Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καρούζος: Επιδεινώσεις του ορατού



Της Μαίρης

Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος.
Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα
σωριασμένα αιφνίδια στο χτες.
Η λάμψη όταν περάσει λάμπει περισσότερο
καθώς
η ακινησία φανερώνεται
στη διαίρεση των βημάτων.
Όντως το περπάτημα ολότελα το χρόνο καταστρέφει
όπως ολότελα τον ήχο παύουμε
ακουμπώντας τα χέρια
πάνω στα βοερά τύμπανα.
Πιότερο ζει η αστραπή
μετά το ανατρίχιασμά της
η απέραντη δυνατότητα των πουλιών
όταν μακραίνει ο θόρυβος ενός τυχαίου αεροπλάνου.
Φοβερή ασυνέχεια:
ο πλούτος μου είναι το στήθος μου.
Γι’ αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα
και ταξιδεύω σίγουρος
όσο η μίνθη ταξιδεύει και το ασπροθύμαρο.
Συνηθισμένο πράμα η θυσία.
Και ιδού με χιλιάδες σπάγγους
δεμένος αιωρείται ο Ηράκλειτος
στην άχρωμη αποκριά της λογικής.
Πάνω σε τέσσερες ρόδες
έρχεται βαρετά με τις Σίβυλλες
χαιρετώντας δεξιά κι αριστερά τους σκύλους.
Ακολουθεί ο ξένος στα επαγγέλματα
με τα δάκρυα όλων των ειδών.
Έλαμπε το σούρουπο σαν τρυφερό μέταλλο
μια γκρίζα γάτα
μου φάνηκε τρομερά ντυμένη.
Ένα ζευγάρι φιλιότανε αμέριμνα.
κέρδιζε όλες τις στιγμές
τίποτα δεν παρατηρούσε.
Ο έρωτας είναι πάντα
μικρή-μεγάλη η δύναμη του Έχε Γεια
χρόνος ακατάσχετος.
Αυτός ερημώνει τα γηραλέα μεσάνυχτα
χρίει τις πεταλούδες με δικαιοσύνη.
Κι όταν υψώνεται ο κίτρινος καπνός απ’ τα ποιήματα
στον κουρελιασμένο χώρο που αναβοσβήνει
βλέπουμε χαρούμενες υποταγές
ο κόσμος τινάζει άξαφνα τη μανταρινιά της αστραπής
οι άγγελοι εξελίσσονται σε τριαντάφυλλα
και ξεκαρδίζεται ο κίνδυνος.
Έρχται τώρα να την
η Ανθούσα μόνη της –
η ερημιά την κατορθώνει.
Πολλά-πολλά ξεχύνονται
πλήθος πουλιά σαν φυλλώματα.
Είχε νυχτώσει ωστόσο.
Κάθε απόσταση φαινότανε μύθος.
Αναπάντεχα τότε
σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά
ένας νέος με γενειάδα φωνάζει:
Αστέρια σμαραγδένιοι σκύλοι
που κομματιάζετε τη νύχτα
να η άγρια ζάχαρη. –
Σε πέντε λεπτά ήρθαν οι αντλίες
ο ήχος των σειρήνων έφερε μεγάλη σύγχυση
και η Ανθούσα έλιωσε φριχτά
στην επίθεση του νερού
με τις μάνικες.
Ο δρόμος βράχηκε ανελέητα
τρεχάλα διαλύθηκαν οι συγκεντρωμένοι
κ’ έσκουζαν ολούθε.
Μια νόστιμη κυρία ή δεσποινίδα
που έχασε στη βιάση τα γοβάκια της
έψαχνε μάταια μέσα στη φυγή.
Πανδαιμόνιο.
« - Τι έγινε; Τι συμβαίνει;»
Έτρεχα κ’ εγώ μ’ αλλεπάλληλες σκέψεις
ηλιωμένος απότομα.
Έστριψα σ’ ένα στενό
και συνεχίζοντας να τρέχω
προχώρησα στην ησυχία μου.
Με κόπο ματαιώνοντας τα δάκρυα
θυμήθηκα την περασμένη Άνοιξη.
Έβγαινα για καθαρό αέρα
πατώντας στους ίσκιους των περιπάτων
εκεί που λησμονήθηκε το ρόδο
και η γύμνια δεν ανταλλάχτηκε.
Μ’ άρεσε να περιπλανιέμαι βάζοντας
μέσα στο στόμα του φαφούτη νου
μεγάλη ερημιά για να χορταίνει.
Όλα μού είναι άχρηστα, σκέφτηκα, εκτός απ’ τη ζωή.
Πρόκοψε τόσο η συμφορά...
Γέμισα νυχτωμένη αγωνία
ένα δήθεν φως.
Μικρόβια τ’ αυτοκίνητα στους δρόμους –
χρωματισμένα.
Τεράστια χρονόμετρα μεγεθύνουν
σε σκοτεινούς θαλάμους τα δευτερόλεπτα
λιώνουν οι ώρες υπέροχα
στα χυτήρια του ερέβους.
Αυτός ο Κρόνιος Πολιτισμός! Ας τον αρωματίσουμε...
Ανάσταση: τα καλοπιάσματα του έαρος.
Ερωτευθείτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου