Στον Σπύρο Ασδραχά
|Dans la vertu l'audace se ranime,
Et la faiblesse est compagne du crime|.
Louis Antoine Leon de Saint-Just.
1.
Στο ποίημα αυτό προτίθεμαι να τραγουδήσω τον αρχιστράτηγο του μένους των Ελλήνων, Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Όχι επειδή επιθυμώ τίποτε αναίμακτα βραβεία, κι ίσως ίσως τη στρίγγλα εκείνη συντριβή του εθνικού ποιητή στη χάμω γλώσσα,
αλλ' επειδή -τουλάχιστον εγώ- ταράζομαι τα βράδια, όταν είναι το φεγγάρι κάποιο είδος τροχαλίας, που ανασύρει απ' το πηγάδι της σιωπής τα όνειρα της πέτρας.
Τότ' επιστρέφει ο νεκρός παλικαράς της γης μου και πελεκάει τεχνικά των ζωντανών τη γλώσσα.
Τότ' επιστρέφει ο φωτεινός και με ξυπνάει, κι είναι απ' ώρα ποτάμια οι φλέβες μου ανοιχτές,
καίγονται οι αρθρώσεις μου σαν τα χωριά, τα πόδια μου τυφλά παραπατάνε τα κόκαλά τους με τριγμούς βαθείς, πέτρα την πέτρα,
κατ' όπου κάποτε δροσιά των λιβαδιών και πόδια παιδιών που χόρταιναν ανατριχίλες,
κι ένα κορίτσι δούλευε των αγοριών τον κήπο μες στα νεράντζια των πλησίστιων στεναγμών του.
Τινάζομαι άξαφνα και λέω: "Τι θέλεις μες στη νύχτα, παλικαρά; Τα σπλάχνα μου απαιτείς;
Δεν πρέπει να 'χει σίδερο καρδιά για να σ' αντέξει αυτός που τρέχει στους γκρεμούς γυρεύοντας τα κρίνα;"
Κι αυτός: "Δεν πρέπει να 'χει τη γλώσσα του ο ποιητής, τρέλα καλά γαλβανισμένη;"
Και χάνεται, με παρατάει μες στη βαθιάν αλήθεια.
2.
Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και βρίσκεσαι αίφνης ναυαγός στην ίδια σου πατρίδα.
Κι είναι κοράκι η λεμονιά και σκύλος το θυμάρι, το πεύκο τρώει τον άνεμο και το πανί τον γλάρο,
κι ο ναυαγός που δέρνεται δεν έχει πια καθόλου μνήμη: μια φλύαρη Ολλανδή κυρία η πνιγμένη,
των σκοταδιών περίγελος ο γέρος, των βράχων καταπίστευμα ο νέος, δυο φίδια χόρτο ο άνεμος και μια βελάδα λάσπη βασίλισσα στις λεμονιές.
Ναι! Όλ' αυτά ενόσω η θάλασσα καραδοκεί βαθιά σαν την αλήθεια, να κατεβούμε κάποτε στο κύμα του θεού, τα ζώα να φορτώσουμε στο πλοίο, κι εμάς ξοπίσω.
Ναι! Όλ' αυτά ενόσω καν δεν ξέρουμε αν σώζεται ακόμα Ιθάκη.
*
Βαθαίν' η αλήθεια κάποτε, και λες θα πάω στα βουνά, ψηλά~ θα πάω να βρω μια χαρακιά του ήλιου ανάμεσα στα πεύκα,
να στήσω εκεί μια δυο φορές τον ίσκιο μου σκιά, σαν άνθρωπος να ζήσω την εσχατιά του Ανθρώπου.
Μα έρχεται αποβραδίς το ποίημα δριμύ και στέκεται κι ακούει τα κήτη να γυρίζουνε στης πόλης τον βυθό•
"Εγώ, εγώ!" ολολύζουνε, κι η νύχτα, των αστέρων ο ποθοπλάνταχτος πλοηγός, μια σκοτεινή μαρμαρυγή γεμάτη δένδρων και κλαριών και φύλων και καρπών αποκαϊδια.
Έρχεται, λέω, το ποίημα -ο άστεγος των λέξεων- και αγρυπνάει παράφορα ολόκληρη την πρώτη αρχή, σ' έναν και μόνο πόθο~
ναι, αγρυπνάει και λέει βραχνά: "Για κοίτα θέσε ριζικά όλο αυτό το μορφικό συναίσθημα εν γένει,
που συγκροτεί του δέοντος τον ειδικό τον χαρακτήρα~ κι ας έχει ήδη αναστραφεί του Εγέλου η κολυμπήθρα".
*
Γι' αυτό, λοιπόν, θα υλοποιήσω την πρόθεσή μου αμέσως.
Τουλάχιστον εγώ δεν θα στερήσω τη Μούσα απ' τους παροξυσμούς που δικαιούται.
Κι όποιος ακούσει άκουσε, κι όποιος στραφεί και φύγει, κακό του κεφαλιού του.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής γνωρίζεται απ' τα δόντια, που χώνουν τα κοπρόσκυλα των λέξεων στο θρασύ χέρι της εξουσίας.
Έτσι κι αλλιώς, ο ποιητής τεκμαίρεται απ' τα όνειρα, που γρούζουν τα κοπρόσκυλα των στίχων στο ηλιόλουστο πλατύ της Ιστορίας.
Χώρια ή μαζί, κοπρόσκυλο• εδώ ή εκεί, ο ξένος! Τι έχω να χάσω απ' τη φωνή, του Λόγου ο μετανάστης;
[...]
5.
Ωστόσο, συναθροίστηκαν οι σκοτεινοί στον τόπο των δύστυχων βατράχων: ένας με το παλιό το στήθος και την καρδιά τραυλή,
κι άλλος που έσερνε μια χαλασμένη συνείδηση από τα σκουπίδια, τρεις νύχτες ευρωπαϊκές, κι ήταν καθόλου εργατικό επάνω το φεγγάρι.
Κι έλεγαν άνθρωπο το πρόστυχο απέξω, κι έλεγαν μέσα τον πρόστυχο άνθρωπο. Αυτά~
κι ένας που δεν γνώριζε τη γλώσσα, κατάλαβε τα λόγια τους, ώσπου αρρώστησε βαρύτατα σαν ποίημα,
και νήστεψε η γη τον πληθυσμό της, ορμητικά μπροστά στην πόρτα του αετού, και στου φιδιού την τρύπα, εκεί που είχε πλέον τη θάλασσά της η πνιγμένη.
Κι αυτός που γνώριζε τη γλώσσα σου καλά, κι είχε σβηστεί μες στο λιοπύρι των κολάρων, φώναξε: "Τα μάτια μου δεν είδαν τόπο θρασύτερο από τούτο τ' αλωνάκι!"
Έτσι το φώναξε: στεγνά και χάθηκε μες στα βιβλία, που ανοίγουν για να κλείσουν πολύ βαθιά, πολύ βαθιά (και σκοτεινά) τους ποιητές.
Κι ο άλλος, που δεν ήξερε τη γλώσσα, είδε στον πυρετό του ηφαίστεια μεσοπέλαγα, σαν νεκρικές πυρές:
ελπίδες, φόβους, αγωνίες και πάθη (τα υψηλά), τον πόνο μας, που γίνεται περιουσία με τον καιρό,
του έρωτα τη δύναμη• τραγούδησε: "Μόν' άλυσες, δεσμά! Αμ' τι, αμ' τι, για φάγωμ' είμαστ' όλοι!" Και πέθανε να πάει κατ' όπου τα χωριά των αθανάτων.
Απ' τ' ανωτέρω, άνοιξε ο δρόμος για την ανάστροφη γιορτή του πνεύματος, και τα στοιχειά της γης, και του νερού και του αέρα, όλη νύχτα θορυβούσαν στα μεταλλεία της Ιστορίας,
και οι τραχείς σιδηρουργοί των ιδεών δεν χόρταιναν να ρίχνουν στη φωτιά τις αντιφάσεις,
με τις οποίες χόρταινε σάρκα η μορφή ως χρήμα, ως ένα σύνολο αξιών, με την αυτόνομη μορφή της ανταλλακτικής αξίας, με τη χρηματική του έκφραση.
Ω, ναι! Με τη χρηματική του έκφραση, ο αγώνας για επικράτηση, που ήταν λοιπόν ένας αγώνας για κέρδος ή ζημία,
έγινε ξαφνικά ένας αγώνας ανάμεσα στα ερπετά και τη φτέρνα της ζωής: ο εχθρός ο κάτω, μια επιπλέον επιθυμία εδάφους, μια τρυφερή επανάσταση παιδιών και ποιητών. Παιδίων τε Ποιητών!
Ζωή με σχήμα του θανάτου, δηλαδή, ή κι αντιστρόφως.
[...]
ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ (2010)