| | |
| Πᾷ μοι ταὶ δάφναι; Φέρε, Θεστυλί. Πᾷ δὲ τὰ φίλτρα;
Στέψον τὰν κελέβαν φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ,
ὡς τὸν ἐμὶν βαρὺν εὖντα φίλον καταδήσομαι ἄνδρα,
ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧ τάλας οὐδὲ ποθίκει,
| Θέστυλι, πουν' οι δάφνες μου και που τα μαγικά μου;
Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη,
αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.
Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη, |
5 | οὐδ᾽ ἔγνω πότερον τεθνάκαμες ἢ ζοοὶ εἰμές,
οὐδὲ θύρας ἄραξεν ἀνάρσιος. Ἦ ῥά οἱ ἀλλᾷ
ᾤχετ᾽ ἔχων ὅ τ᾽ Ἔρως ταχινὰς φρένας ἅ τ᾽ Ἀφροδίτα.
Βασεῦμαι ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν
αὔριον, ὥς νιν ἴδω, καὶ μέμψομαι οἷά με ποιεῖ. | ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε,
ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα.
Ώ! δίχως άλλο ο Έρωτας κι η πονηρή Αφροδίτη
θα του σηκώσαν το μυαλό κι έπιασεν άλλη αγάπη.
Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα
και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει. |
10 | Νῦν δέ νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι. Ἀλλά, Σελάνα,
φαῖνε καλόν· τὶν γὰρ ποταείσομαι ἅσυχα, δαῖμον,
τᾷ χθονίᾳ θ᾽ Ἑκάτᾳ, τὰν καὶ σκύλακες τρομέοντι
ἐρχομέναν νεκύων ἀνά τ᾽ ἠρία καὶ μέλαν αἷμα.
Χαῖρ᾽, Ἑκάτα δασπλῆτι, καὶ ἐς τέλος ἄμμιν ὀπάδει, | Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.
Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε·
στα μάγια πρίν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα
και την Εκάτη πούρχεται μεσ' απ' της γης τα σπλάχνα
και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οί σκύλλοι.
Ώ! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη, |
15 | φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα μήτε τι Κίρκας
μήτε τι Μηδείας μήτε ξανθᾶς Περιμήδας. | συντρόφεψε και βόηθα μας απ' την αρχή ως το τέλος
και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ' αυτά της Κίρκης,
κατώτερα να μη γενούν απ' της Μηδείας τα μάγια
μηδ' απ' τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης. |
| | Α' |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσoυράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Ἄλφιτά μοι πρᾶτον πυρὶ τάκεται. Ἀλλ᾽ ἐπίπασσε,
Θεστυλί. Δειλαία, πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; | Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα.
Θέστυλι, σκορπά το λοιπόν. Άμοιρη, πούν' ο νους σου; |
20 | Ἦ ῥά γέ πᾳ, μυσαρά, καὶ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαι;
Πάσσ᾽ ἅμα καὶ λέγε ταῦτα· “Τὰ Δέλφιδος ὀστία πάσσω”. | Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ' έχεις;
σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι». |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Δέλφις ἔμ᾽ ἀνίασεν· ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ Δέλφιδι δάφναν
αἴθω· χὡς αὕτα λακεῖ μέγα καππυρίσασα | Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω
κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση |
25 | κἠξαπίνας ἅφθη κοὐδὲ σποδὸν εἴδομες αὐτᾶς,
οὕτω τοι καὶ Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ᾽ ἀμαθύνοι. | και θε ν' ανάψη στη στιγμή και σταχτή δε θ' αφήση
έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα. |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Ὡς τοῦτον τὸν κηρὸν ἐγὼ σὺν δαίμονι τάκω,
ὣς τάκοιθ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ὁ Μύνδιος αὐτίκα Δέλφις, | Όπως ετούτο το κερί μεσ' στη φωτιά το λειώνω
έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις· |
30 | Χὡς δινεῖθ᾽ ὅδε ῥόμβος ὁ χάλκεος ἐξ Ἀφροδίτας,
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ᾽ ἁμετέραισι θύραισιν. | κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη
έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη δική μου. |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Νῦν θυσῶ τὰ πίτυρα. Τὺ δ᾽, Ἄρτεμι, καὶ τὸν ἐν ᾍδα
κινήσαις κ᾽ ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ ἀσφαλὲς ἄλλο— | Τώρα θα κάψω πίτουρα κ η Άρτεμι ας μαλάξη
και το διαμάντι το σκληρό και κάθε στέρεο άλλο. |
35 | Θεστυλί, ταὶ κύνες ἄμμιν ἀνὰ πτόλιν ὠρύονται·
ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι· τὸ χαλκέον ὡς τάχος ἄχει. | Θέστυλι, άκου τα σκυλλιά στην πόλη πώς γαυγίζουν
θάνε στους δρόμους η θεά και θα περιδιαβαίνη.
Κρούσε μιαν ώρ' αρχήτερα την χάλκινη τη λάμα. |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Ἠνίδε σιγῇ μὲν πόντος, σιγῶντι δ᾽ ἀῆται·
ἁ δ᾽ ἐμὰ οὐ σιγῇ στέρνων ἔντοσθεν ἀνία, | Οι άνεμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος,
ο πόθος μεσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει, |
40 | ἀλλ᾽ ἐπὶ τήνῳ πᾶσα καταίθομαι, ὅς με τάλαιναν
ἀντὶ γυναικὸς ἔθηκε κακὰν καὶ ἀπάρθενον ἦμεν. | μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη,
αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη. |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Ἐς τρὶς ἀποσπένδω καὶ τρὶς τάδε, πότνια, φωνῶ·
“Εἴτε γυνὰ τήνῳ παρακέκλιται εἴτε καὶ ἀνήρ, | Στάζοντας τρεις φορές σπονδές τρεις φορές τέτοια κραζω:
Μ' όποια γυναίκα τώρ' αυτός ερωτικά πλαγιάζει, |
45 | τόσσον ἔχοι λάθας ὅσσον ποκὰ Θησέα φαντί
ἐν Δίᾳ λασθῆμεν ἐϋπλοκάμω Ἀριάδνας." | τόσο να την απαρνηθή, όσο ο Θησέας στη Νάξο
την Αριάδνη αρνήθηκε την ωμορφομαλλούσα. |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Ἱππομανὲς φυτόν ἐστι παρ᾽ Ἀρκάσι, τῷ δ᾽ ἔπι πᾶσαι
καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν᾽ ὤρεα καὶ θοαὶ ἵπποι· | Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες |
50 | ὣς καὶ Δέλφιν ἴδοιμι, καὶ ἐς τόδε δῶμα περάσαι,
μαινομένῳ ἴκελος λιπαρᾶς ἔκτοσθε παλαίστρας. | κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον 'δω ν' αφήση την παλαίστρα
κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη. |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Τοῦτ᾽ ἀπὸ τᾶς χλαίνας τὸ κράσπεδον ὤλεσε Δέλφις·
ὡγὼ νῦν τίλλοισα κατ᾽ ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω— | Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει,
κ' είν' απ' το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο· |
55 | Αἰαῖ Ἔρως ἀνιαρέ, τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα
ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας; | το ξαίνω και τα νήματα μεσ' στη φωτιά τα ρίχνω.
Άχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει
όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ' τη λίμνη αβδέλλα; |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| Σαύραν τοι τρίψασα κακὸν ποτὸν αὔριον οἰσῶ.
Θεστυλί, νῦν δὲ λαβοῖσα τὺ τὰ θρόνα ταῦθ᾽ ὑπόμαξον | Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη
κ' ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχυά θε να σου φέρω. |
60 | τᾶς τήνω φλιᾶς καθ᾽ ὑπέρτερον ἇς ἔτι κα νύξ,
[ἐκ θυμῶ δέδεμαι· ὃ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιεῖ.]
καὶ λέγ᾽ ἐπιφθύζοισα· “Τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω.” | Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα
και την κορφή της πόρτας του σύρε μ' αυτά ν' αλείψης
και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφω.» |
| | |
| Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. | Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι. |
| |
Β'
|
| Νῦν δὴ μώνα ἐοῖσα πόθεν τὸν ἔρωτα δακρύσω; | Τώρα, πούμεινα μόνη μου, τον έρωτα μου ας κλάψω. |
65 | Ἐκ τίνος ἄρξωμαι; Τίς μοι κακὸν ἄγαγε τοῦτο;
Ἦνθ᾽ ἁ τωὐβούλοιο καναφόρος ἄμμιν Ἀναξώ
ἄλσος ἐς Ἀρτέμιδος, τᾷ δὴ τόκα πολλὰ μὲν ἄλλα
θηρία πομπεύεσκε περισταδόν, ἐν δὲ λέαινα. | Πούθε ν' αρχίσω να θρηνώ, ποιός μου τον έχει φέρει;
Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου
στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε·
θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι. |
| Φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μού 'γεννήθ' η αγάπη. |
70 | Καί μ᾽ ἁ Θευχαρίδα Θρᾷσσα τροφός, ἁ μακαρῖτις,
ἀγχίθυρος ναίοισα κατεύξατο καὶ λιτάνευσε
τὰν πομπὰν θάσασθαι· ἐγὼ δὲ οἱ ἁ μεγάλοιτος
ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτώνα
κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας. | Κ' η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν
το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα,
με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι·
κ' η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν' ακλουθήσω
φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου
και στολισμένη με τ' αχνό της Κλεαρίστας πέπλο. |
75 | Φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. |
| Ἤδη δ᾽ εὖσα μέσαν κατ᾽ ἀμαξιτόν, ᾇ τὰ Λύκωνος,
εἶδον Δέλφιν ὁμοῦ τε καὶ Εὐδάμιππον ἰόντας·
τοῖς δ᾽ ἦς ξανθοτέρα μὲν ἑλιχρύσοιο γενειάς,
στήθεα δὲ στίλβοντα πολὺ πλέον ἢ τύ, Σελάνα, | Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι,
μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου·
ξανθότερ' από ελίχρυσο είχαν κ' οι δυο τα γένεια
κ' εγυάλιζαν τα στήθια των πειότερ' απ' τη Σελήνη, |
80 | ὡς ἀπὸ γυμνάσιοιο καλὸν πόνον ἄρτι λιπόντων. | δείχνοντας πώς εγύριζαν μόλις απ' την παλαίστρα. |
| Φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πως μου 'γεννήθη η αγάπη. |
| Χὡς ἴδον, ὡς ἐμάνην, ὥς μοι περὶ θυμὸς ἰάφθη
δειλαίας. Τὸ δὲ κάλλος ἐτάκετο κοὐδέ τι πομπᾶς
τήνας ἐφρασάμαν· οὐδ᾽ ὡς πάλιν οἴκαδ᾽ ἀπῆνθον | Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου,
ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ομορφιά μου,
κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο |
85 | ἔγνων, ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξαλάπαξεν,
κείμαν δ᾽ ἐν κλιντῆρι δέκ᾽ ἄματα καὶ δέκα νύκτας. | ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι·
μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου
κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. |
| Φράζεο μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. |
| Καί μευ χρὼς μὲν ὅμοιος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ,
ἔρρευν δ᾽ ἐκ κεφαλᾶς πᾶσαι τρίχες, αὐτὰ δὲ λοιπὰ | Συχνά - πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος,
έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες |
90 | ὀστί᾽ ἔτ᾽ ἦς καὶ δέρμα. Καὶ ἐς τίνος οὐκ ἐπέρασα,
ἢ ποίας ἔλιπον γραίας δόμον ἅτις ἐπᾴδει;
Ἀλλ᾽ ἦς οὐδὲν ἐλαφρόν· ὁ δὲ χρόνος ἄνυτο φεύγων. | κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλα μου απάνω.
Και που δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω,
και ποιά γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη;
Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο. |
| Φράζεο μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. |
| Χοὕτω τᾷ δούλᾳ τὸν ἀλαθέα μῦθον ἔλεξα·
“Εἰ᾽ δ᾽ ἄγε, Θεστυλί, μοι χαλεπᾶς νόσω εὑρέ τι μῆχος. | Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου.
«Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια. |
96 | πᾶσαν ἔχει με τάλαιναν ὁ Μύνδιος· ἀλλὰ μολοῖσα
τήρησον ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν·
τηνεὶ γὰρ φοιτῇ, τηνεὶ δέ οἱ ἁδὺ καθῆσθαι. | »Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει·
»μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευε τον·
»εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί τ' αρέσει νάνε». |
| Φράζεο μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. |
100 | Κἠπεί κά νιν ἐόντα μάθῃς μόνον, ἅσυχα νεῦσον,
κεἴφ᾽ ὅτι “Σιμαίθα τυ καλεῖ” καὶ ὑφαγέο τᾷδε.
Ὣς ἐφάμαν· ἃ δ᾽ ἦνθε καὶ ἄγαγε τὸν λιπαρόχρων
εἰς ἐμὰ δώματα Δέλφιν· ἐγὼ δέ νιν ὡς ἐνόησα
ἄρτι θύρας ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον ποδὶ κούφῳ, | «Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση,
και πες του πώς τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι».
Έτσ' είπαμε· κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι,
κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα
να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι, |
105 | Φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα | (Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη) |
| πᾶσα μὲν ἐψύχθην χιόνος πλέον, ἐν δὲ μετώπῳ
ἱδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις,
οὐδέ τι φωνῆσαι δυνάμαν, οὐδ᾽ ὅσσον ἐν ὕπνῳ
κνυζεῦνται φωνεῦντα φίλαν ποτὶ ματέρα τέκνα· | μου 'πάγωσ' όλο το κορμί πειότερο κι απ' το χιόνι
κ' έσταζ' ιδρώτας άφθονος από το μέτωπο μου
σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κ' εκόπηκ' η φωνή μου
και δε μ' απόμεινε φωνή μηδ' όση έχει το βρέφος
που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο· |
110 | ἀλλ᾽ ἐπάγην δαγῦδι καλὸν χρόα πάντοθεν ἴσα. | κ' ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας. |
| Φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γέννηθη η αγάπη. |
| Καί μ᾽ ἐσιδὼν ὥστοργος ἐπὶ χθονὸς ὄμματα πάξας
ἕζετ᾽ ἐπὶ κλιντῆρι καὶ ἑζόμενος φάτο μῦθον·
“Ἦ ῥά με, Σιμαίθα, τόσον ἔφθασας, ὅσσον ἐγώ θην | Και μόλις μ' είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια
και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε:
«Πρόλαβες και μ' εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα, |
115 | πρᾶν ποκα τὸν χαρίεντα τρέχων ἔφθασσα Φιλῖνον,
ἐς τὸ τεὸν καλέσασα τόδε στέγος ἢ ᾽μὲ παρεῖμεν. | »όπως εγώ στο τρέξιμο 'πρόλαβα το Φιλίνο.» |
| Φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθ' η αγάπη. |
| Ἦνθον γάρ κα ἐγώ, ναὶ τὸν γλυκὺν ἦνθον Ἔρωτα,
ἢ τρίτος ἠὲ τέταρτος ἐὼν φίλος αὐτίκα νυκτός, | «Όμως λογάριαζα κ' εγώ νάρθω τη νύκτ' απόψε,
»μά το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ' άλλους μου φίλους, |
120 | μᾶλα μὲν ἐν κόλποισι Διωνύσοιο φυλάσσων,
κρατὶ δ᾽ ἔχων λεύκαν, Ἡρακλέος ἱερὸν ἔρνος,
πάντοθε πορφυρέαισι περὶ ζώστραισιν ἑλικτάν. | »κρύβοντας μέσ' στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου
»κ' ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας,
»στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους,
»στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλες.» |
| Φράζεο μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη |
| Καί μ᾽ εἰ μέν κ᾽ ἐδέχεσθε, τάδ᾽ ἦς φίλα (καὶ γὰρ ἐλαφρὸς | »Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου |
125 | καὶ καλὸς πάντεσσι μετ᾽ ἀϊθέοισι καλεῦμαι)
εὗδόν τ᾽, εἴ κε μόνον τὸ καλὸν στόμα τεῦς ἐφίλησα·
εἰ δ᾽ ἀλλᾷ μ᾽ ὠθεῖτε καὶ ἁ θύρα εἴχετο μοχλῷ,
πάντως κα πελέκεις καὶ λαμπάδες ἦνθον ἐφ᾽ ὑμέας. | »αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό 'φιλούσα
»—γιατ' είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ' όλους—
»μ' αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη,
»θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη». |
| Φράζεό μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. |
130 | Νῦν δὲ χάριν μὲν ἔφαν τᾷ Κύπριδι πρᾶτον ὀφείλειν,
καὶ μετὰ τὰν Κύπριν τύ με δευτέρα ἐκ πυρὸς εἵλευ,
ὦ γύναι, ἐσκαλέσασα τεὸν ποτὶ τοῦτο μέλαθρον
αὔτως ἡμίφλεκτον· Ἔρως δ᾽ ἄρα καὶ Λιπαραίω
πολλάκις Ἁφαίστοιο σέλας φλογερώτερον αἴθει· | «Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα
»κ' ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι
»που μ' έβγαλες απ' τη φωτιά του πόθου πριν με καψη
»κ' έστειλες και μ' εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου·
»γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας
»πιό καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει». |
135 | Φράζεο μευ τὸν ἔρωθ᾽ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα. | Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη. |
| σὺν δὲ κακαῖς μανίαις καὶ παρθένον ἐκ θαλάμοιο
καὶ νύμφαν ἐσόβησ᾽ ἔτι δέμνια θερμὰ λιποῖσαν
ἀνέρος.” Ὣς ὃ μὲν εἶπεν· ἐγὼ δέ οἱ ἁ ταχυπειθής
χειρὸς ἐφαψαμένα μαλακῶν ἔκλιν᾽ ἐπὶ λέκτρων·
καὶ ταχὺ χρὼς ἐπὶ χρωτὶ πεπαίνετο, καὶ τὰ πρόσωπα | «Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και την κόρη,
»την κόρη την ανήξερη, να φεύγη από το σπίτι,
»και κάνει και τη νιόνυφη ν' αφήνη, ν' απαρνιέται
»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη».
Είπε· κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι
κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα·
κι άρχισαν να μαλάζονται μαζί τα δυο κορμιά μας |
141 | θερμότερ᾽ ἦς ἢ πρόσθε, καὶ ἐψιθυρίσδομες ἁδύ.
Χὡς ἄρα τοι μὴ μακρὰ φίλα θρυλέοιμι Σελάνα,
ἐπράχθη τὰ μέγιστα, καὶ ἐς πόθον ἤνθομες ἄμφω. | και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν·
κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυό μας.
Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη,
τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυό σε πόθο. |
| Κοὔτε τι τῆνος ἐμὶν ἐπεμέμψατο μέσφα τό γ᾽ ἐχθές, | Κι ως χθες κανείς μας απ' τους δυό παράπονο δεν είχε· |
145 | οὔτ᾽ ἐγὼ αὖ τήνῳ. Ἀλλ᾽ ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας
μάτηρ τᾶς ἁμᾶς αὐλητρίδος ἅ τε Μελιξοῦς
σάμερον, ἁνίκα πέρ τε ποτ᾽ ὠρανὸν ἔτρεχον ἵπποι
Ἀῶ τὰν ῥοδόπαχυν ἀπ᾽ Ὠκεανοῖο φέροισαι,
κεἷπέ μοι ἄλλα τε πολλὰ καὶ ὡς ἄρα Δέλφις ἔραται. | μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας
και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες
φέρνουν απ' τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες
τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στ' άλλα μούπε
πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη, |
150 | Κεἴτε νιν αὖτε γυναικὸς ἔχει πόθος εἴτε καὶ ἀνδρός,
οὐκ ἔφατ᾽ ἀτρεκὲς ἴδμεν, ἀτὰρ τόσον· αἰὲν ἔρωτος
ἀκράτω ἐπεχεῖτο καὶ ἐς τέλος ᾤχετο φεύγων,
καὶ φάτο οἱ στεφάνοισι τὰ δώματα τῆνα πυκαξεῖν.
Ταῦτά μοι ἁ ξείνα μυθήσατο· ἐστι δ᾽ ἀλαθής. | μα ποια αγάπη, δεν ήθελε να μου το φανερώση,
παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια
και πως το πίνει ανέρωτο και πώς στολίζει ακόμα
την κάμαραν όπου μεθά μ' ευωδιαστά στεφάνια·
κ' ύστερα φεύγει βιαστικός. Αυτά μούπεν εκείνη
κ' εγώ τ' αναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω· |
155 | Ἦ γάρ μοι καὶ τρὶς καὶ τετράκις ἄλλοκ᾽ ἐφοίτη,
καὶ παρ᾽ ἔμὶν ἐτίθει τὰν δωρίδα πολλάκις ὄλπαν.
Νῦν δὲ τί; Δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧτε νιν οὐδὲ ποτεῖδον.
Ἦ ῥ᾽ οὐκ ἄλλο τι τερπνὸν ἔχει, ἁμῶν δὲ λέλασται;
Νῦν μάν νιν φίλτροις καταδήσομαι· αἰ δ᾽ ἔτι κά με | γιατ' άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα
κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι.
Μα τώρα πούχω να τον 'δω σωστά δώδεκα 'μέρες
κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνάει εμένα.
Μα τώρα με τα μάγια μου θε να τον σφικτοδέσω, |
160 | λυπῇ, τὰν Ἀΐδαο πύλαν, ναὶ Μοίρας, ἀραξεῖ·
τοῖά οἱ ἐν κίστᾳ κακὰ φάρμακα φαμὶ φυλάσσειν,
Ἀσσυρίω, δέσποινα, παρὰ ξείνοιο μαθοῖσα. | κι αν πάλι θα με τυραγνά, τ' ωρκίζομαι στις Μοίρες,
την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχυά να πάη να κρούση.
Βαθυά μεσ' στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια
που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα. |
| Ἀλλὰ τὺ μὲν χαίροισα ποτ᾽ Ὠκεανὸν τρέπε πώλως,
πότνι᾽· ἐγὼ δ᾽ οἰσῶ τὸν ἐμὸν πόθον ὥσπερ ὑπέσταν. | Μα εσύ στρέψε χαρούμενη τ' αλόγατά σου τώρα,
Σελήνη, στον ωκεανό· κ' εγώ θε να υπομένω |
165 | Χαῖρε, Σελαναία λιπαρόχροε, χαίρετε δ᾽ ἄλλοι
ἀστέρες, εὐκάλοιο κατ᾽ ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοί. | όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου.
Σ' αφήνω 'γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα,
που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε. |
| | |
| 1) Η σεισοπυγίς (σουσουράδα) ήτο αφιερωμένη εις την Αφροδίτην και για τούτο τήν μεταχειρίζοντο εις τάς ερωτικάς μαγγανείας.2) Το ελαιοδοχείον δια την παλαίστραν. Θέλει να δείξη την μεγάλην οικειότητα που τους συνέδεε. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου