Εδώ κάρφωσε την τελεία ν' αναπνεύσουμε
το εξανθηματικό σου δέρμα στα βράχια
κι ολόγυρα τα θαλασσόπληκτα πουλιά
που αραδιάζεις ακατάπαυστα σα φυσερό
μήπως μπορέσουμε να ξαναβρούμε
την αρχή του νήματος που χάνει το δρόμο του
στις αυλακιές του μεσεγκέφαλου.
Πες τη λέξη τέλος σου φώναζαν
τόσα χρόνια στις αγρύπνιες
και δεν αξιώθηκε το μελάνι σου
να γίνεις σαν το τιμόνι
στη ροζιασμένη παλάμη του μαθητευόμενου ναύτη
παρά του 'λαχε να 'ναι ποτάμι
που το πίνει η άμμος της ερήμου
επιστρέφοντας σαν τον αντίλαλο στον εαυτό του
κι όμως επιμένοντας, μια πρόθεση παραπάνω
έν' απαγορευμένο απαρέμφατο που αναστατώνει.
Πού να θυμάσαι τώρα;
Ήταν ξημέρωμα όταν αντίκρισες
τη ρομφαία να γράφει τα φοβερά λόγια;
Καλύτερα άσπρος πάνθηρας είπες
έρημος στα χιόνια και ξαγρυπνώντας
παρά με το κουστούμι του πιγκουίνου
σ' ένα μπουλούκι ολόιδιοι
και τυλιγμένοι στις ομίχλες του ύπνου.
ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου