Πρώτο χάθηκε τ' αχνάρι μας·
όλη τη νύχτα με σηματωρούς έπινε κώνιο.
Γενιά που ανάθρωσκες με σπέρματα τεράτων
σα να 'τανε από μισό στρέμμα σκοτάδι
να βγάζεις μια και δυο φωνές και χίλιες
σ' εποχή ακοντισμού.
Έτρεμες στις βουνοπλαγιές που οι άλγεβρες καπνίζανε
και γδύνονταν το καλντερίμι τα φεγγάρια του
που έδινε το ένα του πλευρό να σώσει το άλλο
που η έχτη μέρα της δημιουργίας
αναρριχιόταν την κουφοξυλιά
κι ανέβαινε την αορτή
και που εκεί σφηνώθηκε...
Ρωτώντας πού κρύβεσαι ανατινάχτηκε
κ' εσύ δεν μπόρειες να ξεψυχίσεις.
Λοιπόν ιδού: Η επικράτεια της ευφυΐας
όλο σου δηλαδή το καταμεσήμερο
με πτήση προς Ελευθεράς
είναι ο άλλος συνωμότης.
Συνεχίστε τώρα οι άλλοι...
Λες κι αλέθανε σκοτάδι σε χερόμυλο
μπροστά του άλφα ο θόρυβος.
Ξάφνου γεννιόσουνα,
στη στιγμή εντός σου πέθαινες
τέτοια φούρια. Λοιπόν;
Τώρα ποιο σβώλο μαύρο χώμα θα πεις όνειρο
που ο ίσκιος σου στα πέρα του ομέγα
φυραίνει όλο γούβες πίσσα κίτρινος
του Αυγούστου;
Κι άλλο δεν είναι ανάμεσα σε εκκρεμή
από να λάμνεις και να μετράς ως το μηδέν
κατά που θα 'σαι η φυτεία των μαχαιριών
ή των μακαρισμών εκείνο το ιδιόμελο
που λέω αιώρα: φτάνει πια
παραδοθείτε σε νυχτερινό καρχαρία.
(1972)
ΔΙΗΓΗΣΗ (1974)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου