στην αγχώδη μου έλλαμψη που βόσκει ανάμεσα
σ’ αυτή την αιωρούμενη ανάσταση της σκόνης
ανηφορίζοντας από κακοτράχαλα χώματα
σε κάτι ρόμβους νοερούς επιμένοντας ολομόναχος
τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα
με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση
στα ύψη στο αγέρινο σκυλάδικο
που φωνασκούν ερίζοντας χυδαία τ’ αστροπελέκια.
Τα πόδια μου δεν είναι πια στα κάθετα χιλιόμετρα
η νηστική αρχαία μου φιλοδοξία
τα μουσικά μου μαθηματικά διανύοντας
(θυμάμαι από δω-πάνω τους καλοκαιριάτικους δρόμους
τις ρόδινες εκείνες φτέρνες των γυναικώνε να ξεχειλώνουν
επάνωθε σε κακορίζικα ξυλοπάπουτσα)
στα ύψη τ’ ακοινώνητα όπως ο μαύρος κι άραχλος πεθύμησα
ν’αδράξω με τ’ αριστερά μου δάχτυλα
της θεότρελης αστραπής τη γρήγορη γεωμετρία
πιάνοντας το μπατίρη ουρανό (κι ας λένε...) απ’ τα κέρατα:
Το Σείριο και τον Αντάρη τον αποτρόπαιο
λιανίζοντας το ύψος ανεχόρταγα
με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου