Πορεία ξυστά στους ύφαλους
με αβαρία στο μπούσουλα και στο τιμόνι
με φώτα πλεύσης στα οροπέδια της στέπας
ενώ ξεμάκραινε το ποδοβολητό του Τζέκινς-Χαν
με το παγούρι του που μας επότισε
το σταχτοπράσινο φαρμάκι του δολλάριου.
Όλη τη νύχτα ακατάπαυστα πλαταίνει
της όρασής μας το κενό
η απόσταση εννιά χιλιάδες λεύγες
κ' η επαφή αερικό με τη νυχτερινή δροσιά
ίσκιος να φεύγει κατά το γαρμπή.
Πουλί της άγριας μοναξιάς, ρόδο της μπόρας
που πάμε χέρι χέρι
με τετράδιπλες σιωπές στα μάτια
κι όλες τις αφρισμένες λεωφόρους καταπάνω μας
τι θέλει μια χούφτα αργιλόχωμα
μέσα στις πράσινες ανταύγειες του σχιστόλιθου.
Αφήσαμε ξερά πίσω στο πλάτωμα
με διαμπερές στο μέτωπο
τα χρόνια που περάσανε
κι όλο ανοίγουμε για τα βαθιά.
Μα πού τελειώνει άραγες
η θύελλα που μέσας μας καλπάζει;
ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου