Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, ηλίθια, πρόσωπα
του δρόμου, σε είδα απόψε Κωστή Παλαμά,
σεργιανίζοντας πάνω κάτω στη μεθυσμένη μου απογοήτευση,
γυρεύοντας μια πόρνη κάτω ή έναν φίλο ή την ανάσταση.
Τι βιτρίνες και τι φεγγάρι! άνθρωποι λογής λογής
βολτάρουν τη νύχτα, και σιδερένια σκυλιά που κορνάρουν,
γάτες στους σκουπιδοντενεκέδες και συ παραμυθά Βερν
τι γύρευες στην είσοδο της πολυκατοικίας;
Νιώθω τις σκέψεις σου Κωστή Παλαμά, άμυαλε
γεροξεφαντωτή καθώς έμπαινες μέσα στο μπαρ
γλυκοκοιτάζοντας τις πουτάνες και πίνοντας ένα
διπλό ουίσκι. Σ” ακολούθησα μέσα από ομίχλες
από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυναικείων
μαλλιών μου. Κάθισα να με κεράσεις
πάνο στο σανιδένιο πάγκο. Δίπλα σε μια σειρά
καθισμένα αγάλματα.
Είμαστε οι ζωντανότεροι τούτης της νύχτας.
Οι χαφιέδες μάς κοιτάζουν καχύποπτα και
τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μάς κουβαλήσει στο σπίτι;
Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύνη δασκάλευες με φωτιά
και βουή, αναβασμένος στην κορφή της ελπίδας,
όταν ξαφνικά η νύχτα πετάχτηκε σαν μαχαίρι
απ” τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα
παράλυτος με τ” όραμα μιας αυγούλας
που άχνιζε.
Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τού” λαχε στραβόξυλο
δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πως
θα τα πω. Φριχτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ” αποψινό μας μεθύσι,
σ” όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων.
Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ” αγάλματα
της Αθήνας, προσκυνώντας μονάχα του
Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς και εγγονός που
βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ” την τρέλα
μου γέρο, όποτε μού τη δώσει θα
σε σκοτώσω.
ΠΟΙΗΣΗ 2 (1973)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου