Κατά μήκος της νύχτας περπάτησα
έρημος μέσα κι έξω μου
έχοντας γεμάτο κεφάλι και το αίσθημα του παράλογου.
Απόψε η Πλάκα είναι μια χρυσαφιά γενειάδα∙
το φεγγαρόφως χυμένο κάτω όπου οι λέξεις πεθαίνουν
αναζητώντας κάτι∙ ένα μόριο απ’ ό,τι φαντάστηκε ωραίο
ο Αρθούρος Ρεμπώ.
Τα στενοσόκακα ταξιδεύουν πάνω απ’ τον μοναδικό κι εφήμερο
χώρο για να ’ρθουν ολόισα πίσω στο τίποτα.
Διέσχισα γλυκά την οδό Μνησικλέους και την επ’ αόριστον
απεργία των αγγέλων στα επουράνια και
σκόνταψα πάνω σ’ ένα ψόφιο γατί. Έχοντας καταπιεί
ένα καρφί του Χριστού μύριζε μια οργισμένη εκμηδένιση.
Η Ακρόπολη (το πέτρινο αερικό) γεμάτη συντριβάνια και
σκιόφωτα μια ακρόπολη πάνω στην ακρόπολη
και γω ανάμεσά τους ταξιδεύω. Σα να ’χω μια τρύπα
στο κεφάλι μου που βγάζει καπνό πηγαίνει δια μέσου του
σώματός μου και χάνεται κάτω στη γη.
Αόρατα τανκς και ιπτάμενες στρατιές πλέουν πάνω απ’ τα σπίτια.
Ποιος είμαι; πού πάω; τι ώρα είναι;
Στάζω κι απ’ τα δέκα μου δάχτυλα. Ποιος δρασκελά τους
ανοιχτούς διαδρόμους του εγκεφάλου μου γεμάτος σιωπή
δοκιμάζοντας την κόψη της παλάμης του
στη φαιά μου ουσία;
ΠΟΙΗΣΗ 2 (1973)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου