Ώρα τέσσερις οπή ευθυτενής
η λάμπα τελευταίο σκάφος
ο βραδυνός ανάπηρος Δεκέμβρης
κι ο μονοφυσίτης προκαθήμενος Σιλβέστρος
κρανίο χορτοφάγου
η μελαγχολία του άορνο μεθάνιο.
Πώς κάρφωνες λέξεις τα σιγμόληκτα
τα χειλικά τα ουρανισκόφωνα
πώς τα εφτά της συννεφιάς
ποιοι πυροτεχνουργοί
ποιες δρασκελιές στην Πύδνα
πώς το ιονισμένο χέρι μου
βαθιά χωμένο του Δεκέμβρη;
Ώρα πέντε χωράφι του Ταΰγετου
η τροχαλία
κάποιος Ιγνάθιο μ' έναν ταύρο
σφηνωμένον στ' αχαμνά του
ο τελευταίος που πέρασε με το σεντούκι
και πάει αυλάκι μέσα στη σιωπή
ίσα μέσ' στον Δεκέμβρη
φτυστός η ώρα πέντε.
Καχεξία δεινόσαυρων
μέσ' στο γυαλί άψυχο σκοτάδι
ανέβαινε την ξερολιθιά όλο γυριστές καμπύλες
κίσσα χαμήλωνε ως την πόρτα μας ο θάνατος
η πόρτα μας όλο νυχιές
ανάμεσα σε γυριστές καμπύλες
σκυφτή στο λάκκο πίνοντας, σύρμα οι φωνές
ξοπίσω η δίψα σκύλα.
Παραπατώντας ζύγωνε ο γέρο-Τειρεσίας
έπινε, εμίλειε ίσα που ν' ακούγεται:
Στην άλλη άκρη της Μεσόγειος σηκωθείτε...
με κάστορες βραδυάζει του Μισσισιππή
η ώρα πέντε...
Η οπή ευθυτενής
η λάμπα τελευταίο σκάφος
ο κάβο Ματαπάς το σάπιο πόδι του
ένα πριόνι
το θεσσαλικό ρήμα π ε τ σ ο κ ό β ω
κι ό,τι περίσσευε άλλο η ώρα πέντε.
(1973)
ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου