Ξαναδιάβασα με αφορμή μία τακτοποίηση της βιβλιοθήκης μου το θαυμάσιο βιβλίο του Λόρενς Ντάρελ, Το χαμόγελο του Ταό, όπου ο συγγραφεύς περιγράφει την συνάντηση και την συντροφιά για ένα Σαββατοκύριακο με τον ταοϊστή φίλο του, Τσανγκ.
Όπως έγραψε ο Τσανγκ στο βιβλίο του, κατά την επιδρομή και την κατάληψη της Κίνας από τους Μαντζουριανούς ξεριζώθηκε κάθε εξωτερική εκδήλωση του ταοϊσμού. Οι επιδρομείς έκαψαν όλα τα βιβλία των ταοϊστών εκτός από το Τάο Τε Κιγκ, ίσως γιατί ήταν πολύ δύσκολο να το καταλάβουν. Οι ταοϊστές δεν είχαν ναούς, άμφια και ιεροτελεστίες, σημάδια δηλαδή που θα τους πρόδιδαν, και έτσι θα γίνονταν αφορμή να εξαφανισθούν. Ο Τσανγκ εξήγησε στον συγγραφέα Ντάρελ: «Οι αληθινοί ταοϊστές... δεν υπήρχε κάποιο διακριτικό σημάδι πάνω τους εκτός, αν θες, από μία συγκεκριμένη έκφραση στο μάτι – μια ταοϊστική έκφραση! Μία έκφραση στο μάτι του νου, για να το θέσω έτσι! Λιγάκι δύσκολο να καταδιώξεις μια απλή έκφραση!»[1]
Η καταδίωξη μιας απλής έκφρασης! Πώς μπορούσε να την εξαφανίσει κανείς, τόσο φευγαλέα που ήταν; Αυτή η έκφραση, αυτό το χαμόγελο που ξεκίνησε από τον Κασιάπα, πρώην μαθητή του Βούδα, ήταν αναγνωρίσιμο μόνον μεταξύ των ταοϊστών σαν ένα σημάδι της ταυτότητάς τους. Ένα χαμόγελο που δεν απεικονίστηκε ποτέ, όπως το χαμόγελο στο βιβλίο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, όπου εξαφανίσθηκε η γάτα αλλά απέμεινε το χαμόγελό της, λειτουργώντας σαν είδος προσωπίδας. Δεν μπορούμε να φαντασθούμε ποτέ το χαμόγελο του Ταό, γιατί βρισκόταν μεταξύ των ζώντων ταοϊστών, οι οποίοι αναγνωρίζονταν μεταξύ τους.
Αυτό με έκανε να σκεφθώ ένα άλλο χαμόγελο, το γνωστό ελληνικό μειδίαμα της αρχαϊκής εποχής (6ος αιών π.Χ.), αποτυπωμένο στους κούρους και τις κόρες. Αιφνιδίως παρουσιάζονται τα χαμογελαστά αγάλματα με τα ραδινά σώματα και την στερεότητά τους, την κληρονομημένη από την δαιδαλική τέχνη. Η μορφή του κούρου, του γυμνού νέου, εμφανίζεται για εκατόν πενήντα χρόνια σε πάμπολλους κούρους. Τα αγάλματα είναι ελεύθερα στον χώρο και πολλά προβάλλουν το αριστερό τους πόδι σε ένδειξη κίνησης.
Αυτό όμως που απομένει αθάνατο είναι η αποτύπωση του χαμόγελου. Έτσι, λέγοντας αρχαϊκή εποχή, εννοούμε το αρχαϊκό μειδίαμα. Επιστήμονες προσπάθησαν να εξηγήσουν την σημασία και το νόημα αυτού του χαμόγελου. Ειπώθηκε πως τα αγάλματα χαμογελούν, προαναγγέλλοντας την κλασική εποχή, όπου θα κυριαρχήσει το εμβριθές ύφος και η περισυλλογή. Ο Μανόλης Ανδρόνικος γράφει για το αρχαϊκό μειδίαμα: «Αποτελεί μια λεπτομέρεια χαρακτηριστική, που εκφράζει μαζί με την όλη επεξεργασία του σώματος, και προπάντων του προσώπου, την χαρά και την άφατη αγαλλίαση του ανθρώπου μπροστά στο θαύμα του κόσμου».[2]
Θα μπορούσαν να ισχύσουν πολλές εξηγήσεις και αναλύσεις, διότι το αρχαϊκό μειδίαμα δεν φαίνεται να είναι ένα οποιοδήποτε χαμόγελο, προσαρμοσμένο σε ένα πρόσωπο, αλλά το αρχέτυπο μειδίαμα αποτυπωμένο σε πολλά πρόσωπα. Οι κούροι που σώθηκαν ακέραιοι και είναι σύγχρονοι, όπως ο Κούρος της Βολομάνδρας Αττικής, της Τενέας και της Μήλου, έχουν κοινό χαρακτηριστικό το αρχαϊκό μειδίαμα. Το ίδιο έχουν και οι ενδεδυμένες κόρες, όπως η πεπλοφόρος της Ακροπόλεως και η Κόρη της Χίου.
Πάλι βλέπουμε την ελληνική ευφυΐα να διακρίνεται απεικονίζοντας το φευγαλέο και εφευρίσκοντας την θεωρία των αρχετύπων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Λώρενς Ντάρρελ, Το χαμόγελο του Ταό, μτφρ. Σταύρος Νικολαΐδης, εκδ. Αλεξάνδρεια 1993
[2] «Αρχαϊκή τέχνη», Μανόλης Ανδρόνικος, άρθρον στην Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Β’, Εκδοτική Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου