Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Μ



Έτσι μες στα καλύβια αφτός το λαβωμένο φίλο
γιάτρεβε, του Μενοίτη ο γιος· μα οι άλλοι πολεμούσαν
Τρώες κι' Αργίτες σωρεφτοί. Μηδ' είταν ν' αμποδίσει
πια το χαντάκι, ή το φαρδύ τειχόκαστρο από πάνου
που τόφτιασαν των καραβιών ταμπούρι, και χαντάκι        5
κυκλόσκαψαν, μα των θεών δεν πρόσφεραν σφαχτάρια
που τα πολλά τους λάφυρα να σώζει και καράβια
γύρω τριγύρω· αθέλητα σα νάταν των μεγάλων
θεών χτισμένο, και για αφτό δε βάσταξε και τόσο.

Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας        10
κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου,
τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε.
Μα αφού των Τρώων έπεσαν όσοι εκλεχτοί είταν όλοι,
πολλοί κι' Αργίτες χάθηκαν — ή και σωθήκανε άλλοι —
κι' έπεσε χρόνο δέκατο το κάστρο του Πριάμου        15
και για την ποθητή ο στρατός τα πρύμισε πατρίδα,
τότες πια ο Φοίβος βάρθηκε κι' ο Ποσειδός να σείσουν
το καστροτείχι, μπάζοντας τα δυνατά ποτάμια
όλα όσα τρέχουν στο γιαλό οχ τα βουνά της Ίδας,
το Ρήσο τον Εφτάπορο τον Κάρησο το Ρόδη        20
το Γρανικό τον Αίσηπο το θεϊκό Σιμόη
το Σκάμαντρο, που εκεί πολλές μες στα νερά του ασπίδες
και κράνα πέσανε κι' αντρών μισόθεων βλαστάρια·
όλων αφτών τα στόματα γύρισε αντάμα ο Φοίβος,
κι' έστελνε απάνου στο τειχί μέρες εννιά το κύμα        25
— κι' όλο κι' ο Δίας έβρεχε— ζητώντας χέρι χέρι
να θαλασσώσει τα τειχιά. Κι' ομπρός, της γης ο σειστής
πάγαινε με το τρίδοντο στα χέρια, και πετούσε
στο κύμα όλα τα θέμελα, θες κούτσουρα θες πέτρες,
πούδρωσε κι' έβαλε ο στρατός, κι' εκεί έτσι τάκανε όλα
απλάδα στον Ελλήσποντο τον πελαγοδαρμένο.        30
Και το τειχί σαν γκρέμισε, τότε άμμο στο περγιάλι
ξανάστρωσε, και γύρισε τους ποταμούς να πάρουν
το δρόμο πούστελναν και πριν τ' αφρόδροσα νερά τους.
Λοιπόν έτσι είταν έπειτα οι δυό θεοί να κάνουν·
μα άναψε τότες στο τειχί τριγύρω ξεκουφάστρα        35
σφαγή, κι' αχούσε η ξυλική των πύργων απ' τους χτύπους.
Κεραυνωμένοι οι Δαναοί απ' την οργή του Δία
παράλυσαν, στα βαθουλά καράβια στρυμωμένοι,
λείψανα ομπρός στον Έχτορα, γερό σφαγής τεχνίτη.
Κι' αφτός, σαν πάντα, μ' όργητα φουρτούνας πολεμούσε.        40
Κι' όπως στη μέση κυνηγών και σκύλωνε λιοντάρι,
ή χοίρος άγριος, απ' αντριά περήφανα γυρίζει,
και κύκλο κάνουνε σφιχτό οι κυνηγοί και στέκουν
αγνάντια, κι' όλο κονταριές συχνά πυκνά τινάζουν,
μα του θεριού η γερή καρδιά δεν τρέμει δε δειλιάζει,        45
μα η τόση του όμως αφοβιά το χαντακώνει τέλος·
έτσι κι' εκείνος τρέχοντας μες στο σωρό γυρνούσε        49
κι' όλο τους φίλους ξόρκιζε τον τάφρο να διαβούνε.        50
Μα δεν κοτούσαν τ' άλογα, μόν στέκανε άκρη άκρη
στα χείλια και χλεμέντριζαν, τι το πλατύ χαντάκι
τα φόβιζε, σα δύσκολο ναν το πηδήσουν πέρα
η να διαβούν· γιατί γκρεμοί τού σκούφωναν τον όχτο
απ' άκρη ως άκρη, κι' είτανε παλούκια απάνου απάνου        55
αραδιασμένα μυτερά, που στήσανε οι Αργίτες—
πυκνά μεγάλα—διαφεντιά από οχτρικά γιουρούσια.
Εκεί έφκολα άτι, σ' άμαξα καλόροδη δεμένο,
δεν έμπαινε, μα βλέπανε, πεζοί αν θα κατορθώσουν.
Εκεί όμως νά ! ο αψέγαδος σιμώνει Πολυδάμας        60
τον αντριωμένονε Έχτορα και λέει αφτά τα λόγια
« Έχτορα κι' οι λοιποί αρχηγοί των Τρώων και βοηθώνε,
» τρελά λαλούμε διάμεσα του χαντακιού τ' αμάξια·
» μα αφτά σα ζόρικο πολύ ναν το διαβείς, τι απάνου
» παλούκια στέκουν μυτερά, κι' έχει τειχί παρέκει.        64
» Καλά, αν ο Δίας τους μισεί και βούλεται ως στο τέλος        67
» να χαντακώνει τους οχτρούς και να βοηθάει τους Τρώες—
» ναι εγώ και τώρα θάθελα αφτό να γίνει αμέσως,
» άχναρος να χαθεί ο οχτρός στην Τροία, αλάργα απ' τ' Άργος—        70
» μα αν πόδα ομπρός γυρίσουνε και γίνει απ' τα καράβια
» αντιδιωγμός και μπλέξουμε μες στο σκαφτό χαντάκι,
» τότες θαρρώ και μηνητής πως πίσω δε θα φτάσει
» στο κάστρο πια, όταν ο οχτρός στραφεί και μας νικήσει.
» Μόν τώρα ελάτε, κι' ότι εγώ σας πω ας το κάνουμε όλοι.        75
» Τ' άλογα στο χαντάκι ομπρός οι παραγιοί ας βαστάξουν,
» κι' εμείς πεζοί με τ' άρματα παραταγμένοι ας πάμε
» μαζί όλοι με τον Έχτορα αχώριστοι· οι Αργίτες
» δε θα σταθούν αν πια θεών τους κυνηγάει κατάρα.»
Είπε κι' εκείνου τ' άρεσε ο γνωστικός ο λόγος,        80
και πήδησε απ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου.
Μηδέ έμειναν κι' οι άλλοι εκεί παραταγμένοι Τρώες
στ' αμάξια μέσα, μόν πηδούν όξω όλοι σαν τον είδαν.
Τότε οι κοσμάκουστοι βοηθοί κι' οι άλλοι οι Τρώες όλοι        108
την άκουσαν τ' αψέγαδου τη γνώμη Πολυδάμα·
μα ο Άσος, του Αρτάκου ο γιος, ο στρατηγός των Τρώων,        110
ν' αφίσει εκεί δεν ήθελε τον παραγιό και τ' άτια,
μον με τ' αμάξι πέρασε. Μηδέ τα φύλλα βρήκε        120
σφιχτοκλεισμένα του πορτιού μήτε βαλτό το σύρτη,
μόν τα κρατούσανε ανοιχτά, μήπως γλυτώσουν ίσως
κάνα συντρόφι πούτρεχε προς το τειχί οχ τη μάχη.
Μάτιαζε εκεί ίσα κι' έτρεχε, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν
φρικτά αλυχτώντας· τι έλεγαν πως πια δε θα βαστάξουν        125
οι Δαναοί, μόν στα γοργά θα πέσουν μέσα πλοία...
λωλοί, γιατί ήβραν στο πορτί διο πρώτα παλικάρια,
κονταριστάδων Λαπιθών παιδιά καμαρωμένα,
τον ένα του Περίθου γιο, τον άξιο Πολυποίτη,
κι' άλλον το Λιονταρά, άτρομο σαν Άρη θνητοφάγο.        130
Αφτοί στ' αψηλοπόρτι ομπρός στηθήκανε, όπως στέκουν
απάνου γιγαντόκορφες βελανιδιές στα όρη,
που πάσα μέρα σε βροχές αντέχουν και σ' ανέμους,
τι ρίζες έχουν θέμελα μεγάλες απλωμένες·        134
έτσι τον Άσο πρόσμεναν και βήμα δεν κουνούσαν,        136
σαν που τους γκάρδιωνε η αντριά κι' απάνουθε οι συντρόφοι.        153
Τι εκείνοι απ' τα καλόχτιστα πυργιά πετροβολούσαν
κοτρώνες, διαφεντέβοντας το στόλο το πετσί τους        155
και τα καλύβια. Κι' έπεφταν οι πέτρες σαν τολούπες,
π' ανεμοζάλη, σείνοντας ανταρωμένα γνέφια,
χύνει πυκνές απάς στης γης κάθε βοσκή και κάμπο·
έτσι έβρεχε απ' των Αχαιών τα χέρια και των Τρώων
βαριές κοτρώνες, και μ' αχό ξερόνε απ' τα λιθάρια        160
τα κράνα γύρω βούηζαν κι' οι στρογγυλές ασπίδες.
Τότε είταν που ξεφώνισε τα γόνατα χτυπώντας,
κι' έτσι είπε και βλαστήμησε του Αρτάκου ο γιος ο Άσος
« Δία πατέρα, να λοιπόν ! κι' εσύ πλασμένος ψέφτης
» ως στο μεδούλι ! Τι είπα δα εγώ πως οι Αργίτες        165
» δε θα βαστάξουν την ορμή και τ' άπιαστά μας χέρια·
» μα τώρα αφτοί σα μέλισσες, που απάς στο μονομάτι —
» ή σφήκες παρδαλόκορμες—φωλιάζουν, μηδ' αφίνουν
» στιγμή τις βαθουλές φωλιές, μόν στέκουν και κεντρώνουν
» τους κυνηγούς τους, θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους·        170
» έτσι κι' αφτοί, κιάς είναι διο, οχ το πορτί δε θέλουν
» να τραβηχτούν, πριν πέσουνε ή πριν ξαπλώσουν άλλους.»
Είπε, μα του Διός του νου δεν πείθει αφτά λαλώντας,
γιατί η καρδιά τον Έχτορα τού ζήταε να δοξάσει.        174
Τότες εκεί το Δάμασο ο άξιος Πολυποίτης        182
μέσα απ' το χαλκομάγουλο τον ακοντίζει κράνος·
και δεν αμπόδισε ο χαλκός, μόν πέρα ως πέρα ο στόκος
με την ορμή τού ξέσκισε το κόκκαλα, και λιώμα        185
μέσα όλος τούγινε ο μιαλός και τούκοψε τη φόρα·
κατόπι και τον Όρμενο ξαρμάτωσε και Πύλο.
Κι' ο αντριωμένος Λιονταράς γιο σφάζει τ' Αντιμάχου
με τ' όπλο, τον Απόμαχο, χτυπώντας τον στη ζώνη·
απέ ξαμώνει τη βαριά απ' το φηκάρι σπάθα,        190
κι ορμώντας μέσα απ' το σωρό, τον Αντιφάτη πρώτα
από κοντά τρυπάει — κι' αφτός ανάσκελα ήρθε κάτου —
έπειτα και το Γιαμενό το Μένο τον Ορέστη,
όλους τους στρώνει απανωτούς στη γης την καρποδότρα.
Κι' ενόσω αφτοί τούς άρπαζαν τ' αστραφτερά άρματά τους,        195
τότε όσοι νιοι τον Έχτορα στην έφοδο ακλουθούσαν,
που πιο πολλοί είταν κι' άτρομοι και το τειχί να σπάσουν
πρώτοι ήθελαν και με φωτιά να κάψουν τα καράβια,
αφτοί έστεκαν σα δίγνωμοι μπρος στο χαντάκι ακόμα.
Τι ενώ ζητούσαν να διαβούν, νά ! απ' τα ζερβά τούς βγήκε        200
κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι
στα νύχια κόκκινο χοντρό, που ζωντανό έτσι ακόμα
σπαρτάριζε μα την αντριά δεν είχε χάσει ωστόσο·
τι ενώ το βάσταε, πίσω αφτό γυρνάει κι' εκεί στο στήθος        204
τον τρώει, στα πλάγια του λαιμού, κι' αφτός μακριά του χάμου
τ' αμόλησε μες στου στρατού, σαν πόνεσε, τη μέση,
και πήρε δρόμο — κρώζοντας — με τ' αγεριού το χνώτο.
Πάγωσαν όλοι ιδόντας το το πλουμισμένο φίδι
χάμου στη μέση, του Διός του αστραπεφτή σημάδι.
Σίμωσε τότες ο σοφός σαν τόδε Πολυδάμας        210
τον αντριωμένονε Έχτορα· και τούπε αφτά τα λόγια
« Έχτορα, πάντα, όταν μιλώ, σαν κάπως μ' αποπαίρνεις,
» κιάς λέω σωστά, τι τάχας μου μηδέ τεριάζει, εγώ όντας
» απλός πολίτης, σε βουλές ή μάχες ν' αντιστέκω·
» χρέος μου λες να σέβουμαι τους ορισμούς σου πάντα.
» Πάλι όμως τώρα θάν το πω το τι θαρρώ συφέρνει.        215
» Μην πάμε να χτυπήσουμε των Αχαιών τα πλοία·
» τι έτσι φοβάμαι θα μας βγει, αν τ' όρνιο αφτό, όπως τόδες,
» απ' τα ζερβά μας φάνηκε σαν είταν να διαβούμε,
» κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι
» στα νύχια κόκκινο χοντρό, που μέσα του είχε ακόμα        220
» ζωή, μα τόρηξ' άξαφνα πριν φτάσει ως στη φωλιά του,
» μήτε να πάει κατόρθωσε στ' αητούδια ναν το δώκει·
» έτσι κι' εμείς, κι' αν σπάσουμε τειχί και καστροπόρτι
» με την ορμή μας κι' οι οχτροί κωλώσουν, μα με χάλια
» τον ίδιο δρόμο θάρθουμε οχ τα καράβια πίσω.        225
» Κι' ίσως πολλούς αφίσουμε δικούς μας, που οι Αργίτες.
» τα πλοία διαφεντέβοντας, με το χαλκό θα σφάξουν.
» Νά, μαντολόγο αν ξέταζες, τί θα σου πει, αν κατέχει
» από σημάδια θεϊκά κι' αληθινό τον ξέρουν.»
Τότες ο Έχτορας λοξά τον κοίταξε και τούπε        230
« Τώρα όσα, Πολυδάμα, λες δεν είναι φίλου λόγια.
» Σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη.
» Μα αν τέτιο λόγο αληθινά τον λες με τα σωστά σου,
» τότες θα πει οι αθάνατοι πως σ' έχουν ξεμωράνει,
» που εδώ μου ψέλνεις ορισμούς του Δία ν' αστοχήσω        235
» και κάλια θες εγώ πουλιά κι' αητούς μ' οργιά φτερούγες
» ν' ακούσω... που δεν τους ψηφάω, στο νου μου δεν τους βάνω,
» θένε δεξά ας πηγαίνουνε όθε ανατέλνει ο ήλιος,
» θένε ζερβά, κατάϊσα κατά τη μαύρη δύση.        240
» Εμείς τη γνώμη του Διός ν' ακούμε πρέπει, π' όλους
» ορίζει αθρώπους και θεούς. Ένα πουλί είναι απ' όλα
» το πιο καλό, να πολεμάς για τη γλυκιά πατρίδα.
» Τί τάχα εσύ τον πόλεμο φοβάσαι και τους φόνους;
» Τί κι' αν οι άλλοι πέφτουμε με τις χιλιάδες όλοι        245
» στα πλοία ομπρός, μα φόβο εσύ να σκοτωθείς δεν έχει,
» τι είναι η καρδιά σου απόλεμη, δειλιάζει αν δει κοντάρι.
» Μα άκου, απ' τη μάχη αν τραβηχτείς ή πας και ξελογιάσεις
» κάνα άλλονε κι' οχ τη σφαγή τόνε γυρίσεις πίσω,
» σ' έφαγα εφτύς καρφώνοντας μες στην καρδιά σου τ' όπλο.»        250
Είπε και κίνησε μπροστά, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν
με χλαλοή που κούφαινε. Κι' ανεμοζάλη ο Δίας
οχ' τα βουνά τους έστειλε της Ίδας, που στα πλοία
φύσαε γραμμή τον κουρνιαχτό, και ζάβωνε τα μάτια
των Αχαιών μα πλήθαινε τη δύναμη των Τρώων.        255
Απ' τα σημάδια του έτσι αφτά κι' απ' την αντριά τους θάρρος
πήραν, και το τρανό τειχί να σπάσουν πολεμούσαν.
Τραβούσαν πυργαγκώναρα και γκρέμιζαν μπροστήθια,
τα προβαλμένα μόχλεβαν στηρίδια, που οι Αργίτες
τάστησαν πρώτα μες στη γη για να βαστούν τους πύργους.        260
Αφτά τραβούσαν, κι' όλπιζαν των Αχαιών το κάστρο
να σπάσουν όμως βήμα αφτοί δε σάλεβαν ακόμα,
μόν τα μπροστήθια φράζοντας μ' ασπίδες βοϊδοπέτσες
χτυπούσαν τον οχτρό από κει καθώς ορμούσε απάνου.        264
Μα δε θα σπούσε ο Έχτορας κι' οι αλογάδες Τρώες        290
τότες ακόμα το πορτί και το μακρύ το συρτή,
να μη θε στείλει στους οχτρούς απάνου τότε ο Δίας,
σα μες σε βόδια λέοντα, το Σαρπηδό το γιο του.
Αμέσως την ολόιση πρόβαλε ομπρός του ασπίδα,
ώρια χαλκένια χτυπητή, π' ένας χαλκιάς με τέχνη        295
τη χτύπησε, και σ' απλωτά χρυσά ραβδιά από μέσα
πολλά 'ραψε βοϊδόπετσα τριγύρω στο στεφάνι·
αφτή κρατώντας μπρόστηθα, διο παίζοντας κοντάρια,
κινάει σα λαγκαδόθρεφτο λιοντάρι που του λείψει
καιρό το κριάς, κι' η άφοβη τού λέει καρδιά του κριάρια        300
να δοκιμάσει κι' αν μαντρί φραχτό 'ναι να πατήσει·
σαν έτσι τότες πύρωσε το Σαρπηδό η καρδιά του,        307
πηδώντας τότες στο τειχί να σπάσει τα μπροστήθια.
Κι' εφτύς το Γλάφκο φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια
« Γλάφκο, τί τάχα στη Λυκιά εμάς τιμούν πιο πρώτα        310
» με κρέατα και με πρωτιά και ξέχειλο ως απάνου
» ποτήρια, κι' όλοι σα θεούς στα μάτια μάς θωρούνε ;
» Εκεί τρανό χαιρόμαστε μετόχι απάς στου Ξάνθου
» τις άκρες, πλούσιο σε φυτιά και κάμπο σταροδότη.
» Τώρα για αφτό να στέκουμε μάς πρέπει με τους πρώτους        315
» και με τους πρώτους στη φωτιά να μπαίνουμε της μάχης,
» που τέτια και να πει κανείς χαλκόφραχτος Λυκιώτης
» 'Όχι ! εκεί πέρα στη Λυκιά ανάξια δεν ορίζουν
» οι βασιλιάδες μας εμάς, και τρων παχιά θρεφτάρια
» ή διαλεχτό τραβούν κρασί γλυκόπιοτο, μόν έχουν        320
» κι' αντριά λαμπρή, τι πολεμούν μες στη σειρά των πρώτων.'
» Μα, αδρέφι, αν είταν απ' αφτή τη μάχη να σωθούμε
» και να μη δούμε πια ποτές γεράματα και χάρο,
» τότες κι' εγώ δε θάτρεχα μπροστά να πολεμήσω
» μήτε κι' εσένα θάστελνα στη δοξοδότρα μάχη·        325
» μα τώρα αφού μας καρτερούν κι' έτσι θανάτου τύχες
» χίλιες, που δε μπορεί κανείς θνητός ναν τους γλυτώσει,
» πάμε, ή να δώσουμε τιμή ή και στους διο μας άλλος. »
Είπε, κι' ο Γλάφκος άκουσε με προθυμιά το λόγο,
κι' όρμησαν ίσα, τον πυκνό στρατό τους οδηγώντας.        330
Και σαν τους είδε ο Μενεστιάς, του κόπηκε το αίμα,
τι αφτόν να σβύσουν έτρεχαν και στο πυργί του ορμούσαν,
και το τειχί ζερβόδεξα κοιτάζει, μήπως δει ίσως
κάνα αρχηγό π' οχ τα δεινά τους άντρες ναν του σώσει.
Εκεί είδε τους διο Αίϊδες τους μαχολιμασμένους        335
πούστεκαν — και τον Τέφκρο εκεί π' ότι ήρθε οχ την καλύβα —
κοντά· μα πού να φώναζε και ν' ακουστεί η φωνή του !
τόση βουή είταν, κι' έφτανε στον ουρανό η αντάρα,
καθώς βαρούσαν άπαφτα ασπίδες κράνα πόρτες·
τι όρμησαν σ' όλα τα πορτιά, κι' ομπρός τους πλήθος Τρώες        340
ναν τις γκρεμίσουν πάσκιζαν με ζόρι και να μπούνε.
Κι' έστειλε εφτύς στους Αίϊδες τον κράχτη του το Θότη
« Ξεκίνα, Θότη θεϊκέ, τον Αία τρέξε κράξ' τον—
» ας έρθουν μάλιστα κι' οι διο — πες τους πως κάλια οι διο τους
» νάρθουν, τι γλήγορα άσκημη θα δούμε εδώ φουρτούνα·        345
» τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί μας έσφιξαν, που αιώνια
» μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν.
» Μα αν κόρωσε κι' εκεί η δουλιά και πολεμούν, μα ας έρθει
» μονάχος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα,
» κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια.»        350
Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο,
και παίρνει δρόμο, το τειχί τρεχάτα ακολουθώντας,
έπειτα ομπρός στους Αίϊδες πάει στέκει και τους κάνει
« Αίϊδες, των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε,
» ο γιος του θεογέννητου του Πετεού σας κράζει        355
» να πάτε εκεί, και μιά σταλιά στη μάχη να βοηθήστε —
» μάλιστα αν γίνεται κι' οι διο — καλυτέρα κι' οι διο σας
» να πάτε, τι άσκημη θα δουν γλήγορα εκεί φουρτούνα,
» τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί τον έσφιξαν, που αιώνια
» μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν.        360
» Μα αν κόρωσε κι' εδώ η δουλιά και πολεμάτε, ας έρθει
» και μόνος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα,
» κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια.»
Είπε, κι' εκείνος έστρεξε, ο γιγαντένιος Αίας,
και λέει του συνονόματου διο φτερωμένα λόγια        365
« Αδρέφι, οι διο σας τώρα, εσύ κι' ο άξιος Λυκομήδης,
» βαστάτε εδώ και δίνενε καρδιά στα παλικάρια
» να πολεμούν μ' απόφαση, κι' εγώ θα τρέξω πέρα
» ναν τους βοηθήσω στη σφαγή· μα πάλι θα γυρίσω
» γλήγορος σαν τους σώσω πριν και φόβο πια δεν έχει.»
Έτσι είπε ο Αίας κι' έσυρε, κι' αντάμα πήγε ο Τέφκρος        370
ο αδερφός του απ' άλληνε μητέρα και μαζί τους
ο Πάντης με το λυγιστό του Τέφκρου πάει δοξάρι.
Κι' ότι έφτασαν στου Μενεστιά τον πύργο ροβολώντας
μέσα απ' το κάστρο — και δεινά τους ήβρανε σφιγμένους —
νά ! τότε οι άλλοι σα θολή τις πολεμίστρες μπόρα        375
ανέβαιναν, των Λυκιωτών οι στρατηγοί κι' αρχόντοι·
μα αφτοί τούς πέφτουν σα θεριά και το πελέκι αρχίζει.
Πρώτος νομάτο σκότωσε ο αντριωμένος Αίας
το λιονταρόψυχο Επικλή, του Σαρπηδού συντρόφι,
ρήχνοντας πλάκα, π' άξυστη μεγάλη, απάνου απάνου        380
κοίτουνταν μέσα απ' το τειχί κοντά στην πολεμίστρα.
Τέτια έφκολα δεν κουβαλάει, όσο γερός κι' αν είναι,
με διο του χέρια άντρας θνητός σαν τους θνητούς τούς τώρα·
μα μ' ένα αφτός τη σήκωνε. Και ρήχνοντάς την σπά του
το κράνο το χαλκόσκαρο, και θρούβαλα τού κάνει
της κεφαλής τα κόκκαλα χωρίς μισό ν' αφίσει.        385
Και χάμου εκείνος έπεσε απ' τον ολόρθο πύργο
σα βουτηχτής, κι' οχ το κορμί φτερούγιασε η ψυχή του.
Κι' ο Τέφκρος τον Ατρόμητο γιο τ' Απολόχου Γλάφκο
με τη σαΐτα, ενώτρεχε στ' αψηλοπύργι απάνου,
τον κάρφωσε εκεί πούδε τον μ' αφύλαχτο βραχιόνι,
και τούκοψε την προθυμιά. Κι' αφτός κλεφτά οχ τον πύργο        390
πίσω πηδάει, μην τόνε δει κάνα Αχαιού το μάτι
πως έφαγε λαβωματιά και παινεσές φωνάξει.
Τούρθε κακό του Σαρπηδού που τούφεβγε έτσι ο βλάμης,
άμα τον είδε· μα έμεινε ν' αγωνιστεί και μόνος,
και καθώς είδε τον Αλκμά του μπήγει το κοντάρι
κι' όξω το σέρνει· τότε αφτός τ' όπλο ακλουθώντας πέφτει        395
μπρούμτα, κι' αχεί η χαλκόπλουμη τριγύρω αρματωσά του.
Τότε άρπαξε με τη γερή χερούκλα το μπροστήθι
και τράβαε, κι' έπεσε όλο του ως πέρα, και του κάστρου
άνοιξε δρόμο σε πολλούς γυμνώνοντάς του απάνου.
Όμως αφτόνε οι διο αδερφοί ενώθηκαν, κι' ο ένας        400
τον σαϊτέβει στο λαμπρό λουρί της αντροσώστρας
γύρω στα στήθια ασπίδας του — μα απ' το παιδί του ο Δίας
διώχνει το χάρο, μη σφαχτεί σιμά στ' ακροκαράβια —
κι' ο Αίας την ασπίδα ορμάει και του τρυπάει, μα μέσα
δε μπήκε η μύτη, μοναχά τον άμπωξε ενώ ορμούσε.        405
Έτσι λιγάκι κώλωσε οχ το τειχί, μα πάλι
δεν τράβαε χέρι, τι η καρδιά τη νίκη τού διψούσε.
Γύρισε τότες κι' έκραξε στων Λυκιωτών τ' ασκέρι
« Λυκιώτες, τί έτσι τη σκληρή αναμελάτε μάχη ;
» Δύσκολο μόνος, βρε παιδιά, κιάς είμαι παλικάρι,        410
» να σπάσω κάστρο, και στρατί ν' ανοίξω ως τα καράβια.
» Μόν όλοι ομπρός! τι πιο η δουλιά των πιο πολλώνε αξίζει.»
Είπε, κι' αφτοί σεβάστηκαν την προσταγή τ' αφέντη
κι' όλοι μαζί του πλάκωσαν με πιο μεγάλο πείσμα.        414
Μα κι' έτσι που τους Αχαιούς ναν τους τσακίσουν πίσω!        432
μόν στέκανε όπως ζυγαριά της τίμιας στέκει αργάτρας,
που έχοντας ζύγι και μαλλιά ζερβόδεξα ισοζιάζει
σωστά, τι θέλει το ψωμί να βγάλει των παιδιών της·        435
έτσι ίσα αφτών είχε απλωθεί ο πόλεμος κι' η μάχη,
ως πούδωκε του Έχτορα ο Δίας πιο μεγάλη
τέλος τιμή, και πήδηξε μέσα στο κάστρο πρώτος.
Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη
« Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι! Των Αχαιών το κάστρο        440
» σπάστε το, και θεόκαφτη βάλτε φωτιά στα πλοία ! »
Έτσι τους πύρωσε, κι' αφτοί κάνουν αφτιά κι' ακούνε,
κι' όλοι ενωμένοι ομπρός τραβάν μες στο τειχί να μπούνε.
Κι' ενόσω απ' τ' αγκωνάρια αφτοί σκαρφάλωναν κρατώντας
κοντάρια χαλκοτρόχιστα, νά ! ο Έχτορας μιά πέτρα        445
αρπάει και φέρνει, πούστεκε εκεί μπροστά στην πόρτα, .
χοντρή με μυτερή κορφή· τέτια από χάμου πέτρα
γεροί διο αργάτες έφκολα δεν τη φορτώνουν τώρα
μέσα σε κάρο, όμως αφτός τη χόρεβε και μόνος.        449
Πώς ο τσοπάνης έφκολα κριαριού κουρά με τόνα        451
σηκώνει χέρι και πολύ δεν τον λυγάει το βάρος,
έτσι την πέτρα σήκωσε, και στις σανίδες ίσα
πήγε, στις φράχτρες της μπασιάς, μαστροσφιγμένες στέριες
αψηλοδίφυλλες, που διο απανωτοί από μέσα        455
σύρτες τις κλιούσαν με μονό καρφί συγκρατημένοι.
Και πήγε στάθηκε σιμά και μες τη μέση μ' άχτι
τις χτύπησε, ριζώνοντας τα σκέλια που τη ρηξά του
να κάνει θρήνος, και τους διο τους τσάκισε ρεζέδες.
Μέσα απ' το βάρος έπεσε η πέτρα, και τριγύρω
βούηξε η πόρτα δυνατά· κι' οι σύρτες δεν αντέχουν,        460
μόν σπάει η ξυλική άλλη αλλού με την ορμή της πέτρας.
Πήδηξε τότε ο φοβερός γιος του Πριάμου μέσα
μ' όψη άγρια σα γοργής Νυχτός—και ξάστραφτε απ' το σκιάχτη
χαλκό που φόραε στο κορμί—βαστώντας διο κοντάρια
μέσα στις χούφτες του. Κανείς, νάθε προβάλει ομπρός του,        465
δεν τον σταμάταε εξόν θεός την ώρα που πηδούσε
μες στη μπασιά, και λες φωτιές τα μάτια του πετούσαν.
Γύρισε τότες κι' έκραξε προς το στρατό των Τρώων
να μπούνε απάνου απ' το τειχί· κι' εκείνοι ακούν το λόγο,
κι' άλλοι από πάνου μονομιάς πηδούσαν, άλλοι πάλι
χύνουνταν μέσα απ' τη μπασιά. Σκορπούν τότε οι Αργίτες        470
κατά τα πλοία εδώ κι' εκεί, και γόνα πήγε ο κρότος.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου