Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Οδυσσέας Ελύτης: Ωδή στον Picasso




Α΄

Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ’ ένα φυτίλι τρίχινο
Τρέχοντας ύστερα μακρυά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελλοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεμματιές τα ψάθινα
καπέλα τους ―
Όπως όταν
ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει μέσα στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της ―
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνάζουν:
Σημαίνουν:
Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται
χαμηλά και ψιθυρίζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέμματα
Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν «πυρ αιθόμενον»
Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος ― δε μοιράζεται
Παύλε Πικασσό ― κ’ η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν juego de luna y arena ― σμίγουν εκεί που ο ύπνος
Αφήνει να μιλούν τα σώματα ― εκεί που ζωγραφίζεις
Το Θάνατο ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ’ τα τρομερά ρουθούνια του Βοριά
Γιατί έ τ σ ι μ ό ν ο υπάρχεις.

Αλήθεια Πικασσό Παύλε υ π ά ρ χ ε ι ς
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας ― αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας ― αλλά συ με μιας
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρόξανθη κραυγή
Που μ’ έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ’ αέρια, τα υγρά,
και τα στερεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι – πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Κ’ η ζωή ―αδερφέ μου― ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά της
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά μας…

Β΄

Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα ― κ’ η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι ανεβαίνει. Αλλά
Το τρίξιμο της αψηλής οξιάς
Στα βουνά που ο Κεραυνός σεβάστηκε ― Αλλά και
Τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντήλια κόκκινα
Πρωτομαγιά ―
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους
οι αίγαγροι των βράχων
Αγερομπασιά ―
Τα πλατειά μαλλιαρά στήθη σου σα θειαφισμένο αμπέλι
Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό
Πάει κ’ έρχεται στ’ άσπρα χαρτιά, στο φως και στο σκοτάδι
Πάει κ’ έρχεται βουίζοντας
Και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα
Όχι μόνο απ’ αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το μέγα Σάββατο
στα ράφια τους
Θύμησες φεγγαριού των αρρεβωνιασμένων
Όλο πούλιες χρυσές και ρόμβους ρόδινους
Αλλά κι απ’ τ’ άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει
ένα βαθύ μεράκι
Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών
Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων
Μέσα στ’ αυγά της χελώνας
Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη νοτιά
Ή ακόμη μες στα δάση των Ηπείρων τ’ απέραντα
― Πέφτοντας η νύχτα ―
Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ’ τη φωτιά ψάλλουν όλοι μαζί
το «αλληλούϊα» με τις φυσαρμόνικες…

Τ’ είναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται ― τ’ είναι αυτό που αντέχει
Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα, στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων
Στο λειψό φεγγάρι, στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο ― τ’ είναι
αυτό που δε λέγεται
Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται
Πικασσό: με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο
Πικασσό: με το πείσμα που γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική βελόνα
Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια
Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης
Πικασσό: μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας
Πικασσό: μες στο ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας
Πικασσό: Παλόμα
Πικασσό: Ιπποκένταυρε
Πικασσό: Guernica

Γ΄

Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη ― και τον γόρδιο
κόβει δεσμό των πραγμάτων καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά
Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος, μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στάχυα  όταν οσφραίνονται τον ουρανό
Είναι η κοπέλα που κυττάει μέσα στα μάτια πάλι τον αγαπημένο της
Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ’ αγαπώ»
Την ώρα που οι μεγάλες πολιτείες
Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονά τους
Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα
Λείψανα παλιών ανθρώπων με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν
τόνα μάτι τους
Κλίμακες μες στις κλίμακες διαδρόμους μες στους διαδρόμους
ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Ο μισός αλογάνθρωπος ο απαγωγέας καλπάζει ― κ’ η γυναίκα
με τη γιγαντιαία πατούσα
Στον αέρα ― τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της
Έτη μετά Χριστόν πικρά
Παρά λίγη καρδιά θάταν ο κόσμος άλλος
Θάτανε άλλη του κόσμου η εκκλησιά
Όμως να ― ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα
πόδια του πάλι δένει ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά

Την ώρα που εσύ θηρίο
Εσύ Παύλε Πικασσό
Πικασσό Παύλε που μες στ’ αμάραντα μάτια σου
Χώρεσες όσα δε μπόρεσε να χωρέσει ο Θεός μέσα σ’ εκατομμύρια
στρέμματα φυτεμένης γης
Δουλεύεις το πινέλο σου σα να τραγουδάς
Σα να χαϊδεύεις λύκους ή σα να καταπίνεις πυρκαγιές
Σα να πλαγιάζεις νύχτα – μέρα με μια γυναίκα νυμφομανή
Σα να πετάς πορτοκαλλόφλουδες στη μέση ενός γλεντιού
Ενώ εσύ θυελοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις τον Θάνατο από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κ’ ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις
Λουλούδια, ζώα, φιλιά, ευωδιές, κοπριές, κοτρώνια και διαμάντια
Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της γης που μας έφερε και που θα μας πάρει
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και
που θα περάσουν!

Golfe Juan 1948


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου