Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καρούζος: Τύχη δεύτερη



ΤΥΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Αηδονολάλιε στήθος μου πριν το σπαθί σε σχίσει
ΣΟΛΩΜΟΣ

Dieu et notre desespoir nous soutiennent
ΚΑΛΒΟΣ: Au General Lafayette


ΜΕΤΕΩΡΟΣ  Ή ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ
Μ’ αγιασμένο στήθος την καρδιά να πάλλει
καθώς ο ήλιος ανέρχεται σε παρθένα φυλλώματα
και διαγράφει κύκλους η ανία του φωτισμένου
σα γεράκι στον αέρα που μισεί
πήρα το δρόμο με τα φύλλα τα ιερά θύμησην έχοντας την αγάπη.
Δεν ήτανε δρόμος
ούτε θέλησα τη μητρική αλληλογραφία των ωρών
ακόμη δεν προσπέρασε κανείς τον ίσκιο του
δεν έφτασε στο ξέφωτο κρατώντας το δίκαιο ζυγό της αναπνοής.
Το ένα ζούδι περισσεύει αντίκρυ στο άλλο
συγχέεται στα δέντρα ο Αστερισμός
οι φυτικές ηγεμονίες μάχονται με καταληψία
υγρές λεγεώνες πλημμύρισαν τη μορφή σου Κύριε.
Χτύπησα δυνατά τους φλοιούς ανοίγοντας τις φλέβες
ώσπου δε βρήκα πουθενά τα τρόπαια.
Κι όμως ήρθε φωνή τις ρίζες αντηχώντας
εμένα τον ίδιον αντηχούσεν η φυλακή του καρπού
με καθρέφτες από χυμούς και καλή πρασινάδα
μια ηχώ βγαλμένη απ’ τα στήθη
και τα ζώα έβλεπαν ολόκληρη τη φωνή σταματημένα.
Λέγοντας ο κόσμος είν’ η κατηγόρια του ίσκιου για τον ίσκιο
έγραψα τ’ όνομα: Ιησούς
έγραψα: Έλληνας
άγγιζα τ’ όνομα κ’ ήτανε μονάχα φύλλα...

Πόσοι άγγελοι φτερουγισμένοι και πόσο νερό στη δίψα
είδα τους φρέσκους αετούς
είδα τον Υιό να καίγεται σε δροσερές φλόγες
κ’ η κάθε πράξη μου σαν χαραυγή
στους κοπετούς να διαλύεται η εναστροσύνη.

Βλέπω τα ζώα κ’ αισθάνομαι τις θείες ομοιώσεις
αξόδευτη νοσταλγία ο λιγοστός
θόρυβος απ’ τη σαύρα που χάνεται στη βλάστηση
μ’ ένα χρωματιστό πουλί αφιέρωμα στο δέντρο
κι απάνω κελάηδημα της μοναξιάς εξουσιάζοντας το θαύμα.
Δάσος απόρθητο κι ο θάνατος η τάξη του δάσους
αγγίζω τη νωπή βάψη στους κορμούς
των δέντρων απ’ τον ήλιο γκρεμισμένο
κ’ ένα ελάφι πλησιάζω ταξιδεύοντας τα χέρια μου.
Θύμηση που είναι το φεγγάρι σαν το υφαίνουν αραιά νέφη
νύχτες αλλού ψηλότερες απ’ τ’ αστέρια μου
νύχτες αλλού μεγάλες όσο κι πόνος.
Ένας μετέωρος άγγελος στο μαύρο του κενού με σταγόνες ονείρων
οπού λάμπουν ερήμωση στο μέτωπό του
θα κρατήσει τ’ ωφέλιμο δρεπάνι πριν η φωτιά της αγάπης
φορώντας το τελευταίο προσωπείον ο χρόνος τον αποτεφρώσει.
Και θα κόψει τις ατραγούδητες φυλλωσιές
που θεριεύουν, αλήθεια, με τους αγέρηδες
για ν’ ανέβω στο κρύο πο ’χει ο Θαλερός απάνω απ’ τους χειμώνες.

Έντυσα τη χελώνα και λαμπερά τη βλέπω στολισμένη
πέρα στους Ιούνιους των προγόνων
θέρισα τους γαλανούς συλλογισμούς
όταν η νύχτα γεμάτη παράθυρα
και την ατμώδη μιλιά των δέντρων όταν
η μαύρη νύχτα μ’ έζωνε από θάλασσα χρυσών ανέμων
εγώ φώναξα κλεισμένος αστερόφυλλα: Θυσία
και δεν έφερε καρπό η φωνή μου
δεν έφερε δρόμους.
Χελώνα στον κήπο της αγάπης άγια μου χελώνα
τραγούδησε, τραγούδησε
γιατί δεν έχει απόσταση ώς του Χριστού το σώμα
όμορφη νύφη παχουλή των ουρανίων.

Στη λήθη που ’χε ρημάξει το άδειο
δεν έζησα τη δικαιοσύνη της ύαινας
υπήκοη στο δεσμό της με τ’ αστέρια ενώ
στάζοντας η τρομαγμένη εφηβική
νύχτα των φυλλωμάτων
ο φυτικός πλούτος παραφρονούσε μέσ’ στον άσκοπο χρόνο.
Έφτασα ώς τα έγκατα οπού ξεχνιέται απ’ τα δόντια η λεία
το σύγκορμο τραγούδι γυρεύοντας
ό,τι κι ο μυκηθμός του νερού σ’ αφανέρωτους ήχους μάς κρύβει.
Αχ πώς αγγίζοντας ένα καλώδιο της βροχής
να μεταδώσεις ηλεκτρισμό των επιθυμιών ώς τα ουράνια...
Τώρα κλειδώθηκαν οι ταπεινοί για πάντα
δίχως ελπίδα με τα ρούχα ποτισμένα χιόνι.
Σήκωσε κύμα το αίμα των ανθρώπων
τώρα που βασιλεύει νύχτα κίτρινη στον κόσμο
και κρατούν αστραπές τα χέρια.
Όμως την ουσία του δέντρου με ποθούμενον ήλιο πώς έχω πεινάσει
περνώντας ανάμεσ’ από ζαχαρωμένους ελέφαντες
όπως φυτεύουν σε αργά βήματα τα πόδια τους
τρέμω τη λεοπάρδαλη
και χαράζω σε φύλλα την ορατή καταγωγή μου
σαν κουτό τραγούδι νιώθω την Άνοιξη στα πιο πικρά δευτερόλεπτα
κι όταν το δάκρυ λυγά στην άκρη του ματιού
και μέσα του σπιθίζει τ’ όνειρο μόνος που είμαι...
Κι απ’ το φως η δική μου φυλλωσιά κρεουργημένη.
Σκόνη των αστεριών οπού μας έπλασες με τη φωνή στη γλώσσα
φανερώνοντας όγκο φλούδα τροχιά στον πλανήτη μας
και πύρινα σπλάχνα για ονειρομαχίες
διαιώνια σκόνη που έχτισες ναούς η μόνη
γιορτάζει το ειδύλλιο στα δέντρα με τους σπίνους
κ’ έχει τ’ άγριο δάσος χαρωπά ώρες-ώρες προβλήματα.
Τι δοξασμένο πράσινο τι απουσία...
Ο αγγελόφωνος όρθρος μέσ’ στο πήλινο κορμί
καθώς ασπρίζει η νύχτα
κ’ υμνολογιέται μόνο του το μύχιο φεγγάρι με τ’ αηδόνια
λέει στον ουρανό για τόσους πόνους τόσες θλίψεις
όπως αλλόκοτος στην πάχνη και στις ηλιοχαραμάδες
από βόρειες ζέστες υψωμένε ώς τ’ άστρα
με θάρρος βλέπεις εμπροστά και λες: Ο άγριος δρόμος ονομάζεται σιγή.
Χλωρίδα δύσκολη και πανίδα τυφλή στα χρόνια τ’ αρίφνητα
να είμαστε, να είμαστε χωρίς εξήγηση
και μέσ’ στο φως η μύγα η μακροπόδα να υφαίνεται
σε βρόμικα σε σκονισμένα φύλλα
καθώς απ’ τις νυχτόχαρες ανθήσεις πέφτει στους γρύλους τ’ όνειρο.
Να είμαστε. κι άλλη χαρά δεν έχει, γλυκέ μου έλληνα.

Θάνατος έρωτας ελευθερία η κλίμαξ
αδελφική φορά των βαθμίδων απάνω
αδελφική προς τον Άδη
ο δρόμος είναι μονάχα ένας
αρχαίος των ελλήνων.
Απ’ το θάνατο βγαίνουν ωραία μυστήρια
και του άνθους το μέγεθος
η φιλία των όντων υψωμένη στον ήλιο
για να λάμπει μόνη της
η ομορφιά των κρίνων.

Εδώ σιγή ώς τα πλάτη επαινώντας το θείον όστρακο.
Η αμαρτία εξουσιάζει και τους σπόρους εξουσιάζει τ’ αστέρια
κι ανάμεσα σε δυο βροχές μαθαίνω το δέντρο. βγάζει φως
άλλ’ όχι το φτηνό φως στα ξύλα των δημόσιων λαμπτήρων
άψητο φως θυμίζοντας την Πολιτική το Κράτος και τον εύκολο τρόμο.
Τι αρμονία που έχει το φίδι
νιώθω την άγνωστη λαλιά περνώντας απ’ τα γελαστά μάτια του
περνώντας από ένα κύμα σπίθες ολόιδιες στα φανερεία της ψυχής
όπου η λάμψη βασιλεύει μόνη και τ’ όνειρο βραχύ
δίχως τον ήλιο και δίχως φεγγαράδα χωρίς ευωδιασμένο στερέωμα
κ’ έχει χαθεί το παράφορο πράσινο γύρω μου σα να ’χει σβήσει
της γης η μοίρα στη χύτρα μιας φτερωτής
μάγισσας που ’ναι ντυμένη στ’ άσπρα με λεμονανθούς
στο στόμα μοσχοκάρφι
κι αντί για ζώνη πορφυρή
αίμα προβάτου την τυλίγει ως ανίκητη
στα χέρια της κρατά σκυλοθυμάρι.
Με ποιαν αύρα έρχετ’ ο έρωτας απ’ το φίδι κ’ ευωδιάζει το Απόλυτο
ήχος δεν ακούγεται λουλουδιών, δεν έχει περιστέρια
βαθύ και μονάχο τ’ απρόκοφτο ζουζούνι στη λευκότητα
κι όχι εδώ στα μαχόμενα φύλλα να ζήσουν
ενάντια στα ζώα ενάντια στ’ ανθώπινα χέρια
σε τι ξαστεριά καίγεται ο πίδακας του Αίματος κ’ η φωνή
που ακούω. στο σκουλήκι νά ’μπεις για ν’ αλλάξει ο ήλιος
τρέξε στον ιδρώτα της μεγάλης ταραχής.
Το φίδι αστράφτει δυο φορές
από νοσταλγία τετραπέρατη για τον αετό, πώς ανεβάζει
τους χυμούς η κούραση της γης κ’ έχουμε τ’ άνθη πώς αναρίθμητα
τόση μουσική μέσ’ στην ορφάνια των δροσοσταλίδων
άσπρες ειδήσεις τραγούδησα κι ας μην ανατρέφω χαμηλή ελπίδα
πώς φτάνει στους νεκρούς πώς φτάνει στους καρπούς
η κρυαδερή του τάφου δυνατότητα το χώμα που είναι αταξίδευτο
κι ο θάνατος ο ταξιδιάρης μια γαλάζια διαδοχή
σαν όταν δρασκελά το ένα πόδι εμπρός απ’ τ’ άλλο.
Τι βλέπεις ακόμη στην πρασινισμένη στέρνα και χάνεις
ώρες με τα βατράχια να επιμένουν στο μυστήριο που ’χει κουκούλα του
ο στερνός Κωμικός ο κοκαλιάρης από όλη την ακούρευτη γαλήνη
ο κεντημένος στην πλευρά στα πόδια και στα χέρια
σηκώνοντας τον τάφο ψηλά στη θεϊκή καταιγίδα
με νήπια στην αγκαλιά στην κόμη όλο σπουργίτια
ο μέσα δρόμος της εικόνας του μύρμηγκα
δίστομη ευτυχία ξημέρωμα στους αόρατους αυλούς...
Όμως κινούνται κωμικά
χυδαίοι πίθηκοι βρομίζοντας τα δέντρα
μακρόχειρες αρπαχτικοί.
Πώς είναι το κακό σαν το λειρί του κόκορα
τι σάλπιγγα που είναι το κακό...
Συνάντησα τους σκύμνους να λούζονται στο γέρο-ήλιο
πιο πέρα θά ’βρω και τ’ αρνί σφαγμένο, έλεγα,
την εκκλησιά τη ρείπωσαν οι κρεοφάγοι
με τις βαρειές από σιδερόξυλο πόρτες
άχρηστο θα ’ναι σαν ηλιοβασίλεμα
τ’ αρνί στην έρημη φωνή του άχρηστο κι άχρηστο
μα θα το πάρω στα στήθη και θα τρέχω, θα τρέχω
απορώντας αντίκρυ στον ουρανό. πώς θα χαθούν εδώ και τα οστά
μέσ’ στη θερμή σφαίρα...
Όμως τον κάτω φόβον όποιος έχει στα δύστυχα φρένα
χύνεται δίχως κίνδυνο βαθύ προς το ρυθμό της νύχτας
ανοίγοντας τα χρόνια σαν όμορφα λουτρά
δεν έχει τέλος ο πόλεμος κι ο Ιησούς δεν έχει τέλος
γιατί να βλέπω και να ’μαι το σκοτάδι;
Μητέρα ερημιά και συντροφιά των άστρων
εσύ πέρ’ απ’ την Άνοιξη και τα μηδαμινά χελιδόνια
σε πόθησα τόσα χρόνια και τόσα ηλίθια εικοσιτετράωρα
ο αντίμαχος είμαι στα πράγματα κι αυτά τι ξένα στη ρίζα μου
σε πόθησα μητέρα ερημιά καθώς ο ατυχής κροκόδειλος
άθλια στο κλουβί φυλακισμένος βράδυ σ’ ένα λούνα παρκ
είχαν επιδέσμους βάλει στα πληγιασμένα του πόδια...
Πού είναι η τόση πατρίδα
το βασίλειο του αίματος – από λήθαργο τραγουδούσε ο κροκόδειλος –
το βροχερό βασίλειο στα τροπικά παραμύθια του Όντος.
Κι ολοένα τραγουδούσε: Ξεχασμένος είμαι στη φλόγα
έρχονται τα παιδιά και με βλέπουν αιματωμένο
απ’ τη μια πρωτεύουσα στην άλλη με δέρμα ξεραμένο.
Κι ολοένα τραγουδούσε: Φέρνω φόβο, φέρνω φόβο
μη δεν είναι όμως εργασία και το αίμα
μη δεν είναι όντως εργασία κ’ η αγάπη;
Ολοένα τραγουδούσε το θηρίο κ’ εγώ του πετούσα λέξεις
τις λέξεις ανασταίνω, είπα, τα σύννεφα γεμίζω με βροχή
τώρα δεν αντικρίζω πέρ’ απ’ τα λιγοστά μου μάτια
δεν ακούω τη θεσπέσιαν αυγή
πάλι γυρίζει ο τροχός του Υιού με τις ορμές
απ’ τη σκληρότητα πηγαίνω στη σκληρότητα.
Μπορεί να σώζει ένα μοναστήρι π’ αναπνέει τις μέρες και δεν τις μετρά
ή με θανάτους ωσάν τα σταφύλια πατώντας τις επιθυμίες
οι μοναχοί την ουράνια χαίρονται μέθη.
Μπορεί και να σώζει το μνημονικό μου
στους λειμώνες πίσω της ηλίκίας.
Τα πρώτα μου χρόνια σε πόση ευτυχία...
Βαθειά η ανάμνηση στα χείλη με τη γεύση της Μεγάλης Παρασκευής
χαλβάς κ’ ελιές δώρα της νεφέλης
το αθώο μαρούλι του καλού ζώου μέσα μας
μεγάλη συννεφιά της μέρας η σεμνοχρωμία.
Μπορεί να σώζει πάλι μονάχα ο ασκητής
όταν το στήθος καθαρίζει με φωτιές στην αιχμηρή αιθρία.
Σιγή ώς τα πλάτη...
Θυμήσου πως ο Διόνυσος ήτανε αγρότης αξύριγος
με δαίμονες βλαστικούς ολόγυρά του και λαμπρά τ’ αμπέλια
κι ο άλλος οίστρος ο σταχυοβότρυς ο γιος της Μόνικας
ο Αυγουστίνος ιερός όσο και το χορτάρι μέσ’ στον ήλιο
κι άλλοι, κι άλλοι πόσοι αυτάδελφοι του Κατσικοπόδαρου
Ευφραίμ ο θρηνητικός με τα μάτια δίχως ρίζα πουθενά
σπαράζοντας άγρια δευτερόλεπτα
έχει ξεχάσει τα χέρια του
Αλέξαντρος των Ακοιμήτων είδε το θάνατο
και πρόσταξε τη χαραυγή μια μέρα να μην έρθει
τη νύχτα διπλασιάζοντας
Συμεών ο Στυλίτης κεραυνώνει ερπετά και τ’ αδειάζει σε λάμψεις
με τη δροσιά του σπαραγμού με χίλια χρόνια γάμου.
Θυμήσου ένα βράχο θαλάσσιο
σαν ιατρική παράσταση εγκεφάλου
σαν προσευχή της ύλης αυλακωμένος ο βράχος
έλεγες ακόμη σωτηρία τον έρωτα κ’ η πλάση
βαθιά κόκκινη σε πλημμυρούσε.

Χάθηκε η παρθένα η όμορφη.
Την έβλεπα να περπατεί στα γαλανά της δέντρα.
Σαν ίσκιος προικισμένος άστρα και ποιος κορυδαλλός ο λαιμός της
έσυρε δυόσμους μέσα στο νερό
μοσχοβολούσε ο ήχος απ’ τα χέρια της
κι ο ήλιος, βασιλεύοντας, Θεία Ευχαριστία.
Πώς λάμπει στη λησμονιά η όμορφη
και τ’ άνθη διασταυρώνουν την κίνησή της!
Ο ήλιος αύριο πάλι θά ’βγει ο αθώος πλούτος
όλη η αίγλη της γεωμετρίας είναι ο κύκλος, είπα
μια μέρα, κ’ εκείνη αμίλητη σαν αναστεναγμένη
στα γόνατα κατάκοπη έφερε το κεφάλι
όμοια καθώς να ’κλεινε ο ουρανός την πύλη
με τον ακράτητο καρπό ανάμεσα στα χείλη
και τα ξανθά μαλλιά της κύματα
στους ώμους γοερά θρηνούσαν.
Ώχρανε γύρω η ζωή κι απ’ τον καιρό των ζώων Άδης
εβγήκε σκοτεινός. Έτσι γλυκειά και μόνη
των αγγέλων η όμορφη
την ευωδιά στον κόσμο είχε αυξήσει.

Βρέχει πολύ και μπερδεύει σε κυκεώνα τα φυλλώματα
ορμή και μάτια το φόνο ταγίζουν
η πείνα βασίλισσα κι ο βίος ολούθε κλοπή
συμφέροντα των ανέμων.
Όμως έχω ζεστά αεροπλάνα εκεί που ζητωκραυγάζει
ένας χρωματιστός αθώος τη χαραυγή με κελαηδήματα
και την αθρόα μετανάστευση των ταράνδων...
Τι έμεινε πλην απ’ τ’ αστέρια;

Πολλά χιλιόμετρα νύχτας κι αλίμονο σαν ανοίξει η τρύπα μαυρίλας. Όλα τα ζώα κι όλα τα ζούδια κρύβονται για το γλιτωμό. Θ’ αντικρίσω τον ήλιο; Βρέθηκα εδώ μ’ ένα χειρόγραφο, το χειρόγραφο της αιχμαλωσίας. Άρχισε κιόλας να σπάζει ο κορακάτος ουρανός. Είδες και πως γκρεμίζεται ο άγγελος στα στήθη.

Μπήκα στο θαλάμι της καταιγίδας μη γνωρίζοντας πια
και δέντρα και ζωή
μονάχα κρότους φοβερούς ακούγοντας
και το Ουαί στην ιερή σύγχυση της μοίρας
οι στριφτές κραυγές απ’ τ’ αγρίμια πώς κομματιάζουν τη νύχτα
κ’ η νύχτα μ’ έρωτα θέλει το θεό
για να χυθεί στη γκρέμιση το θελημά του και να λάμψει
γαλήνιο το λευκό μεγάλο φως πέρα
ψηλά και πέρ’ απ’ τον πλόκαμο της αστραπής που έχασε τις ρίζες
και πέφτει τρόμος ουράνιος στο χώμα.
Βλέπω Κύριε φτερωτό κριάρι την οργή σου
δεν έχει όρια τ’ αστροπελέκι
σε βλέπει κάθε λιοντάρι σε βλέπει κι ο λιγνός μύρμηκας
κ’ η φεγγαρική αηδόνα στα βατόμουρα της συμφοράς.
Τόσο μακριά σωζότανε το φεγγερό ελάφι
και τα βασανιστήρια έμεναν ακόμη στα μάτια του
ίχνη ονείρου και ρυθμός της ολοένα τύχης.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ
Έρχομαι υγιής απ’ την Άνοιξη μ’ ένα πεύκο στα στήθη
και διαλαλώ
πως ο χρόνος είν’ ο τάφος του νου μέσ’ στις ουράνιες οροφές
και λάμπει τ’ αδιέξοδο
με τις εννέα λάμπες του Πλωτίνου για τις εννέα διαύγειες
τις χρωματιστές
ο εργαζόμενος στους οισοφάγους
και λάμπει τ’ αδιέξοδο.
Η αγωνία ευωδιάζει στον ίασμο με τη φεγγαρόπετρα
κι ο μεγάλος ακούγεται Οδυρμός, ο δίδυμος του Κοπετός
κ’ η εποχή των θρήνων.
Ώρα χαράς η ώρα κατακέφαλη
καθώς είτε κοιμάμαι είτε βαδίζω στρέφοντας τ’ αστέρια σα βίδες
είτε ξυπνώ είτε γράφω ποιήματα
γύρω απ’ το κορμί μου είναι πάντα ο αόρατος ξυλουργός.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου