Α΄
Απ’ τη μεγάλη άτριχη τρύπα του εγκεφάλου μου
βγαίνει ο καπνός της γης.
Κατοικούμενος από φαντάσματα
πλέω στον ωκεανό των πραγμάτων.
Αέρας είμαι
καπνός είμαι
ένας τρελός, τραγούδι μου, είμαι
διότι κάθομαι ώρες κάτω απ’ το φως
ονειροπολώντας τις άγραφες λέξεις σου.
Β΄
Επιτέλους ο ουρανός είναι γαλανός στην Αθήνα˙
καυτά σορτς αιωρούνται στο κοίλο αχανές˙
θλιμμένη σιγή από σφυρίχτρες.
Τ’ αστυνομικά τμήματα με μια διάταξη
επιτρέπουν τον έρωτα και το σβησμένο τσιγάρο των βρεφών.
Γενική αμνηστία διακηρύσσεται για όσους είναι τίμιοι.
Σουπερμάρκετ και φουστανέλες. Φαντάσματα Μαραθωνομάχων
στους τοίχους με την παρθένα αρνάδα.
Αρκουδοχλιμίντρισμα και φρενάρισμα τρόλεϊ και
πάνω παντού όγκοι αέρος, όγκοι αέρος
μέσα στους όγκους του ωραίου αέρα.
Γ΄
Μια όμορφη μέρα σ’ ένα φουρκισμένο τόπο
ένας βράχος και μια βράχα (βασιλιάδες και οι δυο)
κλαίγανε πάνω σε μια έχταση˙
κλαίγανε το ‘να, κλαίγανε τ’ άλλο.
Θέλω να πάψω να ‘μαι βασίλισσα,
είπε εκείνη˙ αυτός άρχισε να πεθαίνει στο θρόνο
του μαζί με το ‘να και με τ’ άλλο˙
αυτή έκλαιγε κι έτρεμε˙ πως να μην τρέμει;
όταν οι αξίνες και τα σφυριά άρχισαν να σκαρφαλώνουν
σε κάθε μύτη˙ λεηλατώντας, να σφυροκοπούν κάθε σχισμή.
Τότε αυτή κι αυτός μ’ αυτοκρατορική εξάρτυση,
αγκαλιασμένοι, διέσχισαν τα βυσσινιά χρώματα,
ιππεύσανε τις μουσικές του ηλιογέρματος
και κάλπασαν προς το θάνατο.
Έβαλε φωτιά στα παλάτια η επανάσταση.
Χιμούσε πάνω και λιάνιζε το’ να και τ’ άλλο.
Η δροσούλα, οι γυναίκες, οι άλλες μέρες,
συνέχισαν τη δουλειά τους.
ΠΟΙΗΣΗ 2 (1973)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου