Απέναντι, ο μαύρος πίνακας. Και τα μάτια του στιλπνά, μαύρα, σα δυο κομμάτια από το μαύρο του πίνακα ριγμένα στο γάλα. Μια αράχνη κρυμμένη στα ματοτσίνορα, άπλωνε τον κόκκινο ιστό της πάνω στ’ ασπράδι του ματιού. Όλα, έτσι,. (οι χάντρες, το άσπρο, οι κόκκινες ίνες) δεμένα, μέσα απ’ την κώχη τους, με κοιτάζουν.
- Δηλαδή πάλι προσπαθείς να μην πεις τίποτα.
- Μα πώς δεν λέω τίποτα; Σκεφτείτε το καλά πόσο δύσκολο πράμα είναι να μην λες τίποτα.
- Κάτσε κάτω, πρόσταξε κ’ έκανε να συνεχίσει βέβαιος πως εγώ θα καθόμουν.
- Μα δεν τελείωσα. Με κόψατε στα μισά. Κι αυτό είναι το χειρότερο που είχατε να κάνετε. Αφήστε με να τελειώσω.
- Κάτσε κάτω –ξανάπε κ’ εκείνα τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.
- Δεν κάθομαι, (πεισμάτωσα).
- Τότε, χάσου απ’ τα μάτια μου. Βγες έξω.
Και με το τακούνι του μετρούσε τα δευτερόλεπτα.
- Θα τελειώσω πρώτα κ’ ύστερα θα βγω.
- Όχι δεν θα τελειώσεις. Αρκετά τέλειωσες την ώρα. Βγες έξω.
Βγήκα. Άρχισα ν’ ανεβαίνω τις σκάλες, μια-μια, με τις πιτζάµες, κατάδικος που δραπετεύει. Έφτασα στην κάμαρα του κυρίου Αρίστιππου. Μια φωτεινή γραµµή στο δάπεδο μ’ έκανε να σκεφτώ πως δεν θα κοιµάται.
Πραγµατικά διόρθωνε τα ποιήµατα του νέου ποιητή Πισάνθη κάτω απ’ το αμπαζούρ.
- Τί γυρεύεις τέτοιαν ώρα;
- Τίποτα, είπα. Ήρθα να σας διαβάσω μια µικρή ιστορία, ήρθα να τελειώσω εκείνο που άρχισα το πρωί.
- Για χατίρι σου, µου απάντησε, θα κάνω τα µάτια µου αυτιά.
Η ιστορία έλεγε:
Σ’ ένα οροπέδιο του Θιβέτ δίπλα στο όρος Oύστουν Ταχ, υπήρχε ένα χωριό µε άσπρα σπίτια. Οι κάτοικοί του ζούσαν ήρεµα, χωρίς φασαρίες. Διάβαζαν εφηµερίδες, µαθαίναν τα νέα, λέγαν πως όταν οι παγκόσµιοι πόλεµοι γίνουν εφτά, τότε θα σταµατήσουν και τραβούσαν για. ύπνο.
Άρχοντας του τόπου ήταν ο Τεζοτζέφ Ουρτ πρωθιερέας του Λάµα. Είχε µια όµορφη κόρη που τη λέγαν Μαλέµ κ’ οι άντρες που τη θέλαν (δεν ήταν κανένας που να µη την ήθελε) µαζεύονταν καθεβραδινά και της τραγουδούσαν καντάδες. Ένα βράδυ η Μαλέμ κορνιζώθηκε στο παράθυρο, στα νυφικά ντυµένη, έκοψε ένα τριαντάφυλλο από τη γλάστρα κ’ είπε: «Ήρθε η ώρα μου να υποταχτώ σε άντρα. Μα επειδή όλοι είστε τόσο όμορφοι και δεν ξέρω ποιον να πρωτοδιαλέξω θα σας ρίξω αυτό το τριαντάφυλλο κι όποιος το πάρει εκείνος θα γενεί ό αφέντης µου».
Όλοι πέσαν πάνω στο τριαντάφυλλο. Στο τέλος ό καθένας έµεινε και µ’ ένα φύλλο. Μόνο ο Τουλέµπ έκλαιγε στη γωνιά ξεχασµένος. Σ’ αυτό τον δύστυχο είχε πέσει το κοτσάνι και τ’ αγκάθια του τρύπησαν τα. δάχτυλα. Τότε η Μαλέμ αποφάσισε πως αυτόν θα παντρευτεί γιατί µόνο αυτός πόνεσε για κείνη.
Ο πατέρας της ο Τεζοτζέφ Ουρτ χάρηκε µε το τέχνασμα της κόρης του. Ο ίδιος ήταν τρομερά έξυπνος κ’ ευρεσιτέχνης. Κάθε χρόνο, την πρωτοχρονιά, μάζευε όλους τους χωρικούς και τους έδειχνε όπλα που όταν πατούσες τη σκανδάλη τους ρίχναν λιωμένο μολύβι. Μιαν άλλη χρονιά τους έφτιαξε ένα σπαθί που είχε μαγνήτη και τραβούσε το ξίψος του αντιπάλου, αφοπλίζοντάς τον σε ώρα μάχης.
Είχε το εργαστήρι του βαθιά μέσα στη γη. Σκοτεινό, μουχλιασμένο, όλο σωλήνες που μπλέκονταν σε αδιέξοδα και κoράκια που ρουφούσαν, θαρρείς, το σκοτάδι. Μόνο η Mαλέμ το ήξερε το καταχθόνιο αυτό μέρος που το γέμιζαν νεκροκεφαλές.
Ξημέρωσε παραμονή πρωτοχρονιάς έτος 560 π.Δ.* Ο Τεζοτζέφ Ουρτ πήρε το δίκαννό του, μπήκε στο τζιπ και ξεκίνησε για τους όχτους του ποταμού Κου-Τσεν να κυνηγήσει αγριόπαπιες. Αύριο θα έδειχνε στους συγχωριανούς του το καινούργιο κατόρθωμά του: μπόρεσε και πέταξε στον ουρανό ένα αεροπλανάκι με ουράνιο. Ήταν κάτι καταπληκτικό. Όσοι το βλέπαν, θα τρίβαν τα μάτια τους. Αύριο ο κόσμος…
Το βράδυ που γύριζε με το τζιπ φορτωμένο πρασινοκέφαλες και μπεκάτσες, βρήκε το χωριό σπαραχτικά άδειο. Ούτε μια ανθρώπινη μορφή, ούτε μια ράθυμη γάτα στην εξώπορτα˙ καν μια γύφτισσα στο δρόμο. Ο χώρος γιόμιζε με την απουσία. Ο αγέρας σφύριζε, έσπρωχνε τ’ άψυχα που όσο να τόθελαν δεν μπορούσαν κι αυτά να φύγουν.
Η ερημιά, η συντριπτική ερημιά, το έρημο σύννεφο, ο έρημος ήλιoς, γιόμισαν μ” απόγνωση τον έρημο άρχοντα του τόπου.
Δεν ρώτησε πώς έφυγαν. Ούτε γιατί. Μόνο είπε πως ίσως νάταν μια άσκημη οπτασία κ’ έπεσε να κοιμηθεί.
Το άλλο πρωί ξημέρωσε πρωτοχρονιά. Ο Τεζοτζέφ Ουρτ κατέβηκε στο εργαστήρι του, πήρε το αεροπλανάκι του με το ουράνιο κι ανέβηκε στην πλατεία. Ο ουρανός δυνάστευε γαλάζιος. Τα χιόνια, ασυμπάθιστα απ’ τον κίτρινο ήλιο, λιώναν απ’ τον καημό. Παντού η χθεσινή εγκατάλειψη, αδιάλλαχτα ίδια. Ο άρχοντας, με τ’ αεροπλανάκι στο χέρι, έμπηξε άγριες φωνές. Φώναζε να βγει ο κόσμος να δει το θαύμα του. Μα η φωνή του πάγωνε στην άσπρη θεωρία. Κτυπούσε πόρτες, τις έσπαζε, μα έβρισκε τα δωμάτια άδεια και τα κρεβάτια ξέστρωτα.
Σκέφτηκε να πετάξει το αεροπλάνο μόνος του κ’ ίσως το δει ο κόσμος και ξετρυπώσει. Το έκανε. Το σιδερένιο πουλί άρχισε να γράφει αρμονικούς κύκλους πάνω απ’ το κεφάλι του, πήρε στροφές, ανάποδες, κωλοτούμπες, έπαιξε με τον αέρα και τέλος κουρασμένο ξαπόσταξε πάνω σε μιά στέγη. Η ερημιά γίνηκε διπλά πιο βαριά τώρα που σταμάτησε κι ο ελάχιστος κρότος του μοτέρ του.
Ο Τεζοτζέφ Ουρτ θυμήθηκε χρονιές περασμένες. Τότε που παρουσίασε για πρώτη φορά το σπαθί με τον μαγνήτη. Ο κόσμος μαζεμένος που ζητωκραύγαζε, ολόλυζε, πετούσε τις τραγιάσκες ψηλά, χοροπηδούσε. Ύστερα οι φίλοι του που του πρόσφεραν μιαν ανθοδέσμη κ’ έγραψαν στα ξένα πανεπιστήμια, για την εφεύρεσή του.
Τώρα μόνο οι μνήμες των φωνών τους φτάνουν ως τα αυτιά του. Τον ενοχλούνε. Φίλοι δεν υπάρχουν πια για να τους δείξει τι έφτιαξε.
Όταν έκλεισε ό Γενάρης του χρόνου εκείνου γύρισε μια μόνο γυναίκα απ’ το κοπάδι των ανθρώπων πού εξαφανίστηκε, ανήμερα πρωτοχρονιάς. Ήταν η Μαλέμ, η όμορφη κόρη του Τεζοτζέφ Ουρτ που υποτάχτηκε στον άνδρα με τα ματωμένα δάχτυλα. Μα δεν μπορούσε ούτε η ίδια τίποτα να θυμηθεί. Είχε πάθει αμνησία.
Μόνο σαν έφτασε έξω απ’ το σπίτι της διάβασε στην πόρτα ένα χαρτάκι γραμμένο με το χέρι του πατέρα της. Έλεγε: «Άνθρωπος δεν υπάρχει να του δείξω τι έφτιαξα. Τρελλάθηκα. Όποιος τολμήσει να μπει θα τον σκοτώσω».
Κ’ η Μαλέμ, αυτά διαβάζοντας, πέθανε έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού της, σκληρά δοκισμένη».
Εδώ η ιστορία τέλειωνε.
- Κ’ εγώ τέλειωσα, είπα. Συμπλήρωσα αυτά που δεν είχα προλάβει να πω το πρωί.
Περίμενα να θυμώσει με το θράσος μου, όμως αυτή τη φορά η αράχνη του θυμού του είχε τραβήξει και την τελευταία υπόνοια του κόκκινου ιστού της και τα μάτια μείναν άκακα, ολόασπρα, σαν το χιόνι που θα έλιωνε στο βουνό Ουστούν Ταχ.
* Προ Δαλάι (Λάμα).
(Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 9 Αυγούστου στο Έθνος της Κυριακής)
Πηγή
http://fractalart.gr/istories-mellontos-1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου