύπα, εκεί που είχε πλέον τη θάλασσά της η πνιγμένη.
Κι αυτός που γνώριζε τη γλώσσα σου καλά, κι είχε σβηστεί μες στο λιοπύρι των κολάρων, φώναξε: "Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο θρασύτερο από τούτο τ' αλωνάκι!"
Έτσι το φώναξε: στεγνά και χάθηκε μες στα βιβλία, που ανοίγουν για να κλείσουν πολύ βαθιά, πολύ βαθιά (και σκοτεινά) τους ποιητές.
Κι ο άλλος, που δεν ήξερε τη γλώσσα, είδε στον πυρετό του ηφαίστεια μεσοπέλαγα, σαν νεκρικές πυρές:
ελπίδες, φόβους, αγωνίες και πάθη (τα υψηλά), τον πόνο μας, που γίνεται περιουσία με τον καιρό,
του έρωτα τη δύναμη• τραγούδησε: "Μόν' άλυσες, δεσμά! Αμ' τι, αμ' τι, για φάγωμ' είμαστ' όλοι!" Και πέθανε να πάει κατ' όπου τα χωριά των αθανάτων.
Απ' τ' ανωτέρω, άνοιξε ο δρόμος για την ανάστροφη γιορτή του πνεύματος, και τα στοιχειά της γης, και του νερού και του αέρα, όλη νύχτα θορυβούσαν στα μεταλλεία της Ιστορίας,
και οι τραχείς σιδηρουργοί των ιδεών δεν χόρταιναν να ρίχνουν στη φωτιά τις αντιφάσεις,
με τις οποίες χόρταινε σάρκα η μορφή ως χρήμα, ως ένα σύνολο αξιών, με την αυτόνομη μορφή της ανταλλακτικής αξίας, με τη χρηματική του έκφραση.
Ω, ναι! Με τη χρηματική του έκφραση, ο αγώνας για επικράτηση, που ήταν λοιπόν ένας αγώνας για κέρδος ή ζημία,
έγινε ξαφνικά ένας αγώνας ανάμεσα στα ερπετά και τη φτέρνα της ζωής: ο εχθρός ο κάτω, μια επιπλέον επιθυμία εδάφους, μια τρυφερή επανάσταση παιδιών και ποιητών. Παιδίων τε Ποιητών!
Ζωή με σχήμα του θανάτου, δηλαδή, ή κι αντιστρόφως.

[...]


ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ (2010)

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

Lawrence Ferlinghetti: «Ζ»




Μπορείτε να μου πείτε από πού πάνε για την American Express;
Μπορείτε να μου δείξετε το δρόμο για μια πραγματικά ελληνική ταβέρνα γεμάτη
γραφικούς χορευτές, απόγονους της πρώτης επί Γης δημοκρατίας;
Από πού παίρνουμε το πλοίο για τη Δημοκρατία του Πλάτωνα;
Είν’ αλήθεια ότι οι μεγάλες ελληνικές τραγωδίες και τραγικοκωμωδίες
τώρα ανεβαίνουν καθημερινά σε αστυνομικά τμήματα;
Πού είναι ο Κατσίμπαλης και ο Ζορμπάς; Ποιος έκλεψε τον Ευριπίδη;
Είν’ αλήθεια ότι η Νίκη της Σαμοθράκης έγινε κουράδες την 21η Απριλίου;
Γιατί κλέψατε τα Μάρμαρα του Ελγίνου;
Κοιτάξατε ποτέ τον Όμηρο της Τσάπμαν;
Τι έχετε κάνει στο νησί μου;
Είσαστε μια παρέα εξυπνάκηδες που μας κάνετε πλάκα ή
είσαστε στ’ αλήθεια ηλίθιοι;
Τι κάνατε με τους νέους ποιητές σε μικρά καράβια και με τους
μεγάλους ποιητές σε ποδήλατα;
Πώς είναι τα πράγματα στους θαλάμους βασανιστηρίων στην οδό Μπουμπουλίνας;
Το ξέρατε ότι η Ζακλίν Ωνάση κάποτε ήταν παντρεμένη με έναν δημοκράτη
που θα θέλατε να είχατε βασανίσει;
Γιατί δεν υπάρχει χώρος στην Ελλάδα για την ταφή ενός ακόμη ελεύθερου άνδρα;
Ποιος μετέφερε το Δούρειο Ίππο στην Αθήνα;
Θα βρει ποτέ η Αφροδίτη τα χέρια της;
Πού είναι το φως της Ελλάδας, το βιολετί φως της Αττικής;
Γιατί δεν μπορούμε ν’ ανοίξουμε πανιά για τα ελληνικά νησιά
και να τα ξεχάσουμε όλα;
Γιατί το ’σκασε τόσο γρήγορα ο βασιλιάς, με τα μπογαλάκια του,
τα σκυλάκια του και τη μεγάλη του μητέρα;
Γιατί δεν είναι το Σύνταγμα τυπωμένο σ' ένα σκοινί;
Είδατε τελευταία το σκυλί του Οδυσσέα με τα μάτια του στραμμένα πάνω σας;
Γιατί τελευταία δεν μπορώ να πιω ρετσίνα χωρίς να διψάσω πιο πολύ;
Γιατί δε μίλησε πρόσφατα το Μαντείο των Δελφών;
Πώς γίνεται και δε σας επιτίθενται περισσότεροι Αμερικάνοι ποιητές;
Γιατί δεν εξαφανίζεστε αν σας αγνοήσουμε;
Πού είναι το φως της Ελλάδας, το βιολετί φως της Αττικής;
Είν’ αλήθεια ότι θα πηδούσατε οτιδήποτε κινείται, ακόμα και τις Κυριακές;
Γιατί δεν είναι το Σύνταγμά σας τυπωμένο στο χρήμα;
Ποιος θα γλιτώσει απ’ τους φασίστες στρατιώτες το φοίνικα που ξεπετιέται
απ’ τις φλόγες σε σπιρτόκουτα κι αφίσες;
Μπορείτε ακόμα ν’ ακούτε τους πετεινούς της Αθήνας να κράζουν απ’ την Ακρόπολη;
Ξέρετε τι φωνάζουν;
Πού είναι το φως της Ελλάδας, το βιολετί φως της Αττικής;
Μπορείτε ακόμα να διαβάζετε Ελληνικά;
Μήπως το «Ζ-Ζ-Ζ-Ζ-Ζ-Ζ» σημαίνει τον ήχο του ύπνου;
Μήπως το «Ζ-Ζ-Ζ-Ζ-Ζ-Ζ» σας κάνει να σκέφτεστε ότι κοιμόμαστε;
Μήπως Zoe σημαίνει ακόμα στη γλώσσα σας Ζωή;
Μήπως Zei σημαίνει στη γλώσσα σας Ζει; Νομίζετε ότι Eleftheria σημαίνει Υπολείμματα Ελευθερίας;
Έχετε ξεχάσει τη λέξη για την Ελευθερία;
Μπορεί ακόμα η γλώσσα σας να την προφέρει;
Εμείς μπορούμε ακόμα να αναφωνήσουμε
Eleftheria agapi mou.




Lawrence Ferlinghetti: Τραγούδι για τα πουλιά του Τρίτου Κόσμου




Ένας πετεινός κακάρισε δυνατά μέσα στον ύπνο μου
σε κάποια τοποθεσία στη Middle America
για να ξυπνήσει τη Μεσαία Σκέψη
της Αμερικής

κι ο πετεινός κακάρισε δυνατά
να με κάνει να ξυπνήσω για να προλάβω να δω
μια θάλασσα από πουλιά
να πετάνε πάνω μου
διασχίζοντας την Αμερική

κι ήταν πουλιά κάθε απόχρωσης
μαύρα πουλιά και καφέ πουλιά
κίτρινα πουλιά και κόκκινα πουλιά
απ’ τις χώρες όπου υπήρχαν
κινήματα απελευθέρωσης
κι όλα αυτά τα πουλιά γύριζαν όλη τη γη

και πετούσαν πάνω από κάθε κράτος
και στο κάστρο Αμερική
με το μεγάλο της αετό
και τα βέλη της
κι όλα τα πουλιά τραγουδούσαν με μια φωνή

τη φωνή αυτών που δεν έχουν φωνή
τη φωνή των αόρατων του κόσμου
τη φωνή των απόκληρων του κόσμου
των fellahin της υδρογείου
που ξεσηκώνονταν

κι εσύ με ποιους είσαι
τραγουδούσαν τα πουλιά
Ω! με ποιους είσαι
με ποιους είσαι
στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Τον πόλεμο ενάντια στον Τρίτο Κόσμο;



Lawrence Ferlinghetti: Το Άλφα Και Το Ωμέγα Του Παντός




Η πρώτη ανθρώπινη κραυγή στο πρώτο φως
Η πρώτη πυγολαμπίδα να τρεμοσβήνει μέσα στη νύχτα
Το πρώτο ερωτικό τραγούδι και σαράντα λυγμοί απελπισίας
Το πρώτο τραγούδι των Βίκινγκς δυτικά
Το πρώτο «Γη Μπροστά!» ψηλά απ’ το κατάρτι μιας Ισπανικής Γαλέρας
Το πρώτο Χλωμό Πρόσωπο που αντίκρισε ιθαγενείς
Το πρώτο Ολλανδικό εμπορικό στο Μαναχάτα
Ο πρώτος άποικος στην πρώτη μεθόριο
Το πρώτο «Σπιτάκι μου καλό κι αγαπημένο…»
Το πρώτο τραίνο για τη δύση
Ο Λιούις και ο Κλαρκ πρώτη φορά μπρος στον Ειρηνικό
Το πρώτο «Δυο οργιές βάθος!» στον Μισισιπή
Η πρώτη άρση φυλετικών διαχωρισμών από τον Χακ και τον Τζιμ με μια σχεδία μέσα στη νύχτα
Το πρώτο πενηνταράκι με Βίσονα και ο τελευταίος Βίσονας
Το πρώτο συρματόπλεγμα και η τελευταία ελεύθερη γη
Ο τελευταίος καουμπόι στην τελευταία μεθόριο
Ο πρώτος ουρανοξύστης στην Αμερική
Η πρώτη πάσα στο Στάδιο Γιάνκι
Το πρώτο χατ ντογκ με μουστάρδα στην κερκίδα
Ο τελευταίος Πόλεμος που θα δώσει τέλος στους Πολέμους
Το τελευταίο μέλος της Διεθνούς και ο τελευταίος Χριστιανο-αναρχικός
Ο τελευταίος επιζών της Ταξιαρχίας Αβραάμ Λίνκολν
Ο τελευταίος μποέμ με μπερέ
Ο τελευταίος «χειροποίητος» πολιτικός και οι πρώτες νοθευμένες εκλογές
Το πρώτο αεροπορικό χτύπημα στον πρώτο Δίδυμο Πύργο
Ο τοκετός μιας απέραντης εθνικής παράνοιας
Ο πρώτος Πρόεδρος ο πρώτος πλανητικός εγκληματίας που έκανε την Αμερική ένα Κράτος-Τρομοκράτη
Η πρώτη αυγή του συμμετοχικού φασισμού
Η προτελευταία ελεύθερη ραδιοφωνική εκπομπή
Το προτελευταίο ξεμπρόστιασμα από ανεξάρτητη εφημερίδα
Το προτελευταίο ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο με δική του τρέλα
Η προτελευταία αριστερή ματιά Ομπάμα-Νιρβάνα
Η πρώτη υπέροχη μέρα για το Κίνημα Κατάληψης της Γουόλ Στρητ προκειμένου να οικοδομήσουμε καταπάνω σ’ αυτήν την ήπειρο ένα Νέο Έθνος!

-ΤΕΛΟΣ-



Lawrence Ferlinghetti: Ο Δούρειος Ίππος του Τραμπ




Ο Όμηρος δεν έζησε αρκετά
Ώστε να μας πει για του Τραμπ το Λευκό Οίκο
Ο οποίος είναι ο Δούρειος Ίππος του
Κι απ’ όπου όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου
Χύνονται να καταστρέψουν τη δημοκρατία
Και να εγκαθιδρύσουν τα συμφέροντα
Ωσάν απόλυτοι διαφεντευτές του κόσμου
Πιο δυνατοί από ποτέ, πιο δυνατοί απ’ τα έθνη
Και αυτό συμβαίνει ενόσω εμείς κοιμόμαστε
Υποκλίσου, ω Κοινέ Θνητέ
Υποκλίσου!


Μετάφραση: Βασίλης Πανδής
Πρώτη δημοσίευση: Φράκταλ, 2018

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

Παυλίνα Παμπούδη: Ο λεπτουργός απ’ την μεριά του έρωτα




Άγουρο σ’ έκοψα, με δυνατή την μυρωδιά του θειαφιού στο φύλο σου, κι αποτυπώματα ακόμα των αγγέλων.
Σε πήρα στα σκοτάδια τα πιο εύφλεκτα, αθώος άναβες. Στα σώματα τα πιο απελπισμένα, ξένος, κι αμέσως κατοικούσες. Σε σπάταλες καταστροφές, κι άπληστος, πλούτιζες. Σε δάση άπατα, κι ανύποπτος, σκότωνες την τροφή μου.
Στην πιο βαθιά ερήμωση σε άφησα, κι ακέραιο, σε βρίσκω ακόμα ν’ ανεβαίνεις.


Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ (1999)

Παυλίνα Παμπούδη: Ο έρωτας




(Τότε, στην σκέψη του χάους η λέξη «Έρωτας», αίφνης, πυκνώνει.
Και μια ομίχλη, βαριά από φτεροκοπήματα και στεναγμούς, φέρνει την πολυπρόσωπη θεότητα. Παμφάγος, παντοκράτωρ, πάνδημη και παντέρημη ανασαίνει. Με το ρίγος και τους υγρούς της καθρέφτες που διαθλούν και πολλαπλασιάζουν μέλη και κινήσεις.
Ανώνυμη, φέροντας όλα τα ονόματα, αρσενικά και θηλυκά κι όλα τα επίθετα.
Γυμνή, φορώντας όλα τα μάτια λαμπερά και θολωμένα, κι όλα τα δάχτυλα.)


Ο ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ (1999)

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Κατίνα Βλάχου: [Θέλω μίαν Άνοιξη ακριβή]




Θέλω μίαν Άνοιξη ακριβή
κι ας την πληρώσω
μ' όσην ελπίδα μου απομένει
Γιατί η ζωή δεν περιμένει
το χελιδόνι να πετάξει
Ούτε η μοίρα μου 'χει τάξει
άνοιξη δίχως να ματώσω


2015


Αλεξία Αθανασίου: Mon Repos (ΙΙ)




Στον Βασίλη Πανδή


Ναών Ερείπια•
σαλεύουν στις ομίχλες
χλωρές οι Δάφνες.

Ένας Δρομέας•
αλαφιάζεται η σαύρα
πάνω στον Κίονα.

Φλοίσβος Θαλάσσης•
κυματίζουν τα πεύκα
μες στ' Όνειρό της.


(Μάρτιος '18)


Κωνσταντίνος Κομιανός: Νέκυια




Κάθεσαι μπρος στον υπολογιστή
κι η μπετονιέρα στη διπλανή οικοδομή
πόλεμο σου θυμίζει που γυρίζει της γης τη λάσπη

Μια αναθεματισμένη ιδέα σε καλεί
να την ακούσεις πιο προσεκτικά
Το πύρωμα του χρόνου που θα κάψει τον πηλό
είναι ξηρός πυθμένας της ελπίδας;

Κώστας Τριβιζάς: Κοινοκτημοσύνη ονείρων




Λογική παρθένας άνοιξης,
κινούμενη εικόνα ψυχανάλυσης;

Τα παιδιά να δείτε
που κρύβουν κάποιο μυστικό
με τα πουλιά τα βρήκα να μιλάνε
κι αστέρια είδα να μετράνε
δίψα τούτη δεν ήταν του σκολειού
μα φωτισμένης πλατείας παιχνίδι
των ίσκιων κύμα στης νύχτας το ταξίδι.

Άρνησης στερέωμα
για το θρανίο το φαί για το σωστό
δεν θέλω, όχι, γιατί, και
περνάει περνάει η μέλισσα
τη γυρη-στιγμή ρουφάνε
και μέσα στον κήπο τους πετάνε.

Το μεσημέρι τους
της μεταμόρφωσης γρανάζι.
Εμείς λένε το ποτάμι
εμείς κι ο χρόνος πάλι,
στον κήπο έξω της Χιονάτης
όλοι οι κοντοί οι άρχοντες χωριάτες
χιόνι σπέρνουνε απ’ τις Άλπεις.
Κι ο λύκος ο κακός αθώος
τον κρύβουν πέρα στην κόκκινη μηλιά
ζούνε λέει σε χώρα ιπποτών
πεταλουδίσια τους η χαρά η λύπη
μαγικός καθρέφτης του Σαρλώ.

Δεν έχουνε ελπίδες όρκους
ούτε κοσμήματα, αχ Μαύρε Πητ
ούτε νομίσματα, εκκλησιά μολυβδωτή
πελεκητή τους η ματιά
η εκ του μηδενός
-φωτόμορφα κάθε φορά-
του Ήλιου η
νέα αναφορά.

Στα μυθικά της στιγμής όνειρα
βαθαίνει η ρίζα ψηλώνει ορίζοντας
κι εμείς χάσμα του φωτός
εμείς η σισύφεια αναρρίχηση
παράθυρο (παράλογο) τυφλό
μια ν’ ανοίγει μια να κλείνει τραύμα

μόνο, ξέφυλλα ημερολόγια
κι ο Έρωτας στιχάκι, ναι 
και πάλι να αγγίζουμε το θάμα.

Κωνσταντίνος Σπίγγος: Μητέρα




Ένα φλιτζάνι πάγου ήσουν
Έπλαθες τα χνώτα μου
που γίνονταν δροσιά
κι έπαιρνες τη ζωή βαριά
την ώρα που οι κατήγοροί σου
κλωτσοτρέχανε γελώντας τη δική τους

Μισές χαρές κι ατόφιες λύπες η σοδειά σου
Γεννούσες στα όνειρα ένα γιο
Τον έστελνες κάθε πρωί στο μέτωπο
Φτωχό φαντάρο, ασκεπή, με τρύπια άρβυλα
Μ’ ένα ματσάκι φρεσκομαζεμένα χαμομήλια για πιστόλι
Κάθε πρωί τον σκότωναν απ’ την αρχή
Δίκαια δεν ήσουν
άλλωστε οι δίκαιες δεν κάνει να γεννήσουν
Φορτωμένη ήσουν

Κύμα βαρύ
στεγνώνεις στα μισά της αμμουδιάς
Κόκκινη βάρκα
πάνω σε γαλάζια σάρκα
λιώνεις μες στα σταλάγματα ενός ρεγχάζοντα ήλιου
«Αν μεγαλώσεις θα σβηστώ!» μου είχες πει
Εγώ, συγνώμη, το έκανα!
Εσύ, μήπως μπορείς, καλή μου, κάτι ν’ αθετήσεις;


(Από την ανέκδοτη συλλογή «Φυλλομέτρηση»)


Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Ελένη Λαδιά: Ένα αστροκέντητο πρωτόλειο




Η χάρις έρχεται απ’ το πούπουλο κι όχι απ’ το φτέρωμα του παγωνιού
(«Έμβρυο φως», από την συλλογή Όπως ο Ενδυμίων του Δ.Π. Παπαδίτσα, 1970)


Στον τίτλο του κειμένου, αναφέρομαι στην πρώτη ολιγοσέλιδη συλλογή του Δ.Π. Παπαδίτσα, Γυμνάσματα, η οποία έκανε την εμφάνισή της το 1943, στην Κατοχή, όταν ο ποιητής ήταν 21 ετών. Η συλλογή εκδόθηκε στην Αθήνα από το Τυπογραφείον Α. Σιδέρη και Γ. Μπαντή, 1943, με την καλλιτεχνική επιμέλεια του ηθοποιού και ζωγράφου Μιχάλη Νικολινάκου, φίλου του ποιητή.
Έχοντας διαβάσει και ξαναδιαβάσει τα άπαντα του Δ.Π. Παπαδίτσα, ανέτρεξα τις μέρες των γιορτών, ίσως από μία διεστραμμένη περιέργεια, να εντοπίσω στα Γυμνάσματα τι προμηνούσε την κατοπινή του εξέλιξη. Ποια στοιχεία υπήρξαν τα πρωταρχικά στην ποιητική του σκέψη κι αν υπήρχε κάποιος πυρήνας, που θα εκτόξευε την ποιητική του γραφή.
Φρονώ ότι οι στίχοι «τ’ αργυρά κύπελλα των στιγμών/ και μεις στεφανωμένοι με υγεία/ τοξεὐουμε τα ελάφια της Αρτέμιδος» (από το ποίημα «Άβελ») και ακολούθως «Ελένη εώρτασες την επέτειο των ρόδων/ που ράισαν σε χίλια κομματάκια – επαναστατημένοι αστερισμοί» και «Οι φόρμιγγες λιπόθυμες σφαδάζουν στην χλόη χωρίς στόματα/ δίπλα στα τόξα και τα βέλη της Αρτέμιδος, και τα ελάφια ελεύθερα» (από το ποίημα «Διθύραμβος του Μάη») έχουν κάτι το ουράνιο και το κοσμογονικό, που ξαναβλέπουμε στα μελλοντικά ποιήματα. Επανέρχονται επίσης η αγαπημένη θεά Άρτεμις του ποιητή και το προσφιλές του όνομα Ελένη.
Προτού ακόμη εμφανισθούν τα ονόματα των προσωκρατικών φιλοσόφων στην ποίησή του, διακρίνουμε την συμπαντική υφή που διέπει τους στίχους αυτής της ολιγοσέλιδης συλλογής. Αυτό όμως που ξαφνιάζει είναι το όνομα Ρελάη. Το όνομα δεν βρίσκεται πουθενά, αλλά υπέθεσα πως δεν ήταν ποιητική επινόηση. Ο ποιητής είχε ανέκαθεν μια συμπάθεια για τους Γερμανούς ποιητές και, ψάχνοντας, είδα πως το πρωτότυπο όνομα ήταν Λορελάι, όνομα που επινοήθηκε από τον Γερμανό μυθιστοριογράφο Κλέμενς Μπρεντάνο και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τον ποιητή Χάινριχ Χάινε. Στο ρομαντικό ποίημα του Χάινε η Λορελάι είναι πανέμορφη, χρυσοστόλιστη και με ξανθά μαλλιά. Ήταν όπως η ελληνική Σειρήνα: με το τραγούδι της ξετρέλαινε τους ναυτικούς, οι οποίοι πλησιάζοντας προς τα κοφτερά της βράχια, έχαναν την ζωή τους. Αυτήν την μυθική γερμανική μορφή υιοθέτησε ο ποιητής μας, μετατρέποντας το όνομά της επί το ελληνικότερον σε Ρελάη! Στα Γυμνάσματα είναι η πρώτη μυθική γυναίκα. Μυθικές ελληνικές μορφές συναντούμε αργότερα στον ποιητή και είναι η Πυθία, η Σίβυλλα, η Τιθύς η αρρενόσπορη, η Περσεφόνη και η Δήμητρα και, κυρίως, η Ασώματη του ποιητή, που για να την αντέξει, της αφαιρεί το σώμα από μια διάθεση ερωτικού ασκητισμού. Της μιλά με δακτυλιές σολ και μι και λα, και το φιλί του δεν την ανταμώνει ποτέ.
Στο ρομαντικό ποίημα με τον τίτλο «Ρελάη» (ω, πόση αντίθεση με το τότε ζοφερό και άθλιον περιβάλλον της Κατοχής, την εξαθλίωση και τα τυμπανισμένα πτώματα στους δρόμους), ο ποιητής υμνεί την ομορφιά της «πάνω σ’ ένα κοχύλι λάμπεις Ρελάη», τα χρυσά της μαλλιά, «οι κυματόχρυσές σου μπούκλες/ μίλησαν με το ρόδο της ανἀμνησης» και την καλεί «έλα με παμφίλητες αισθήσεις/ και ψάξε να μας βρης/ στις πολιτείες των Ναρκίσσων» και πιο κάτω τονίζει την δική του μοναδικότητα, «εγώ δε θα ’μαι κείνος που θα πλησιάσεις/ θα ’μαι το βλέμμα σου/ που θα περιεργάζεται τον δρόμο που διήνυσες/ θα ’μαι το πρόβλημα,/ απλό σαν κίνηση στα μάτια σου». Η ιδέα της αλληλοαλλοίωσης, που επεσήμανα στον «Αγαπημένο του όντος», εκφράζει κι εδώ το αδιαχώριστο των πραγμάτων και την κοινή τους μοίρα. Στην μετέπειτα ποίησή του βλέπουμε ανάλογα παραδείγματα: «Το χέρι μου φαγώθηκε από εκείνο που έδειξε στα πλήθη» ή «το πόδι μου απ’ το μονοπάτι που το χιλιοπήρε» ή «η αφή πυρπολιέται στα δάση που άναψε».
Το 1943 επίσης κυκλοφορεί η συλλογή του με τον δυναμικό τίτλο Το φρέαρ με τις φόρμιγγες, όπου με μεγαλύτερη διαφάνεια υπάρχουν οι κατοπινοί αστρικοί του στίχοι και τα σύνθετα λαμπρά του επίθετα.

Ελένη Λαδιά: Μορφές εναντιοδρομίας




Θα αρχίσω με τα λόγια μιας σοφής γυναίκας από την αρχαιότητα, που συναντούμε στον Στοβαίον. Πρόκειται για την Περικτιόνην.
(62) Περικτιόνης Πυθαγορείας Περί σοφίας
«Γέγονε δε και συνέστα ο άνθρωπος ποττό θεωρήσαι τον λόγον τας των άλλων φύσιος και τας σοφίας έργον εστίν αυτώ τούτω κτήσασθαι και θεωρήσαι ταν των εόντων φρόνασιν.» (Από την φύση του και την σύστασή του ο άνθρωπος στρέφεται προς την θεώρηση της πρώτης αρχής του σύμπαντος και της σοφίας. Έργο του είναι να συλλάβει και να εμβαθύνει στο νόημα των όντων.)[1]
Οι οντολογικές έννοιες ή τομές, όπως ανάγκη, μοίρα, ειμαρμένη, διέπουν τόσο το σύμπαν, όσο και την ανθρώπινη υπόσταση. Φαίνεται πως ό,τι συμβαίνει στους χάρτες του ουρανού, απεικονίζεται μικρογραφικώς στην γη. Και πώς να μην συμβαίνει, αφού ο θεμέλιος ορφικός στίχος δηλοί πως ο άνθρωπος είναι παιδί της γης και του αστέρινου ουρανού;
Στην συμπαντική της μορφή η εναντιοδρομία κρηπιδώνεται στην φιλοσοφία του Ηρακλείτου περί αρμονίας των αντιθέσεων. Εναντιοδρομία ή αντίθετος δρόμος, εναντιοτροπή, εναντίωση και αντίθεση δηλώνουν το ίδιο. Το ηρακλείτειο γίγνεσθαι είναι το αποτέλεσμα μιας τρομερής κοσμογονικής διαμάχης, έριδος και πολέμου, μία συνένωση των αντιθέτων στο σύμπαν. Τα αντίθετα, όπως π.χ. ημέρα και νύχτα, ψυχρό και θερμό κ.ά., γίνονται τα στοιχεία ενός διαρκούς ανταγωνισμού. «Το γίγνεσθαι», γράφει ο J. Brunt στην εισαγωγή του βιβλίου Ηράκλειτος, «δεν είναι αυτό που χαλά το Είναι, αλλά αυτό με το οποίο το Είναι φτιάχνεται ξεπερνώντας πάντοτε τον εαυτό του μέσα σε μια διαλεκτική κίνηση που ανανεώνεται ακατάπαυστα».[2]

Ελένη Λαδιά: Για το «Όπως ο Ενδυμίων»




Οι σκέψεις μου για την ποιητική συλλογή του Δ. Π. Παπαδίτσα με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατό του στις 22/4/87.
Γνωστός είναι ο μύθος του πανέμορφου νεαρού βοσκού ή κυνηγού, που τον ερωτεύθηκε η Σελήνη και τον επισκεπτόταν κάθε νύχτα στο σπήλαιο του Λάτμου στην Μικρά Ασία. Για να τον βρίσκει και να τον φιλεί στην σπηλιά, του χάρισε τον αιώνιο ύπνο. Μετά ο Ύπνος, που επίσης τον αγάπησε, του έδωσε την δυνατότητα να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, ενώ κατά τα σχόλια στον Απολλώνιο τον Ρόδιο πήρε το δώρο από τον Δία, ώστε να ορίζει τον θάνατό του.
Όμως τι σχέση μπορεί να έχει ο Ενδυμίων με την ποιητική σύνθεση του ποιητή, όπου κανένα στοιχείο του μύθου δεν αναφέρεται; Ξεπερνώντας τα εξωτερικά γνωρίσματα, ο ποιητής κρατά μόνον την ουσία: την δυνατότητα του ύπνου με τα μάτια ανοιχτά. Η ποιητική σύνθεση βρίθει σπανίων και πρωτοτύπων εικόνων που εκτυλίσσονται στα μάτια μας με έναν χειμαρρώδη λόγο. Έναν λόγο που πολλάκις προσκρούει σε τείχος σκληρό, θα λέγαμε ακατανόητο και ακαταλαβίστικο, τελείως προσωπικό, ώστε να μην υπάρχει χαραμάδα για να εισχωρήσει η κατανόηση του αναγνώστη. Ναι, έτσι φαίνεται αρχικώς.
Όμως ο τίτλος Όπως ο Ενδυμίων, με προτασσόμενο το τροπικό επίρρημα «όπως» δηλοί τον τρόπο του Ενδυμίωνος. Μπορεί οι εικόνες και οι έννοιες να φαίνονται μη λογικές, δεν θέλουμε να πούμε υπερρεαλιστικές, διότι αυτός είναι όρος που τον αρνιόταν και ο ίδιος ο ποιητής. «Επανειλημμένα έχω δηλώσει με ομιλίες, συνεντεύξεις και θεωρητικά μου κείμενα, ότι δεν είμαι υπερρεαλιστής» [1].
Στο πεζό σημείωμα του Δ. Παπαδίτσα «το ποίημα-άνοιγμα» [2] η πραγματικότητα δεν είναι μια σταθερά κατάσταση αλλά κίνηση. Έχει διαλεκτική.

Ορέστης Αλεξάκης: Οκτώ παιδικά χαϊκού




Φύλλο σαλεύει
μια στάλα φως κυλάει
πάνω στην πέτρα

*

Λευκό λουλούδι
Μια μέλισσα πλησιάζει
Ανατριχίλα

*

Μικρό σπουργίτι
ραμφίζει το χορτάρι
Κι ας ψιλοβρέχει

*

Άδειο λιμάνι
Ένα χλωμό φεγγάρι
και μια βαρκούλα

*

Μια πεταλούδα
σ' ενός μωρού την παλάμη
καθώς κοιμάται

*

Γλάροι στο μόλο
κι ανάμεσά τους μόνη
μια δεκοχτούρα

*

Καυμένα δέντρα
Άγριος αγέρας πάλι
τα μαστιγώνει

*

Νύχτα και κρύο
Σ' ένα μικρό κουρέλι
κοιμάται ο σκύλος


ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ (2009)

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Mark Strand: Always





for Charles Simic


Always so late in the day
In their rumpled clothes, sitting
Around a table lit by a single bulb,
The great forgetters were hard at work.
They tilted their heads to one side, closing their eyes.
Then a house disappeared, and a man in his yard
With all his flowers in a row.
The great forgetters wrinkled their brows.
Then Florida went and San Francisco
Where tugs and barges leave
Small gleaming scars across the Bay.
One of the great forgetters struck a match.
Gone were the harps of beaded lights
That vault the rivers of New York.
Another filled his glass
And that was it for crowds at evening
Under sulphur yellow streetlamps coming on.
And afterward Bulgaria was gone, and then Japan.
“Where will it stop?” one of them said.
“Such difficult work, pursuing the fate
Of everything known,” said another.
“Down to the last stone,” said a third,
“And only the cold zero of perfection
Left for the imagination.” And gone
Were North and South America,
And gone as well the moon.
Another yawned, another gazed at the window:
No grass, no trees…
The blaze of promise everywhere.

Louis MacNeice: The Sunlight on the Garden




The sunlight on the garden
Hardens and grows cold,
We cannot cage the minute
Within its nets of gold,
When all is told
We cannot beg for pardon.

Our freedom as free lances
Advances towards its end;
The earth compels, upon it
Sonnets and birds descend;
And soon, my friend,
We shall have no time for dances.

The sky was good for flying
Defying the church bells
And every evil iron
Siren and what it tells:
The earth compels,
We are dying, Egypt, dying

And not expecting pardon,
Hardened in heart anew,
But glad to have sat under
Thunder and rain with you,
And grateful too
For sunlight on the garden.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: Ορμάει η θάλασσα




Ορμάει η θάλασσα τ’ απόγευμα
Ανεβαίνει από τοίχους κι άσφαλτο
Αεράκι παρήγορο
Μέσα στην κιμωλία του ήλιου

Κυριακή το άεργο μυαλό μου
Ταξιδεύει σε ανθισμένο πέλαγο
Κι όμως τα μαλλιά σου φυλλώματα της ελιάς που παίρνουν φωτιά
Τα μάτια σου κοχλάζοντας ασβέστης
Λευκό το χρώμα του θανάτου
Πάλι ορμάει η θάλασσα με άσπρα βήματα χορευτικά

Στιγμή δεν μπορείς να αφεθείς
Καταραμένες μέρες

Μαύρος Μινώταυρος έρχεται απ’ τη θάλασσα


ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ (1975)

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: Η Ναυσικά των κήπων




Κάποτε μας ωθούν οι ανάγκες
επιστρέφουμε στους παλιούς κήπους,
όπου
αγαπήσαμε τις περίβλεπτες γυναίκες
αυτές
που τις πήρανε
οι μηχανές, οι εύκολοι δρόμοι.

Επιστρέφουμε
στους κήπους που τώρα είναι αμμουδιές
κι η θάλασσα
αφήνει μαλακά κορμούς μιας άνοιξης
λησμονημένα οστά,
όπου αναγνωρίζουμε
ή μέσα στις ανάγκες μας πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε,
το λευκό χέρι και την κρυπτή κοιλότητα
της Ναυσικάς.


ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ (1971)

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: Η ψυχή μας στα χέρια των κερδοσκόπων




Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.

Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους
κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
και οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο·

δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.

Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους,
κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.


ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ (1971)

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου: [πρόσφυγες]




Θ΄

Φτάσαμε σ’ αυτή την ακτή
κολυμπώντας ακρωτηριασμένοι στα πλοία που φεύγανε
ναυάγια και ξύλα.

Γαντζωθήκαμε στα βράχια σαν τις πεταλίδες
τα παιδιά μας μεγάλωσαν κοιτώντας τ’ άδικο
να μοιράσουν πάσχισαν δίκαια τα βράχια
τους σκότωσαν.

Τώρα συνεχίζουμε το ρίζωμα σαν τον κοχλία
με σαράντα πυρετό ξενοπλένουμε
στ’ αλίπαστα στοιβάζουμε το σάπιο αίμα
στα καπνομάγαζα.

Έτσι προσπαθούμε να περισώσουμε τους δικούς μας
κι ό,τι άλλο μας έχει απομείνει.


ΧΩΡΟΣΤΑΘΜΗΣΗ (1965)

Γιώργος Μαρκόπουλος: Σκύλε




Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μεσ’ απ’ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, είσαι αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδερφός πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.


ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ (2010)

Γιώργος Μαρκόπουλος: Άλκηστις




Άλκηστις κρυμμένο βαθιά ριζικό και Άλκηστις μοίρα δική μου
όπου την ευτυχία ξάφνου ένα πρωί
νομίζοντας ότι δεν άντεχα άλλο
ιδού το πρόσωπο σου στα χέρια μου
η βάρκα που τη βρίσκεις στο μικρό λιμανάκι
δέκα μέρες χωρίς τον ψαρά μέσα
και το κορμί σου ιδού λατομείο κλειστό
όπου καθόμουν περιμένοντας στην άκρη ν’ ακούσω την έκρηξη
μονάχος, Άλκηστις, ανέκραξα.

Στο βάθος μου έρχεσαι, εισχωρείς,
και τα λόγια μου όπως πέντε ορτύκια
μέσ’ απ’ τα χαλάσματα πετούν τρομαγμένα.

Τα χέρια μου πιάνεις
και αυτά σε προσμένουν, όπως η τροφός τα δυο παιδάκια
που τα πάει βόλτα μετά τον πυρετό, σε προσμένουν.

Στο βάθος μου έρχεσαι, εισχωρείς,
ή στο όνειρο κάποτε που σ’ έχασα κι έγινε ξάφνου σκηνή περιπλανώμενου, ο ύπνος μου, θιάσου
όπου ο αέρας έριξε το σκηνικό
και έμεινε μονάχα η λάμπα θυέλλης, το σταμνί με το νερό
και το χέρι μετέωρο, με τα σχοινιά,
που κινούσε τις μαριονέτες, Άλκηστις, κινούσε.

Το μυαλό μου μια θάλασσα σε νηνεμία, Άλκηστις,
που η αμφιβολία για την αγάπη σου την ταράζει,
ένα χέρι έξω απ’ το νερό
τελευταίο σινιάλο ανθρώπου που πνίγεται
και η ψυχή μου ένα ξέφωτο την ώρα του κεραυνού
για να σε κοιτάζει με μάτι που πλήττεται
ή να σου φέγγει με σχισμήν ουρανού,
ω Άλκηστις, να σου φέγγει.

Άλκηστις, αντηχείο απείραχτου χρόνου
φωνούλες πνιχτές πουλάκια που πέταξαν χαμηλά στην ηδονή
και χέρι που μ5 άγγιξες και άνθισε στον ώμο τρελή
στο χάσμα του μάρμαρου μουσμουλιά.

Είσαι το κεφάλι αγάλματος γυναίκας αρχαϊκής,
που βρέθηκε στο χωράφι του φτωχού γεωργού
και κείνος το κρύβει,
το απόγευμα, να το βλέπει μονάχος.

Το καράβι είσαι που ετοιμάζεται να σαλπάρει
αφού πρώτα έσπειρε το κακό,
η νάρκη που την παίρνει για ρολόι ο ατυχής
και αυτή του κόβει τα τρία από τα πέντε δάχτυλα
για να κάθεσαι να φροντίζεις τα υπόλοιπα
όπως δυο αδελφάκια ορφανά που το ένα το έχουμε βαφτίσει
και πάμε δώρο και στο άλλο,
το τιμαλφές που ο κλέφτης να σε πουλήσει δεν μπορεί
γιατί όλοι στην αγορά ξέρουν πως είσαι δικό μου,
η φωταψία — νύχτα — της πόλης η έκσταση η χρυσή
που απ’ τα βουνά προσπαθώντας να την εξηγήσει
το ξεκομμένο την κοιτάει ξαφνιασμένο τ’ αγρίμι,
η αύρα όπου ταραχή — το σώμα μου — πλήγωνε
κήπος περίφραχτος γύρω
και δρόμος του φιδιού το σάλιο
η υποψία του άλλου στις ρώγες σου άντρα
όταν κρυφά, ω Άλκηστις, τις ρωτούσε η γλώσσα μου
όταν κρυφά τις ρωτούσε.

Ω Άλκηστις!

Σπίτι που του άλλαξαν κάποτε ερήμην μου κλειδαριά,
λοφίσκος ορεινού αρχηγείου
για να ανεβαίνω να βλέπω το απόγευμα τα κατεχόμενα να βλέπω
και ομπρέλα, τέλος, που δεν σε έχω
όταν μονάχος διασχίζω,
όταν μονάχος διασχίζω της ψυχής τα βουνά.


ΜΗ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (1998)