Κανείς βασιλιάς Μάρκος ούτε του Άγιου Μάρκου το λιοντάρι
κανένα χώρισμα από νυχτερινές ψαλμωδίες, μαγγανείες
νυχτερίδες, ξανθιές γυναίκες ξένες, σπαθιά σκουριασμένα
τάφρους, φαράγγια μ’ αίμα, μίση βαθιά προαιώνια
γιατί μες στον ωχρό πηχτό σα λέμφο χρόνο
οι πυρκαγιές βρυκολακιάζουν, σηκώνονται ξανά τη νύχτα
γλείφουν τα σπίτια σαν ήμερα σκυλιά και διψασμένα
φασκιώνουν τα μωρά, φωτίζουν κόκκινες σαν πλούσιες
τις γειτονιές με τα λιπόσαρκα παιδιά τις λιμασμένες πόρνες
με τις γριές που αδημονούν πότε θα ξημερώσει
να λιάσουν γι’ άλλη μιά φορά τα φυραμένα μέλη τους
τίποτα, κανένας στόλος δεν πρόκειται να ’ρθεί
ούτε κι οι φήμες για προδοσία επιβεβαιώνονται
μένουν τ’ απομεινάρια από γαλέρες κι αντιτορπιλικά
στο κλειστό μουσείο κι οι ναύτες επιδειχτικά περαστικοί
από το παλιό λιμάνι που όλο το κλείνει η άμμος
δεν μπορείς άλλο να αιτιάσαι γενικές συνθήκες
ηλικίες, δόγματα, ομολογίες πίστεως, στρατεύσεις
άλλωστε το πιο άθραυστο ατσάλι το δένουμε μονάχοι
δίχως μιά τέτοια ιδέα αποκλείεται να επιβιώσω
μου δίνει τη συνοχή που αναζητάω στην τέλεια σφαίρα
αλλιώς διαλύομαι σε διάπυρη στιγμιαία σκόνη
σκορπίζομαι σε πάθη που δεν προφταίνω να υποπτευθώ
σε δηλητηριασμένα δώρα που ονειρεύτηκα να προσφέρω
όμως το πλοίο συνεχίζει το έκτακτο δρομολόγιό του
μες στο σκοτάδι που τώρα καταβροχθίζει τα βουνά
τα δάχτυλά σου ξεχωρίζουν όπως λιγνές γραμμές φωτός
δείχνοντας την ανταύγεια μιάς πόλης που επιμένει
ενώ κάποιοι επιβάτες δίπλα λένε La Canea, La Canea.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου