Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Ξ



Εκεί νά ! ακούει, κιάς έπινε, ο Νέστορας τα ζήτω,
και στ' Ασκληπιού λαλεί το γιο διο φτερωμένα λόγια
« Σκέψου, τί λες να κάνουμε, Μαχά θεοσπαρμένε.
» Σαν πιο μεγάλο σάλαγο τώρα αγρικάω απ' τη μάχη.
» Μόν κάθου εδώ του λόγου σου κι' ήσυχος πίνε μόνος,        5
» ως να ζεστάνει ένα λουτρό η λυγερή Εκαμήδη
» θερμό, και της πικρής πληγής το αίμας να ξεπλύνει·
» τί τρέχει, εγώ στο ξέφαντο θα πεταχτώ να μάθω.»
Έτσι είπε, και του γιου του εφτύς του Θρασυμήδη παίρνει
στέρια μιά ασπίδα αστραφτερή, εκεί βαλμένη δίπλα        10
στην κόχη —τι του γέροντα την είχε ο Θρασυμήδης-
και παίρνει ακρόχαλκο γερό κοντάρι ακονισμένο.
Κι' όξω ότι βγήκε, απ' τη μπασιά δουλιά άχαρη ξανοίγει,
τους Αχαιούς που τσάκιζαν και Τρώες καταπόδι
που τους βαρούσαν· κι' είταν πια και το τειχί πεσμένο.        15

Πώς τον απέραντο γιαλό μουγκό θολώνει κύμα—
τι ανέμων λάλωνε μηνάει σιφουνιαστό δρολάπι,
κύμα με δίχως να κυλάει απ' τόνα ή τ' άλλο μέρος
ως να κατέβει οριστικό κάνα απ' το Δία αγέρι·
να πώς μελέταε ο γέροντας με σπλάχνα ανταρωμένα        20
διπλόβουλα, ή για το σωρό των Αχαιών να κάνει
είτε να πάει στ' Ατριά το γιο, στο βασιλιά Αγαμέμνο.
Μα αφτή η βουλή τού δόκησε σαν πιο καλή, να σύρει
στο βασιλιά. Κι' οι διο στρατοί στην μάχη πελεκιούνταν
με πείσμα, κι' άλιωτος χαλκός γύρω στα στήθια αχούσε        25
καθώς χτυπιούνταν με σπαθιά και δίστομα κοντάρια.
Εκεί οι θεόσπαρτοι έσμιξαν το γέρο βασιλιάδες—
τι απ' τα καράβια ανέβαιναν—όσοι είταν λαβωμένοι,
τ' Ατρέα ο γιος, και του Τυδιά ο γιος, και του Λαέρτη.
Γιατί ως πολύ είτανε αψηλά τα πλοία τραβηγμένα        30
αλάργα απ' το μαβύ γιαλό, τι τράβηξαν στον κάμπο
τα πρώτα, κι' έχτισαν τειχί σιμά στ' ακροκαράβια·
τι το περγιάλι είταν πλατύ, μα δε μπορούσε κι' όλα
ναν τα χωρέσει, κι' ο στρατός πολύ είταν στρυμωγμένος.
Για αφτό σκαλιά τ' αράδιασαν, και γιόμισε όλη η άπλα        35
της αμμουδιάς ως πέρα εκεί που φράζανε οι διο άκρες.
Εκεί οι αρχόντοι πάγαιναν συμαζωχτοί, ακουμπώντας
πας στα κοντάρια, για να δουν την ταραχή, και βόγγαε
μέσα η καρδιά στα στήθια τους. Εκεί απαντούν το γέρο,        39
κι' ο πρωταφέντης γιος τ' Ατριά τον φώναξε και τούπε        41
« Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι,
» εδώ γιατί ήρθες κι' άφισες την αντροφάγα μάχη ;
» Τρέμω το λόγο ο Έχτορας μη μας τον βγάλει αλήθια,
» που μιά φορά φοβέρισε μιλώντας μες στους Τρώες,        45
» πως οχ τα πλοία στο καστρί δε θα γυρίσει πίσω
» αν στάχτη δεν τα κάνει πριν κι' αν όλους δε μας σφάξει.
» Έτσι έλεγε, και τώρα αφτά βλέπω αληθέβουν όλα.
» Ω δυστυχιά, κι' οι άλλοι τους καλοπλισμένοι Αργίτες
» μαζί μου κρυφοχόλιασαν, και σαν τον Αχιλέα        50
» δε θέν να πολεμήσουν πια για τ' ακρινά καράβια.»
Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γέρο-αλογολάτης
« Τέλιωσαν ναι έτσι αφτά όπως λες —αφτή είναι η μάβρη αλήθεια —
» κι' αλλιώς δεν τα τελιώνει πια μήτε ο μεγάλος Δίας·
» τι το τειχί πάει έπεσε, π' ολπίζαμε θα μείνει        55
» κάστρο για μας απάτητο, ταμπούρι της αρμάδας,
» κι' αφτοί σα σκύλοι πολεμούν, με πείσμα, να μας πάρουν
» τα πλοία, και δε βγάζεις πια, και μιά και διο αν κοιτάξεις,
» που πιο ο στρατός —ζερβά ή δεξά— κακοπαθαίνει σπάζει·
» τόσο έτσι πέφτει ανάκατα, κι' αχεί η φωνή ως στα ύψη.        60
» Μα ας δούμε, αδρέφια, αφτή η δουλιά πώς να γενεί, αν μας βγάλει
» τίποτα η σκέψη· όμως εμείς δε γίνεται να μπούμε
» μες στη σφαγή, τι δε βαστάει σε μάχη ο λαβωμένος.»
Τότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο βασιλιά Αγαμέμνος
« Γέρο, αφού τώρα πολεμούν ως στ' ακρινά καράβια,        65
» κι' άφελο βγήκε το χτιστό τειχί και το χαντάκι
» που να γενεί μας παίδεψε και κρυφολπίζαμ' όλοι
» κάστρο θάν τόχουμε άσπαστο κι' εμείς και τα καράβια,
» θα πει έτσι ο παντοδύναμος το θέλει γιος του Κρόνου,
» άχναροι να χαθούμε εδώ αλάργα απ' την πατρίδα.        70
» Τι τόξερα όταν γκαρδιακά μας βόηθαε, και το ξέρω
» και τώρα που έτσι σα θεούς μακαριστούς δοξάζει
» τους Τρώες, και τα χέρια εμάς μας κόβει και το θάρρος.
» Μα ελάτε, κι' ότι εγώ σας πω, αφτό ας το κάνουμ' όλοι.
» Ρήξτε τα πλοία στο γιαλό, τα πρώτα εκεί που στέκουν        75
» κοντά στην ακροθαλασσά, και στ' ανοιχτά τραβώντας
» εκεί ας τ' αφίσουμε δετά στα βάρια ως που να φτάσει
» η νύχτα η αστροστόλιστη, αν δα και τότε αν πάψουν
» τη μάχη οι Τρώες· έπειτα τραβούμε κι' όλα τ' άλλα.
» Ντροπής δεν έχει να σωθείς, κι' αν ξεκινήσεις νύχτα.»        80
Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο σοφός Δυσσέας        82
« Τί λόγια αφτού, τ' Ατρέα γιε, σου ξεστομίζει η γλώσσα ;
» Δύστυχε ! Κάλια ας όριζες άλλο στρατό — έτσι ψόφιο—
» όχι άντρες τέτιους σαν κι' εμάς, εμάς που ο γιος του Κρόνου        85
» από παιδιά μας προίκισε σε μάχες και πολέμους
» να ζούμε πάντα ως στη στιγμή που θα μας φάει το χώμα.
» Έτσι λοιπόν, ορέγεσαι την πλατοδρόμα Τροία
» ν' αφίσεις π' άπειρα για αφτή βάσανα εδώ τραβούμε ;
» Σώπα ! μην τύχει σου κανείς το λόγο και σ' ακούσει,        90
» λόγο που δα άντρας καθαφτός δε βγάζει έτσι οχ το στόμα
» ποτές του, αν ξέρει το σωστό να κατεβάσει ο νους του,
» τα χρέη αν ξέρει τ' αρχηγού κι' ορίζει τόσο πλήθος.        93
» Μα πάει ! σ' τον ξέγραψα το νου μ' αφτό το λόγο πούπες,        95
» που θες την ώρα που η σφαγή κι' η μάχη βράζει ακόμα
» να ρήξουμε μες στο γιαλό τα πλοία και να γίνει
» πιο ακόμα ότι οι οχτροί ποθούν, που μας νικάνε κιόλας,
» και να μας συνεπάρει πια το ρέμα· τι οι Αργίτες
» δε θάχουν νου για πόλεμο, παρά θα παραλύσουν        100
» κι' αλλού θα βλέπουν σαν τραβάς μες στο γιαλό τα πλοία.
» Θα δεις τότε αν μας ρήμαξε αφτή η βουλή σου, αφέντη.»
Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους
« Βαρύς, Δυασέα, ο λόγος σου και σα μαχαίρι μπήκε
» μες στην καρδιά μου· μα άθελα δε θέλω εγώ οι Αργίτες        105
» να ρήξουν τα καλόθρονα μες στο γιαλό καράβια.
» Και τώρα, πιο καλό όποιος σας ξέρει στρατί, ας μιλήσει,
» γέρος ή νιός· τι με χαρά το λόγο εγώ θ' ακούσω.»
Τότες του λέει ο ξακουστός παλικαράς Διομήδης
« Έδώ' ναι αφτός —μην τρέχετε πιο αλάργα— αν θέτε ως τόσο        110
» ν' ακούστε κι' ότι εγώ θα πω κι' αν δεν κακοφανεί σας
» που τάχατε είμαι απ' όλους σας πιο νιός εδώ στα χρόνια.
» Μα απ' άρχοντα γονιό κι' εγώ πως σπάρθηκα παινιέμαι,
» απ' τον Τυδιά που γης χυτή στη Θήβα τον σκεπάζει.
» Γιατί ο Πορθιάς τρεις έκανε λεβεντονιούς —κι' οι τρεις τους        115
» την Καλυβό και της Πλεβρός τα πλάγια κατοικούσαν—
» το Μέλα και τον Άγριονε και τον παππού Βοινέα,
» πούταν στα χρόνια ο τρίτος τους μα στην αντριά 'ταν πρώτος.
» Μα έμεινε εκείνος στην Πλεβρό, και μίσεψε ο γονιός μου
» στ' Άργος κι' εκεί σπιτώθηκε, γιατί ίσως έτσι ο Δίας        120
» κι' οι άλλοι τόθελαν θεοί. Κι' εκεί απ' τ' Αδράστου πήρε
» μιά κόρη, κι' είχε αρχοντικά γιομότο βιός και πλούτη,
» κι' είχε χωράφια 'να σωρό σταρόκαρπα με γύρω
» πολλές φυτιάς δεντροσειρές· και ζωντανά 'χε πλήθος,
» κι' είταν κι' απ' όλους τους το πιο γερό κοντάρι στ' Άργος.
» Μα αφτά ακουστά θάν τάχετε, αν είναι ή όχι αλήθια.        125
» Έτσι τυχόντα ή άναντρο δεν έχει να με πείτε
» και ν' αψηφίστε ότι σας πω, με λόγο αν σας μιλήσω.
» Ομπρός! στη μάχη, —τι είναι χριά— και λαβωμένοι ας πάμε !
» Και τότε εκεί δε μπαίνουμε στους χτύπους, μόν παρέκει
» στέκουμε εμείς, μη φάει πληγή πας σε πληγή κανείς μας·        130
» μα άλλους εκεί προστάζουμε να παν ομπρός, π' ως τώρα
» έτσι αγαπούν και τόρηξαν απ' οκνηρία όξω κι' όξω.»
Έτσι είπε, κι' όλοι πείστηκαν στο γνωστικό του λόγο,
και ξεκινούν, κι' ομπρός ομπρός περπάταε ο γιος τ' Ατρέα.
Μα σαν τυφλός δε βίγλιζε της γης ο τραντοσείστης,        135
μόν τρέχει εφτύς κατόπι τους μ' έτσι μορφή σα γέρος,
και πάει το χέρι το δεξύ και πιάνει τ' Αγαμέμνου,
και κράζοντάς τον του μιλάει διο φτερωμένα λόγια
« Τ' Ατρέα γιε, θα χαίρεται στα στήθια τ' Αχιλέα
» τώρα η καρδιά του η άχαρη, που βλέπει τη φεβγάλα        140
» των Αχαιών και τη σφαγή, τι νου σταλιά δεν έχει,
» που έτσι καλό τα μάτια του ποτές του να μη δούνε !
» Μα εσένα ακόμα δα οι θεοί δε σε μισούν και τόσο,
» παρά και μέλλεται —έννια σου !— στους αρχηγούς των Τρώων
» να φύγουν όλοι πίσω ομπρός, και θάν τους δεις στον κάμπο,        145
» σ' το τάζω, να τσακίζουνται πιός να γλυτώσει πρώτος.»
Είπε και χουγιοχούγιαξε, στον κάμπο ροβολώντας.
Όσο στον πόλεμο ως εννιά ή κι' ως χιλιάδες δέκα
άντρες φωνάζουν πιάνοντας κονταροκόπι τ' Άρη,
τόση φωνή απ' τα στήθια του της γης ο τραντοσείσης        150
έβγαλε εκεί και γιόμισε κάθε Αχαιού τα σπλάχνα
με φρένια, για να πολεμάν κι' αλύπητα να σφάζουν.
Κι' είδε η θεά οχ τον Έλυμπο, η χρυσοθρόνα η Ήρα,
απ' τ' ακροβούνι πούστεκε, και νά ! ξανοίγει κάτου
τον αδερφό κι' αντράδερφο, στη δοξοδότρα μάχη        155
που πηγαινόρχουνταν γοργός και χάρηκε η καρδιά της·
κι' είδε το Δία στην κορφή της ρεματούσας Ίδας
ψηλά ψηλά που κάθουνταν, και μισητός της ήρθε.
Και τότε η δέσποινα θεά, η βοϊδομάτα η Ήρα,
πήρε να δει πώς του Διός το νου να ξεγελάσει.        160
Κι' αφτή η βουλή τής φάνηκε σαν πιο καλή στο νου της·
να πάει στην Ίδα μ' όλες της τις χάρες στολισμένη,
μήπως ποθήσει άμα τη δει ναν της χαρεί τα κάλλη,
κι' ύπνο θάν τούχυνε στερνά βαθύ και ξεκουράστη
πας στα βαριά του βλέφαρα και λιγωμένα σπλάχνα.        165
Και στον οντά να πάει κινάει που ο Ήφαιστος ο γιος της
της έφτιασε με τεριαστά στους παραστάτες φύλλα
κι' άγνωρο κλείστρο· αφτό θεός κανείς δεν τόξερ' άλλος.
Και μπήκε μέσα κ' έκλεισε τ' αχτιδοβόλα φύλλα.
Και πρώτα οχ το λαχταριστό κορμί της κάθε ρύπο        170
βγάζει μ' αθάνατο νερό, και τρίβεται με λάδι,
πούχε ένα σπάνιο αθάνατο μυρουδικά γιομάτο,
λάδι π' απ' τον καλόστρωτο κι' αν το κουνάς του Δία
τον πύργο, πάλε η μυρουδιά γης κι' ουρανό ποτίζει·
μ' αυτό έτριψε τ' αφράτο της κορμί, και με τα χέρια        175
χτενίζει τα πυκνόσγουρα και πλέχνει τα πλεξούδια,
πλούσια πλεξούδια απ' όμορφο θεοτικό κεφάλι.
Και θάμα φόρεσε σκουτί που η Αθηνά της τόχε
ψιλοδουλέψει και πολλά τούχε βαλμένα ξόμπλια·
και με χρυσές το κούμπωσε στα στήθια ομπρός καρφίτσες.        180
Έπειτα τρίπετρα φοράει στ' αφτιά της σκουλαρίκια
ροδόχρωμα, π' απ' την πολλή λαμποκοπούσαν χάρη.
Κι' έβαλε η σεβαστή θεά στην κεφαλή της γύρω
δεσιά καινούργια — και λεφκή έτσι είταν λες σαν ήλιος —        185
κι' ώρια σαντάλια απέ έδεσε στα λιμπιστά της πόδια.
Έτσι σα φόρεσε όλα της στο σώμα τα στολίδια,
βγαίνει να σύρει, κ' έπειτα την Αφροδίτη κράζει
χώρια απ' τους άλλους τους θεούς και της μιλά 'να λόγο
« Μιά χαρή, φως μου, σου ζητώ, και πες μου, θάν την κάνεις,        190
» ή μήπως τάχα θ' αρνηθείς κι' έχει η καρδιά σου κάκια
» που εγώ βοηθάω τους Αχαιούς κι' εσύ βοηθάς τους Τρώες; »
Τότες η κόρη απάντησε του Δία, η Αφροδίτη
« Ήρα μου, σεβαστή θεά, του Κρόνου θυγατέρα,
» λέγε τί θες· μετά χαράς θα κάνω ότι μ' ορίσεις,        195
» αν γίνεται η δουλιά που λες κι' αν μου περνά απ' το χέρι.»
Τότες της λέει με διαβολιά η κρουσταλλόκορφη Ήρα
« Δώσ' μου λοιπόν τον έρωτα, και δώσ' μου την αγάπη
» π' όλους στον κόσμο εσύ νικάς μ' αφτή, θεούς κι' αθρώπους.
» Τι πάω να δω τα πέρατα της γης, και τη μητέρα        200
» Τηθύνα και τον Ωκιανό, πηγή των ουρανήσων,
» που μ' είχαν πάντα τους μικρή κι' ανάθρεφαν με χάδια,
» όταν με πήραν απ' της Ριάς τα χέρια στο πυργί τους,
» τότες τον Κρόνο πούρηξε ο βροντολάλος Δίας
» κάτου οχ την καρποδότρα γης κι' οχ το γιαλό το στείρο.
» Πάω ναν τους δω κι' ένα σωρό παλιές τους δυσαρέσκιες        205
» ναν τους διαλύνω, τι καιρό τώρα δεν παν να σμίξουν
» σε στρώμα αγάπης, επειδής πεισμάτωσε η ψυχή τους.
» Αν την καρδιά τούς πείσω εγώ με διο καλά λογάκια
» και φιλιωμένοι αγκαλιαστούν σαν πριν σ' αγάπης στρώμα,
» πάντα ακριβή τους θα με λεν και λατρεφτή θα μ' έχουν.»        210
Και τότε η φιλογέλαστη της απαντά Αφροδίτη
« Χάρη σου εσένα ν' αρνηθώ δεν πρέπει ουδέ τεριάζει,
» γιατί στου πρώτου των θεών την αγκαλιά κοιμάσαι. »
Είπε, και λει απ' τα στήθια της το κεντητό ζουνάρι
215· μυριόχρωμο, πούναι όλα της τα μάγια εκεί πλεγμένα.
Εκεί είναι ο Πόθος κι' Έρωτας, εκεί είναι η ξελογιάστρα
Γλυκομιλιά που και το νου τον πιο γερό τρελαίνει.
Στα χέρια αφτό της τόδωκε και μίλησε έτσι κι' είπε
« Νά, ζώσε αφτό στη μέση σου τ' ωριόχρωμο ζουνάρι·
» όλα θάν τάβρεις μέσα εκεί πλεγμένα, και σ'το τάζω        220
» πως ακατόρθωτα δεν πας, ότι αν σκοπέβει ο νους σου.»
Έτσι είπε, και γλυκογελάει η γελαδόματη Ήρα,
γλυκογελάει και το λουρί στη μέση ομορφοζώνει.
Στον πύργο τότες γύρισε η ρόδινη Αφροδίτη,
μα η Ήρα πήρε κι' έφυγε πιλάλα οχ τ' ακρολόφι.        225
Κι' απ' την ανθόστρωτη Αμαθιά κι' απ' την Πιεριά περνώντας
τρέχει ίσα προς τ' ασπρόχιονα βουνά των αλογάδων
Θρακών, άκρη άκρη και τη γης δεν πάταε με τα πόδια·
όπου απ' τον Άθο στου γιαλού το κύμα κατεβαίνει
και πάει στου Θόα το νησί, στη βλογημένη Λήμνο.        230
Εκεί τον Ύπνο αντάμωσε, τ' αδέρφι του θανάτου,
και πιάνοντας το χέρι του τού μίλησε έτσι κι' είπε
« Ύπνε μου, αφέντη των θεών και των θνητών αφέντη,
» κι' άλλοτε εσύ το λόγο μου τον άκουσες, και τώρα
» μη μ' αρνηθείς, και πάντα εγώ θα σου γνωρίζω χάρη.        235
» Τώρα αφτό θέλω, κοίμισε τα μάτια τ' αχτιδένια
» του Δία, εφτύς που σ' αγκαλιά κρυφοσφιχτούμε αγάπης.
» Και δώρο εγώ όμορφο θρονί χρυσό θα σου χαρίσω
» πάντα άλιωτο, που ο Ήφαιστος ο γιος μου θα του φτιάσει
» μ' ώρια στολίδια, και σκαμνί στη βάση θάν του βάλει        240
» για ν' ακουμπάς τα παχουλά σαν ξεφαντώνεις πόδια.»
Τότες απάντησε ο βαθύς και ξεκουράστης Ύπνος
« Ήρα μου, σεβαστή θεά, του Κρόνου θυγατέρα.
» έφκολα εγώ ναι αν άλλον πεις θεό μεγάλο αιώνιο
» σου τον κοιμίζω, κι' αν μου πεις του ποταμού το ρέμα,        245
» του Ωκιανού, που πλάστηκε πηγή μες σ' όλους πρώτη·
» όμως το Δία εγώ, το γιο του Κρόνου, δεν αγγίζω,
» δεν τον κοιμίζω, εξόν αφτός αφτόθελα αν προστάξει.
» Τι δα οι ορμήνιες σου και πριν με πρόκοψαν, θυμάσαι,
» τη μέρα που ο λιοντόψυχος γιος του μεγάλου Δία        250
» πίσω απ' την Τροία αρμένιζε, σαν κούρσεψε το κάστρο.
» Εγώ το νου τού κάρωσα βαθύς χυμένος γύρω,
» και για το γιο του εσύ έβαλες κακούς σκοπούς στο νου σου
» κι' άγρια στο κύμα στέλνοντας ανεμοζάλη, ως πέρα
» στην πλούσια Κο τον έσπρωξες, αλάργα απ' τους δικούς του.        255
» Κι' άξαφνα ο Δίας ξύπνησε, κι' απόπαιρνε χτυπούσε
» μες στην αβλή όλους τους θεούς, μα εμένα πιο ζητούσε,
» και θα με τίναζε άφαντο στο κύμα οχ τα ουράνια,
» η Νύχτα αν των θεών κι' αντρών δε μ' έσωζε η νικήτρα.
» Εκεί έφυγα και γλύτωσα, τι μ' όλους τους θυμούς του        260
» σταμάτησε από σεβασμό, μη χολοσκάσει η Νύχτα.
» Τώρα άλλη πάλε αφτή μου λες δουλιά άπρεπη να κάνω.»
Τότες τ' απάντησε η θεά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα
« Ύπνε, τί τα θυμάσαι αφτά και τί τα βάζει ο νους σου
» Μα τί, τους Τρώες έτσι λες θα διαφεντέψει ο Δίας        265
» σαν όπως για τον Ηρακλή σού θύμωσε το γιο του ;
» Μόν έλα πήγαινε, κι' εγώ μιά απ' τις πιο νιές τις Χάρες
» σου δίνω ναν την παντρεφτείς και τέρι ναν την κάνεις,
» την Πασιθιά π' ορέγεσαι νύχτα και μέρα πάντα.»
Είπε, κι' ο Ύπνος χάρηκε κι' απάντησε έτσι κι' είπε        270
« Έλα λοιπόν ορκίσου μου στης Στύγας τ' αγιονέρι—
» με τόνα χέρι σου άγγιζε τη Γης τη μυριοθρόφα,
» με τ' άλλο τον αντίλαμπο Γιαλό, για νάναι κάτου
» μαρτύροι μας όλοι οι θεοί που τριγυρνούν τον Κρόνο—
» πως ναι απ' τις Χάρες τις πιο νιές τη μιά θα μου χαρίσεις,        275
» την Πασιθιά π' ορέγουμαι νύχτα και μέρα πάντα.»
Έτσι είπε, κι' έστρεξε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα,
κι' όπως της είπε ορκίστηκε, και τους νομάτισ' όλους
τους κατατάρταρους θεούς που λέγουνται Τιτάνες.
Έτσι λοιπόν σαν άμωσε και τέλιωσε τον όρκο,        280
φέβγουν κι' αφίνουν τα νησά της Λήμνος και της Νίμπρος,
κόβοντας δρόμο γλήγορα, σε καταχνιά χωμένοι.
Έτσι ήρθαν στη μυριόβρυση κυνηγοβόσκητη Ίδα,
και στο Λεχτό πρωτάφισαν τη θάλασσα, και βγήκαν
όξω κι' οι διο τους στη στεριά, και τα γοργά τους πόδια
ψηλά στις άκρες σάλεβαν τα φυλλωμένα δέντρα.        285
Κι' ο Ύπνος στέκει εκεί—πριχού πάει στου Διός τα μάτια—
απάς σε θόρατο έλατο, που απάς στην Ίδα τότες
απ' όλους πιο τρανόκορμος ψηλά κορφοπετούσε·
εδέκει μες στα σύμπυκνα κρυμένος δεντροκλάδια
καθότανε, όμιος με πουλί γλυκόφωνο που οι άντρες        290
το λεν στα όρη κύμιντα και που οι θεοί χαλκούδα.
Μα η Ήρα ανέβηκε γοργά στο Ξέφαντο, την άκρη
της Ίδας· και την είδε εκεί του Κρόνου ο γιος ο Δίας,
την είδε κι' έρωτας βαθύς του διάβηκε τα σπλάχνα,
σαν τότε όταν πρωτόσμιγαν και πάγαιναν μ' αγάπη        295
συχνά να κλεφταγκαλιαστούν κρυφά από τους διο γονιούς τους.
Και πάει κοντά της στέκεται και της λαλεί διο λόγια
« Ήρα, για πού με το καλό; Και στο βουνό γιατί ήρθες
» τόσο άξαφνα; Όμως άμαξα δε βλέπω νάχεις κι' άτια.»
Τότες του λέει με διαβολιά η αφροσάρκωτη Ήρα        300
« Νά, πάω να δω τα πέρατα της γης, και τη μητέρα
» Τηθύνα και τον Ωκιανό, πηγή των ουρανήσων,
» που μ' είχαν πάντα τους μικρή κι' ανάθρεφαν με χάδια.
» Πάω ναν τους δω κι' ένα σωρό παλιές τους δυσαρέσκιες
» ναν τους διαλύνω, τι καιρό τώρα δεν παν να σμίξουν        305
» σε στρώμα αγάπης, επειδής πεισμάτωσε η καρδιά τους.
» Αν την καρδιά τους πείσω εγώ με διο καλά λογάκια *
» και φιλιωμένοι αγκαλιαστούν σαν πριν σ' αγάπης στρώμα *
» πάντα ακριβή τους θα με λεν και λατρεφτή θα μ' έχουν. *
» Φαριά αν ρωτάς, να κάτου εκεί στο ριζοβούνι στέκουν
» της Ίδας, άξια να με παν από στεριά και κύμα.
» Ήρθα εδώ τώρα ως στο βουνό για σένα, τι δε θέλω
» να μου θυμώσεις ύστερα, αν έτσι, δίχως λέξη,        310
» μισέψω ως πέρα στ' άπατου του Ωκιανού τον πύργο. »
Μα τότες ο αστραπεφτής της είπε γιος του Κρόνου
« Ήρα, για κει είναι κι' έπειτα καιρός να μου μισέψεις,
» μόν έλα εμείς τον έρωτα μιά στάλα να χαρούμε,
» τι ως τώρα πόθος γυναικός ή και θεάς ποτές μου        315
» στα στήθια δε μου χύθηκε, δε μ' άγγιξε τα σπλάχνα,
» όσο σε θέλω και γλυκός τώρα με φλέγει πόθος. »        328
Τότες του λέει με διαβολιά η κρουσταλλόκορφη Ήρα
« Τί λόγος πάλι αφτός που λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου ;        330
» Αν τώρα αγάπη να χαρείς αποθυμάς στης Ίδας
» το Ξέφαντο — κι' είναι όλα τους ορθάνοιχτα τριγύρω —
» μα τί θα κάνουμε αν μας δει κάνας θεός αιώνιος
» αγκαλιασμένους κι' έπειτα ναν το προφτάσει τρέξει
» μες στους θεούς; Πώς τότες θες να σηκωθώ απ' αγάπες        335
» και να φανώ στον πύργο σου μες στη γλωσσιά στα λόγια;
» Μα αν πια το θέλεις κι' η καρδιά σ' τ' αποθυμάει, νά ! έχεις
» γιατάκι που στον Έλυμπο σούχει φτιασμένα ο γιος σου,
» ο Ήφαιστος, με ταιριαστά στους παραστάτες φύλλα·
» εκεί σα θέλεις αγκαλιά, εκεί στο στρώμα ας πάμε. »        340
Τότες της Ήρας απαντάει και λέει ο γιος του Κρόνου
« Ήρα, πως θάν το δει θεός είτ' άντρας μη φοβάσαι·
» τι εγώ με τέτιο σύγνεφο θα σε σκεπάσω γύρω
» χρυσό, που διάμεσα κι' αφτός δε θα μας βλέπει ο Ήλιος
» π' απ' όλα πιο βαθύτερα μέσα περνάει το φως του. »        345
Είπε, κι' αρπάει το τέρι του στην αγκαλιά του ο Δίας.
Κι' η Γης τους βγάζει νιόβλαστο και μαλακό χορτάρι,
γιούλια τους βγάζει ολόδροσα βασιλικούς και κρίνους
πυκνούς, που έτσι αψηλά απ' της γης το χώμα τους κρατούσαν.
Πέσανε εκεί, μες σε χρυσό κουκουλωμένοι γνέφι,        350
πανώριο γνέφι πούσταζε δροσιές αχτιδοβόλες.
Έτσι κοιμότανε ήσυχος στην άκρη, ναρκωμένος
απ' ύπνο ο Δίας κι' έρωτα, κι' είχε αγκαλιά την Ήρα.
Και τρέχει ο Ύπνος ο βαθύς να σύρει στα καράβια
και κάτου εκεί του Ποσειδού την είδηση να δώκει.        355
Και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγιαο
« Βόηθα, του Κρόνου, τώρα, γιε, τους Αχαιούς με θάρρος,
» κι' ώρα καν λίγη χάρισ' τους τη νίκη, ενώ κοιμάται
» ακόμα ο Δίας, γιατί εγώ του σκέπασα τα σπλάχνα
» με μαλακιά αποκάρωση, κι' η γελαδόματη Ήρα
» τον γέλασε κι' ερωτικά να κοιμηθούν την πήρε. »        360
Είπε, και πήγε τότε αφτός στ' αθρώπινα κοπάδια,
κι' ο Ποσειδός πια πρόθυμα θαρρέβει να βοηθήσει.
Εφτύς πηδάει μιά ως στη γραμμή των μπροστινών και σκούζει
« Αργίτες, τί, στον Έχτορα θ' αφίσουμε έτσι λέτε
» τη νίκη ; Τί, θα δοξαστεί καράβια μας πατώντας ;        365
» Έτσι παινιέται τώρα αφτός και λέει, τι ο Άχιλέας
» πέρα στα πλοία μένει αργός που πείσμωσε η καρδιά του.
» Μα όλοι αν βοηθάτε, ας λείπει αφτός, η νίκη 'ναι δική μας.        369
» Ελάτε ! εγώ θα τρέξω ομπρός, και τώρα θα τσακίσει—        374
» έτσι εγώ λέω—ο Έχτορας, όση κι' αν έχει φρένια.»        375
Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος.        378
Τότες συνέρια τέντωσαν σκυλίτικη πολέμου        389
εδώ ο λεβέντης Έχτορας, εκείθε ο γιος του Κρόνου,        390
βοηθός ο ένας Αχαιών, βοηθός ο άλλος Τρώων.
Γιόμισε τ' ακρογιάλι εκεί μπροστά στα πλοία λόχους
παντού, κι' ορμούσαν οι στρατοί με ξεκουφάστρα αντάρα.
Τόσο σε ξέρα θάλασσας το κύμα δε βουήζει,
σαν το θεριέβει οχ τα βαθιά κακού βοριά φουρτούνα·        395
τόσο δεν τριζοσαλαγάει μήτε η φωτιά, άμα αρχίσει
πέφκους να καίει αρίφνητους σε βουνοπλαγιά κι' όρη·
τόσο δε σκούζει ο άνεμος σ' ορθόκλαρα τριγύρω
λογγόφραξα, όπου πιο πολύ μουγκρίζει σα φρενιάσει,
όση φωνή τότε άχησε απ' Αχαιούς και Τρώες,        400
σα χοίμισαν να φαγωθούν κακόστριγγα αλυχτώντας.
Και πρώτα πρώτα ο Έχτορας ακόντισε με τ' όπλο
τον Αία, εκεί ίσα απάνου του π' ορμούσε, και τον ήβρε
οπούναι ομπρός τα διο λουριά στο στήθος τεντωμένα,
τόνα αργυρόκαρφου σπαθιού και της ασπίδας τ' άλλο.        405
Αφτά τ' αφράτο τούσωσαν κορμί. Και του Πριάμου
τότες ο γιος λυπήθηκε που το γοργό κοντάρι
πήγε άδικα οχ το χέρι του, και πίσω στων συντρόφων
γυρνάει τους λόχους μην του βγει λαχτάρα στο κεφάλι.
Μα εκεί που γύριζε, να ! ο γιος του Τελαμώνα ο Αίας
μιά πέτρα—που πολλές εκεί των καραβιών στηρίδια        410
μπροστά είταν σκόρπιες στων αντρών τα πόδια—μιά από δάφτες
σηκώνει, κι' έτσι πρόσλαιμα απάνου απ' την ασπίδα
τόνε βαράει, στα στήθια ομπρός, μιά πέτρα που σα σφαίρα
του πέταξε ίσα απάνου του στριφογυρίζοντάς την.
Πώς του Διός ο κεραβνός χάμου ξαπλώνει λέφκα
με ρίζες κι' όλα, και φριχτά βρωμάει το θιάφι γύρω,        415
κι' άξαφνα αν τύχει και τον δεις, σε κόβει κρύος ίδρος
κοντά αν βρεθείς, τι του Διός δε χωρατέβει ο χτύπος·
το ίδιο αμέσως στρώθηκε κι' εκείνος μες στις σκόνες.
Μέσα απ' τη χούφτα τούφυγε το χάλκινο κοντάρι,
του πήγε αλλού το κράνος του, του πήγε άλλου η ασπίδα,
κι' η χαλκοπλούμιστη άχησε τριγύρω αρματωσά του.        420
Όρμησαν άγρια σκούζοντας οι Δαναοί μ' ολπίδα
ναν τον τραβήξουν, κι' έρηχναν συχνά πυκνά κοντάρια·
όμως δεν μπόρεσε κανείς με σπάθα ή με κοντάρι
ναν τον βαρέσει, τι μπροστά πριν στάθηκαν οι πρώτοι
των Τρώων όλοι, Αγήνορας Αινείας Πολυδάμας,        425
κι' οι στρατηγοί των Λυκιωτών, ο Σαρπηδός κι' ο Γλάφκος.
Μηδ' άλλος τον αμέλησε κανείς τους, μόνε ομπρός του
κρατούν τις ομορφόκυκλες ασπίδες, και κατόπι
τον παίρνουν κι' όξω οχ τη σφαγή στα χέρια τους τον βγάζουν,
ως πούρθαν στα γοργά άλογα που καρτερούσαν πίσω        430
όξω απ' τη μάχη μ' αμαξά και με πανώριο αμάξι,
κι' έτσι τον παν προς το καστρί ενώ βαριά βογγούσε.
Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου,
πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας,
εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν        435
νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια
στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο.
Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει
το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.
Κι' οι Δαναοί, θωρώντας τον πως έφεβγε απ' τη μάχη,        440
πιο ορμούν απάνου στους οχτρούς και ξαναβρίσκουν θάρρος.
Τότες ο Αίας του Οϊλιά με το βαρύ κοντάρι
πολύ πιο πρώτος πήδησε και κάρφωσε το Σάτνη,
γιο ξωθικιάς, π' αψέγαδη τον έκανε νεράϊδα
με τον ξεστήθια Βήνοπα σαν έβοσκε τα βόδια
κοντά στου Σάτνη ποταμού τους ανθοπλήθιους όχτους        445
Αφτόν ζυγώνει και τρυπάει με τ' όπλο στο λαγγόνι,
και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και γύρω στο κουφάρι
έπιασαν Τρώες κι' Αχαιοί πεισματωμένη μάχη.
Μα ναν το σώσει τρέχει ομπρός ο κονταροτεχνίτης,
ο Πολυδάμας κι' ένα γιο καρφώνει τ' Αρηλύκου        450
δεξά στον ώμο, ως αντικρύ τρυπώντας του τον ώμο·
κι' έπεσε εκείνος κι' έσφιξε τη γης στην αγκαλιά του.
Τότες εκεί του Πάνθου ο γιος κατακαμαρωμένος
παινέφτηκε με μιά φωνή π' ακούστη απ' άκρη ως άκρη
« Πιός είπε λέει πως άδικα μέσα απ' τη στέρια χούφτα
» του Πολυδάμα πήδηξε το χαλκωμένο φράξο ;        455
» Στη σάρκα κάπιος τ' άρπαξε, κι' απάνω του ακουμπώντας
» τώρα εγώ λέω θα κατεβεί ως στ' Άδη τα λημέρια.»
Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσιά του,
μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτηκε του Αία,        459
κι' ενώφεβγε γοργά γοργά, του ρήχνει το κοντάρι.        461
Μα ατός του ο γιος τ' απόφυγε του Πάνθου, μ' έναν πήδο
στα πλάγια, κι' ο Αρχέλοχος, γιος τ' Αντηνόρου, αρπάζει
το χτύπο... αφτόν μαθέ οι θεοί προτίμησαν να πέσει.
Γιατί τον βρήκε στο στερνό σφοντύλι, εκεί που σμίγουν        465
ο σβέρκος με την κεφαλή, και τούκοψε τα διο του
ποντίκια· και σαν έπεσε, κεφάλια στόμας μύτες
έφαγαν χώμα πριν πολύ, πριν σκέλος φάει και γόνα.
Τότες ο Αίας φώναξε στον άρχο Πολυδάμα
« Λόγιασε εδώ, του Πάνθου γιε, και πες μου την αλήθια.        470
» Τί λες; Ένα Αρηλύκου γιο ο άντρας δεν αξίζει
» αφτός εδώ ; Όχι ποταπός και ποταπώνε σπέρμα,
» μόν σα να φαίνεται αδερφός του ξακουστού Αντηνόρου
» ή γιος· τί εκείνου πιο θαρρώ κορμοστασά 'χει κι' όψη.»
Έτσι είπε τάχα —μα καλά τον ήξερε— και πίκρα        475
μπήκε στων Τρώων την καρδιά. Τότες τρυπά ο Ακάμας
τον Πρόμαχο το Βοιωτό, τι πήγε να γλυτώσει
τον αδερφό που ο Πρόμαχος πισώσερνε απ' τα πόδια.
Και σαν τον σκότωσε, έπειτα κατακαμαρωμένος
παινέφτηκε μ' αψιά φωνή π' ακούστη απ' άκρη ως άκρη
« Δοξαρομάχοι Δαναοί, της παινεσάς μαστόροι,
» όχι δα! συφορές εμείς δε θα τραβούμε μόνοι,        480
» παρά θα τύχει λέω εδώ κι' εσείς νεκροί να πέστε.
» Κοιτάξτε, πώς ο Πρόμαχος σφαμένος σάς κοιμάται,
» που τ' αδερφού μου αξώφλητος καιρό δα να μη μένει
» ο σκοτωμός εδώ. Για αφτό και συγγενή ν' αφίσει
» πίσω περικαλάει κανείς, λαχτάρας ξεχρεώστη.»        485
Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσά του,
μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτη του Πηνέλα
κι' όρμησε εφτύς απάνου του. Μα κώλωσε ο Ακάμας
σαν είδε το γιουρούσι του, κι' αφτός το Βιλιονέα
χτυπάει του μυριοπρόβατου Φόρβα 'να γιο, τον Τρώα        490
π' αγάπαε πιο πολύ ο Ερμής και τούχε βιός χαρίσει,
τι η μάννα του μοναχογιό τον έκανε μαζί του·
αφτόν στη ρίζα του ματιού κάτου απ' τα φρύδια τότες
βαρώντας, τούβγαλε το φώς· και πέρασε ο χαλκός του
το μάτι, κι' όξω διάβηκε ίσα ως στο σνίχι αντίκρυ.        495
Κι' έκατσε χάμου, απλώνοντας ο νιός τα διο βραχιόνια.
Τότε ο Πηνέλας σέρνοντας τη σπάθα τού καθίζει
μιά δυνατή κατάσβερκα, που κεφαλή και κράνος
κύλησαν χάμου αχώριστα, ενώταν μέσα ακόμα
στο μάτι τ' όπλο. Τότε αφτά τα σήκωσε από χάμου,
και στους οχτρούς γυρίζοντας φωνάζει με περφάνια        500
« Πέστε από μένα, Τρώϊδες, στη μάννα και στον κύρη
» του Βιλιονιά ν' αρχίσουνε κι' οι διο τα μοιρολόγια·
» γιατί κι' εκείνη, η λυγερή γυναίκα του Προμάχου,
» δε θα δεχτεί τον άντρα της χαρούμενη όταν τέλος
» ξανά απ' την Τρία γυρίσουμε στην ποθητή πατρίδα.»        505
Είπε, και σ' όλους κόπησαν τα ήπατα απ' τον τρόμο,
και κάθε Τρώας κοίταζε πού να σωθεί οχ το χάρο.
Και τώρα, Μούσες, πέστε μου, των ουρανών νυφούλες,
πιός τάχα πρώτος Αχαιός να πήρε ματωμένες
αρματωσές, σαν έγυρε τη μάχη ο Τραντοσείστης.        510
Πρώτος του Τελαμώνα ο γιος τον Ύρτη με το φράξο
παστρέβει, των λιοντόκαρδων οπλαρχηγό Μυσώνε·
και γύμνωσε ο Αντίλοχος το Μέρμερο και Φάλκη·
και τον Ιππότη ξάπλωσε και Μόρη ο γιος του Μόλου·
και πήρε ο Τέφκρος τ' άρματα του Πρόθου και Περφήτη.        515
Τον Απερήνορα έπειτα βαράει μες στο λαγγόνι
ο γιος τ' Ατριά, και τ' άντερα ως μέσα το καντάρι
του θέρισε, και βιαστικά πετά οχ την ανοιγμένη
πληγή η ψυχή του, και βαθύ τον σκέπασε σκοτάδι.
Κι' ένα σωρό έφαγε ο γοργός γιος του Οϊλέα ο Αίας,        520
τι αφτός δεν είχε τέρι του σαν έπαιρνε κυνήγι
στρατούς στον κάμπο, πούσπασαν όταν τους σκιάζει ο Δίας.


Πηγή


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου