Στην μνήμη της μητέρας μου, Ευδοξίας Λαδιά
Πουθενά δεν εφαρμόσθηκε τόσο επιτυχώς ο νόμος της εναντιοδρομίας όσο στην αρχαία Ελλάδα, όπου ο Λόγος συνυπήρχε με την μαντεία, έτσι που να επιτευχθεί η παλίντροπος αρμονίη του Ηρακλείτου, η αρμονία που εκπορεύεται από τα αντίθετα.
Σε αυτή την μικρή μελέτη θα συμπεριλάβω τους πιο φημισμένους μάντεις. Μεταξύ αυτών λαμπρή προσωπικότητα υπήρξε ο Μελάμπους, γιος του Αμυθάονος και της Ειδομένης, ο αρχαιότερος μάντις. Ήταν ακόμη θεραπευτής, καθαρτής και ιατρομάντις. Καταγόταν από την Πύλο, αλλά έδρασε στο Άργος. Το όνομά του ετυμολογείται από τα μέλαινα πόδια, διότι η μάνα του όντας βρέφος τον άφηνε κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Παιδάκι επίσης, όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος (Α.11), ζούσε στα χωράφια.
Μπροστά στην αγροικία του βρισκόταν μία δρυς, όπου υπήρχε φιδοφωλιά. Όταν οι υπηρέτες σκότωσαν τα φίδια και τα έκαψαν, ο Μελάμπους έκρυψε και ανέθρεψε τα φιδάκια τους. Κι εκείνα όταν μεγάλωσαν, πήγαν καθώς αυτός κοιμόταν και του έγλειψαν τα αυτιά. Από τότε άκουγε την λαλιά των πουλιών, κι έτσι προέλεγε τα μέλλοντα.
Φαίνεται πως τα φίδια ήταν φορείς μαντικής δύναμης. Φίδια έδωσαν το χάρισμα της μαντείας στα δίδυμα του Πριάμου (στον Έλενο και στην Κασσάνδρα), που έγλειψαν τα πρόσωπά τους την ώρα του ύπνου μες στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνος έξω από τα τείχη της Τροίας.[1]
Ο Μελάμπους γνώριζε επίσης την μαντική των σπλάχνων και αργότερα που συνάντησε τον Απόλλωνα έγινε τέλειος μάντις. Τα γνωστότερα μαντικά του επιτεύγματα ήταν δύο: θεράπευσε την τρέλα των Προιτίδων και την ανικανότητα του Ιφίκλου.
Σύμφωνα με τον H.Jeanmaire στο βιβλίο του Διόνυσος [2] το θέμα της Μανίας συναντάται κυρίως στην Βοιωτία και την Αργολίδα. Διαμορφώνονται δύο μύθοι: ο βοιωτικός και ο αργολικός. Στον πρώτο, ο θεός που έδινε την τρέλα ήταν ο Διόνυσος, ενώ στον δεύτερο, που έχει τις ρίζες του στην μυκηναϊκή εποχή, η Ήρα. Στην Αργολίδα επικρατεί ο μύθος των Προιτίδων. Ο Θεός που τρελαίνει εδώ είναι η Ήρα, κι έχει ενδιαφέρον πως σκορπά την μανία σε παρθένες, σε αυτές που διανύουν την «περίοδο της ήβης», όπως γράφει ο Jeanmaire.
Για τις Προιτίδες ο Απολλόδωρος (Β,2,4) αναφέρει δύο εκδοχές: κατά τον Ησίοδο τρελάθηκαν, διότι δεν δέχτηκαν τις τελετές του Διονύσου, ενώ κατά τον Ακουσίλαο (αρχαίος λογογράφος του 5ου π.Χ. αι. από το Άργος, ο οποίος μετέτρεψε σε πεζό τα ποιήματα του Ησιόδου), διότι προσέβαλαν το ξόανο της Ήρας.
Ο ποιητής Βακχυλίδης[3] δέχεται τον αργολικό μύθο, όπου εμπνεύστρια και θεραπεύτρια της μανίας (διότι ο ίδιος θεός τρελαίνει και θεραπεύει) υπήρξε η Ήρα του Άργους. Γράφει πως όταν ακόμη οι Προιτίδες ήταν παρθένες, μπήκαν στο τέμενος της θεάς και περηφανεύτηκαν πως ο πλούτος του πατέρα τους ήταν μεγαλύτερος από της Ήρας. Η θεά οργίστηκε με την ύβριν τους και θόλωσε το μυαλό τους βάζοντάς τους «παλίντροπον νόημα», σκέψη παράλογη. Τα κορίτσια τρελάθηκαν, έφυγαν προς τα κατάφυτα όρη, αφήνοντας πίσω τους την Τίρυνθα με τους θαυμαστούς δρόμους, και χάθηκαν βγάζοντας φοβερές κραυγές. Ο Προίτος, ο πατέρας τους, θέλησε να αυτοκτονήσει από την λύπη του αλλά τον συγκράτησαν οι σωματοφύλακές του. Ο Απολλόδωρος θεωρεί θεραπευτή των τρελών κοριτσιών τον μάντιν Μελάμποδα. Ο Μελάμπους, που ανεκάλυψε πρώτος την θεραπεία με τα φάρμακα και τους καθαρμούς (Απολλόδωρος Β 2,1), ισχυρίστηκε πως μπορούσε να θεραπεύσει την μανία των κοριτσιών, αν ο Προίτος τού έδινε το ένα τρίτο του βασιλείου του. Εκείνος όμως αρνήθηκε θεωρώντας μεγάλη την αμοιβή. Στο μεταξύ, η τρέλα μεγάλωνε χτυπώντας και άλλα κορίτσια της πόλης. Φοβισμένος ο Προίτος για την έκταση του κακού, υποσχέθηκε να δώσει την αμοιβή αλλά ο Μελάμπους ζήτησε άλλη τόση και για τον αδελφό του, τον Βίαντα. Ο Προίτος δέχτηκε. Τότε ο Μελάμπους, παίρνοντας μαζί του τους πιο ρωμαλέους νέους, κυνήγησε τις κοπέλες με αλαλαγμούς σε έναν ξέφρενο χορό μέχρι την Σικυώνα. Η μεγαλύτερη κόρη, η Ιφιόνη, ξεψύχησε μην αντέχοντας το κυνηγητό. Οι άλλες δύο σωφρονίστηκαν με τους καθαρμούς του μάντεως. Στο τέλος ο Προίτος νύμφευσε τις θυγατέρες του με τον Μελάμποδα και τον αδελφό του.
Κατά την εκδοχή του περιηγητή Παυσανία, αναφέρεται το σπήλαιο που βρισκόταν στα λεγόμενα Αροάνια όρη, όπου κατέφυγαν τα τρελά κορίτσια. Ο Μελάμπους με απόρρητες θυσίες και καθαρμούς τις έβγαλε από εκεί μέσα, τις έφερε στην τοποθεσία Λουσοί και θεράπευσε την τρέλα τους, μες στο ιερό της Αρτέμιδος, η οποία έκτοτε ονομαζόταν Λουσία.
Ο μάντις θεράπευσε επίσης την σεξουαλική ανικανότητα του Ιφίκλου, γιου του Φυλάκου, βασιλέως της Φυλάκης της Θεσσαλίας, ζητώντας ως αμοιβή τις αγελάδες του Ιφίκλου, τις οποίες φύλαγε ένας σκύλος και εμπόδιζε να τις πλησιάσει άνθρωπος ή ζώο. Ο Μελάμπους θυσίασε δύο ταύρους, τους διαμέλισε και κάλεσε τους οιωνούς (τα μαντικά πουλιά). Τότε εμφανίστηκε ένας αιγυπιός (γύπας) και του απεκάλυψε πως κάποτε ο πατέρας Φύλακος ευνούχισε κριάρια (κριούς τέμνων επί των αιδοίων) μπροστά στον γιο του και μετά άφησε το αιματοβαμμένο μαχαίρι κοντά στο παιδί. Ήταν μια φοβερή ιστορία, που θα μπορούσε να γίνει η απαρχή της ψυχανάλυσης. Ο ευνουχίζων πατέρας, ο τρόμος του γιου μπροστά στο θέαμα, το αιματοβαμμένο μαχαίρι. Ο μικρός Ίφικλος έφυγε φοβισμένος κι έμπηξε μετά το μαχαίρι στην ιερή δρυ, της οποίας ο φλοιός το κάλυψε για χρόνια. Το φονικό όπλο του ευνουχισμού ήταν η αιτία της ατεκνίας του Ιφίκλου. Συμβούλευσε λοιπόν ο γυπαετός τον Μελάμποδα πως, αν βρει το μαχαίρι, να ξύσει την σκουριά και να την πιει ο Ίφικλος επί δέκα ημέρες. Έτσι έγινε κι αμέσως ο Ίφικλος απέκτησε έναν γιο, τον Ποδάρκη (Απολλόδωρος Α, ΙΧ, 12).
Πρώτος ο Μελάμπους χρησιμοποίησε το φυτό ελλέβορο, που θεράπευε τον εμετό, την μανία και την μελαγχολία. Υπήρχε λευκός και μέλας ελλέβορος. Ο μάντις για την θεραπεία των Προιτίδων χρησιμοποίησε τον μέλανα, που ονομάσθηκε και μελαμπόδιον. Μελαμποδία ή Μελαμπόδεια λεγόταν και το έπος (απολεσθέν τώρα) που ανέφερε τα καταρθώματα του μάντεως και των απογόνων του. Το έπος είχε αποδοθεί στον Ησίοδο.[4] Διασώθηκε το περιστατικό της συνάντησης Μόψου και Κάλχαντος και ο θάνατος του τελευταίου επειδή έχασε στον ανταγωνισμό της μαντικής, μία αναφορά στον Τειρεσία για την αιτία της τύφλωσής του και μία μνεία για τον Ίφικλο του Φυλάκου.
Στα Αιγόσθενα[5], σημερινό Πόρτο Γερμανό της Μεγαρίδος, βρίσκονται τα ερείπια από το ιερό του Μελάμποδος. Για τον μάντι γινόταν θυσία και ετήσια εορτή.
Σημαντικοί υπήρξαν και οι Μελαμποδίδες, απόγονοι (δισέγγονοι) του Μελάμποδος, οι Αμφιάραος, Πολύειδος και Θεοκλύμενος.
Ο Όμηρος (Οδ. ο, στ.245 κε) αναφέρει τον γιο του Οϊκλέους Αμφιάραον, τον αγαπημένο του ασπιδοφόρου Διός και του Απόλλωνος, ο οποίος του χάρισε το δώρο της μαντικής. Ο Αμφιάραος έλαβε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και το όνομά του ήταν γραμμένο στον κατάλογο των ηρώων, που έλαβαν μέρος στην θήρα του Καλυδωνίου κάπρου. Η ζωή όμως και η μοίρα του κρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον των Θηβών, όπως αναφέρεται στην τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβας. Ο Αμφιάραος ως μάντις γνώριζε πως η εκστρατεία θα αποτύγχανε, ενώ ο ίδιος θα σκοτωνόταν, γι’ αυτό αντιδρούσε. Η σύζυγός του Εριφύλη, που έλαβε ως δώρο από τον Πολυνείκη το περίφημο χρυσό περιδέραιο που χάρισε η Αφροδίτη στην γυναίκα του Κάδμου Αρμονία, ανέλαβε σε αντάλλαγμα να πιέσει τον Αμφιάραο να λάβει μέρος στην εκστρατεία. Εκείνος το έπραξε με βαριά καρδιά, αλλά πριν φύγει, για να τιμωρήσει την επιπόλαιη Εριφύλη παρήγγειλε στους γιους του, Αλκμαίωνα και Αντίλοχο, να σκοτώσουν την μητέρα τους, αν εκείνος πέθαινε. Ο Αλκμαίων το έπραξε, αλλά τιμωρήθηκε από ενοχές και κυριεύθηκε από μανία. Ο δεύτερος γιος του, ο Αμφίλοχος, μάντις κι ο ίδιος, μετά τα τρωικά συνόδεψε τον Κάλχαντα στον οίκο του Μόψου, όπου εκεί έγινε και η περίφημη μαντική διαμάχη (Στράβων 14, 27). Ίδρυσε επίσης με τον Μόψο μαντείον, στον Μαλλό της Κιλικίας, το οποίον κατά την εποχή του Παυσανίου έδινε τους σωστότερους χρησμούς.
Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Θηβών, ο Αμφιάραος έκοψε δρόμο κοντά στο ποταμό Ισμηνό, προτού χτυπηθεί στα νώτα από τον διώκτη του, Περικλύμενο. Ο Ζευς, που τον αγαπούσε, τον έσωσε σχίζοντας με τον κεραυνό του την γη στα δύο. Ο Αμφιάραος μαζί με τον άρμα και τον ηνίοχό του, Βάτωνα, που ανήκε κι αυτός στο γένος των Μελαμποδιδών, έπεσε στο άνοιγμα της γης. Ο Ζευς τον έκανε αθάνατο. Το χάσμα της γης όπου έπεσε το άρμα υμνήθηκε από τον Πίνδαρο και περιγράφηκε ποιητικώς από τον Φιλόστρατο στις Εικόνες του.[6] Η γη καταπίνει τον μάντι στην φυγή του μαζί με τα στεφάνια του και την ίδια του την δάφνη. Τα άλογά του είναι λευκά, το στροβίλισμα των τροχών δείχνει βιασύνη, ενώ οι ίπποι βγάζουν λαχανισμένη την αναπνοή από κάθε ρουθούνι. Η γη έχει γεμίσει αφρούς και η χαίτη τους γέρνει στο πλάι· έτσι όπως είναι γεμάτα ιδρώτα, κολλάει πάνω τους η λεπτή σκόνη και κάνει τα άλογα λιγότερο όμορφα αλλά πιο πραγματικά. Ο ζωγράφος έχει απεικονίσει και τον Ωρωπό, ως νεαρό ανάμεσα σε γυναίκες με βαθυγάλαζα μάτια, Νύμφες της θάλασσας. Είναι ζωγραφισμένο ακόμη και το σημείο όπου ο Αμφιάραος έκανε τις μελέτες του, σε ρήγμα της γης ιερό και θεϊκό.
Θεραπευτική μέθοδος στο Αμφιαράειο ήταν η ονειρομαντεία και, φυσικά, πρωτίστως η εγκοίμηση (ο ύπνος μέσα στο ιερό). Σπουδαία είναι η ρήση του Πλουτάρχου: «ύπνου δε μη όντος, ουδ’ όνειρος εστιν, αλλά οίχεται το πρεσβύτερον ημίν μαντείον» ( αν δεν υπήρχε ο ύπνος, δεν θα υπήρχε και το όνειρο· κι έτσι θα χανόταν και το αρχαιότερο μαντικό μας μέσον).[7]
Στην αρχή το ιερό του Αμφιαράου φαίνεται πως ήταν στις Θήβες. Ο Στράβων βεβαιώνει πως κατόπιν χρησμού μεταφέρθηκε στον Ωρωπό (Γεωγραφικά Θ,10). Το Αμφιαράειον του Ωρωπού ιδρύθηκε στο τέλος του 5ου π.Χ. αι., αλλά τα μνημεία του περιγράφονται από τον Παυσανία τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα, αυτόν τον ζοφερό αιώνα όπου κατά τον Πλούταρχο συνέβη η σημαντική μείωση των μαντείων (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων). Ο Παυσανίας (Αττικά 34,1-5) νομίζει πως ο Αμφιάραος είχε επιδοθεί ιδιαίτερα στην εξήγηση των ονείρων. Αυτό είναι φανερό, αναφέρει, διότι μετά την αναγνώρισή του ως θεού καθιέρωσε την μαντική με όνειρα. Όποιος έρχεται να συμβουλευθεί τον Αμφιάραο, υπάρχει η συνήθεια να υποβάλλεται πρώτα σε καθαρμό. Αυτό γίνεται με μια θυσία στον θεό· η θυσία γίνεται και για τον θεό αυτόν, αλλά και για τους άλλους που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στον βωμό· αφού γίνουν αυτά, θυσιάζουν έπειτα ένα κριάρι, στρώνουν κάτω το δέρμα του και κοιμούνται πάνω σε αυτό περιμένοντας να τους φανερωθεί κάποιο όνειρο. Ο περιηγητής αναφέρει τον πρώτο ναό του Αμφιαράειου (αρχές 4ου π.Χ. αι.). Του ιδίου χρόνου είναι και η στήλη στην οποία υπήρχε ο ιερός νόμος του Αμφιαράειου σχετικά με τα καθήκοντα ιερέων και ασθενών, ο πρώτος βωμός και η ιερή πηγή, της οποίας το ύδωρ δεν ήταν κοινής χρήσης. Μόνον ο θεραπευόμενος έριχνε στην πηγή χρυσά και αργυρά νομίσματα, αφού κατά την παράδοση του Ωρωπού από εδώ αναδύθηκε ο Αμφιάραος. Το εγκοιμητήριο ή η στοά κτίσθηκε το 350 π.Χ. Οι ασθενείς πλάγιαζαν πάνω στην προβιά του θυσιασμένου ζώου και ονειρεύονταν. Ο τρόπος της θεραπείας απεικονίζεται σε τρεις σκηνές πάνω στο περίφημο ανάγλυφο του Αρχίνου του 4ου π.Χ. αι., το οποίο βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Στα αριστερά της παράστασης εικονίζεται όρθιος ο Αμφιάραος να χειρουργεί τον ώμο ενός ασθενούς, του Αρχίνου, ο οποίος έχει μικρότερο μέγεθος από τον θεό. Στα δεξιά του αναγλύφου είναι ο νέος που ικετεύει για την θεραπεία του, ενώ στο μέσον της παράστασης το ίδιο πρόσωπο κοιμάται πάνω σε ένα στρώμα, και ο όφις, ο ιερός όφις των Ασκληπειείων, του γλείφει το τραύμα για να το θεραπεύσει. Στον στυλοβάτη του αναγλύφου υπάρχει η επιγραφή: Αρχίνος Αμφιαράωι ανέθηκεν.
Τι ήταν άραγε ο ονειρομαντικός Αμφιάραος; Θεός ή ήρωας με χαρίσματα και μαντικές ικανότητες; Το δίλημμα το έθεσε ο ίδιος στους Θηβαίους. Οι Θηβαίοι τον τιμούσαν ως ήρωα, ενώ πρώτοι οι Ωρώπιοι τον πίστεψαν ως θεό και μετέπειτα όλοι οι Έλληνες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ελένη Λαδιά, Μυθολογικά παράδοξα και ένα διήγημα,εκδ. Gema 2008.
[2] H.Jeanmaire, Διόνυσος, μτφρ. Αρτέμιδος Μερτάνη-Λίζα, εκδ. Βιβλιοπωλείον Κλειώ 1985.
[3] Λυρικοί ποιητές, Βακχυλίδης 11 S – Μ «Για τον Αλεξίδαμο από το Μεταπόντιο, νικητή στην πάλη παίδων στα Πύθια», εκδ. Κάκτος 2002.
[4] Hesiod, the homeric hymns and Homerica. Translated by H.G. Evelyn-White, Loeb Classical Library.
[5] Ελένη Λαδιά, Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων,εκδ. Gema 2006.
[6] Παυσανίου, Αττικά 44,5.
[7] Πλουτάρχου, Συμπόσιον των επτά σοφών, μτφρ. Β. Μοσκόβης, εκδ. Γεωργιάδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου