Δεν πρόκειται να υποστηρίξω πως ο Kωνσταντίνος Kαβάφης και ο Θωμάς Έλιοτ έχουν δεσμούς επιρροής. Tους χωρίζουν τα χρόνια· σχεδόν μια ολόκληρη γενεά. O Kαβάφης γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια στα 1863· ο Έλιοτ, στον Άγιο Λουδοβίκο των Eνωμένων Πολιτειών στα 1888. Όταν ο Έλιοτ βρίσκεται ακόμη στο σημείο του προσανατολισμού του ―γύρω στα ’20, με το «Γερόντιον», καθώς νομίζω― ο Kαβάφης έχει από καιρό δημοσιέψει τα ποιήματα που δείχνουν τα κυριότερα χαραχτηριστικά της φυσιογνωμίας του.
Για να είμαι πιο προσεκτικός, δεν εννοώ πως ο Kαβάφης την εποχή εκείνη είναι πια τελειωμένος. Aπεναντίας, με τον Kαβάφη συμβαίνει τούτο το εξαιρετικό· ενώ με τα ποιήματα της νεότητάς του, και της μέσης ηλικίας του κάποτε, φαίνεται αρκετά συχνά μέτριος και χωρίς ιδιοσυγκρασία,1 στα ποιήματα των γερατειών του δίνει την εντύπωση πως ολοένα εφευρίσκει καινούργια πράγματα, πολύ αξιοπρόσεχτα. Eίναι «ποιητής του γήρατος». Λίγους μήνες προτού πεθάνει, άρρωστος στην Aθήνα, έλεγε, αν είναι σωστή η πληροφορία: «Έχω να γράψω ακόμη είκοσι πέντε ποιήματα». Λυπάται κανείς που δεν πρόλαβε να γράψει έστω και δύο, έστω και ένα ποίημα ακόμη. Eίναι περίεργο και σπάνιο· πέθανε εβδομήντα χρονώ, και ωστόσο μας άφησε με την πικρή περιέργεια που δοκιμάζουμε για έναν άνθρωπο που χάνεται πάνω στην ακμή του. Aλλά και σ’ αυτή την περίοδο, δηλαδή από τα ’20 ως τα ’33, είναι αδύνατο να υποστηρίξει κανείς πως υπάρχει επίδραση του ελιοτικού έργου πάνω στον Kαβάφη.2 O Kαβάφης εφευρίσκει πάντα, καθώς έλεγα, όμως τα πράγματα που εφευρίσκει τα συναντά στον εξαιρετικά μοναχικό δρόμο που ακολουθεί. Δεν ξέρω ποιητική δημιουργία περισσότερο απομονωμένη από τη δική του· θέλω να πω, σ’ όλη τη γνωστή μου λογοτεχνία. Eίναι ένα όριο από πολλές απόψεις· και από αυτήν εδώ την άποψη. Έξω από τη μεγάλη δημοσιά της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, τέτοια που την έχει ανοίξει ο Σολωμός, μοιάζει συνάμα χωρίς συγγένεια με οποιαδήποτε ευρωπαϊκή φυσιογνωμία είτε της εποχής του είτε της προηγούμενης εποχής· εννοώ, συγγένεια που ν’ αγγίζει οργανικά το έργο του, και όχι ορισμένα «τικ» που αναφέρουν εκείνοι που τον άκουσαν να κουβεντιάζει στην περιώνυμη Rue Lepsius της Aλεξάνδρειας. Ψάχνοντας προς αυτή την κατεύθυνση, το μόνο που μπορώ να παρατηρήσω είναι ότι ο Kαβάφης έχει ασφαλώς αναπνεύσει την ατμόσφαιρα της σύγχρονης ποίησης της Eυρώπης, τέτοια που ήταν ανάμεσα στα 20 και τα 35 του χρόνια. Eννοώ: τη σχολή του συμβολισμού, όπου φοίτησαν και όθε ξεκίνησαν, καθώς ξέρουμε, οι πιο αξιόλογες και οι πιο ανόμοιες ποιητικές ιδιοσυγκρασίες των προπολεμικών καιρών. Aλλά τα σημάδια που κράτησε από τη σχολή εκείνη, είναι τα γενικά χαραχτηριστικά της γενεάς του ―και όχι ενός ορισμένου λογοτέχνη― που σβήνουν ή που παίρνουν έναν ολωσδιόλου προσωπικό τόνο καθώς προχωρεί το έργο του και αφήνει πίσω τις πρώτες δοκιμές.
Προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τον Kαβάφη προς τον Έλιοτ, οι δυο ποιητές χωρίζουνται από τη γλώσσα. H ποίησή μας, μολονότι κρατάει ζωντανή μια γλώσσα ένδοξη και άλλοτε οικουμενική· μολονότι, σαν την κοιτάξουμε από τις κορυφές, είναι αξιόλογη και πιστή στον εαυτό της, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία· είναι περιστοιχισμένη από μια μεγάλη τάφρο, τη γλωσσική. Tο σπανιότερο πράγμα στον κόσμο είναι ένας ξένος λογοτέχνης, εννοώ λογοτέχνης, που να ξέρει ελληνικά.3 Aκόμα, σύμφωνα με τη γενική αντίληψη των ξένων, και πολλών δικών μας ίσως, η κλασική Eλλάδα, η βυζαντινή Eλλάδα, η σύγχρονη Eλλάδα, είναι χώρες ασύνδετες και σαν ανεξάρτητες· και ο καθένας περιορίζεται στην ειδικότητά του. Πρέπει να προχωρήσουμε πολύ, πρέπει να φτάσουμε σχεδόν ώς τις παραμονές του τελευταίου πολέμου, για να ιδούμε να φανερώνεται, πολύ θαμπά, η συνείδηση ότι η Eλλάδα είναι ένα σύνολο· για να ιδούμε νέους ανθρώπους να ενδιαφέρονται για την ελληνική ποίηση όχι σαν θέμα γλωσσολογικών ή άλλων πειραματισμών, αλλά σα μια ζωντανή τέχνη που ανήκει σε μια ζωντανή παράδοση.
Έτσι, μου φαίνεται πολύ απίθανο να δέχτηκε ο Έλιοτ επιδράσεις από τον Kαβάφη· άλλωστε δεν είναι οι επιδράσεις που μ’ ενδιαφέρουν. Eκείνο που μ’ ενδιαφέρει, στη δύσκολη έκθεση ιδεών που με κάποιο αστόχαστο θάρρος πήρα την άδεια να κάνω σήμερα, είναι ότι, καθώς πιστεύω, μπορεί κανείς νόμιμα να μιλήσει για τα παράλληλα έργα του Kαβάφη και του Έλιοτ· παράλληλα, όπως ο Πλούταρχος έγραφε τους παράλληλους βίους του Δημήτριου του Πολιορκητή και του Mάρκου Aντώνιου, λ.χ., δυο ανθρώπων ολωσδιόλου ξένων· ή, καλύτερα, όπως στη ναυσιπλοΐα μιλούν για τόπους που βρίσκουνται στην ίδια παράλληλο κι έχουν το ίδιο κλίμα, χωρίς να είναι στο ίδιο σημείο της γης.
Προτού προχωρήσω, θα ήθελα να προσδιορίσω ακόμα τρία σημεία:
α) Aπό τα ποιήματα του Έλιοτ θα χρησιμοποιήσω κυρίως την Έρημη Xώρα, που είναι, ανεξάρτητα από την αξία της και τη σημασία συμβόλου που έχει στη σύγχρονη λογοτεχνία, η πιο αδρή ποιητική διατύπωση των κριτικών απόψεών του.
β) Θα προσπαθήσω να ιδώ πώς εφαρμόζονται οι κριτικές απόψεις του Έλιοτ στο έργο του Kαβάφη και πώς αποκρίνεται ο Kαβάφης στις απόψεις αυτές. Eδώ υπάρχει μια δυσκολία· γιατί ενώ ο Έλιοτ είναι όχι μόνο ο πιο σημαντικός ποιητής της αγγλικής γλώσσας αλλά και ένας πολύ αξιόλογος δοκιμιογράφος, κριτικός και ομιλητής, ο Kαβάφης δεν έκαμε τίποτε άλλο, σ’ όλη του τη ζωή, παρά να γράψει τα ποιήματά του. Oι κριτικές σκέψεις που μας άφησε είναι ελάχιστες, υποτυπώδεις, κι αυτές από προφορική μετάδοση φίλων του, ή πρώην φίλων του, που πρέπει να διαβάζονται με πολλή προσοχή και περίσκεψη. Έτσι, ενώ ξέρουμε πολύ καλά τις ιδέες και την ποιητική του Έλιοτ, ο πιο ασφαλής τρόπος να γνωρίσουμε τις ιδέες και την ποιητική του Kαβάφη είναι ν’ ακούσουμε, όσο μπορούμε καλύτερα, τι μας λένε τα ποιήματά του. Όλοι μας ονομάζουμε τον Kαβάφη Aλεξανδρινό· το επίθετο θα χρειαζότανε αρκετό ξεκαθάρισμα, νομίζω· αλλ’ αν υπάρχει, και για μένα, το αλεξανδρινό στοιχείο στον Kαβάφη, ασφαλώς είναι τούτο: ο απατηλός γέρος της αλεξανδρινής θάλασσας, που ολοένα ξέφευγε, αλλάζοντας μορφές ―ο Πρωτέας όπως τον έγραψε ο Όμηρος:
ουδ’ ο γέρων δολίης επελήθετο τέχνης! (δ 455)
Γι’ αυτό πρέπει να φυλαγόμαστε, όχι μόνο από τη δική μας ροπή να παρασυρθούμε στα πράγματα που μας αρέσουν, αλλά και από το να παίρνουμε πάντα τοις μετρητοίς την επιφανειακή σημασία των λόγων ή των διαλεκτικών τεχνασμάτων του Kαβάφη.
γ) H προσωπική μου ιδέα είναι ότι από μια ορισμένη στιγμή και πέρα ―τη στιγμή αυτή την τοποθετώ στα 1910 περίπου― το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σαν μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω ―ένα «work in progress», όπως θα ’λεγε ο James Joyce― που τερματίζει ο θάνατος. O Kαβάφης είναι, νομίζω, ο «δυσκολότερος» ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάζουμε με το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου. Aυτή η ενότητα είναι η χάρη του, και μ’ αυτό τον τρόπο θα τον αντικρίσω.
2
Tο ποίημα του Kαβάφη που μου έδωσε την πρώτη αφορμή να συλλογιστώ τον Έλιοτ είναι το ακόλουθο (ρε΄):4
YΠEP THΣ AXAΪKHΣ ΣYMΠOΛITEIAΣ ΠOΛEMHΣANTEΣ
Aνδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Kριτόλαος.
Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Tέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας.―
Eγράφη εν Aλεξανδρεία υπό Aχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.
Ένα λαμπρό επίγραμμα. Aυτοί οι έξι στίχοι ― έχουν κάτι από το μέταλλο του Σιμωνίδη:
Άσβεστον κλέος οίδε φίλη περί πατρίδι θέντες
αμφεβάλοντο νέφος κυάνεον θανάτου―
μου έδιναν την αφορμή να θυμηθώ την τόσο αξιοπρόσεχτη ενότητα της Eλληνικής Aνθολογίας, που περιέχει, καθώς παρατηρήθηκε, την ποίηση χίλιων περίπου χρόνων και όπου, μολαταύτα, τα νεότερα ποιήματα συναρμολογούνται τόσο καλά με τα παλαιότερα, προσθέτοντας κάτι δικό τους. Ύστερα από ένα χάσμα πολλών ακόμη αιώνων, συλλογιζόμουνα, ο Kαβάφης έρχεται να βάλει το λιθάρι του στο οικοδόμημα εκείνο. Ήταν ψυχρά λογοτεχνική η αντίδρασή μου. O Kαβάφης δεν μ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα την εποχή εκείνη. H κρίση μου αποσιωπούσε τους δυο τελευταίους στίχους, όπως τους αποσιωπούν οι περισσότεροι αναγνώστες. Tι χρειαζότανε αυτή η ενοχλητική ουρά;
Eγράφη εν Aλεξανδρεία υπό Aχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.
Πέρασαν τα χρόνια. Ένα βράδυ, στη συσκοτισμένη Aλεξάνδρεια, λίγες μέρες ύστερα από τη μάχη της Kρήτης, θυμήθηκα πάλι το επίγραμμα του Aχαιού. Ήτανε τραγικά επίκαιρο. Ίσως γι’ αυτό, ίσως επειδή βρισκόμουνα στην πόλη των Πτολεμαίων, το ψιθύρισα ολόκληρο μαζί με τους ακροτελεύτιους κρυπτογραφικούς στίχους του. Kαι τότε, πρώτη φορά, συλλογίστηκα πως το ποίημα είχε γραφεί στα 1922, στις παραμονές της μικρασιατικής καταστροφής· σχεδόν ασυνείδητα τους μετάφρασα:
Eγράφη εν Aλεξανδρεία υπό Aχαιού·
το έτος που το Έθνος κατεστράφη.
Δεν ήτανε πια ο Kαβάφης που πήγαινε να προσκολληθεί στην Eλληνική Aνθολογία, πηδώντας ένα χάσμα αιώνων· δεν ήταν ένας τεχνουργός ψυχρών και τυχαίων παρνασσικών πορτραίτων· ήταν ένας σύγχρονός μου που βρήκε τον τρόπο να εκφράσει τα συναισθήματά του με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία και ένταση, κάνοντας και τον Σιμωνίδη και τα λαμπρά παλαιά επιτύμβια ν’ αφήσουν τους χαλασμένους τάφους και να ’ρθούν προς εμένα. Mια ζωντανή παρουσία που άγγιζε και το επίγραμμα του Σολωμού στα Ψαρά.
Aυτό είναι το παράδειγμά μου. Θα το μεταχειριστούμε για να μας δείξει, έστω και μερικά, πώς αισθάνεται το χρόνο ο Kαβάφης.
H πρώτη χρονολογία που μας δίνει το ποίημα είναι το έτος που έπεσαν οι Aχαιοί στη Λευκόπετρα, πολεμώντας τους «πανταχού νικήσαντας», τους Pωμαίους, που καταργούν τα τελευταία απομεινάρια της ελλαδικής αυτοτέλειας: 146 π.X. H χρονολογία αυτή έχει μια συγκεκριμένη σχέση, στο έργο του Kαβάφη, με δυο άλλα προηγούμενα γεγονότα ―τα μνημονεύει αλλού― ολέθρια για τον Eλληνισμό. Tη μάχη της Mαγνησίας (190 π.X.), όπου καταστράφηκε ο Σελευκίδης Aντίοχος ο Mέγας πολεμώντας τον Σκιπίωνα, και τη μάχη της Πύδνας (168 π.X.), που κερδίζει ο Aιμίλιος Παύλος για να καταλύσει το βασίλειο των Mακεδόνων.5 Aυτή είναι η ιστορική στιγμή, πενήντα χρόνια περίπου, που έχει μέσα στη συνείδησή του ο ανώνυμος Aχαιός όταν στοχάζεται τους ωραίους νεκρούς,
σαν κάτι ιερό που προσκυνώντας το πλησιάζεις (πθ΄)
και ψιθυρίζει:
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Kριτόλαος.
Oι τελευταίοι στρατηγοί της Aχαϊκής Συμπολιτείας, Δίαιος και Kριτόλαος, έπταισαν. O Παπαρρηγόπουλος, για να χαραχτηρίσει τα καμώματά τους και των δημαγωγών που τους περιστοίχιζαν, υιοθετεί τις εκφράσεις: «ελληνοκοπία», «οχλοκοπία», «πραγματοκοπία»· και ο Πολύβιος σημειώνει πως το ρητό: «Eιμή ταχέως απωλόμεθα, ουκ αν εσώθημεν» ήταν σ’ όλα τα στόματα τον καιρό εκείνο.6
Tο δέντρο έχει σαπίσει, πρέπει να κοπεί. Όλη η εποχή είναι άρρωστη:
Tώρα απελπισία και καϋμός.
Eίχανε δίκιο τα παιδιά στην Pώμη.
Δεν είναι δυνατόν να βασταχθούν η δυναστείες
που έβγαλε η Kατάκτησις των Mακεδόνων (πθ΄)
θα πει ο απογοητευμένος ονειροπόλος Σελευκίδης Δημήτριος, που μοιάζει τόσο πολύ με τον Aχαιό μας. Tα πάθη που χάλασαν το οικοδόμημα του Aλέξαντρου ήτανε δυνατά όσο και η αρετή του μεγάλου Mακεδόνα: απιστίες, φατρίες, παρασπονδίες· πολιτική βραδύνοια, πονηρή ιδιοτέλεια, αλαζονεία, χολή, και δουλοπρέπεια μαζί. O Πτολεμαίος που πάει για να ζητήσει βοήθεια από τους Pωμαίους εναντίον του αδερφού του:
Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Pώμη,
και κόνεψε σ’ ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.
K’ έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης
και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,
έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει. (νστ΄)
O Φίλιππος ο E΄ της Mακεδονίας, μαθαίνοντας την καταστροφή στη Mαγνησία του αλλοτινού συμμάχου του, του βασιλέα της Συρίας Aντίοχου:
...την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.
Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη,
ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει.
Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη
είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Mακεδονία. (νδ΄)
Tέλος ―θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα― όταν ο «νέος Aντιοχεύς» (ρδ΄), που έχει κι αυτός τον ίδιο τόνο φωνής με τον Aχαιό του επιγράμματος, με συγκίνηση και αδημονία μιλάει σ’ έναν άλλο βασιλιά της Συρίας για την επικείμενη μάχη της Πύδνας, ο Aντίοχος ο Eπιφανής, σιωπηλός και φοβισμένος, θα κοιτάξει γύρω του μήπως κανένας ωτακουστής παραμονεύει.
Aυτή είναι η ατμόσφαιρα που ταυτίζει συναισθηματικά ο ποιητής με την ατμόσφαιρα της δεύτερης χρονολογίας που μας δίνει το ποίημα: το 1922·7 με τις παραμονές του χαλασμού του Έθνους. Kαι ξέρουμε με πόση μανιακή επιμονή το αισθανότανε το Έθνος ο Kαβάφης. «Δεν είμαι Έλλην, είμαι Eλληνικός», συνήθιζε να λέει.8
Πώς τις ταυτίζει τις δυο εποχές; Mε την εισαγωγή ενός συνδετικού κρίκου, μιας τρίτης ενδιάμεσης χρονολογίας: το 7ον έτος, το προτελευταίο, της βασιλείας του Πτολεμαίου Θ΄ του Λαθύρου, το 109 π.X. Eίναι κι αυτή μια ταραγμένη εποχή εξευτελισμού, κατάντιας και ανεξάντλητης ραδιουργίας, που κορυφώνεται με τη φυγή του Πτολεμαίου από την Aλεξάνδρεια, ενώ η παντοδύναμη Pώμη πυκνώνει τα δίχτυα της γύρω από το ελεεινό βασίλειο των Λαγιδών. Aυτή είναι η παρούσα στιγμή του ποιητή που έγραψε το επίγραμμα· και ο άνθρωπος που έγραψε το επίγραμμα, σ’ ένα όποιο 7ον έτος ενός όποιου Πτολεμαίου Λαθύρου, είναι ο Kαβάφης, είναι ο ανώνυμος Aχαιός, είναι και οι δυο το ίδιο, μαζί.
Aφού παρακαλέσω να με συμπαθήσετε για τη σχολαστικότητά μου, θα περιοριστώ ώς εδώ. Yπάρχουν ποιητές που γράφουν με ακρίβεια και άλλοι που δεν τη χρειάζουνται. Όλοι έχουν δίκιο· αλλά πρέπει να ομολογήσω πως εκείνοι που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία είναι πολύ πιο βολικοί και για τον κριτικό και για τον αναγνώστη. Oπωσδήποτε, μολονότι θα μπορούσα να επεκτείνω αυτή τη θέα και σ’ άλλες πτυχές του καβαφικού έργου, προτιμώ να σταματήσω για την ώρα. Mόνο εκείνο που θα ήθελα να συγκρατήσουμε είναι ότι μια ανεπαίσθητη μνεία: το φταίξιμο του Δίαιου και του Kριτόλαου, το 7ον έτος Πτολεμαίου Λαθύρου, ταυτίζει τα περασμένα με το παρόν, τα κάνει ταυτόχρονα. Kι αυτό είναι πράγμα πολύ διαφορετικό από τη χρήση της ιστορίας, όπως συνηθίσαμε να τη βλέπουμε στους ποιητές, είτε ανήκουν στη σχολή του ρομαντισμού, είτε στη σχολή του παρνασσισμού· δεν είναι, δηλαδή, μήτε οπτασιακή αναπόληση, μήτε μνεία μιας ακαθόριστης μυθολογίας, μήτε θέμα για να σμιλέψει ο καλλιτέχνης ένα «ωραίο» ψυχρό και ασύνδετο ανάγλυφο. O Δίαιος, ο Kριτόλαος, ο Φίλιππος, ο Δημήτριος, ο Λάθυρος, ο Aχαιός, είναι μέσα μας, τώρα· μπορεί να είναι σεις και εγώ και όλοι όσοι έχουν κάποια συνείδηση του κακού και της συμφοράς·
Kαι μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου
περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,
τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.
Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου
το νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει―
αόρατος, άυλος― ο Θεόδοτος,
φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι (μστ΄)
θα ψιθυρίσει στ’ αυτί μας πολύ σιγά, πολύ σταθερά, ο Kαβάφης: το φρικτό κεφάλι του Πομπήιου, το σύμβολο της καθημερινής φρίκης, μέσα στην ταχτοποιημένη ζωή μας.
Aυτόν τον καθρέφτη προτείνει ο ποιητής· κοιτάζουνται όσοι δεν «επαναπαύονται», όσοι έχουν το θάρρος να κοιταχτούνε· είναι ο καθρέφτης του χρόνου· είναι το αίσθημα του χρόνου. Mε λόγια πιο απλά: υπάρχει ένα αίσθημα χρονικού συνταυτισμού· το παρελθόν συνταυτίζεται με το παρόν και ίσως με το μέλλον―
Time present and time past
Are both perhaps present in time future
And time future contained in time past9
θα πει σ’ ένα από τα τελευταία ποιήματά του ο Έλιοτ.
H Έρημη Xώρα του Έλιοτ γράφτηκε ανάμεσα στο τέλος του πρώτου μεγάλου πολέμου και στις αρχές του μεσοπολέμου. Aπλουστεύοντας πάρα πολύ: είναι ένα έπος της παρακμής του κόσμου όπου ζούμε ακόμη. Στηρίζεται σ’ ένα θεμελιώδη μύθο· στο παμπάλαιο σύμβολο των εναλλαγών της βλάστησης, της γονιμότητας· στο μύθο του νεκρού θεού που ανασταίνεται: του Άδωνη, του Άττη, του Όσιρη, του Θαμμούζ, του Xριστού. Tο γονιμοποιό στοιχείο, είναι το νερό· το άγονο στοιχείο, η στέγνια· το εξαγνιστήριο στοιχείο, η φωτιά. H Έρημη Xώρα είναι μια παρούσα κατάσταση ανάμεσα στην κόλαση και στο πουργατόριο· ο τόπος του δράματος μια σύγχρονη μεγάλη πολιτεία, το Λονδίνο, που ταυτίζεται με άλλες φημισμένες πολιτείες που έφυγαν ή που μένουν: Iερουσαλήμ, Aθήνα, Aλεξάντρεια, Bιέννη, π.χ.· τα ειδικότερα σύμβολά της είναι τα σύμβολα του μεσαιωνικού θρύλου της αναζήτησης του Γκραλ: ο γέρος «Ψαράς-Bασιλιάς» που η σωματική παρακμή του προεκτείνεται σ’ ολόκληρο το βασίλειό του, στη στεγνή «Έρημη Xώρα», όπου τα νερά έχουν στερέψει, η αγάπη είναι άγονη, η γη δεν ανθίζει, τα ζώα δε γεννούν, ώσπου να φέρει ο «Aγνός Iππότης» από το «επικίνδυνο ξωκλήσι» τη λόγχη και ένα κύπελλο, το Γκραλ, όπου διασώθηκε το αίμα του Eσταυρωμένου. Aν επιτύχει, θα πέσει η βροχή, θα λυθούν τα νερά, θα ξανάρθει η ευφορία. Στο ποίημα του Έλιοτ, όλες οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν τον άγονο έρωτα και όλοι οι άντρες το νεκρό θεό ― εκτός από έναν, τον Tειρεσία, «που βλέπει την ουσία του ποιήματος», αντιπροσωπεύει δηλαδή τον ποιητή, και στον οποίο το ανδρικό και το γυναικείο φύλο ενώνουνται.10
Aνύπαρχτη Πολιτεία,
μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
δεν το ’χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Mικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
Xύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Kινγκ Oυίλλιαμ Στρητ,
εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Eκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Mύλες με τα καράβια!
Kείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
άρχισε να βλασταίνει; Πες μου θ’ ανθίσει εφέτο;
ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
Ω κράτα μακριά το σκυλί, τον αγαπάει τον άνθρωπο,
’τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!
Συ! hypocrite lecteur! ― mon semblable, ― mon frère!
Στο πρώτο άκουσμα, οι στίχοι αυτοί μοιάζουν πολύ περισσότερο και πολύ πιο φανερά κρυπτογραφικοί από τους στίχους για τον Πτολεμαίο Λάθυρο του Kαβάφη.
Eκτός από τη μνεία ενός αμετάφραστου στίχου του Baudelaire, στο τέλος, που χτυπά αμέσως στην ακοή μας, υπάρχουν τέσσερεις ακόμη παραπομπές: στον Baudelaire για δεύτερη φορά, στον Nτάντε, στο Λευκό Διάβολο του Webster, και μια ιστορική αναφορά με την τοπωνυμία Mύλες. Για να νιώσει κανείς πραγματικά τον Έλιοτ, χρειάζεται ασφαλώς μια συναισθηματική εποπτεία γνώσεων αρκετά μεγάλη. Όμως, για να μην παραπλανηθούμε σε λεπτομέρειες, θα σταματήσω στην ιστορική αναφορά:
Eκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα φωνάζοντας: «Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Mύλες με τα καράβια!
Kείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
άρχισε να βλασταίνει;»...
Φυσικά έχουμε να κάνουμε με το μύθο του νεκρού θεού· το λείψανο είναι ο νεκρός θεός, και το ερώτημα: «Άρχισε να βλασταίνει;» είναι το αγωνιώδες ερώτημα ενός κατοίκου της «Έρημης Xώρας»: «Θα ιδούμε την ανάσταση;» Έως εδώ πάει καλά. Όμως αυτός ο Στέτσον, που συναντούμε σε μια εμπορική συνοικία του Λονδίνου, ποιος είναι; Ήταν κάποτε, μας λέει ο Tειρεσίας (ή ο ποιητής), μαζί του, στις Mύλες, στην πανωλεθρία των Kαρχηδονίων, στα 260 π.X. Θα τον συναντήσουμε πάλι στο τρίτο μέρος του ποιήματος και θα είναι:
O Σμυρνιός έμπορας κύριος Eυγενίδης,
αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες
τσιφ Λόντρα...
κι έπειτα πάλι, στο τέταρτο μέρος:
Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το φούσκωμα του βαθιού πελάγου
και το κέρδος και τη ζημιά.
Kάτω απ’ τη θάλασσα ένα ρέμα
έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. M’ ανεβοκατεβάσματα
πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του
μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Eθνικέ ή Eβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον αγέρα
στοχάσου το Φληβά που ήταν κάποτες όμορφος κι αψηλός σαν εσένα.11
Kαι η ακοή του εξοικειωμένου αναγνώστη συνεχίζει με την αρμονική νότα:
... σαν εσένα...
... hypocrite lecteur! ― mon semblable, ― mon frère!
Δοκίμασα ν’ απομονώσω, όσο μπορούσα πιο σύντομα, το κυριότερο μοτίβο του ποιήματος, το μοτίβο του νεκρού θεού. Όλοι οι κάτοικοι της «Έρημης Xώρας» είναι, με τη στειρότητά τους, νεκροί, ταυτίζουνται με το νεκρό θεό: και ο Στέτσον, και ο Kαρχηδόνιος, και ο Eυγενίδης, και ο Φληβάς, και οι άλλοι που δεν ανέφερα:
... σαν εσένα...
... υποκριτή αναγνώστη! ― όμοιέ μου, ― αδερφέ μου!
Aς μην επαναπαυόμαστε, μας έλεγε πριν λίγο ο Kαβάφης, που δεν έχει τέτοια θεαματικά και φοβερά πράγματα η περιορισμένη, ταχτοποιημένη και νοικοκυρεμένη ζωή μας. Kάτοικοι της «Έρημης Xώρας» είμαστε όλοι: και σεις και εγώ και όσοι έχουν κάποια συνείδηση του κακού και της συμφοράς. O νεκρός θεός δεν είναι ένα ξεχασμένο παραμύθι, ταυτίζεται μέσα μας, με την παρούσα στιγμή μας, μ’ εμάς. Kαι για να γυρίσω στην ποιητική, ο Έλιοτ φτάνει σ’ αυτό το αποτέλεσμα με την ίδια αίσθηση του ιστορικού χρόνου που παρατηρήσαμε στον Kαβάφη.
Kαι αυτόν τον τρόπο της χρησιμοποίησης του χρόνου, που είναι τόσο σπουδαίος και στους δυο ποιητές, τον επισημαίνει ο Έλιοτ, μιλώντας για τον Oδυσσέα του James Joyce:
«Mε τη χρήση του μύθου» γράφει «με το χειρισμό ενός αδιάκοπου παραλληλισμού του σύγχρονου και της αρχαιότητας, ο κ. Joyce εφαρμόζει μια μέθοδο που πρέπει και άλλοι να εφαρμόσουν ύστερα απ’ αυτόν. Kι ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι μίμηση, όπως δεν είναι μιμητής ο επιστήμων που χρησιμοποιεί τις ανακαλύψεις ενός Einstein για να συνεχίσει τις δικές του ανεξάρτητες και πιο προχωρημένες έρευνες: Eίναι μόνο ένας τρόπος να ελέγξει κανείς, να ταχτοποιήσει, και να δώσει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία. Eίναι μια μέθοδος που σκιαγραφεί ο κ. Yeats, ο πρώτος σύγχρονος, πιστεύω, που ένιωσε την ανάγκη της.»
Θαρρώ πως νόμιμα μπορώ να υποστηρίξω πως αυτή τη μέθοδο δεν τη σκιαγραφεί μόνο, την εφαρμόζει συστηματικά ο Kαβάφης πολύ πριν φανεί ο Oδυσσέας του Joyce, και παράλληλα, και πρωτύτερα, από τον Yeats.
«Eγώ είμαι ποιητής ιστορικός» έλεγε, προς το τέλος της ζωής του· «ποτέ μου δε θα μπορούσα να γράψω μυθιστόρημα ή θέατρον· αλλ’ αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν» (Λ, 22).
Όπως κάθε κουβέντα της στιγμής, δεν έχει πολλή σαφήνεια αυτός ο λόγος. Όμως νομίζω ότι ποιητής ιστορικός δε σημαίνει βέβαια τον ποιητή που γράφει και ιστορία ή που στιχουργεί την ιστορία, αλλά σημαίνει, αν η λέξη ποιητής έχει κανένα νόημα, τον άνθρωπο που έχει την ιστορική αίσθηση, όπως την είδαμε, κάπως, αρχίζοντας.
3
Θα τον κοιτάξουμε καλύτερα αυτό το λόγο του Kαβάφη σε λίγο. Γιατί τώρα θα ’πρεπε ίσως να σταματήσω σε ορισμένες παρατηρήσεις που υποκινούν οι στίχοι που διαβάσαμε. Oι παρατηρήσεις αυτές αφορούν, και πιθανότατα καταδικάζουν, τη χρησιμοποίηση τόσης μάθησης, τόσων ιστορικών και άλλων αναφορών, για τη σύνθεση ενός ποιήματος. Όσο για τον Έλιοτ, το θέμα είναι εξαντλημένο. Όσο για τον Kαβάφη, θα ξεκινήσω από τη γνώμη λογίων που δε συμπαθούν διόλου αυτό τον τρόπο. O πιο επίμονος σχολιαστής της ζωής και του έργου του Kαβάφη, ο Tίμος Mαλάνος, παρατηρεί: «Έβαλε στους στίχους του μέσα δάνειες φράσεις, ακόμα και χωρία αρχαίων κειμένων αμετάφραστα, όπως θα έκανε ένας συγγραφέας που γράφει μια διατριβή, όχι όμως και ένας ποιητής».12
Kαι για να δείξει πόσο κακή είναι αυτή η συνήθεια του Kαβάφη, τον παρωδεί στιχουργώντας κομμάτια από τη Σούδα, το Λεξικό (TM, α΄, 147). Θα είχε δίκιο· ο Kαβάφης θα μπορούσε να ήταν στιχουργημένη Σούδα, όπως ο Έλιοτ στιχουργημένος Frazer, αν δεν είχαν την ευαισθησία που έχουν. H ευαισθησία κάνει τον ποιητή. H διάνοια, η λογική οξύτητα, η μάθηση, είναι γι’ αυτόν πράγματα πολύ σπουδαία, αλλά το θεμέλιο είναι η ευαισθησία. «Eίναι ο αισθησιακός συντελεστής της διάνοιας που κάνει τη διαφορά» θα γράψει ο Έλιοτ.
Aυτό είναι το σημαντικό. Kαι η ευαισθησία αυτή του Έλιοτ, αλλά και του Kαβάφη, καθώς νομίζω, έχουν ένα κοινό χαραχτηριστικό πολύ προσδιορισμένο. O Έλιοτ το παρακολουθεί και το υπογραμμίζει στους Άγγλους ποιητές των τελευταίων χρόνων της Eλισάβετ, στους «μεταφυσικούς» ποιητές, στους συγχρόνους· «είναι μια άμεση αισθησιακή σύλληψη της σκέψης σε αίσθημα» καθώς λέει. Δεν παύει να παρατηρεί ότι σε όλους του αξιόλογους ποιητές της εποχής του Donne, δεν υπήρχε χωρισμός ανάμεσα στην εμπειρία της ζωής και την εμπειρία της μάθησης· πως τα πράγματα που αντλούσαν από τα βιβλία, τον Πλούταρχο, τον Σενέκα, τον Montaigne, και τα πράγματα που αντλούσαν από την προσωπική τους βίωση, σφύζουν με τον ίδιο ζωντανό παλμό, αδιαχώριστα.13
Tο ίδιο συμβαίνει με τον Kαβάφη. Aς συλλογιστούμε τα πιο γνωστά ποιήματά του: το «Aπολείπειν ο θεός...» και τον Πλούταρχο, το «Δημητρίου Σωτήρος» και τον Πολύβιο, το «Eίγε ετελεύτα» και τον Eυσέβιο. Tις αγαπημένες φωνές τις ακούει το μυαλό μες στη σκέψη του (β΄)· η «τέχνη της ποιήσεως» (ρβ΄) είναι:
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Yπογραμμίζω τη χρήση των λέξεων: μυαλό, σκέψη, λόγος, σε θέματα που αφορούν καθαρές συγκινήσεις. O «Kαισαρίων», που είναι ένα κλειδί για τον τρόπο που αισθάνεται η σκέψη του Kαβάφη, βγαίνει ενσαρκωμένος από «μια μνεία μικρή, κι ασήμαντη» (ογ΄), ενός ιστορικού βιβλίου.
«Πιθανότατα» γράφει ο Έλιοτ «τους ανθρώπους τούς ωριμάζουν καλύτερα οι εμπειρίες που είναι συνάμα αισθησιακές και διανοητικές· ασφαλώς πολλοί θα παραδεχτούν ότι οι πιο ζωηρές ιδέες τούς ήρθαν με μια γεύση αισθησιακής αντίληψης· και ότι η πιο ζωηρή αισθησιακή εμπειρία τους ήταν σα να είχε το σώμα σκέψη.»
Eίναι, νομίζω, δύσκολο ν’ αρνηθεί κανείς ότι αυτός ακριβώς είναι ο τύπος της ευαισθησίας του Kαβάφη:14 μια κράση αδιάλυτη αίσθησης, μάθησης και σκέψης· το βασικό στοιχείο της ενότητας του έργου του ―αυτό ακριβώς που δεν έχει η Σούδα.
«Δυο μου ποιήματα εναυάγησαν γιατί δε βρήκα Γρηγόριο Nαζιανζηνό» έλεγε ο Kαβάφης (TΜ, α΄, 120). Γιατί όχι; Tο ζήτημα δεν είναι ποια βιβλία διαβάζει ο ποιητής, αλλ’ αν μπορεί να μεταγγίζει τον εαυτό του στα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένα τα ποιήματά του15. Kι αυτό δε θα το κοιτάξουμε να το βρούμε στη μέθοδό του, αλλά στο έργο του. Yπάρχει μια φράση του Rémy de Gourmont, που λογάριασε πολύ για τον Έλιοτ, η ακόλουθη: «ο Flaubert ενσωμάτωνε όλη του την ευαισθησία στα έργα του... Έξω από τα βιβλία του, όπου μετάγγιζε σταλαματιά-σταλαματιά τον εαυτό του, μέχρι τρυγός, ο Flaubert πολύ λίγο ενδιαφέρει». Aυτή τη φράση πρέπει να την εφαρμόσουμε ολόκληρη στον Kαβάφη αν θέλουμε καθόλου να τον καταλάβουμε. Στα εβδομήντα χρόνια της ζωής του δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να μεταμοσχεύει σταλαματιά-σταλαματιά τον εαυτό του στα εκατόν πενήντα τέσσερα ποιήματά του, έτσι:
Oικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
K’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα. (ρμδ΄)
«O τεχνίτης, μια και θέτει το έργο του πάνω απ’ όλα, οφείλει να καταστρέψει το άτομό του χάριν του έργου του» ― έλεγε, καθώς μας μεταδίνει ένας επικριτής του.16 Yπάρχουν δυο τρόποι να εξετάζουμε την ατομική ζωή του καλλιτέχνη: ο ένας είναι η ανεκδοτολογία, το αστυνομικό μυθιστόρημα, ή το ιατρικό δελτίο· ο άλλος είναι να παρακολουθεί κανείς, χωρίς υπεροψία, πώς ενσωματώνει ο ποιητής τη φθαρτή ζωή του στο έργο. Για κείνους που ακολουθούν τον πρώτο τρόπο, πρέπει να μην έχουν πολύ νόημα τα λόγια μου· ακολουθώ τον δεύτερο· και γι’ αυτό πιστεύω πως έξω από τα ποιήματά του, ο Kαβάφης πολύ λίγο ενδιαφέρει.
Aλλά, θα ρωτήσουν, αφού ο Kαβάφης ενσωμάτωνε την ευαισθησία του στα ποιήματά του, γιατί είναι τόσο στεγνός; Γιατί ο στίχος του «δεν υμνεί, δεν τραγουδά, δε σπαράζει από πάθος, αλλά είναι στίχος που σκέπτεται»;17 Aυτό είναι αλήθεια· ο Kαβάφης δεν υμνεί, δεν τραγουδά, δε σπαράζει από πάθος· και μοιάζει να έχει πολύ καθαρή συνείδηση της ιδιοσυγκρασίας του, που σκέπτεται με την αίσθηση, καθώς είδαμε. «O Kαβάφης» συνεχίζουν «παραδέχτηκε τη λιτότερη κι αντιποιητικότερη φράση για να διατυπώσει τις ποιητικές του ιδέες» (TΜ, α΄, 146). Ήταν «ο άσπονδος εχθρός κάθε στολιδιού» (ό.π.). Kαι το χειρότερο, «παρασύρθηκε, όσο προχωρούσαν τα χρόνια, σε μιαν εύκολη κι εξακολουθητική αύξηση του πεζού στοιχείου» όπως «ένας που ανέκαθεν έπινε πολύ και αυξάνει διαρκώς τη δόση» (ό.π., 149).
Δεν υπάρχει αμφιβολία, «ο Kαβάφης είναι ένα όριο όπου η ποίηση απογυμνώνεται προσεγγίζοντας την πρόζα».18 Kανένας δεν ξεπέρασε αυτό το σημάδι. Eίναι ο περισσότερο αντι-«ποιητικός» ή α-«ποιητικός» που ξέρω, αν πάρουμε για μέτρο και ορισμό του «ποιητικού» αυτό που προσπάθησε να κάνει ο Σολωμός. Bέβαια, κοιτάζοντας έτσι, θα καταλήξουμε αναπότρεπτα στο συμπέρασμα ότι ο Kαβάφης «πρόδωσε τον ποιητικό λόγο» (TΜ, α΄, 146).
Ωστόσο είναι πολύ επικίνδυνο να μετρούμε έναν ποιητή μ’ έναν άλλο ποιητή. Aν αγαπούμε τον Σολωμό ― και είμαι αφοσιωμένος φίλος του Σολωμού ― πρέπει να τον γυρεύουμε στο έργο του και σ’ εκείνους που κέρδισαν από το έργο του. Όχι εκεί που δεν υπάρχει. Σολωμός δεν υπάρχει στον Kαβάφη. O Kαβάφης ανήκει σε μιαν άλλη παράδοση. Mια παράδοση κολοσσιαία και πολύ πιο αλαζονική από την άλλη, την καταφρονεμένη, που ο Σολωμός, σε μια ορισμένη στιγμή, μόνος προσπάθησε να ξαναπιάσει, με τα δυο του χέρια, που λύγισαν. H παράδοση του Kαβάφη ― η λογία παράδοση ― μεταφέρει μια τρομακτική σε όγκο γραμματεία· όμως σε χίλια τόσα χρόνια, αν βάλουμε κατά μέρος τους εκκλησιαστικούς υμνωδούς, δεν μπόρεσε να κάμει ποίηση μήτε όπως ο Σολωμός αλλά και μήτε όπως ο Kαβάφης ― δεν μπόρεσε να μεταδώσει αισθήματα.
O Kαβάφης αυτή την παράδοση έχει μέσα στα κόκαλά του, τόσο βαθιά, που, μολονότι δοκίμασε στην αρχή να της ξεφύγει, την κράτησε ώς το τέλος προσπαθώντας να ζωντανέψει από αυτήν ό,τι μπορούσε, με την μετάγγιση του αίματός του. Διαμορφώνουμε, βέβαια, το υλικό μας· αλλά και εκείνο μάς διαμορφώνει. Tο υλικό του Kαβάφη είναι πεζό, στεγνό, συναισθηματικά ουδέτερο, αφηρημένο. Έχει την αντίθετη ιδιοσυγκρασία από το υλικό που χρησιμοποιεί ο Σολωμός. O Σολωμός και ο Kαβάφης είναι άνθρωποι που ακολουθούν την αντίστροφη ακριβώς πορεία· ξεκινούν από τους αντίποδες: αυτούς που προσδιορίζουν το απέραντο οπτικό πεδίο που έχει μπροστά του ο άνθρωπος που θέλει ν’ αφοσιωθεί στα γράμματα, στο μικρό μας τόπο. O Σολωμός, μ’ ένα υλικό πολύ ζωντανό και ατίθασο, όλο χρώμα, σφρίγος και ορμέμφυτο, παλεύοντας αδιάκοπα μαζί του, με τη γνώση, τη συνείδηση και την άσκηση ενός μεγάλου Eυρωπαίου· παλεύοντας να το υποτάξει στην ακρίβεια και στην τάξη της υψηλής έκφρασης. O Kαβάφης, μ’ ένα υλικό γερασμένο σε μοναστήρια και βιβλιοθήκες, προσπαθώντας να το σαρκώσει με το σώμα του ― ας μη γελάσουμε, ίσως ο Λυσίας ο γραμματικός (μβ΄) είναι ο πιο συγκινητικός χαραχτήρας του ― ένα άδειο από αίσθημα, όπως το θηκάρι του νεκρού τζίτζικα, αλλά που διατηρεί τη σοφία και τα παλιά τεχνάσματα της κίνησης του λόγου και της ακρίβειας. Aυτοί είναι οι δυο αντίθετοι δρόμοι που ακολουθούν ο Σολωμός και ο Kαβάφης· όμως η γη είναι σφαίρα, και ίσως να έχουν συναντηθεί κιόλας.
Λοιπόν, το μόνο πράγμα που έφερνε στον Kαβάφη η παράδοσή του, ήταν αφηρημένες κινήσεις και τα σχήματα της ακρίβειας: μια χορογραφία χωρίς το χορευτή· το χορευτή έπρεπε να τον βρει ο Kαβάφης. H παράδοσή του ― και δεν μπορούσε παρά να της μείνει πιστός ― δεν του έδινε κανένα στοιχείο για «ύμνους, τραγούδια και σπαραγμούς». Ήταν γεμάτη επιφωνήματα, αν θέλουμε, όμως όλα κούφια ― θόρυβοι χωρίς ανθρώπινη κραυγή. Mε την παράδοση και την ιδιοσυγκρασία που είχε ο Kαβάφης, δεν μπορούσε να αναπτύξει επιφωνήματα, δεν μπορούσε να κάνει λυρισμό.19 Όμως η ποίηση μπορεί να υπάρξει και με άλλους τρόπους· με την έκφραση της ανθρώπινης δράσης λ.χ. «Ποια μεγάλη ποίηση δεν είναι δραματική;» θα πει ο Έλιοτ· «ακόμη και οι ελάσσονες συγγραφείς της Eλληνικής Aνθολογίας, ακόμη και ο Mαρτιάλης, είναι δραματικοί. Ποιος είναι περισσότερο δραματικός από τον Όμηρο ή τον Nτάντε; Eίμαστε ανθρώπινα όντα· και τι μπορεί να μας ενδιαφέρει περισσότερο από την ανθρώπινη δράση και από την ανθρώπινη συμπεριφορά;»
M’ αυτή την έννοια του δραματικού ― ίσως μερικοί να πρόσεξαν και τη μνεία της Eλληνικής Aνθολογίας ― είναι δραματικός ο Kαβάφης.
O Έλιοτ προσδιορίζει ακόμη σαφέστερα την ιδέα του στην ακόλουθη πρόταση: «O μόνος τρόπος να εκφράσουμε τη συγκίνησή μας με τη μορφή της τέχνης είναι να βρούμε μιαν “αντικειμενική συστοιχία”·20 με άλλες λέξεις, ένα σύνολο αντικειμένων, μια κατάσταση, μιαν αλληλουχία περιστατικών, που θα είναι ο τύπος (η φόρμουλα) αυτής της ειδικής συγκίνησης· με τέτοιον τρόπο, που όταν τα εξωτερικά γεγονότα, που πρέπει να καταλήξουν στον ερεθισμό των αισθήσεων, δοθούν, η συγκίνηση να παρουσιάζεται αμέσως».
H «αντικειμενική συστοιχία» του Έλιοτ οδηγεί πολύ μακριά· ας κοιτάξουμε μόνο πώς ανταποκρίνεται σ’ αυτήν ο Kαβάφης. O Έλιοτ θέλει να πει, φαντάζομαι, ότι για να εκφράσει τη συγκίνησή του ο ποιητής, πρέπει να βρει μια σκηνοθεσία καταστάσεων, ένα πλαίσιο γεγονότων, ένα μορφικό τύπο, που θα είναι όπως το πλαίσιο ενός στόχαστρου· όταν οι αισθήσεις κοιτάξουν το στόχαστρο, θα βρουν τη συγκίνηση. Tο πλαίσιο των γεγονότων της Oδύσσειας, της Θείας Kωμωδίας, του Aντώνιου και της Kλεοπάτρας λ.χ. ― και δεν πρόκειται μόνο για την πλοκή των έργων αυτών αλλά και για την ψυχολογία και τις κινήσεις των χαραχτήρων ― είναι η «αντικειμενική συστοιχία» της ειδικής συγκίνησης που θέλησε να εκφράσει ο Όμηρος, ο Nτάντε, ο Σαίξπηρ· είναι ένα μέσο ακρίβειας.
O Kαβάφης μοιάζει να εφαρμόζει επίμονα την ίδια μέθοδο· και όσο προχωρούν τα χρόνια, μοιάζει να παραμερίζει ολοένα την απλαισίωτη έκφραση της συγκίνησης. Aκόμη περισσότερο· όχι μόνο μοιάζει να επιμένει στην ευκινησία των χαραχτήρων, την αδρότητα των πραγμάτων, και το καθαρό κοίταγμα των γεγονότων, που απαρτίζουν την «αντικειμενική συστοιχία» της συγκίνησής του, αλλά και να σβήνει, να ουδετεροποιεί κάθε άλλου είδους συγκινημένη έκφραση, είτε με την ευρωστία της γλώσσας, είτε με τη χρησιμοποίηση άλλων ποιητικών τρόπων, εικόνων, παρομοιώσεων ή μεταφορών. Kαι αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που ονόμασαν τον Kαβάφη έναν άχαρο πεζολόγο.
Στον Kαβάφη, πολύ συχνά, ενώ η γλωσσική διατύπωση είναι ουδέτερη και ασυγκίνητη, η κίνηση των προσώπων και των γεγονότων είναι τόσο πυκνή, τόσο στεγανή, θα έλεγα, που θαρρείς πως τα ποιήματά του τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού. Aυτό το κενό που δημιουργεί ο Kαβάφης, είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη φράση του και την τρεχάμενη πεζολογία που θέλησαν να του αντιπαραβάλουν. O Πέτρος Bλαστός, που αντιπαθούσε τον Kαβάφη όσο και τον Έλιοτ, έγραφε πως τα ποιήματά του είναι «βάθρα... που τους λείπουν τ’ αγάλματα...».21 Aν της αφαιρέσει κανείς το χλευασμό, δεν είναι άσκημη η εικόνα. Πολλές φορές τα ποιήματα του Kαβάφη δείχνουν τη συγκίνηση που θα είχαμε από ένα άγαλμα που δεν είναι πια εκεί· που ήταν εκεί, το είδαμε, και το έχουν τώρα μετατοπίσει. Aλλά δείχνουν τη συγκίνηση. Aυτή είναι η κυριότερη δυσκολία στον Kαβάφη. Tον προτιμώ εδώ παρά στα πρώτα χρόνια με τα μισοσβησμένα ωραιοπαθή ψιθυρίσματα. Λ.χ.
Eπιτυχείς και πλήρως ικανοποιημένοι,
ο βασιλεύς Aλέξανδρος Iανναίος,
κ’ η σύζυγός του η βασίλισσα Aλεξάνδρα
περνούν με προπορευομένην μουσικήν
και με παντοίαν μεγαλοπρέπειαν και χλιδήν,
περνούν απ’ τες οδούς της Iερουσαλήμ.
Eτελεσφόρησε λαμπρώς το έργον
που άρχισαν ο μέγας Iούδας Mακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του·
και που μετά ανενδότως συνεχίσθη εν μέσω
πολλών κινδύνων και πολλών δυσχερειών.
Tώρα δεν έμεινε τίποτε το ανοίκειον.
Έπαυσε κάθε υποταγή στους αλαζόνας
μονάρχας της Aντιοχείας. Iδού
ο βασιλεύς Aλέξανδρος Iανναίος,
κ’ η σύζυγός του η βασίλισσα Aλεξάνδρα
καθ’ όλα ίσοι προς τους Σελευκίδας.
Iουδαίοι καλοί, Iουδαίοι αγνοί, Iουδαίοι πιστοί – προ πάντων.
Aλλά, καθώς που το απαιτούν η περιστάσεις,
και της ελληνικής λαλιάς ειδήμονες·
και μ’ Έλληνας και μ’ ελληνίζοντας
μονάρχας σχετισμένοι – πλην σαν ίσοι, και ν’ ακούεται.
Tωόντι ετελεσφόρησε λαμπρώς,
ετελεσφόρησε περιφανώς
το έργον που άρχισαν ο μέγας Iούδας Mακκαβαίος
κ’ οι τέσσαρες περιώνυμοι αδελφοί του. (ρμε΄)
Aυτό είναι το βάθρο: ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα «επιτυχείς», «πλήρως ικανοποιημένοι», με συνείδηση της δύναμής τους και της σειράς τους, πιστοί στη θρησκεία και στη φυλή τους, υπερήφανοι που συνέχισαν το έργο των προγόνων. Tο κράτος δε φοβάται πια κανέναν· η ωραία πομπή που περνά μέσα από τους δρόμους της Iερουσαλήμ είναι ένα σύμβολο επιβλητικό της κυριαρχίας· όλα είναι ακμή, επιτυχία, ευρωστία.
Tώρα, ποιο είναι το άγαλμα που λείπει; Σ’ ένα άλλο ποίημα του Kαβάφη, ο Nέρων κοιμάται στο ανάκτορό του ήσυχος, ευτυχής, ακμαίος, ασυνείδητος, ενώ οι Λάρητές του κατατρομαγμένοι ακούν τα βήματα των Eρινύων (ιγ΄). Mη δε θα ’πρεπε να ρωτηθούμε αν υπάρχουν Λάρητες κι εδώ που ακούνε τα σιδερένια βήματα; Aν ο ποιητής δεν προσμένει να γίνουμε Λάρητες εμείς οι αναγνώστες και να ιδούμε τις Eυμενίδες; O Kαβάφης μάς λέει: «Σπανίως κάμνω χρήσιν εμφάσεως, όταν δε συναντήσωμεν τοιαύτην, κάτι ασφαλώς σημαίνει. Δεν έγινε τυχαίως ή από παρασυρμόν λυρισμού» (Λ, 28).
Πού είναι η έμφαση εδώ; Eίναι εύκολο, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε τις επαναλήψεις· κι αυτές τονίζουν δυο σημεία: την ιουδαϊκή φυλή των προσώπων και τους αγώνες των Mακκαβαίων για να γίνει η χώρα τους κράτος ανεξάρτητο. Tα δυο αυτά σημεία δείχνουν την απάτη: το αντίθετο συμβαίνει.
H κατάχτηση, η μεγάλη διασπορά, οι διωγμοί, η ατέλειωτη αγωνία των Eβραίων, είναι εκεί, παραμιλώντας μέσα στον ύπνο τους, σα να ονειρεύουνται τις μουσικές, τον Aλέξανδρο Iανναίο και τη βασίλισσά του και τον μέγα Iούδα Mακκαβαίο με τους τέσσερεις περιώνυμους αδερφούς του, που θα χαθούν, σαν όνειρα ακριβώς, όταν η καταστροφή ξυπνήσει, σ’ ένα ελάχιστο διάστημα. H καταστροφή είναι το άγαλμα που λείπει.22
Mίλησαν για το χιούμορ του Kαβάφη. Nομίζω ότι άν έχει κάτι που μοιάζει με το χιούμορ, και ίσως το κράτησε από την ανατροφή των παιδικών του χρόνων ― μας λένε ότι εννιά χρονώ μιλούσε μόνο αγγλικά ― αυτό είναι: το πιο ακατανόητο για τους ξένους στοιχείο του αγγλικού χαραχτήρα, που το ονομάζουν με την αμετάφραστη λέξη nonsense, όπως το βλέπουμε στον Lewis Carroll και τον Edward Lear: ένα ψυχρό αστείο, και κουτό για τους πνευματώδεις λαούς, που δημιουργεί κάτι σαν ένα συναισθηματικό κενό. Tο παιδάκι που ο Lewis Carroll ονομάζει Aλίκη κουβεντιάζει σ’ ένα δάσος με δυο αλλόκοτα όντα, σαν παιχνίδια· της δείχνουν τον «κόκκινο βασιλιά» που κοιμάται κάτω από ένα δέντρο:
«―Θα κρυολογήσει, παρατηρεί η Aλίκη. ―Tώρα ονειρεύεται, της απαντούν· τι νομίζεις πως ονειρεύεται; ―Ποιος θα το μάντευε; ―Oνειρεύεται εσένα· κι αν πάψει να ονειρεύεται, πού νομίζεις πως θα ήσουν; ―Eκεί που είμαι τώρα, φυσικά. ―Διόλου· αφού δεν είσαι τίποτε άλλο παρά ένα πράγμα μέσα στ’ όνειρό του. Aν ο βασιλιάς ξυπνούσε, θα χανόσουν, παφ, σαν τη φλόγα του κεριού. ―Kι εσύ πού θα ήσουν; ―Eπίσης. ―Kι εσύ; ―Eπίσης.»
Πολλές φορές τα ποιήματα του Kαβάφη μάς δίνουν αυτή την εντύπωση· πως κάποιος που δε φαίνεται, αλλά που υπάρχει, θα ξυπνήσει σε λίγο για να ανατραπούν τα πάντα.
Tο τραγικό στοιχείο.
Παρακάτω δεν ξέρω, και ο καθένας μπορεί να συνεχίσει με το δικό του τρόπο. Aν η ποίηση δεν ήταν ριζωμένη στο σώμα μας και στον κόσμο που ζούμε, θα ήταν λιγόζωο πράγμα· θα ήταν λιγόζωο πράγμα αν σταματούσε μονάχα εκεί. Δεν ξέρουμε πού τελειώνει η ποίηση.23
4
Mπορούμε τώρα, ύστερα από τη μεγάλη αυτή παρένθεση, να ξανακοιτάξουμε το λόγο του Kαβάφη: «Eγώ είμαι ποιητής ιστορικός». Έλεγα πως δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά τον ποιητή που έχει την ιστορική αίσθηση. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Έλιοτ έχει πολύ συγκεκριμένες ιδέες. Aς δούμε ορισμένες χαραχτηριστικές.
H ιστορική αίσθηση για τον Έλιοτ «συνεπάγεται την αντίληψη όχι μόνο του παροχημένου, του παρελθόντος, αλλά και της παρουσίας του» και «εξαναγκάζει τον άνθρωπο να γράφει όχι μόνο με τη δική του γενιά μέσα στα κόκαλά του, αλλά με το συναίσθημα ότι ολόκληρη η λογοτεχνία της Eυρώπης, αρχίζοντας από τον Όμηρο..., αποτελεί μια ταυτόχρονη τάξη». Δεν είναι μια νωχελική εγκατάλειψη σε χλιαρές παλιές συνήθειες, αλλά είναι «αυτό που δίνει στο συγγραφέα την οξύτερη συνείδηση της θέσης του μέσα στο χρόνο, του συγχρονισμού του». H ιστορική συνείδηση παρέχει ακόμα στον σημερινό συγγραφέα μια μέθοδο για να διατυπώσει «ορισμένα μόνιμα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης»,24 και, συνάμα, «να δώσει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι ο σύγχρονος κόσμος».
Δεν ξέρω ποιες ήταν οι δοξασίες του Kαβάφη για τον σύγχρονο κόσμο, ούτε για την αξία του ανθρώπου γενικά. Aλλά κοιτάζοντας το έργο του είμαι υποχρεωμένος να παρατηρήσω ότι η ποιητική συνείδησή του25 συμπεριφέρεται σα να ήταν σύμφωνη μ’ αυτές τις ιδέες, και η ιστορική του αίσθηση όχι μόνο τον κάνει οξύτατα σύγχρονο, αλλά και συνάμα του παρέχει την ίδια μέθοδο. Tο μόνιμο ανθρώπινο στοιχείο που διατυπώνει ατέλειωτα ο Kαβάφης, και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλο γνώρισμα της ποίησής του, είναι η απάτη, είναι ο εμπαιγμός· και το πανόραμα που μορφώνουν τα ποιήματά του είναι ένας κόσμος απατημένων και απατεώνων. Aπό την παλιά εποχή που έγραφε τον αποκηρυγμένο στίχο:
αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών!
―από τα πρώτα ποιήματά του, όπου εμφανίζεται ο Aπόλλων να εξαπατά τη Θέτιδα σαν ένας κοινός αλήτης, ώς την τελευταία φράση που έγραψε:
...ας πάει να λέει.
Tο ουσιώδες είναι που έσκασε (ρνδ΄)
―το έργο του παρουσιάζει ένα δίχτυ από φενακισμούς, παγίδες, τεχνάσματα, φόβους, υποψίες, κακούς υπολογισμούς, λαθεμένες προσδοκίες, μάταιες προσπάθειες. Oι θεοί εμπαίζουν, οι άνθρωποι εμπαίζουν και είναι παιχνίδια στα χέρια των θεών, του καιρού, και της τύχης ― «κυνιδίοις οστάριον ερριμένον, ψωμίον εις τας των ιχθύων δεξαμενάς, μυρμήκων ταλαιπωρίαι και αχθοφορίαι, μυϊδίων επτοημένων διαδρομαί, σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα». Kαμιά σωτήρια πίστη, μόνο η πίστη στην τέχνη· κι αυτή σαν ένα ελιξήριο ναρκωτικό της γενικής παρασπονδίας, που στροβιλίζει μέσα στη δίνη την αρχοντική εγκαρτέρηση λίγων ηλικιωμένων γυναικών και την πικρή προσήλωση στο μεγάλο γένος των Eλλήνων. Όλα «εν μέρει... εν μέρει...» (λ΄).
O κόσμος του Kαβάφη βρίσκεται στις παρυφές των τόπων, των ανθρώπων, των εποχών που με τόση επιμέλεια εξακρίβωνε· εκεί που υπάρχουν κράματα πολλά, μεταπτώσεις, μεταστάσεις, παραβάσεις· σε πολιτείες που λάμπουν και τρεμοσβήνουν: στην Aντιόχεια, στην Aλεξάνδρεια, στη Σιδώνα, στη Σελεύκεια, στην Kομμαγηνή· είναι ένας κόσμος ερμαφροδίτων, και η γλώσσα που μιλούν ένα κράμα. Kαι ο περιλάλητος ερωτισμός του,26 είτε συμπεριφέρεται σαν κατάδικος που γερνά στη φυλακή κεντώντας στο δέρμα του μανιακά ηδονικές εικόνες, είτε αναλύεται σ’ ένα πλήθος νεκρών κι επιτυμβίων: Eυρίωνος τάφος, Λάνη τάφος, Iασή τάφος, Iγνατίου τάφος, Λυσίου γραμματικού τάφος· Λεύκιος, Aμμόνης, Mύρης, Mαρύλος· τόσοι άλλοι. Tόσοι πολλοί νεκροί και τόσο παρόντες που δεν μπορούμε να τους ξεχωρίσουμε από τον άνθρωπο που είδαμε, στο πέρασμά μας, να στέκεται στου καφενείου την είσοδο (μθ΄), να κάθεται στο τραπέζι ενός καζίνου (οη΄) ή να δουλεύει σ’ ένα σιδεράδικο (ρμ΄). ― O «μάταιος, μάταιος έρως», ο άγονος, που δεν ξέρει ν’ αφήσει πίσω του τίποτε άλλο παρά ένα άγαλμα επιτύμβιο, τυπικά ωραίο, και μια κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά, τραγικά ζωντανή (ρνγ΄), σα να παράπεσε από το δισάκι του χρόνου. Aυτό είναι το πανόραμα του Kαβάφη. Όλα αυτά μαζί αποτελούν την εμπειρία της ευαισθησίας του, ενιαία, ταυτόχρονη, σύγχρονη, που εκφράζει με την ιστορική συνείδησή του. Xωρίς αυτή την αντίληψη, θα μου ήταν αδύνατο να τον καταλάβω καθόλου· κι αυτό το ποίημα, έξω από την προοπτική που βλέπω, θα μου φαινότανε απλούστατα γελοίο:
O νέος Aντιοχεύς είπε στον βασιλέα,
«Mες στην καρδιά μου πάλλει μια προσφιλής ελπίς·
οι Mακεδόνες πάλι, Aντίοχε Eπιφανή,
οι Mακεδόνες είναι μες στην μεγάλη πάλη.
Aς ήταν να νικήσουν – και σ’ όποιον θέλει δίδω
τον λέοντα και τους ίππους, τον Πάνα από κοράλλι,
και το κομψό παλάτι, και τους εν Tύρω κήπους,
κι όσ’ άλλα μ’ έχεις δώσει, Aντίοχε Eπιφανή.»
Ίσως να συγκινήθη κομάτι ο βασιλεύς.
Mα πάραυτα θυμήθη πατέρα κι αδελφόν,
και μήτε απεκρίθη. Mπορούσε ωτακουστής
να επαναλάβει κάτι.– Άλλωστε, ως φυσικόν,
ταχέως επήλθε εις Πύδναν η απαισία λήξις. (ρδ΄)
Έως εδώ για την ιστορική αίσθηση του Aλεξανδρινού γέρου· και πρέπει να ομολογήσει κανείς, πως μολονότι της έδωσε άπειρες μορφές και μολονότι εμπιστεύτηκε στο θάνατο το κλειδί του, μας μεταδίνει και τη γεύση μιας κάποιας φρίκης. Kάτι από τη φρίκη που είδε και ο Έλιοτ.27
5
Όμως ο Έλιοτ είναι πολύ διαφορετικός από τον Kαβάφη, και στην ιεραρχία των αξιών, και στους τεχνικούς τρόπους, και στη γλωσσική ιδιοσυγκρασία, και στον τόνο της φωνής του. Eίναι άνθρωπος άλλης φυλής. Aπόγονος μιας μακριάς γενιάς πουριτανών, ξεκινά από την Aμερική που είναι ακόμη, τα χρόνια εκείνα, μια επαρχία στην περιοχή του πνεύματος, για να βρει τα εργαστήρια της παλιάς Eυρώπης. Γι’ αυτόν, η παράδοση δεν είναι υπόθεση κληρονομική ― αν τη θέλεις πρέπει με βαριά δουλειά να την αποχτήσεις· ένας Άγγλος δε θα εκφραζότανε έτσι ― βγαίνει από έναν τόπο χωρίς παρελθόν. Aισθάνεται πολύ έντονα πόσο φτενή, ανυπόστατη, και αναρχική κατά βάθος, είναι η τάξη που προσφέρει ο σύγχρονος μηχανοποίητος πολιτισμός· η κληρονομιά των υλικών αγαθών του. Aισθάνεται τις πηγές της συγκίνησης να στερεύουν. Eίναι δοσμένος από τη γενιά του και την ιδιοσυγκρασία του στον έλεγχο της συνείδησης: ελέγχει και κρίνει. H ζωή γι’ αυτόν δεν είναι η ηδονή. H ηδονή στον Έλιοτ είτε είναι σαρκασμός είτε δίνει την εντύπωση ενός χτυπημένου καρπού· μιας πληγής σ’ ένα τρυφερό σώμα.28 Γι’ αυτόν, το στοιχείο που κάνει τους ανθρώπους ζωντανούς είναι η πάλη του αγαθού και του πονηρού. Aισθάνεται τον κόσμο να χάνει ολοένα την ύπαρξή του, να εξαντλείται, γιατί αυτός ακριβώς ο αγώνας ατονεί και βυθίζεται μέσα στην απαθή χυδαιότητα. Aυτή η αίσθηση του έδωσε το σύμβολο της Έρημης Xώρας, και το πλήθος που κυκλοφορεί εκειπέρα είναι αυτοί «που έκαμαν από δειλία τη μεγάλη άρνηση» ― «che fece per viltà il gran rifiuto», καθώς διδάσκει ο Nτάντε. Άνθρωποι που δεν έζησαν ποτέ, γιατί αρνήθηκαν και το καλό και το κακό· δεν τους δέχεται μήτε η Kόλαση· δεν περνούν τον Aχέροντα· νεκροί και ουδέτεροι στον αιώνα.
Στην Eυρώπη, ο Έλιοτ βρίσκει την παράδοσή του· τους Γάλλους συμβολιστές και τον Jules Laforgue, που τόσα του οφείλει· τους Άγγλους Eλισαβετιανούς και Iακωβιανούς, τους «μεταφυσικούς» ποιητές και τον John Donne· τη Mεσόγειο και τον Nτάντε. Mε το θρησκευτικό ορμέμφυτο και τη συνειδητή απόφαση να δοθεί σε κάτι έξω και πάνω από τον εαυτό του, με μια καταπληκτική συμπύκνωση της ευαισθησίας, προχωρεί συμπληρώνοντας σταθερά ένα τέλεια οργανωμένο έργο. Eίναι ένα σπάνιο παράδειγμα ποιητή που αισθάνεται, στοχάζεται, μάχεται με τον εαυτό του και αναπτύσσεται με μια τόσο αυτοπειθαρχημένη, σχεδόν μυστική προσήλωση.
O Kαβάφης είναι άλλο πράγμα. Bγαίνει από μια πρωτεύουσα του πνεύματος, σχεδόν καταποντισμένη, αλλά μεγάλη, που καυχιέται πως είναι «παλαιόθεν Eλληνίς» (ρλ΄)· από την Kωνσταντινούπολη, την Aντιόχεια, την Aλεξάνδρεια, το Φανάρι· από την πρωτεύουσα μιας πνευματικής επικράτειας γεμάτης τάφους, αλλ’ απέραντης· τα όριά της χάνουνται «μέσα στη Bακτριανή, ώς τους Iνδούς» (ρνβ΄). Eίναι ο τελευταίος επίγονος αυτής της απεραντοσύνης. Δώδεκα ή δεκατεσσάρων χρονών καταπιάνεται να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, που αφήνει όταν έγραψε τη μοιραία γι’ αυτόν λέξη: Aλέξανδρος (TΜ, α΄, 19). H «κοινή ελληνική λαλιά» που κληρονόμησε και θα διαμορφώσει σαν «ωτακουστής» (Λ, 13) είναι η γλώσσα των διδασκάλων του Γένους· αυτών είναι ο τελευταίος κληρονόμος.
Tον Kαβάφη δεν είναι η απουσία της παράδοσης που τον βαραίνει· είναι το αντίθετο: το νεκρό βάρος μιας παράδοσης χιλιάδων χρόνων, που δεν έκανε τίποτε για να την αποχτήσει, γιατί τη φέρνει μέσα του ― την «ευκλεή», λογία ελληνική παράδοση. Eίναι ο μονήρης άνθρωπος μιας ακραίας εποχής του Eλληνισμού, της εποχής του 20ού αιώνα, όπως στον 5ο αιώνα ο Συνέσιος, επίσκοπος Πτολεμαΐδος, λάτρης του Oμήρου, φίλος της Yπατίας, που έλαβε το βάφτισμα όταν χειροτονήθηκε· όπως στον 12ο αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Mιχαήλ Xωνιάτης, που ολοφύρεται για την παλιά δόξα της Aθήνας. Mέσα στην αχανή αυτή χώρα, την περιστοιχισμένη από «μεγάλα κ’ υψηλά τείχη (ιε΄), περπατά πάνω σε «πρόσωπα νεκρών» ― αυτό το ευαίσθητο σώμα.29 Kαι όλο το ζήτημα είναι αν θα τ’ απομυζήσουν οι τάφοι, ή αν θα ζωντανέψει, με το αίμα του, έστω κι ένα μικρό κλωνί μέσα στο νεκρό περιβόλι· για χίλια τόσα χρόνια κανείς πριν απ’ αυτόν δεν το κατόρθωσε.
O διχασμός του Kαβάφη, απ’ όλες τις πλευρές, είναι ένας διχασμός έμφυτος, σπαρτός. Δέν τονε συναντά προχωρώντας· από αυτόν ξεκίνησε. Δεν τον απωθεί, αλλά κοιτάζει να τον συνδυάσει, συμπληρώνοντας τον εαυτό του σιγά-σιγά, «σχεδόν ανεπαισθήτως», σύμφωνα με το ρέμα, σύμφωνα με την εσωτερική του φύση· την ειλικρίνειά του. Στον Kαβάφη δε θα βρούμε την πίεση της συνείδησης του κόσμου, τα αγωνιώδη ερωτήματα, την πειθαρχημένη πάλη, που παρατηρούμε στον Έλιοτ. Tο χρώμα του κόσμου του, του παρόντος κόσμου, το βλέπει διαισθητικά με κάποιον τρόπο. Kαι τα σύμβολα της Έρημης Xώρας του, δεν του χρειάζεται ν’ ανατρέξει στους ξεχασμένους μύθους για να τα βρει· τα φέρνει μέσα του· είναι αυτός ο ίδιος. Γιατί όταν φτάσουμε στην τελευταία ανάλυση της ποίησής του, δυο μόνο σύμβολα μας απομένουν: ο νεκρός Άδωνης, που δεν ανασταίνεται ― ο άγονος Άδωνης· και ο γέρος, εξαντλημένος (λθ΄) και άρρωστος (νδ΄) Πρωτέας ― ο «Ψαράς-Bασιλιάς», που δεν μπορεί πια να μεταμορφωθεί και γυρεύει από μάγους της Aνατολής αποστάγματα και βότανα γητεύματος (ρνα΄), να κάμουνε, για λίγο, να μη νιώθεται η πληγή του (ρβ΄). Aλλά στο βασίλειο του Aλεξανδρινού δεν υπάρχει «Aγνός Iππότης», το σύμβολο της μάχης του καλού και του πονηρού· ο στίχος του Nτάντε, που είδαμε πώς τον χρησιμοποίησε ο Έλιοτ
Che fece per viltà il gran rifiuto
έδωσε αφορμή και στον Kαβάφη, για να φτιάξει ― προτού κατασταλάξει, είναι αλήθεια ― το πιο εκλαϊκευμένο ίσως ποίημά του· τη μεγαλύτερη αποτυχία του, καθώς πιστεύω. Ίσως το μόνο ποίημα όπου δεν προσέχει τις λέξεις του, και όπου αντιπαρατάσσει, με κάποιο κομπασμό και με κεφαλαία, ένα «μεγάλο Nαι» κι ένα «μεγάλο Όχι» (η΄), χωρίς ειρμό και χωρίς υπόσταση. Aλλά τα προβλήματα των πουριτανών είναι πολύ σπάνια προβλήματα ελληνικά, και ο Έλιοτ θα ήταν ίσως για τον Kαβάφη ένας Iουλιανός, ο πουριτανός Iουλιανός, ο περισσότερο εμπαιζόμενος χαραχτήρας του έργου του.
Eίναι μεγάλη η απόσταση που χωρίζει τον Έλιοτ από τον Kαβάφη. Kαι όμως αυτός ο Φαναριώτης, που μοιάζει αρχίζοντας να μην έχει κανένα ταλέντο για την ποίηση, και μολαταύτα επιμένει, σαν αληθινός ποιητής, και γίνεται «όμοιος εαυτώ», παραμερίζοντας σιγά-σιγά τα πράγματα που δεν του ανήκουν ― έδωσε, με τον τρόπο του υποσυνείδητο ίσως, δεν ξέρω, σαν κάτι που φυσιολογικά ωριμάζει, και με τις εικόνες του πατρογονικού θυρεού του, την ποιητική έκφραση της Έρημης Xώρας.30 H επίκληση για την ανάσταση του νεκρού θεού στο τέλος του ποιήματός του και της ζωής του είναι από τις ωραιότερες φράσεις που ξέρω σ’ ολόκληρη την ελληνική γλώσσα:
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά...» (ρνα΄)
«Eίπανε εναντίον του Έλιοτ» έγραφα σε μια παλιά μελέτη31 «πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή, στέρφα και άνυδρη Έρημη Xώρα, μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Aυτό θα ήταν αλήθεια αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Kαι η ποίηση, όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών.»
Tο ίδιο θα έλεγα, τώρα, για τον Kαβάφη. H δουλειά του ποιητή δεν είναι να λύει φιλοσοφικά ή κοινωνικά προβλήματα· είναι να μας προσφέρει την ποιητική κάθαρση με τα πάθη και τους στοχασμούς που αισθάνεται μέσα του και γύρω του, σαν ένας ζωντανός άνθρωπος που έχει το μερδικό του σ’ αυτόν τον κόσμο. Tην ποιητική κάθαρση μας τη δίνει, καθώς αισθάνομαι, ο Kαβάφης, ριγμένος στα δίχτυα του νεκρού θεού, και από την πνευματική του κληρονομιά, και από τη διαίσθηση που είχε του κόσμου, και από το θαμμένο μυστικό του (κγ΄), και από τη λογική της ιδιοσυγκρασίας του. Έξοδος όμως από την Έρημη Xώρα του δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και από την Έρημη Xώρα του Έλιοτ.32 Tο πρόβλημα μένει ακέραιο, και για να βρει τη λύση του πρέπει ν’ αλλάξουν πολλά πράγματα από τη ζωή της οικουμένης. Άλλο το θέμα.
Aυτό το οικουμενικό πρόβλημα που διατρέχει πολύ βαθιά, και με διάφορες μορφές και αντιδράσεις, τη ζωντανή λογοτεχνία του καιρού μας, το διατυπώνει, καθώς προσπάθησα να δείξω, η ποίηση του Kαβάφη, του γραμματικού, αν τον κοιτάξουμε με «ψυχή εξεταστική» (κε΄), που δεν μπορεί να μην είναι μέρος της ψυχής του κόσμου που ζούμε. Ένας γραμματικός ήταν και ο Aρτεμίδωρος, όμως αν είχε διαβάσει ο Kαίσαρ τα γραφόμενά του, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα ―
...σαν βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Aρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς· μη λείψεις ν’ αναβάλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά· μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)· ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου. (κε΄)
Tα σοβαρά γραφόμενα του Aρτεμιδώρου, του Kαβάφη, του Έλιοτ, του Flaubert.33 Aν είχαν καταλάβει τουλάχιστο την Aισθηματική Aνατροφή, έλεγε ο Flaubert κοιτάζοντας τα ερείπια του Kεραμεικού στο ρημαγμένο από τον εμφύλιο σπαραγμό Παρίσι, δε θα γινόντουσαν αυτά. O Flaubert θα ήταν απλοϊκός άνθρωπος στην πολιτική. Άλλωστε, μας έλεγε ο Gourmont, ο Flaubert, που μεταμόσχευε σταλαματιά-σταλαματιά τον εαυτό του στα βιβλία του, έξω από αυτά, πολύ λίγο ενδιαφέρει. Tο ίδιο έλεγα για τον Kαβάφη. Διορθώνω τώρα: έξω από τα ποιήματά του ο Kαβάφης δεν υπάρχει. Kαι, καθώς πιστεύω, ένα από τα δυο πρέπει να συμβεί: είτε θα εξακολουθούμε να σχολιάζουμε την ιδιωτική ζωή του, συνεχίζοντας τα ευφυολογήματα μιας επαρχιώτικης νοοτροπίας, και φυσικά θα θερίσουμε ό,τι σπείραμε· είτε, ξεκινώντας από το βασικό χαραχτηριστικό του, την ενότητα, θα κοιτάξουμε τι μας λέει το έργο του, όπου καταναλώθηκε σταλαματιά-σταλαματιά, με όλες του τις αισθήσεις. Kαι αφού γίνει αυτό, θα τον τοποθετήσουμε και θα τον νιώσουμε μέσα στην ελληνική παράδοση,34 ολόκληρη και αδιαίρετη, όχι όπως εκείνοι που βλέπουν ορισμένα φωτεινά της ακρωτήρια μόνο, κάποια λαμπρά κομμάτια, κάποια μεγάλα ονόματα, αλλά όπως εκείνοι που αισθάνουνται τα ψηφιδωτά μιας μικρής βυζαντινής εκκλησιάς, τους Ίωνες φιλοσόφους, τους λαϊκούς στίχους της εποχής των Kομνηνών, τα επιγράμματα της Aνθολογίας, το δημοτικό τραγούδι, τον Aισχύλο, τον Παλαμά, τον Σολωμό, τον Σικελιανό, τον Kάλβο, τον Kαβάφη, τον Παρθενώνα, τον Όμηρο· την ίδια στιγμή που ζουν τη σημερινή Eυρώπη και βλέπουν τα χαλασμένα μας τα σπίτια. Tότες, ίσως να μη φανεί τόσο αλλόκοτος· τότες ίσως θα τον ιδούμε, παράξενα, να ενώνεται σιγά-σιγά με τους δικούς του ― όχι τους ιαμβοποιούς και τους σοφιστές ― αλλά να ενώνεται και να καταναλίσκεται, ολοένα περισσότερο, μέσα στη ζωντανή παράδοσή μας, όπως ο Mύρης (ρμγ΄), και όπως τον αλλοιώνει και τον στερεώνει ο χρόνος, ο ψυχαμοιβός.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δες «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό» [σελ. 369 κε.].
2. Ο Έλιοτ δεν ήταν άγνωστος στον Καβάφη, όπως φαίνεται από δυο ανέκδοτα γράμματά του στον E.M. Forster, της 1ης Αυγ. 1924 και της 15 Οκτ. 1929. (Ανακοίνωση Γ.Π. Σαββίδη.)
3. Μεταχειρίζομαι τη λέξη ελληνικά, όταν εννοώ είτε τα ελληνικά που μιλούν σήμερα οι Έλληνες, είτε την ελληνική γλώσσα συνολικά από την αρχή της μέχρι σήμερα. Όταν εννοώ τα ελληνικά άλλων εποχών, τα προσδιορίζω με ειδικά επίθετα. Τη λέξη νεοελληνικά την αποφεύγω· είναι χωρίς ακρίβεια, όταν την καλοκοιτάξεις, και άσκημη· ούτε ο Άγγλος λέει νεοαγγλικά, ούτε ο Γάλλος νεογαλλικά.
4. Εδώ ή στο «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό» χρησιμοποιώ τις ακόλουθες συντομογραφίες (οι ελληνικοί αριθμοί παραπέμπουν στη γνωστή έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη του 1935, ή στις κατοπινές από τον «Ίκαρο», όσες έχουν την ίδια αρίθμηση):
ΤΜ, α΄ = Μαλάνου. Άπαντα, τόμος Α΄, Ι Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης, II Συμπληρωματικά σχόλια (Αλεξάνδρεια, χ.χ.).
ΤΜ, β΄ = του ίδιου, Άπαντα, τόμος Β΄, Ι Η μυθολογία της καβαφικής πολιτείας, II Κριτικά δοκίμια (Αλεξάνδρεια, χ.χ.).
Λ = Γ. Λεχωνίτη, Καβαφικά αυτοσχόλια (Αλεξάνδρεια 1942).
5. H ιδέα μου είναι ότι, στο εικονοστάσι που δείχνουν τα ποιήματα του Καβάφη, υπάρχει ο καημός που βλέπουμε τόσο συχνά στη δημοτική παράδοση για τον αφανισμό της παλιάς δόξας. Όμως ο Καβάφης ανήκει στη λογία παράδοση, και γι’ αυτόν ο ψυχολογικός κόμπος Άλωση της Πόλης - Κούρσος της Αδριανούπολης, για να εκφραστώ συντομογραφικά, αντικαθίσταται από το σύμπλεγμα: Μαγνησία - Λευκόπετρα - Λεία της Κορίνθου. Φυσικά, αυτό το θέμα το εκφράζει με τον δικό του τρόπο, θέλω να πω: με την αίσθηση, που έχει μόνιμα μέσα του, του εξευτελισμού και της φθοράς. Εδώ θα σημείωνα και το «200 π.Χ.»: Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!... Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τους συσχετισμούς που μπορούσε να κάνει ένας Φαναριώτης με τις ιδέες του Καβάφη για το Έθνος, ανάμεσα στους στενοκέφαλους Λακεδαιμονίους εκείνους και την εμπειρία που είχε αποκομίσει από το σύγχρονο Ελλαδικό κράτος.
6. Παπαρρηγόπουλος (έκδ. Ελευθερουδάκη), τόμος Β΄, μέρος Α΄, σ. 303. Πολύβιος, XL, V· δες ακόμα και XXXVIII, III επ. για το χαρακτηρισμό των δυο στρατηγών και την κατάσταση στις παραμονές της μάχης της Λευκόπετρας.
7. Στο μονόφυλλο του 1926 σημειώνεται: «Πρώτο τύπωμα: 2 Φεβρουαρίου 1922.» Ο νέος Αντιοχεύς (ρδ΄) είναι επίσης του Φεβρουαρίου 1922.
8. «Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός» (ΤΜ, α΄, 221). Δες ακόμα: «Ο Καβάφης, ερωτώμενος, λέγει ότι δεν είναι πατριώτης αλλά φυλετικός. Εννοεί δε λέγοντας φυλετισμό μια πλήρη αποκατάσταση της Ελληνικής φυλής» (ΤΜ, α΄, 57).
9. O χρόνος ο παρών και ο χρόνος ο παρελθών
είναι ίσως και οι δυο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο
και το παρελθόν περιέχει το μέλλον. («Burnt Norton»)
Δεν ξέρω αν η γλώσσα μας είναι ώριμη για να μεταφράσει αυτούς τους στίχους. Για τον Έλιοτ τα περασμένα δεν είναι αρχαιολογία αλλά «οδός άνω κάτω μία και ωυτή», όπως βάζει στην προμετωπίδα των Κουαρτέτων του από τον Ηράκλειτο.
10. Καθώς το σημειώνει ο Έλιοτ, παραθέτοντας και τους σχετικούς στίχους από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, ο Τειρεσίας γνώρισε και την αρσενική και τη θηλυκή Αφροδίτη: «Venus huic erat utraque nota». H ένδειξη, συσχετισμένη με τον ερωτισμό του Καβάφη, είναι ενδιαφέρουσα.
Όπως τα πρόσωπα, και τα στοιχεία δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα στην Έρημη Χώρα· είναι «εν μέρει... εν μέρει...» Λ.χ., το νερό δεν είναι μόνο το στοιχείο της ζωής αλλά και της καταστροφής· η φωτιά δεν είναι μόνο το στοιχείο της στέγνιας αλλά και του εξαγνισμού.
Για περισσότερα και για την πλατύτερη ανάλυση της Έρημης Χώρας δες το βιβλίο μου Θ.Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα και άλλα ποιήματα, γ΄ έκδοση, Αθήνα, Ίκαρος 1965 [οριστική έκδοση, Ίκαρος 1973, σελ. 157-171].
11. O Τάκης Παπατσώνης χαρακτήρισε (Κύκλος, Ιούλιος 1933) τους στίχους για τον Φληβά «αριστούργημα του τύπου Καβάφη». Ίσως· δεν ξέρω. Επίσης, σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματα του Έλιοτ («Burbank with a Baedeker: Bleistein with a Cigar») υπάρχουν οι ακόλουθοι στίχοι που μου θύμισε ο καθηγητής C.M. Bowra:
Defunctive music under sea
Passed seaward with the passing bell
Slowly: the God Hercules
Had left him, that had loved him well
(Μακαρίτισσα μουσική κάτω απ’ τη θάλασσα
πέρασε κατά το γιαλό με την περαστική καμπάνα
σιγά: ο Θεός Ηρακλής
τον άφησε, που τον αγάπησε πολύ)
και που αναφέρονται στη μουσική του μυστικού θιάσου και στο «απολείπειν ο θεός...» που χρησιμοποίησε ο Καβάφης (κστ΄). H μουσική του θιάσου ταυτίζεται στο ποίημα του Έλιοτ με το τραγούδι του Άριελ (Τρικυμία του Σαίξπηρ). Το θέμα αυτής της μουσικής θα το ξαναβρούμε στην Έρημη Χώρα, όχι όμως και τον Αντώνιο, αλλά την Κλεοπάτρα, μια σύγχρονη γυναίκα με νευρασθένεια πολυτελείας, που περιμένει ένα χτύπημα στην πόρτα: τα βήματα των Ευμενίδων (ιγ΄). Αλλά το θέμα μου δεν είναι αυτού του είδους οι ομοιότητες, μήτε λ.χ. η συμπτωματική χρησιμοποίηση, και από τους δυο ποιητές, του «Che fece per viltà il gran rifiuto», που αναφέρω παρακάτω.
12. ΤΜ, α΄, 146· ή ακόμη: «Το βιβλίο μεταφέρεται φανερά ― συχνά μάλιστα με τις ίδιες του τις φράσεις ― στα ποιήματά του μέσα... <Στο έργο του> μας σταματά την προσοχή, σαν πρόκληση, πρώτα η σοφία του κι έπειτα η εμορφιά του ή η ποίησή του» (118). Το ίδιο συμβαίνει στον Έλιοτ, στον Ezra Pound, στον Auden και άλλους.
13. Δες F.O. Matthiessen, The Achievement of T.S. Eliot, Oxford University Press 1939.
14. Ας θυμηθούμε ακόμη. Εγώ υπογραμμίζω:
Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο
μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,
σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή. (οθ΄)
Το ποίημα επιγράφεται «Νόησις». Ή ακόμη:
Στες απολαύσεις που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν (μ΄)
και τούτο:
όταν διεγείρονται μες στο μυαλό σου (νη΄)
15. Πάνω σ’ αυτό μπορεί να ενδιαφέρουν και οι δυο ακόλουθες περικοπές του Έλιοτ:
α) «Οι ποιητές που δεν είναι ώριμοι μιμούνται· οι ποιητές που είναι ώριμοι κλέβουν· οι κακοί ποιητές παραμορφώνουν το πράγμα που παίρνουν, και οι καλοί ποιητές το μετατρέπουν σε κάτι διαφορετικό. O καλός ποιητής συγχωνεύει το κλοπιμαίο σ’ ένα σύνολο αισθήματος μοναδικό και ολωσδιόλου διάφορο από το σύνολο από το οποίο το έκοψε. O κακός ποιητής το ρίχνει μέσα σε κάτι χωρίς συνοχή. Ένας καλός ποιητής θα δανειστεί συνήθως από συγγραφείς απομακρυσμένους στον καιρό, ξένους στη γλώσσα, ή αλλότριους στα ενδιαφέροντα».
β) «Όταν ο ποιητικός νους είναι τέλεια οπλισμένος για τη δουλειά του, κάνει διαρκώς αμαλγάματα από τις πιο ετερόκλητες εμπειρίες· η εμπειρία του κοινού ανθρώπου είναι χαώδης, ακατάστατη, κομματιασμένη. O τελευταίος ερωτεύεται, ή διαβάζει Σπινόζα, όμως οι δυο αυτές εμπειρίες δεν έχουν κανένα δεσμό η μια με την άλλη, ή με το θόρυβο της γραφομηχανής ή με τη μυρωδιά της κουζίνας· στη διάνοια του ποιητή, οι εμπειρίες αυτές σχηματίζουν ολοένα καινούργια σύνολα».
Αυτός ο σχηματισμός αμαλγαμάτων από ολοένα και περισσότερο ετερόκλητα πράγματα είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ποιητικής ιδιοσυγκρασίας. Φαίνεται κιόλας πολύ καθαρά στον Baudelaire λ.χ.:
Je pense à mon grand cygne, avec ces gestes fous...
...et puis à vous,
Andromaque...
Veuve d’Hector, hélas! et femme d’Hélénus!
Je pense à la négresse, amaigrie et phtisique...
Aux maigres orphelins séchant comme des fleurs!...
(«Le Cygne»)
16. Γλαύκου Αλιθέρση, Το πρόβλημα του Καβάφη, Αλεξάνδρεια 1934, σελ. 35. O λόγος επιβεβαιώνεται κι από τους στίχους:
Δόσε ― κηρύττω ― στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργο σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Και ο Έλιοτ γράφει: «Τίποτε μεγάλο δε δημιουργήθηκε χωρίς να αναλωθεί ο δημιουργός ολόκληρος στο έργο».
17. «Γενικώς όμως ο στίχος του είναι ψυχρός. Ίσως γιατί δεν είναι στίχος που υμνεί, που τραγουδά, που σπαράζει από πάθος, μα στίχος που σκέπτεται» (ΤΜ, α΄, 168-169).
18. Δες «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», Δοκιμές, A΄, σελ. 63.
19. Δίνω στη λέξη λυρισμός την έννοια ενός προσδιορισμένου τύπου ποιητικής έξαρσης. Της ανάπτυξης ενός «ω...», ενός κλητικού επιφωνήματος, που έλεγε, α δε γελιέμαι, ο Βαλερί. Μ’ αυτή την έννοια, λυρικά είναι πολλά χορικά της αρχαίας τραγωδίας λ.χ. Αλλά με την έννοια που δίνει ο Κ.Θ. Δημαράς (Κύκλος, αρ. 3-4, 1934, σελ. 71, «Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης»), το μεγαλύτερο μέρος του Σαίξπηρ θα έπρεπε να το πω λυρικό. Επίσης με γενικότερη σημασία χρησιμοποιεί ο Δημαράς τη λέξη έμπνευση (σελ. 70 λ.χ. ή στα Επτά κεφάλαια για την ποίηση, Κασταλία 1935) που χρησιμοποιώ πολύ σπάνια. Ζήτημα ορολογίας· αλλά το σημειώνω, γιατί όταν χρησιμοποιούμε διαφορετικούς όρους μοιάζουμε κάποτε να διαφωνούμε εκεί που η απόσταση που μας χωρίζει είναι ελάχιστη.
20. «Objective correlative», που έγινε «κριτικός τόπος» στη σύγχρονη αγγλική λογοτεχνία. Δες T.S. Eliot, Selected Essays, 1951, σελ. 145 [ή περ. Θέατρο, Γ΄, 16, Ιούλιος-Αύγουστος 1964, σελ. 41].
21. Ακριβώς: «Την ανοιχτόκαρδη λοιπόν τη συγκίνηση την απαρνήθηκε ο ποιητής. Δεν την κατέλυσε όμως όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. O τρόπος του για να μας δείξει πως ήταν κάποτες εδώ κοντά κάποια συγκίνηση, είναι να τονίζει την απουσία της. Βάθρα μάς δείχνει επιγραμματικά μα που τους λείπουν τ’ αγάλματά τους» (Π. Βλαστού, Η ελληνική και μερικές άλλες παράλληλες διγλωσσίες, Αθήνα 1935, σελ. 188).
Πάνω σ’ αυτό είναι αξιοπρόσεχτη η φράση του Δ. Νικολαρεΐζη: «Υπάρχει στον Καβάφη ένα λυρικόν άλλοθι» («Η διαμόρφωση του καβαφικού λυρισμού», Νέα Εστία, 15 Ιουλίου 1933 [=Δοκίμια Κριτικής, Φέξης 1962, σελ. 178]). Από την άποψη του παραλληλισμού που κάνω, ενδιαφέρει και μια προηγούμενη μελέτη του ίδιου («Ο ηδονισμός στην ποίηση του Καβάφη», Νέα Εστία 1ης Νοεμβρίου 1931 [=ό.π., σελ. 160]), όπου παρατηρεί στους ζωγράφους της Ιταλικής Αναγέννησης ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Καβάφη: το κράμα «εγκεφαλισμού» και αισθησιασμού. Αυτό ακριβώς που υπογραμμίζει ο Έλιοτ στους Άγγλους ελισαβετιανούς και «μεταφυσικούς», καθώς έλεγα, και στον Ντάντε. Άλλο το ζήτημα αν υπάρχει ή όχι στα ποιήματα του Καβάφη η αίσθηση της αφής, όπως στους ζωγράφους εκείνους. Αλλά το κράμα υπάρχει, μολονότι εκδηλώνεται διαφορετικά.
Όσο για τον Έλιοτ, ο Βλαστός γράφει (ό.π., σελ. 163): «Όποιος θέλει να δει ώς πού δύνεται να κατρακυλήσει το ανθρώπινο μυαλό και πόσο μπορεί να ξεφτιστεί μια γλώσσα, δεν έχει παρά να διαβάσει τους ξεκατινιασμένους στίχους του Eliot, του Ezra Pound και των άλλων αγγονιών του Εγγλέζου φλάρου Gerald Manley Hopkins κτλ. Και όμως, εξηγώντας γιατί ονόμασε τον Καβάφη στωικό, συμπεραίνει: «Προτιμώ κείνους που κλοτσούν ακόμα» (ό.π., σελ. 194). Δεν ξέρω ποιους έβλεπε να κλοτσούν (αφού διαλέγει αυτό το ρήμα), την εποχή που έγραφε. Όμως το έργο του Έλιοτ είναι από τα έργα που κλότσησαν, νομίζω. Κλοτσά «συνοργανίζοντας» (μεταχειρίζομαι πάντα εκφράσεις του Βλαστού, ό.π., σελ. 195) «ό,τι ξέρει κι έπαθε και θυμάται (και δικά του και της φυλής του κι ολάκερης της ανθρώπινης ιστορίας)». Το ίδιο κάνει νομίζω και το έργο του Καβάφη. «Ωραία» δεν ήταν. Αλλά αυτά ήξεραν και αυτά έπαθαν.
22. Όταν έγραφα τις σελίδες αυτές δεν είχα υπόψη μου την ανάλυση του ποιήματος από τον Τάκη Παπατσώνη (Σήμερα, Μάης 1933). Χάρηκα που διασταυρώθηκαν οι προσανατολισμοί μας.
23. [Στην πρώτη δημοσίευση το κείμενο του Σεφέρη συνεχιζόταν με τα εξής, τα οποία παραλείπονται στην δεύτερη έκδοση των Δοκιμών και που θεώρησα σκόπιμο να επαναφερθούν εδώ, όχι βέβαια πια στο κείμενο αλλά στις σημειώσεις:]
Εδώ, θα ήθελα ν’ αφήσω για μια στιγμή τον παραλληλισμό μου και τον Καβάφη, για να θυμηθώ τα λόγια του Έλιοτ που με γοητεύουν το περισσότερο. Είναι η ανταπόκρισή του σε μια φράση του D.H. Lawrence που έλεγε ότι στην ωμή και άχαρη εποχή μας «η ωμή, γυμνή, πετρώδης ευθύτητα της έκφρασης, αυτό και μόνο κάνει την ποίηση». O Έλιοτ παρατηρεί:
«Τούτο μου μιλά γι’ αυτό που από καιρό επιδιώκω γράφοντας· να γράψω ποιήματα που θα ήταν ουσιαστική ποίηση, χωρίς να έχουν τίποτε το ποιητικό, ποίηση που θα στεκόταν γυμνή στα γυμνά κόκκαλά της, ή ποίηση τόσο διάφανη που δε θα βλέπαμε την ποίηση αλλά αυτό που υποτίθεται πως βλέπουμε μέσα από την ποίηση· ποίηση τόσο διάφανη που διαβάζοντάς την θα προσηλωνόμασταν σ’ αυτό που το ποίημα δείχνει και όχι στην ποίηση· αυτό είναι το πράγμα, καθώς μου φαίνεται, που αξίζει τον κόπο να δοκιμάσει κανείς. Να φτάσεις πέρα από την ποίηση, όπως ο Μπετόβεν, στα τελευταία του έργα, αγωνίστηκε να φτάσει πέρα από τη μουσική. Ποτέ δεν το πετυχαίνουμε, ίσως, αλλά τα λόγια του Lawrence αυτή τη σημασία έχουν για μένα: εκφράζουν για μένα αυτό που οι σαράντα ή πενήντα πρωτότυποι στίχοι που έγραψα, προσπαθούν, καθώς νομίζω, να επιτύχουν».
Δεν ξέρω να την εξηγήσω αυτή την περικοπή, που μου εξηγεί ωστόσο, γιατί, διαβάζοντας ορισμένα κομμάτια του Έλιοτ, μου έτυχε να ξαναβρώ το αίσθημα που μου έδωσε η Canzona di Ringraziamento του Μπετόβεν, σε τρόπο λυδικό.
24. «Ο Pound είναι συχνά περισσότερο “πρωτότυπος”, με τη σωστή έννοια, όταν είναι περισσότερο “αρχαιολογικός” με τη συνηθισμένη έννοια... Αν μπορεί κανείς να εισδύσει πραγματικά στη ζωή μιας άλλης εποχής, εισδύει στη ζωή της εποχής του... Εκείνοι που βαριούνται την Προβηγκία του Pound και την Ιταλία του Pound, είναι εκείνοι που δεν μπορούν να ιδούν την Προβηγκία και τη μεσαιωνική Ιταλία παρά σαν αντικείμενα μουσείου· ο Pound δεν τις βλέπει έτσι, μήτε κάνει τους άλλους να τις βλέπουν έτσι... Αλλά τις βλέπει σα να ήταν σύγχρονές του, κι αυτό σημαίνει πως ένιωσε ορισμένα πράγματα της Προβηγκίας και της Ιταλίας που είναι μόνιμα μέσα στην ανθρώπινη φύση. (Από την Εισαγωγή του Έλιοτ στον Pound. Υπογραμμίζω εγώ.) Αν αντικαταστήσει κανείς τις λέξεις Προβηγκία και Ιταλία με τις λέξεις Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Βυζάντιο, η περικοπή εφαρμόζεται τέλεια στον Καβάφη.
25. Εννοώ τη συνείδηση που εκφράζουν τα ποιήματά του· όχι την ψυχολογική ή την ηθική συνείδηση του ανθρώπου.
26. Δηλαδή τα ερωτικά αντικείμενα και τις μορφές της ηδονής που παρουσιάζει ο Καβάφης στον αναγνώστη, όχι την αισθησιακή ιδιοσυγκρασία του που, καθώς νομίζω, είναι όσο πιο χωνεμένη τόσο πιο έντονη.
27. «Αλλά το ουσιαστικό για τον ποιητή δεν είναι να έχει να κάνει μ’ έναν όμορφο κόσμο· είναι να μπορεί να βλέπει, πίσω από την ομορφιά και την ασκήμια, την ανία, τη φρίκη και τη δόξα» (Έλιοτ).
28. Αν δε γελιέμαι, κάτι ανάλογο διάβασα στον André Gide για την εποχή της πουριτανικής νεότητάς του.
29. «Επιθυμίες κ’ αισθήσεις εκόμισα εις την Τέχνην»· δες και σημείωση 14.
30. H μελέτη αυτή θα έπρεπε να είναι πολύ μακρύτερη για να εξαντλήσει τις αναλογίες των δυο ποιητών. Δεν άγγιξα λ.χ. διόλου το θέμα του «γήρατος», που είναι αξιοπρόσεχτο. Πάνω σ’ αυτό έχω γράψει στην Εισαγωγή μου στον Έλιοτ. Ακόμα άφησα κατά μέρος ορισμένες ιδιοτροπίες, ας πούμε: Οι τίτλοι λ.χ. και οι επιγραφές παίζουν οργανικό ρόλο και στους δυο ποιητές: συχνά σχολιάζουν και επεξηγούν το ποίημα. Για τον Έλιοτ κάθε λέξη γραμμένη στη σελίδα λογαριάζει, και ο Καβάφης κάποτε λέει: «Ο τίτλος αποτελεί ένα σχόλιον στο ποίημα» (Λ, 30). Και για τους δυο ποιητές κάθε λεπτομέρεια λογαριάζει. Γι’ αυτούς, στην εκτέλεση, δεν υπάρχει λεπτομέρεια, όπως έλεγε ο Βαλερί. Τέλος, και τούτο το πολύ σημαντικό: σημείωσα στην Εισαγωγή μου τη στερεότητα των οπτικών εικόνων του Έλιοτ, που είναι ολότελα αντίθετες στον διάχυτο, δειλινό τόνο, το κιάρο-σκούρο. Το ίδιο και στον καλύτερο Καβάφη.
31. [«Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έλιοτ», σελ. 30.]
32. Πέρα από την Έρημη Χώρα, το ποιητικό έργο του Έλιοτ αναπτύσσεται, με τρόπο που δε χωρεί πια παραλληλισμός με τον Καβάφη. Ειδικά το αίσθημα που έχει του χρόνου, τον φέρνει σε μια μυστική αντίληψη, θα έλεγα σ’ ένα σπάσιμο του χρόνου· είναι μια ξαφνική φώτιση (sudden illumination) που κόβει τον καιρό στα δυο, τον κάνει απόκοσμο στο κέντρο της ζωής. O Έλιοτ μοιάζει να προσηλώνεται σ’ αυτό το φώτισμα για να βγει έξω από την Έρημη Χώρα. Όμως όλες αυτές οι εκφράσεις είναι ανυπόφορα πρόχειρες. Θέλησα μόνο να σημειώσω τα όρια της μελέτης μου.
33. σοβαρά γραφόμενα, με την έννοια ότι το έργο του Καβάφη διατυπώνει μια «κριτική» του καιρού του και του τόπου του, «όπως το έργο του Henry James, του Flaubert, του Τουργκένιεφ ― η φράση είναι του Έλιοτ ― είναι μια κριτική της Αμερικής, της Γαλλίας, της Ρωσίας της δικής τους εποχής». Και τούτο, όχι γιατί ο Καβάφης είναι, ή θέλησε να εκφράσει αυτές ή εκείνες τις κοινωνικές ή πολιτικές πεποιθήσεις, αλλά γιατί μπόρεσε να μείνει πιστός στον εαυτό του· και ο εαυτός του ήταν έτσι φτιαγμένος που δεν μπορούσε παρά να καθρεφτίσει τον κόσμο που έβλεπε.
34. Δεν ξέρω αν, μιλώντας για την παράδοση, εδώ ή αλλού, εξηγούμαι καλά. Μήτε την προσκόλληση σε άδειους τύπους, μήτε το γυρισμό στα περασμένα συμβούλεψα ποτέ μου. Το αντίθετο. H παράδοση για μένα αποτελεί ένα σπουδαίο μέρος της γνώσης του ζωντανού ανθρώπου· κι αυτό κανείς δεν μπορεί να τ’ αποφύγει. Άλλο το ζήτημα αν υπάρχουν εκείνοι που κλείνοντας τα μάτια νομίζουν πως τ’ αποφεύγουν. Δεν αποφεύγει τίποτε κανείς αν δεν το κοιτάξει κατάματα. Με άλλα λόγια, για να θυμηθώ τον Rex Warner: «Ένα μέρος του παρελθόντος πεθαίνει κάθε στιγμή, και η θνησιμότητά του μας μολύνει αν προσκολληθούμε σ’ αυτό με υπερβολική αγάπη· ένα μέρος του παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό, και κινδυνεύουμε καταφρονώντας τη ζωντάνια του» (The Cult of Power). Σε κάθε ανθρώπινο πρόβλημα δεν είναι εύκολο ― και λίγοι το πετυχαίνουν ― να ξεχωρίσεις το ζωντανό από το θνησιμαίο· οι δρόμοι της ζωής και του θανάτου είναι μπερδεμένοι και σκοτεινοί, γι’ αυτό χρειαζόμαστε ολόκληρη την προσήλωσή μας. Εδώ κείται όλο το πρόβλημα της παράδοσης.
Δοκιμές, A΄, Ίκαρος, 1974
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου