Μπήκα με άδεια τα χέρια στη σκήτη μου.
Τους καρπούς τώρα τους γεύεσαι γη - εγώ δεν υπάρχω.
Δεν ακούς πια τη φωνή μου - δεν ακούς
έχεις δικιά σου φωνή - δικά σου τα τείχη.
Φυτεύεις τα δέντρα - το στάρι ανθεί σε πελάγη.
Πάνω στο δικό μου το σώμα χτίζεις τις πόλεις.
Οι πόλεις έχουν δικό τους πια σώμα.
Καμιά σιωπή - λάμψη καμιά.
Περπατάς στους μεγάλους σου δρόμους
ζεύεις τους ποταμούς - τα βουνά
τρέχεις στα δάση
ανασταίνεις τους ήχους τους αυλούς τα νερά σε τραγούδια.
Τη νύχτα βγαίνω - κοιτάζω μακριά στο γιαλό
κοιτάζω βαθιά μες στα δάση
ανάβω μια μικρή φλόγα στη γη - ακούω τους ήχους
αυτούς που δεν θ' ακούσει πια κανείς - ακούω και τρέμω.
Ματώνω τα χέρια στους λόγγους - ματώνω τα γόνατα
-Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ' αυτό το μπετόν-
το ρήγμα. -Στο σκουλήκι της γης την φλόγα υψώνω.
Τρέχω μέσα στη νύχτα
τρέχω με τ' άλογό μου
βάζω πασσάλους πάνω στα όρη - σημαδεύω
τους δρόμους
ακούω ούρλιασμα λύκων -ακούω φωνές-
ακούω βουή καταρράχτες
βιάζομαι
βιάζομαι
Πριν αλέκτωρ λαλήση
η νύχτα είναι μικρή - μεγαλώνει
ο άνεμος ετοιμάζει την έφοδο - οι φωνές
«κοίτα» - «τώρα» - «το άλλο βράδυ» -
πρέπει και πάλι να σας μιλήσω.
Μην με κοιτάτε παράξενα.
Κανένας δεν με γνωρίζει;
ΟΡΟΠΕΔΙΟ (1950)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου