Μέσα κι ἔξω ἀπ’ τὶς μεγαλουπόλεις μὲ πείνα μὲ τόλμη
μὲ ἁγιότητα σούρανε τὰ μακρουλά τους ποδάρια
Τὰ σβησμένα ἀπ’ τὸ ὄπιο μάτια τοὺς τ’ ἀλουμινένια
πιάτα τοὺς τὰ κουρέλια τους στὸ χωματόδρομο
Τὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου γίνανε ἀφίσες τῶν τοίχων
Ξερατὸ καὶ λουλούδια ἐνὸς πολιτισμοῦ ἄθλιου
Ὁ δρόμος ἔχει τὴν ἀγωνία του τοὺς θλιβεροὺς μαντρότοιχους
μὲ τ’ ἀγκωνάρια τῆς παραφορᾶς
Καὶ στὴ βάση κάτ’ ἀπ’ τὸ δέντρο ὁ ἐλεύθερος
ἀπλώνοντας ρίζες καὶ κλωνάρια
Ὁ δραπέτης τῆς ζούγκλας τῶν πόλεων
Σχεδὸν ριπίδι σχεδὸν ἀκάθαρτη συμμετρία
Ὥριμος γιὰ τὴ στιγμὴ τῆς κρίσης
Ἡ ἀγάπη τὸν κυριεύει, ἐπουλώνει τὴ λέπρα τῆς ἐσωτερικῆς γῆς
Ἄνθρωπε τῆς ἐποχῆς μου παράδειγμα
Δόξα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ σκάει
Ποδοπατώντας σάπιες ἀξίες βαραθρώνοντας τέλματα
Μὲ τὰ παπούτσια στὸ κούτελο τῆς καλοπέρασης
Ἔστω καὶ μὲ τὴ στολὴ τοῦ νικημένου
Μακαρίζω αὐτοὺς ποὺ τὸ στῆθος τους οὐρλιάζει
στὴ μυστηριακὴ ἐρημιὰ τοῦ κόσμου
σὰν ἄστρο.
Αὐτοὺς ποὺ ἀνοίγουν στὸ μέλλον δρόμο
κομμένα ἁγνὰ προϊόντα της φύσης
Στὴν ἀνώνυμη ἱστορία.
Τὸ μπρίκι
Εἶναι τὸ αἰώνιο τσίγκινο μπρίκι
αὐτὸ πού μου ἔδωσε ὅ,τι καλύτερο εἶχε
αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ μᾶλλον ὁλότελα ξαφνικὰ
χωρὶς οὔτε ἀρχὴ μήτε τέλος.
Νὰ ψήνει καφὲ καὶ νὰ ντιντινίζει στὸ ράφι.
Εἶναι τὸ δηλητηριῶδες τσίγκινο μπρίκι
ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ξυριστικὴ μηχανή.
Δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο τὸ τέλος τοῦ χειμώνα
σὲ θερμότητα κανονικὴ σὰν ἐκείνη τοῦ ἥλιου.
Μουντζουρωμένο καὶ μαλακὸ ἀλλὰ ὄχι γιὰ πέταμα.
Ο ΓΥΜΝΟΣ ΟΜΙΛΗΤΗΣ (1977)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου