Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Ω



Και τα παιχνίδια πια σκολνούν, και γύρω στα καράβια
σκορπούν τα πλήθη εδώ κι' εκεί, και νιάζουνται να φάνε
κι' ύπνο γλυκόνε να χαρούν. Μα θρήναε ο Αχιλέας
κι' είχε στο νου τ' αγαπητό συντρόφι, μηδ' ο ύπνος,
του κόσμου ο καταπονετής, τον έπιανε, μόν πάντα        5
πότε από δω πότε από κει παράδερνε γυρνώντας,
και του Πατρόκλου ανάδεβε τη λεβεντιά τη νιότη,
κι' όλα όσα τράβηξαν μαζί —τί κόπους πόσα πάθια—
με τ' άγριο κύμα του γιαλού και με στεριάς πολέμους.
Αφτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια,
ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλεβρό γυρμένος        10
ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε
άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός. Μα εφτύς το χαραμέρι
μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους,
κι' έζεβε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω
τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε.        15

Και κύκλω αφού τον έσερνε στον τάφο του Πατρόκλου
τρεις γύρους, τότε ησύχαζε μες στην καλύβα πάλι
και προύμτα, το νεκρό στρωτό παράταε μες στις σκόνες.        18
Σαν έτσι πάντα σπάραζε τον Έχτορα από πάθος.        22
Μα τέλος πια η δωδέκατη σαν ήρθε χρυσαβγούλα,        31
τότ' είπε μέσα στους θεούς του Δία ο γιος ο Φοίβος
« Χάρη δεν ξέρτε ή πόνεση, θεοί! Τί, δε σας είχε
» ποτές του κάψει ο Έχτορας βοϊδοτραγήσα μπούτια;
» Μα δε σας πήγε έτσι η καρδιά νεκρό καν ναν τον σώστε,        35
» που ναν τον δει η γυναίκα του κι η μάννα κι' ο πατέρας
» και το παιδί του κι' ο λαός, που γλήγορα στρωμένο
» πας στη φωτιά του νεκρικά θάν τούρηχναν στολίδια.
» Μόνε τον έρμο του Πηλιά γιο θέτε να βοηθάτε,
» που δίκιο μες στα σπλάχνα του δεν ξέρει, μήτε ο νους του        40
» λυγάει μιά στάλα, μόν λυσσάει σαν τ' άφαγο λιοντάρι,
» που το κεντρώνει η δύναμη κι' η άσκιαχτη καρδιά του
» και πάει αθρώπων ζωντανά νά βρει και νά χορτάσει·
» έτσι κάθε έχασε σπλαχνιά, πια σέβας δεν κατέχει.        44
» Δικό του κι' άλλος πριν μαθές και πιο λαχταρισμένο        46
» θάχασε —ή γιο του, ή αδερφό από μιας μάννας μήτρα—
» μα κλαίει, στενάζει, κι' έπειτα τελιώνει· γιατί οι Μοίρες
» τα πλάσανε μ' απομονή τα σωθικά τ' αθρώπου.
» Μα αφτός τον Έχτορα, αφού πριν του θέρισε τα νιάτα,        50
» δετό απ' αμάξι τον τραβάει στου βλάμη του τον τάφο
» γύρω τριγύρω· μα άπρεπα το κάνει, δίχως σκέψη...
» Μην πια θυμώσουμε κι' εμείς, κιάς είναι θεοπαίδι,
» τι νά μ' αφτό το πάθος του σε Γη κουφή αμαρταίνει.»
Θύμωσε τότες κι' απαντάει η κρουσταλλόκορφη Ήρα        55
« Θάταν κι' αφτό απ' τα λόγια σου που συνηθάς, καλέ μου,
» αν δα Αχιλέα κι' Έχτορα τιμήστε έτσι ίσα κι' ίσα.
» Μά 'ταν θνητός ο Έχτορας, βυζί γυναίκας πήρε,
» μα ο Αχιλέας θέαινας παιδί, που εγώ που βλέπεις
» με χάδια την ανάθρεψα και στον Πηλιά γυναίκα        60
» την έδωκα, άντρα απ' τους θεούς περίσσα αγαπημένο.
» Όλοι είστε στις χαρές, θεοί· κι' εσύ κρατώντας λύρα,
» κακό κορμί, πάντα άπιστε, ξεφάντωνες στη μέση.»
Τότες -γυρίζει κι' απαντάει του Κρόνου ο γιος ο Δίας
« Ήρα, μη θες δα τους θεούς και τόσο ν' αποπαίρνεις        65
» Όχι, ίσα δε θα τιμηθούν· μα απ' όσους καν κι' η Τροία
» έχει θνητούς, κάλια οι θεοί τον Έχτορα αγαπούσαν.
» Και πρώτα εγώ, τι ποθητά δε μου ξεχνούσε δώρα·
» αι λειτουργιές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου,
» σταλιές και τσίκνα· αφτό πρεσβιό κι' εμάς μας έχει λάχει,        70
» Μα πιός θα πάει εδώ θεός τη Θέτη να μας κράξει,        74
» κι' εγώ σωστό 'ναι θάν της πω νά λάβει ο Αχιλέας        75
» την ξαγορά απ' τον Πρίαμο και το νεκρό ν' αφίσει.»
Είπε, κι' η γλήγορη Ίριδα κινάει ναν το μηνήσει,
κι' εκεί στη Σάμο ανάμεσα και πετροβράχα Νίμπρο
πηδάει μες στο μαβύ γιαλό —και βούηξε το κύμα —
κι' ορμάει στα βαθιά σα βαρύ μολύβι, που χωμένο        80
μες σε μιά σκλήθρα κέρατο λιβαδοπλάνου τάβρου
πηγαίνει ψάρια λαίμαργα στον πάτο να ρημάξει.
Κι' ήβρε μες στη βαθιά σπηλιά τη Θέτη, και τριγύρω
κάθουνταν του γιαλού οι θεές οι άλλες μαζωμένες·
κι' έκλαιγε αφτή στη μέση τους του γιου της τ' αντριωμένου        85
τη μοίρα, πούτανε γραφτό αλάργα απ' την πατρίδα
ναν της χαθεί στα λιγδερά της Τριάς τα φαρδοκάμπια.
Και στέκει η γλήγορη Ίριδα κοντά της και της κάνει
« Σήκω έλα, Θέτη, σε ζητάει ο βαθυγνώστης Δίας.»
Κι' η αργυρόποδη θεά της απαντάει, η Θέτη
« Και τί με θέλει, αφτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω        90
» θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα.
» Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δε θάν τον πει του κάκου.»
Έτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μιά της μπόλλια
μάβρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.
Και ξεκινάει να πάει, κι' ομπρός η Ίριδα οδηγούσε,        95
γοργή θεά ανεμόποδη· και δίπλα, να περάσουν.
το λάλο παραμέριζε κι' αφροντυμένο κύμα.
Και στην ξηρά άμα ανέβηκαν, πετούν ως στα ουράνια.
Εκεί ήβραν το βροντόφωνο του Κρόνου γιο —και κύκλω
κάθουνταν μαζεφτοί οι θεοί, μακαρισμένοι αιώνιοι —
και δίπλα του έκατσε, τι εφτύς τραβήχτηκε η Παλλάδα.        100
Στο χέρι εκεί χρυσόμορφο καφκί τής βάζει η Ήρα
με καλώς ήρθες· κι' ήπιε αφτή και της το δίνει πίσω.
Άρχισε τότε πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου
« Ήρθες, θεά, στον Έλυμπο, κιάς έχεις τόση λύπη
» π' αξέχαστος σου καίει καημός τα σπλάχνα... ναι το ξέρω...        105
» μα κι' έτσι θα σ' το πω γιατί σούστειλα λόγο νάρθεις.
» Μέρες εννιά οι αθάνατοι θεοί λογομαχούνε
» για το νεκρό τον Έχτορα και το γοργό Αχιλέα,
» και θέν το λείψανο ο Ερμής να κλέψει· εγώ όμως όχι !
» τέτια να πάθει συφορά δε θέλω ο Αχιλέας.        110
» τι την αγάπη δεν ξεχνάω που σούχω και το σέβας.
» Μα εφτύς στον κάμπο πήγαινε και πες το αφτό του γιου σου·
» πες του οι θεοί πως χόλιασαν, κι' εγώ πιο πρώτα απ' όλους
» του τόχω αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα
» βαστάει τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνει πίσω,        115
» μήπως εμένα σεβαστεί και στρέξει ναν τον πάρουν.
» Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια
» να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει
» με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.»
Έτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα,        120
κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας,
και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της. Και τον ήβρε
πικρά που θρήναε, κι' οι πιστοί τριγύρω του συντρόφοι
είχαν δουλιές κι' ετοίμαζαν να φάνε χέρι χέρι·
κι' είχανε κριάρι μαλλιαρό σφαγμένο εκεί στην άκρη.        125
Και πήγε κάθησε κοντά κοντά η καλή του η μάννα,
που τρυφερά τον χάιδεψε και τούπε αγαπημένα
« Παιδί μου, πες μου, ως πότε πια με στεναγμούς και κλάμα
» θα τρως τα σπλάχνα σου, χωρίς μήτε ψωμί ν' αγγίζεις
» μήτε γυναίκα ; Μα καλό και σ' αγκαλιά γυναίκας        130
» να γύρεις, τι πολλή ζωή δεν έχεις πια, που τώρα
» σου στέκει δίπλα ο θάνατος κι' η άπονη σου η μοίρα.
» Μα γλήγορα άκου με· έρχουμαι με μήνημα απ' το Δία,
» που λέει, χολιάσανε οι θεοί, κι' αφτός πιο πρώτα απ' όλους
» σου τόχει αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα        135
» βαστάς τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνεις πίσω.
» Μόν άσε πια, και του νεκρού την ξαγορά έλα, δέξου.»
Και τότε ο φτερογλήγορος της απαντά Αχιλέας
« Ας είναι... Ας φέρουν ξαγορά και το νεκρό τους δίνω,
» αν τέτιος είναι —αφού το λες— ο ορισμός του Δία.»        140
Σαν έτσι οι διο τους τότε εκεί στα πλοία, γιος και μάννα·
λαλούσαν κι' έλεγαν πολλά λογάκια φτερωμένα.
Κι' ο Δίας λέει της Ίριδας να τρέξει προς το κάστρο
« Καιρό μη χάνεις, Ίριδα γοργή, μόν τα λημέρια
» τα θεϊκά τώρα άφισ' τα, και πήγαινε ως στην Τροία
» να πεις του γέρου βασιλιά πως στο καραβοστάσι        145
» να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει
» με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα,
» μόνος, μηδ' άλλος τους κανείς μαζί του να μη σύρει.
» Μόν κάναν κράχτη γέροντα ας πάρει να τραβήξει
» τις μούλες με τ' ωριότριχο τ' αμάξι, και στο κάστρο        150
» πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα.
» Και πες, μη βάλει θάνατο στο νου του ή κάνα φόβο·
» τέτιο οδηγό του — τον Ερμή — θα στείλουμε μαζί του,
» που θάν τον πάει ως που ίσα κει να φτάσουν στ' Αχιλέα.
» Μα αφού τον πάει και στ' αρχηγού τον μπάσει την καλύβα,        155
» έννια του, δεν τον σφάζει πια μηδ' άλλους δε θ' αφίσει·
» τυφλός δεν είναι ή άμιαλος μήτ' άσεβος, ν' αγγίξει
» άντρα που χάρη τού ζητάει γονατιστός μπροστά του.»
Είπε, κι' η Ίριδα η θεά κινά, η γοργή μηνήτρα.
Και στου Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμα.        160
Γύρω στο γέρο στην αβλή οι γιοι του καθισμένοι
πικρά με δάκρια μούσκεβαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος
στη μέση κάθουνταν, βαθιά χωμένος μες στην κάπα,
κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο
που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν.        165
Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν
απ' των αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες
στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.
Και στέκει η Ίριδα σιμά στο γέρο, και τον κράζει
σιγά λαλώντας, κι' έπιασε το γέρο ως μέσα ο τρόμος        170
« Γιε του Δαρδάνου, έλα καρδιά, μη βάνει ο νους σου φόβο.
» Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σου πλακώνουν,
» μόν ήρθα με καλούς σκοπούς. Του Κρόνου ο γιος με στέλνει,
» που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.
» Πήγαινε — ο Δίας σου μηνάει — τον Έχτορα να πάρεις        175
» με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα,
» μόνος, μηδ' άλλλος σας κανείς μαζί σου να μη σύρει.
» Μόν κάναν κράχτη γέροντα πάρε που να τραβήξει
» τις μούλες με τ' ωριότροχο τ' αμάξι, και στο κάστρο
» πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα.        180
» Και λέει, μη βάλεις θάνατο στο νου σου ή άλλο φόβο·
» τέτιο οδηγό σου —τον Έρμη— θα στείλουμε μαζί σου,
» που θα σε πάει ως που ίσα κει να φτάστε στ' Αχιλέα.
» Μα αφού σε πάει και στ' αρχηγού σε μπάσει την καλύβα,
» έννια σου, δε σε σφάζει πια μηδ' άλλους δε θ' αφίσει·        185
» τυφλός δεν είναι ή άμιαλος μηδ' άσεβος ν' αγγίξει
» άντρα που χάρη τού ζητάει γονατιστός μπροστά του.»
Έτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πίσω.
Κι' αφτός τους γιους του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια
με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν του δέσουν.        190
Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη,
πλατιά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.
Κι' έκραξε αφτού τη σεβαστή γιριά του και της είπε.
« Γυναίκα, εδώ 'ρθε του Διός μηνήτρα οχ τα ουράνια,
» και μούπε πως στα γλήγορα των Αχαιών καράβια
» να πάω το λατρεφτό μας γιο να ξαγοράσω ο ίδιος        195
» με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.
» Μα πες κι' εσύ το τί θαρρείς, σαν πώς σ'το λέει ο νους σου;
» Τι εμένα ακράτητη η καρδιά μού λαχταράει να σύρω
» πέρα στα πλοία ως στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο.»
Είπε, και λύθηκε η γιριά στα κλάματα και τούπε        200
« Ωχού, κι' η γνώση σου μαθές τί γένηκε, που ως τώρα
» στα ξένα και στην Τροία εδώ σε διαλαλούσαν όλοι ;
» Πώς θες να σύρεις στων οχτρών ως στα καράβια μόνος,
» και ν' αγνατέψεις το θεριό που τόσους κι' αντριωμένους
» σούσφαξε γιους σου; Σίδερο μαθέ η καρδιά σου θάναι.        205
» Τι α θε σε πιάσει και σε δει μπροστά του αφτός ο σκύλος,
» ο σαρκοφάγος κι' άπιστος, σπλαχνιά δε θα σου δείξει,
» δε θα ντραπεί τα χρόνια σου. Μόν τώρα ας κλαίμε αλάργα,
» κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αφτός, ότι η σκληρή του η μοίρα
» στο γεννημό του τούκλωσε σαν τον γεννούσα η μάβρη,        210
» σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα αθρώπου...
» π' ας είταν άχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν του μπήξω,
» ναν του τη φάω ! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα.»        213
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε        217
« Μη μ' αμποδίζεις που ποθώ να πάω, τι δε θ' αλλάξω,
» και μη μου γίνεσαι κι' εσύ κακό σημάδι σπίτι.
» Τι αν άλλος μου τ' αρμήνεβε —πες αν θνητός— στον κόσμο,        220
» θες από σπλάχνα κρίνοντας θες όνειρα, τα πούμε
» ψευτιά 'ναι κι' ίσως σε κακό πως φόβος να τελιώσει.
» Μα τώρα αφού θεά άκουσα κι' ομπρός μου εγώ την είδα,
» θα σύρω... τόπα, θα γενεί. Αν γράφτηκε εκεί κάτου
» να σκοτωθώ, ώρα μου καλή ! Εφτύς το λάζο ας πιάσει        225
» κι' ας με τελιώσει ο Αχιλιάς, σαν πάρω το παιδί μου
» στην αγκαλιά μου κι' ο πικρός χορτάσω μοιρολόγι.»
Είπε, και πήρε κι' άνοιγε τις σκαλιστές σκεπάστρες
των σεντουκιών, και δώδεκα βγάζει σκουτιά πανώρια,
μονές φλοκάτες δώδεκα, πέφκια άλλα τόσα βγάζει,        230
τόσα πουκάμισα κρουστά και τόσα πανωφόρια,
και διο τριπόδια π' άστραφταν και τέσσερα λεβέτια·        233
βγάζει ποτήρι αμίμητο, π' όταν ταξίδι βγήκε
γνωστοί του του το χάρισαν στη Θράκη, βιός μεγάλο·        235
μα ουδέ κι' αφτό δεν τ' άφισε, τι διάπυρα η καρδιά του
ένα ποθούσε, το νεκρό να ξαγοράσει γιο του.
Και βγήκε, κι' οχ το λιακωτό τότ' άρχισε να διώχνει
με τις βλαστήμιες τις βρισές όλους τους Τρώες όξω
« Όξω, ασυνείδητοι, άτιμοι! Μα τί, κι' εσάς δεν έχουν
» τα σπίτια κλάψες πούρθατε να με φροντίστε τάχα ;        240
» Για μ' αψηφάτε πια που νά ! με καταράστη ο Δίας
» κι' έχασα τέτιο γιο λαμπρό; Όμως κι' εσείς, ας είναι,
» χάθηκε εκείνος, κι' οι οχτροί θα δείτε αν θα σας ψήσουν...
» Μα εμένα πριν τα μάτια μου μου δουν αχ την πατρίδα
» να σβύνει να ρημάζεται, πριν στ' Άδη ας πάω τα βάθια ! »        245
Έτσι είπε, και τους άρχισε ραβδιές, κι' οι Τρώες όξω
τραβούσαν, γιατί βιάζουνταν να ξεκινήσει ο γέρος.
Πήγε έπειτα και φώναξε με τις βρισές τους γιους του,
τον Πάρη και τον Έλενο, το θεϊκόνε Αγάθο,
τον Πάμμο, το βροντόφωνο Πολίτη και τον Πόθο,        250
το Δήφοβο κι' Αντίφονο, το Διό το ζηλεμένο.
Αφτούς φωνάζει τους εννιά και τους προστάζει ο γέρος
« Ομπρός, χαζοί κακά παιδιά, σαλέψτε ! Π' άμποτε όλοι
» στα πλοία αντίς τον Έχτορα νάχατε πέσει αντάμα !
» Ω ο μάβρος ωχ ο σκοτεινός, που γιους τους πιο λεβέντες        255
» στην Τριά... μες σ' όλη... εγώ 'κανα, μα αφτοί νά, πήγαν όλοι,
» ο στηθομάχος Μήστορσς, ο θαρρετός Τρωΐλος,
» ο Έχτορας που λες θεός είταν ομπρός στους άντρες,
» γιος που θνητού δεν έμιαζε, μόνε θεού σα θρέμμα·
» αφτούς τους πήρε ο πόλεμος, όμως τα μπαίγνια μένουν,        260
» λαμπροί για πήδους και χορούς, ξεφαντωτήδες, ψέφτες,
» αρνιών και τράγων κλέφτηδες απ' τους φτωχούς του τόπου ...
» Λοιπόν τί κάθεστε; Έλα ομπρός ! τοιμάστε μου το κάρο
» και μέσα βάλτε του όλα αφτά για να τραβούμε δρόμο.»
Είπε κι' αφτοί μισόφοβοι απ' τις φωνές του γέρου        265
βγάζουν το κάρο σηκωτό, μουλάρικο καινούργιο
στέριο όμορφο καλόροδο, και το κουτί τού δένουν.
Και κατεβάζουν το ζυγό κατόπι οχ το παλούκι —
ζυγό πυξένιο, με καρφί και διάκια βολεμένο —
κι' όξω μαζί μ' εφτάπηχο τον φέρνουν ζυγολούρι.        270
Απέ στυλώνουν το ζυγό στ' ολόξυστο ατιμόνι
ομπρός ομπρός και του περνούν στη μύτη την κρικέλλα.
Τότες τον δένουν στο καρφί τρεις γύρους, και κατόπι
δένουν αράδα το λουρί και του λυγούν την άκρη.
Τέλος την πλούσια ξαγορά σα φέρανε από μέσα        275
κι' απάνου εκεί την έβαλαν στο πλανισμένο αμάξι,
του ζέβουν τα χοντρόνυχα βασταγερά μουλάρια,
πανώρια δώρα, απ' τους Μυσούς στο γέρο χαρισμένα.
Κι' άτια του γέρου τούζεψαν, π' ανάθρεφε δικά του
ταΐζοντάς τα από παχνί καλόξυστο στο στάβλο.        280
Σαν έτσι οι δυό τους βόλεβαν μες στην αβλή τ' αμάξια,
ο βασιλιάς κι' ο κράχτης του, με νου κι' οι διο και γνώση.
Εκεί τους σίμωσε η γιριά χαροκομένη Εκάβη,
κι' είχε στο χέρι το δεξύ μες σε χρυσό ποτήρι
λίγο κρασί καρδόγλυκο να στάξουν πριν κινήσουν·        285
και στάθηκε στο κάρο ομπρός και τούπε αφτά του γέρου
« Καλέ, νά ! στάξε του Διός, και νάρθεις περικάλα
» σπίτι σου πίσω οχ τους οχτρούς, αφού ποθά η καρδιά σου
» να σύρεις και καλά, χωρίς —σ' το λέω— εγώ να θέλω.
» Μα αφού θα πας, έλα το γιο του Κρόνου περικάλα        290
» π' όλη την Τροία εδώ θωράει οχ τις κορφές της Ίδας,
» και ζήτα του όρνιο, μηνητή γοργό —που πλήθια ο ίδιος
» αγάπη τούχει και νικάει στη δύναμη καθ' άλλο—
» δεξύ, που με τα μάτια σου θωρώντας το να σύρεις
» στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσι.        295
» Μα μηνητή του, γέρο μου, αν δε σου στείλει ο Δίας,
» τότε πια εγώ, όσο κι' αν ποθάς, σου λέω και σε ξορκίζω,
» μην τύχει και στων Αχαιών ζυγώσεις τα καράβια.»
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε
« Γυναίκα, τέτιο που ζητάς, δε θα σου πω όχι· κάλια        300
» στο Δία να σηκώσουμε τα χέρια, αν μας πονέσει.»
Είπε, και την κελάρισσα προστάζει ναν του χύσει
αγνό νερό στα χέρια του· κι' αφτή κοντά σιμώνει,
τάσι στα διο τα χέρια της κρατώντας και λεγένι.
Και νίφτηκε, κι' απ' τη γιριά σαν πήρε το ποτήρι,        305
έτσι είπε και δεήθηκε τηρώντας τα ουράνια
« Δία ώ πατέρα, π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα,
» μεγάλε μυριοδόξαστε ! Η χάρη σου ας μου δώκει
» να με δεχτεί με συμπονιά κι' αγάπη ο Αχιλέας.
» Και στείλε μου όρνιο, μηνητή γοργό —που πλήθια ο ίδιος        310
» αγάπη τούχεις και νικάει στη δύναμη καθ' άλλο —
» δεξύ, που με τα μάτια μου θωρώντας το να σύρω
» στον κάμπο με το θάρρος του και στο καραβοστάσι.»
Είπε, κι' ακούει τη δέηση ο βαθυγνώστης Δίας,
και νά ! του στέλνει εφτύς αητό, το τυχερότατο όρνιο,        315
νυχοσπαράχτη κυνηγό που τόνε λεν κι' αγιούπα.
Πόσο αψηλόσκεπου πυργιού εφτάφαρδή 'ναι η πόρτα
ανθρώπου πλούσιου, τεχνικά φτιασμένη με μαντάλους,
τόσο μεγάλες τ' άνοιγαν ζερβόδεξα οι φτερούγες.
Κι' από ψηλά διαβαίνοντας το κάστρο γοργοπέτης
βουτάει δεξά τους· κι' όλοι εκεί τον είδαν μ' αναγάλλια        320
κι' εντός τους έγιανε η καρδιά στα πληγωμένα στήθια.
Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος
κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αβλοπόρτι.
Το κάρο ομπρός —τετράροδο— τραβούσαν τα μουλάρια
που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος        325
βαρούσε τ' άτια, και γοργά τους φώναζε να τρέχουν
κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδέβανε όλοι
πικρά θρηνώντας, πούλεγες πως σε σφαγή παγαίνει.
Και κάτου πια σαν έφτασαν ως στην αρχή του κάμπου,
τότες αφτοί —οι γαμπροί κι' οι γιοί— γυρίζουν πόδα πίσω,        330
μέσα να παν. Κι' εκείνοι οι διο δεν ξέφυγαν το μάτι
του βροντολάλητου Διός σαν πρόβαλαν στον κάμπο,
μόν είδε και συμπόνεσε το γέρο ο γιος του Κρόνου,
κι' αμέσως είπε στον Ερμή το γιο του εκεί μπροστά του
« Ερμή, π' απ' όλους πιο πολύ σούναι χαρά σου εσένα        335
» χωριό να κάνεις με θνητούς και συνακούς σαν κράζουν,
» έλα να πας, κι' ως τα γοργά τον Πρίαμο καράβια
» σύρε τον έτσι, π' Αχαιός να μην τον δει πριν άλλος,
» να μην τον νιώσει καν κανείς, πριν φτάσει ως στ' Αχιλέα.»
Έτσι είπε, κι' ο θνηταγωγός Ερμής ακούει το λόγο,
κι' εφτύς στα πόδια αμπόδεσε τα διο όμορφα σαντάλια,        340
χρυσά κι' αιώνια, που μαζί με τ' αγεριού το χνώτο
παντού ως στην άκρη και στεριάς τον πάνε και πελάγου.
Έπειτα πήρε το ραβδί π' αθρώπων — όσους θέλει —
μαγέβει μάτια, ή και ξυπνάει πάλε άλλους κοιμισμένους.
Μ' αφτό στα χέρια ο δυνατός πετάει θνηταγωγιάτης,        345
και στον Ελλήσποντο κοντά σαν ήρθε και στον κάμπο
πιάνει το δρόμο, μιάζοντας παλικαράκι αρχόντου
πρωτόχνουδο, που η πιο γλυκιά τ' ανθοστολίζει νιότη.
Κι' οι γέροι οι διο σαν τράβηξαν παρέκει απ' το μεγάλο
του Ίλου μνήμα, σταματούν τα ζα ναν τα ποτίσουν        350
στο ρέμα· τι είχε πια στη γης και πέσει το σκοτάδι.
Κι' εκιόνε ο κράχτης, τον Ερμή, σα ζύγωνε από πέρα,
τον είδε και του βασιλιά τού φώναξε και τούπε
« Πρίαμε, σκέψου ! Νά δουλιά που θέλει νου και σκέψη.
» Νά ! κάπιος κοίτα εδώ θαρρώ κομάτια θα μας κάνει.        355
» Μον έλα... κάνε... με τα ζα να φέβγουμε· ειδέ τότες
» γονατιστοί ας ζητήσουμε σπλαχνιά, αν μας συμπονέσει.»
Είπε, κι' ο νους του σάστισε του γέρου απ' την τρομάρα,
κι' όρθιες στο γέρικο κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες,
και στάθηκε έτσι σα ζαβός. Μα νά, ο Ερμης σε λίγο        360
σίμωσε τότες κι' έπιασε το γέροντα απ' το χέρι,
κι' άρχισε ναν τον αρωτάει και τούπε αφτά τα λόγια
« Παππούλη μου, έτσι μ' άλογα πού τρέχεις και μουλάρια
» μέσα σε νύχτας σιγαλιά π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται;
» Και των οχτρών δε σ' έσκιαξε η λύσσα και το μίσος
» που τ' άχτι απάνου σου έτοιμαι κοντά 'ναι εδώ να βγάλουν;        365
» Μα αν πες κανείς τους σ' έβλεπε πως πας με τόσα πλούτη
» μες στο σκοτάδι τ' άχαρο, σαν τί σκοπό 'χεις τότες;
» Νιός μήτε εσύ είσαι, γέροντας κι' αφτός σε συνοδέβει,
» κι' αν σε πειράξουν δε φελάει βοήθια να σου δώκει.
» Δε θα σε βλάψω όμως εγώ, μήτ' άλλους δε θ' αφίσω        370
» να σε πειράξουν· τι θαρρώ το γέρο μου έτσι βλέπω.»
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε
« Ναι έτσι είναι, γιε μου, όπως τα λες. Μα απ' τους θεούς ως τώρα
» κάπιος κρατά από πάνου μου κι' εμένα το δεξύ του,
» που νά διαβάτη τυχερό μού στέλνει ομπρός στη στράτα        375
» τέτιονε εδώ όπως είσαι εσύ, καμαρωτός πανώριος,
» παιδί γονιώνε ζηλεφτών, με γνώση προικισμένος.»
Τότε ο θνηταγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία
« Ναι, γέρο μου, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.
» Έλα όμως πες μου τώρα αφτά και μίλα την αλήθια·        380
» μην πας στα ξένα πουθενά το τόσο βιός και πλούτος
» για να σωθεί σου ανέγγιχτο, ή κι' όλοι παραιτάτε
» πια τώρα το θεόχτιστο καστρί σας, τρομασμένοι
» που τέτιο σάς σκοτώθηκε στη μάχη παλικάρι,
» ο γιος σου ; Αφτός δεν άφινε τους Αχαιούς ν' αγιάσουν.»        385
Τότ' είπε ο θεοπρόσωπος γιος του Δαρδάνου ο γέρος
« Πιός είσαι εσύ, καλό παιδί ; πώς λέγουνται οι γονιοί σου ;
» Πώς μ' αρχοντιά μού παίνεσες το δύστυχο παιδί μου !»
Τότε ο θνηταγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία
« Εμένα, γέρο, η γλώσσα σου, μα λέει το γιο η καρδιά σου.        390
» Το γιο σου εγώ πολλές φορές στη δοξοδότρα μάχη
» τον είδα με τα μάτια αφτά, και τότες που ως στα πλοία
» πήρε μπροστά τους Αχαιούς με φονικό πελέκι·
» κι' εμείς θιαμάζαμε άνεργοι, τι αμπόδαε ο Αχιλέας
» να πιάσουμε κοντάρι εμείς, τότε όντας πεισμωμένος.        395
» Γιατί έχω αφτόν εγώ αρχηγό σαν πούμαι Μυρμιδόνας,
» κι' ένα στην Τριά μάς έφερε καλόστρωτο καράβι.
» Γονιό 'χω τον Πολύχτορα, γέρο εστιδά όπως είσαι,
» άρχοντα πλούσιο εφτά με γιους κι' εγώ το στερνοπαίδι·
» μα εμένα απ' τους εφτά ο λαχνός μούπεσε εδώ να σύρω.        400
» Κι' ήρθα οχ τα πλοία τώρα εδώ στον κάμπο· τι άμα φέξει,
» θα πιάσει πόλεμο ο στρατός στο κάστρο γύρω πάλι,
» τι παν να σκάσουν κάθοντας, και πού ναν τους βαστάξουν
» οι στρατηγοί που πόλεμο διψούν τα παλικάρια! »
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε        405
« Έτσι απ' το στράτεμα όπως λες του ξακουστού Αχιλέα
» αν είσαι, τότε — έτσι να ζεις — πες μου όλη την αλήθια·
» βρίσκεται ο γιος μου ακόμα εκεί στα πλοία, ή πια κομάτια
» ο Αχιλιάς τον έρηξε στους σκύλους ναν τον φάνε ; »
Τότε ο θνηταγωγιάτης γιος απάντησε του Δία        410
« Γέρο, όχι, δεν τον άγγιξε όρνιο ως στα τώρα ή σκύλος,
» μόν έτσι χάμου κοίτεται στρωμένος μες στις σκόνες,
» στο πλοίο ομπρός. Νά, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα
» πούναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν του πιάνει
» σκουλήκια ακόμα η σάρκα του που τρων τους σκοτωμένους.        415
» Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στου λατρεμένου βλάμη
» γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η αβγούλα,
» μα άλλο κακό όχι. Αν πας κι' εσύ, θα δεις πώς στέκει χάμου
» ολόδροσος, με του κορμιού κάθε αίμα ξεπλυμένο.        419
» Τόσο φροντίζουνε οι θεοί τον ξακουσμένο γιο σου.»        422
Είπε, κι' ο γέρος χάρηκε και τ' απαντάει διο λόγια        424
« Δε μετανιώνει ο άθρωπος ποτές του αν τιμημένα        425
» προσφέρνει δώρα στους θεούς, τί δα — η καλή του η ώρα! —
» κι' ο γιος μου μες στον πύργο μας ποτές δε λησμονούσε
» τους τρισμακάριστους θεούς π' απ' τα ουράνια βλέπουν,
» και δες, του το μνημόνεψαν και σαν τον βρήκε ο χάρος.
» Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι
» και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με        430
» ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' Αχιλέα.»
Τότε ο θνηταγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία
« Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου
» που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.
» Ναι, ναν τον κλέψω τόχω εγώ ντροπής μου, κι' η καρδιά μου        435
» δειλιάζει, μην τυχόν μου βγει λαχτάρα στο κεφάλι.
» Μα πες το, κι' οδηγός σου εγώ παγαίνω, αν θες, ως στ' Άργος
» πιστά και τίμια, θες πεζός θες με γοργό καράβι·
» μήδε έχε φόβο απ' τ' οδηγού αψηφισιά να πάθεις.»
Είπε, κι' απάνου εφτύς πηδάει στ' αλογωμένο αμάξι        440
κι' αρπά ο καλόθελος θεός το καμοτσί στα χέρια,
αρπάει τα γκέμια, και φυσάει γερή καρτεροσύνη
μες στα μουλάρια κι' άλογα. Μα τέλος πια στους πύργους
σαν έφτασαν των καραβιών και στο βαθύ χαντάκι,
εκεί οι φρουροί τότ' άρχιζαν το δείπνο να τοιμάζουν·
ύπνο όμως ο θνηταγωγός Ερμής τους περεχύνει        445
όλους, και το πορτί μεμιάς ανοίγει, και τους σύρτες
τους σπρώχνει πέρα, κι' έπειτα μπάζει το γέρο μέσα
και μπάζει τα καμαρωτά κανίσκια με το κάρο.
Μα στ' Αχιλέα ως πέρα πια σαν ήρθαν την καλύβα
ολόρθια, πούχαν τ' αρχηγού φτιασμένα οι Μυρμιδόνες
μ' ελάτου ξύλα πούσκισαν, κι' οχ τα λιβάδια χόρτο        450
κόβοντας σκέπασαν σκεπή πυκνόφυλλη από πάνου,
και τούφτιασαν μεγάλη αβλή τριγύρω με παλούκια
πυκνά, και κλιούσε μάνταλος την πόρτα του ελατένιος
ένας και μοναχός, που τρεις νομάτοι τον σφαλνούσαν —
και τρεις το κλείστρο το τρανό ξανάνοιγαν της πόρτας —        455
οι άλλοι, μα κι' αβοήθητος τον σφάλναε ο Αχιλέας·
τότε ο καλόθελος θεός τον άνοιξε του γέρου,
κι' έμπασε μέσα τ' αρχηγού τα ζηλεμένα δώρα.
Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε
« Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα,        460
» εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας.
» Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω
» στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια
» θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.
» Μόν έμπα εσύ τα γόνατα και πιάσε τ' Αχιλέα,        465
» και στον πατέρα ξόρκιστ' τον στη λυγερή του μάννα
» και στο παιδί του, και θαρρώ τα σπλάχνα θαν τ' αγγίξεις.»
Είπε, και στου Ελύμπου αφτός τα μακροβούνια φέβγει.
Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι,
άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας        470
τα ζα —μουλάρια κι' αλόγα— κι' ολόϊσα ατός του κάνει
για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.
Αφτόν τον βρήκε μέσα εκεί, μα λείπανε οι συντρόφοι,
και μόνοι αφτοί είχανε δουλιά κοντά του, ο Αφτομέδος
κι' ο κλώνος τ' Άρη ο Άλκιμος· τι είχε τελιώσει μόλις        475
το δείπνο, μάλιστα έστεκε και το τραπέζι ακόμα.
Και μπαίνει πριν αφτοί τον δουν... ζυγώνει... τ' αγκαλιάζει
τα διο του ο γέρος γόνατα και του φιλάει τα χέρια,
φριχτά αντροφάγα, που πολλούς τούχανε γιους σπαράξει,        479
κι' εκεί γονατιστός τού λέει με περικάλια, μ' όρκους        485
« Γέρο όπως είμαι εγώ γονιό, θεόμορφε Αχιλέα,
» έχεις —θυμήσου— στη μπαστιά των έρμων γερατιώνε.
» Ίσως κι' εκείνον γύρω του πέρα στη Φτιά οι γειτόνοι
» τον τυραγνούν, δίχως βοηθό κοντά του ναν τον σώσει
» οχ τα δεινά και βάσανα. Μα αφτός πως ζεις μαθαίνει,        490
» κι' όλο η ψυχή του χαίρεται και κρυφολπίζει πάντα
» να δει το λατρεφτό του γιο όταν γυρνά απ' την Τροία·
» όμως εγώ ο βαριόμοιρος που γιους τούς πιο λεβέντες
» σ' όλη την Τροία εγώ 'κανα, κανείς πια δε μου μένει.
» Είχα πενήντα γιους εγώ σα φτάσανε οι Αργίτες,        495
» που δεκαννιά τους από μιά γεννήθηκαν μητέρα,
» και τους λοιπούς μού γέννησαν μέσα στον πύργο οι σκλάβες.
» Μα ο άγριος Άρης θέρισε τους πιο πολλούς· κι' απ' όλους
» τον πιο καλό μου, που λαό διαφέντεβε και κάστρο,
» τον Έχτορα, στερνά κι' αφτόν, ενώ για την πατρίδα        500
» πολέμαε, εσύ τον σκότωσες. Τώρα για αφτόν στα πλοία
» ήρθα ως εδώ, και ξαγορά πολύτιμη σού φέρνω
» να ξαγοράσω το νεκρό. Μα τους θεούς σεβάσου ...
» πόνα κι' εμένα... όπως πονάς το γέρο σου πατέρα.
» Εγώ 'μαι πιο του λυπημού... όσα κανείς δεν είδε        505
» πάθια τραβώ π' απ' το φονιά ζητάω του γιου μας χάρες.»
Είπε, και πόθο τ' άναψε το γέρο του να κλάψει,
κι' έσπρωξε αγάλια πιάνοντας τον Πρίαμο απ' το χέρι.
Και σα θυμήθηκαν κι' οι διο, ο ένας τους το γιο του
θρηνούσε, στ' Αχιλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι,        510
πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε το γέρο του, ή και πάλι
το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.
Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας,        513
τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι        515
το γέρο —τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένια—
και με φωνή ήμερη τού λέει διο φτερωμένα λόγια
« Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια !
» Πώς, πες μου, βάσταξες εδώ ναρθείς στα πλοία μόνος
» μπροστά σ' εκείνον που σωρό πολύτιμα παιδιά σου        520
» σούχει σφαγμένα ; Σίδερο πρέπει η καρδιά σου νάναι.
» Τώρα έλα κάτσε στο θρονί. Και πικραμένοι ή όχι,
» άσ' τες τις πίκρες τώρα εκεί κι' ας καιν μες στην καρδιά μας,
» γιατί όφελος μην καρτεράς από παγώστρα κλάψα.
» Τι έχουν των δύστυχων θνητών αφτά οι θεοί κλωσμένα,        525
» να ζουν με λύπες... μα καημός το τί είναι, αφτοί δεν ξέρουν.
» Τί στέκουν χάμου στου Διός τον πύργο διο πιθάρια,
» με δώρα τέτια που σκορπάει, κακά —ή καλά μες στ' άλλο—
» κι' ο Δίας σ' όπιους κι' απ' τα διο ανάκατα χαρίσει.
» πότες θα σμίξουν με χαρές και πότες με λαχτάρες·        530
» μα άσκημα αν δώκει, πρόσωπο θεού ποτές δε βλέπεις,
» και μυίγα σε κεντάει κακή απ' άκρες γης ως άκρες
» κι' ατίμητος από θεούς λυσσογυρνάς κι' αθρώπους.
» Έτσι και του Πηλιά οι θεοί καμαρωμένα δώρα
» από μικρό του χάρισαν, και τους θνητούς νικούσε        535
» όλους σε πλούτος κι' αγαθά, των Μυρμιδόνων άρχος,
» και τέρι τούδωκαν θεά, θνητός κιάς είταν έτσι.
» Μα τούβαλαν και συφορές με τ' αγαθά, γιατί άλλα
» στον πύργο βασιλόπουλα δεν τούστρεξαν να κάνει,
» μον έκανε ένα μονογιό πανώριο· που, το βλέπεις,        540
» δεν τον γεροκομάει, τί να στην άκρη εγώ του κόσμου
» σέρνουμαι τα παιδιά σου εδώ να τυραγνάω κι' εσένα.
» Κι' εσένα, γέρο, ακούγαμε πως μιά φορά εφτυχούσες·
» τι όσους της Λέσβος το νησί εντός του θρέφει αθρώπους,
» κι' ο άπειρος Ελλήσποντος ή κι' η Φρυγιά από πάνου,        545
» όλους σε πλούτος και σε γιους λεν, γέρο, τους νικούσες.
» Μα μιά οι θεοί και σούστειλαν τέτια βαριά φουρτούνα,
» δεν πάβουν γύρω οι σκοτωμοί στο κάστρο σου, δεν πάβουν.
» Μα θάρρος, έλα πια μην κλαις —τι βγάζεις π' αχ ο θρήνος
» πίσω δε φέρνει— είναι γραφτό να μη στερέβει η πίκρα.»        550
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε
« Όχι, αρχηγέ μου, μη μου λες να κάτσω εγώ, όσο ο γιος μου
» χάμου ρηγμένος κοίτεται. Μόν δώσ' μου τον... τα μάτια
» μου λαχταρούνε να τον δουν. Και πάρε —με χαρά σου—        555
» τα πλούσια δώρα πούφερα. Κι' έτσι η εφκή του Δία
» πίσω ας σε πάει στον τόπο σου για το καλό που κάνεις !»        557
Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας        559
« Μη, γέρο, μ' ερεθίζεις πια. Τόχω κι' εγώ στο νου μου,        560
» και θα σ' τον δώσω. Μούρθε εδώ απ' τους θεούς μηνήτρα
» η μάννα που με γέννησε, θαλάσσιου γέρου η κόρη.
» Κι' εσένα δε μου ξέφυγε —το νοιώθει, γέρο, ο νους μου—
» θεός πως σ' έφερε ως εδώ στ' Αργίτικα καράβια.
» Τι νάρθει ως το στρατό θνητός, και νιός αν πεις λεβέντης,        565
» δε θα κοτούσε· τους φρουρούς δε διάβαινε κρυφά τους,
» μήτε και σάλεβε έφκολα της πόρτας μου το σύρτη·
» Έτσι άσε, γέρο μην κεντάς τη θλιβερή καρδιά μου,
» μήπως —και πρόσπεφτο έτσι εδώ— κι' εσένα δε σ' αφήκω
» γερό, και τότες στου Διός το λόγο θ' αμαρτήσω.»        570
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και τ' αγρικάει το λόγο.
Κι' εκείνος σα λιοντάρι λες βγαίνει όξω απ' την καλύβα,
όχι μονάχος, πάγαιναν διο παραγιοί μαζί του,
ο Αφτομέδος κι' Άλκιμος, οι διο τους π' αγαπούσε
πιο απ' όλους, τώρα ο Πάτροκλος που τούχε πια πεθάνει.        575
Αφτοί ξεζέβουν τ' άλογα κι' ακούραστα μουλάρια
και μπάζουν τον τρανόφωνο κράχτη του γέρου μέσα,
του λεν να κάτσει, κι' έπειτα απ' το πανώριο κάρο
παίρνουν την πλούσια ξαγορά του φημισμένου Εχτόρου.
Μα αφήκαν πανωφόρια διο κι' ένα σκουτί στο κάρο,        580
για να τυλίξει το νεκρό και πίσω ναν τον δώκει
ναν τόνε παν στον τόπο του. Και κράζει σκλάβες όξω,
τους λέει να πλύνουν το νεκρό, ναν τον αλείψουν λάδι,
παρέκει κάπου, μην τυχόν και δει το γιο του ο γέρος.        583
Κι' οι σκλάβες σαν τον έπλυναν κι' αλείψανε με λάδι,        587
τον τύλιξαν μες στο σκουτί και στ' ώριο πανωφόρι·
και τότε αφτός τον σήκωσε κι' απίθωσε στο στρώμα,
κι' οι παραγιοί τον έβαλαν κι' οι διο μαζί στο κάρο.        590
Τότε έσπασε στα κλάματα και του Πατρόκλου κράζει.
« Μη μου χολιάσεις, Πάτροκλε, σα μάθεις μες στον Άδη
» πως τώρα στον πατέρα του πάει ο φονιάς σου πίσω,
» τι έλαβα δίκια ξαγορά. Μα πάλι εγώ κι' εσένα
» καλό, όπως πρέπει, μερτικό απ' όλα θα σου δώσω.»        595
Είπε, και πίσω γύρισε μες στ' αψηλό καλύβι,
και κάθησε στο σκαλιστό θρονί του πούχε αφίσει,
έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πριάμου τούπε
« Λέφτερο τώρα, γέρο μου, το λείψανο, όπως είπες,
» ήσυχο εκεί στο στρώμα του. Κι' άμα χαράξει η μέρα,        600
» παρ' το και σύρε στην εφκή. Μόν έλα τώρα ας φάμε.
» Τι να γεφτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη,
» που δώδεκα έχασε παιδιά —κι' όχι ένα— στο πυργί της,
» νιους έξη μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξη.
» Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γιους με τ' αργυρό δοξάρι,        605
» τι θύμωσε της μάννας τους —κι' η Άρτεμη τις κόρες —
» τι ήθελε δα με τη Λητό να γίνεται ίσα κι' ίσα.
» Δώδεκα εγώ, είπε, γέννησα, μα διο η Λητό μονάχα·
» μα αφτοί, και διο όντας, σκότωσαν τα δώδεκά της όλα.
» Μέρες στο αίμα κοίτουνταν εννιά, και ναν τους θάψει        610
» δεν είχε μείνει πια κανείς, γιατί ο μεγάλος Δίας
» έκανε πέτρες το λαό· μα εκεί στις δέκα μέρες
» τους θάβουν τ' ουρανού οι θεοί. Κι' η Νιόβη τότες πήρε
» να φάει πια, σαν κουράστηκε χύνε όλο χύνε δάκρια.        613
» Έτσι έλα τώρα, γέρο μου, καιρός κι' εμείς να φάμε        618
» μια στάλα· κι' έπειτα τον κλαις το γιο σου, σα γυρίσεις
» στο κάστρο μέσα, και πολλοί μαζί σου θαν τον κλάψουν.»        620
Είπε, κι' απάνου ο γλήγορος σηκώνεται Αχιλέας
και σφάζει αρνί λεφκόμαλλο. Κι' οι μπιστικοί συντρόφοι
το γδέρνουν και το συγυρνούν καλά με κάθε τέχνη,
και λιανισμένο ταχτικά στις σούγλες το περνούνε,
το ψαίνουν όμορφα όμορφα κι' απ' τη φωτιά το βγάζουν.
Κατόπι παίρνει το ψωμί να δώσει ο Αφτομέδος        625
μες σε πανώρια κάνιστρα, και πάει και στο τραπέζι
τα βάζει απάνου· και το κριάς μοιράζει ο Αχιλέας.
Και τότες σ' έτοιμα άπλωσαν καλούδια, ομπρός στρωμένα.
Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι,
ο γέρος του Πηλιά το γιο καμάρωνε, πώς είταν
λαμπρός μεγάλος ! λες θεό πως έμιαζε ίσα πέρα.        630
Και πάλε αφτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας
την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.
Μα τέλος πια σα χόρτασαν με το να βλέπουνται έτσι,
πρώτος τότε ο θεόμορφος γιος είπε του Δαρδάνου
« Μη, θεοπαίδι, τώρα αργείς, μόν πες τους να μου στρώσουν,        635
» για να χαρούμε μιά σταλιά και το γλυκό τον ύπνο.
» Τι απ' όντας βρήκε θάνατο με το σπαθί σου ο γιος μου,
» στιγμή κάτου απ' τα βλέφαρα δε μούκλεισαν τα μάτια,
» μον κλαίω στενάζω, τις πολλές τις πίκρες μου αναδέβω,
» κι' όξω κυλιούμαι στα σβουνιά μες στης αβλής το γύρο.        640
» Τώρα να κι' έφαγα ψωμί και μούβρεξε τα χείλια
» λίγο κρασάκι· μα όμως πριν δεν είχα αγγίξει στάλα.»
Είπε, κι' αφτός τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες
στο λιακωτό να βάλουνε κλινάρι, και να στρώσουν
όμορφα κόκκινα χαλιά, ν' απλώσουν αντρομίδες,        645
κι' απάνου σκέπασμα σγουρές να βάλουνε φλοκάτες.
Κι' έβγαιναν απ' τη σάλα αφτές στα χέρια φως κρατώντας,
κι' αμέσως — κάνοντας γοργά — τους στρώνουν διο κλινάρια.
Τότες του λέει ο Αχιλιάς γλυκόλαλα του γέρου
« Να, γέρο μου, όξω πλάγιασε, μην τύχει και προβάλει        650
» κανείς εδώ άξαφνα αρχηγός, γιατί έρχουνται πολλοί τους
» κι' αντάμα εδώ σαν αδερφοί κάθε δουλιά μιλάμε.
» Όπιος τους μες στη φτερωτή μελανοφόρα νύχτα
» σε δει, θάν το προφτάσει εφτύς του βασιλιά Αγαμέμνου,
» και πια το να δοθεί ο νεκρός αναβολές θ' αρχίσουν.        655
» Μόν έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια·
» πόσον καιρό τον Έχτορα σκοπό 'χεις να θρηνήσεις,
» που ως τότε εγώ με το στρατό να μην ανοίξω μάχη.»
Τότε απαντά ο θεόμορφος γιος του Δαρδάνου κι' είπε
« Α θες το ξόδι του, όπως λες, του γιου μου ν' αποσώσω,        660
» γιε του Πηλιά, έτσι κάνε μου και θα σχωρνώ σε πάντα.
» Τι ξέρεις, μες στο κάστρο εμείς κλεισμένοι, και τα ξύλα
» στο λόγγο αλάργα κι' ο λαός βαριά 'ναι φοβισμένος.
» Μέρες εννιά το λείψανο θα κλαίμε μες στον πύργο,
» στις δέκα θαν το θάψουμε και θα δειπνήσει ο κόσμος,        665
» τη μέρα την εντέκατη θα στήσουμε το μνήμα·
» κατόπι πολεμούμε πια αφού το θέλει η τύχη.»
Τότε ο γοργός τού μίλησε γιος του Πηλιά και τούπε
« Ναι, γέρο μου, ας γενεί κι' αφτό καθώς ορίζεις, έτσι·
» τι μέρες δώδεκα, όπως λες, κοντάρι δεν αγγίζω.»        670
Είπε και τότες τούπιασε το χέρι το δεξύ του
εκεί στο χτένι, μην τυχόν και βάλει ο νους τους φόβους.
Κι' εκείνοι οι διο στο πρόσπιτο, ο βασιλιάς κι' ο κράχτης,
πλαγιάζουν, κι' είχε συλλογές ο νους τους και φροντίδες.
Μα ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας        675
το βάθος, κι' η ροδόθωρη κοντά του η Βρισοπούλα.
Κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί κι' οι άντρες, καρωμένοι
από βαθύ ύπνο μαλακό, κοιμούντανε όλη νύχτα·
μα του θνηταγωγιάτη Ερμή δεν του κατέβαιν' ύπνος,
τι όλο λογάριαζε το πώς να βγάλει οχ τα καράβια        680
το γέρο Πρίαμο, κλεφτά απ' των φρουρών το λόχο.
Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει
« Γέρο, το βλέπω, οι συφορές δε σε τρομάζουν, του έτσι
» κοιμάσαι ακόμα από πολλούς οχτρούς τριγυρισμένος,
» τι ο Αχιλέας σ' άφισε. Και τώρα ναι τον πήρες        685
» το γιο σου αδρά πλερώνοντας, μα εσένα ο Αγαμέμνος
» κι' οι Δαναοί αν σε νιώσουνε, σαν τρίδιπλα οι δικοί σου
» οι γιοι ίσως δώσουν, ζωντανό για να σε πάρουν πίσω.»
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' εφτύς ξυπνάει τον κράχτη.
Τ' άλογα τότες ο Έρμης τους ζέβει και μουλάρια,        690
και μόνος του ίσα τα χτυπάει κατά τον κάμπο πέρα
γοργά γοργά, χωρίς ψυχή να νιώσει πως περνούσαν.
Μα όταν στον πόρο φτάσανε τ' ασώπαστου Σκαμάντρου,
τ' ώριου ποτάμου πούκανε ο βροχοδότης Δίας,
τότε ο Έρμης τους άφισε στον Έλυμπο να σύρει,
και βγήκε η ρόδινη η αβγή τους κάμπους να φωτίσει.        695
Κι' εκείνοι οι διο με κλάματα και δάκρια προχωρούσαν
κατά την Τρία με το νεκρό μες στο πανώριο κάρο.
Και δεν τους είδε πριν κανείς, θες άντρας θες γυναίκα,
παρά η Κασσάντρα η όμορφη σα χρυσωπή Αφροδίτη
στην άκρη ανέβη και θωράει το γέρο της πατέρα        700
όρθιο με τον καλόφωνο μέσα στ' αμάξι κράχτη,
και το νεκρό 'δε πούφερναν τα διο μουλάρια πίσω
στο στρώμα απάνου πλαγιαστό. Και μπήγει εφτύς το κλάμα
και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου
« Άντρες γυναίκες, τρέξτε εφτύς τον Έχτορα να δείτε...
» Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη        705
» σ' άλλους καιρούς, τι του λαού χαρά 'ταν και καμάρι.»
Είπε, κι' αφτού δεν έμεινε ψυχή —γυναίκα ή άντρας —
στη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη,
μον παν τους σμίγουν στο πορτί με το νεκρό στο κάρο.
Πρώτες στο κάρο χύθηκαν μαδώντας τα μαλλιά τους        710
η μάννα κι' η γυναίκα του, και το νεκρό κεφάλι
κρατούσαν· κι' έκλαιγε ο λαός τριγύρω πυκνωμένος.
Εκεί όλη μέρα το νεκρό ως να βουτήξει ο ήλιος
με δάκρια θάκλαιγαν πικρά μπροστά στο καστροπόρτι,
μόνε απ' τ' αμάξι φώναξε σ' όλους τριγύρω ο γέρος        715
« Κάντε μου τόπο να διαβούν τ' αμάξια, και κατόπι
» χορταίνετε όλοι κλάψιμο όταν τον πάω στον πύργο.»
Είπε, κι' αφτοί παραμερούν κι' αφίνουν να περάσει.
Έτσι σαν πήγαν το νεκρό στον όμορφό του πύργο,
τον πήραν και τον έβαλαν στο τορνεφτό κλινάρι,
κι' άρχισε εκεί των γυναικών το μοιρολόϊ τριγύρω.        720
Κι' η Αντρομάχη η λυγερή το κλάμα αρχίζει πρώτη,        723
την κεφαλή του Έχτορα στα χέρια της κρατώντας
« Άντρα μου, νιός μου χάθηκες και χήρα νιά μ' αφίνεις        725
» στον πύργο εδώ, κι' ο γιόκας μας μικρούλης έτσι ακόμα
» που εσύ κι' εγώ τον κάναμε, μηδέ θα δει πια νιότη,
» τι πριν —ναι, κάτι μου το λέει— η χώρα αφτή ως στο κάστρο
» θα ρημαχτεί, τι εσύ ο φρουρός νά ! πήγες, που φρουρούσες
» και κάστρο και μικρά παιδιά κι' αρχοντικές γιναίκες,        730
» που τώρα με καράβια οχτρών ταχιά θα παν στα ξένα,
» και θενά πάω μαζί κι' εγώ... Τότες κι' εσύ, παιδί μου,
» μαζί μου ή θάρθεις στη σκλαβιά και θα σκλαβοδουλέβεις
» εκεί στα ξένα από σκληρό αφέντη αγγαρεμένος,
» ή —ώ φρίκη !— θα σε πιάσει οχτρός, θα ρήξει σε οχ τον πύργο        735
» με πάθος που ίσως τούσφαξε ο Έχτορας το γιο του
» τον πατέρα ή αδερφό· τι απ' το χαλκό του πλήθος
» Αργίτες δάγκασαν της γης τ' αμέτρητα λιθάρια,
» τι σα θεριό ο πατέρας σου είταν στη μάχη πάντα.        739
» Για αφτό όλος τον θρηνά ο λαός μες στ' αψηλό μας κάστρο...
» κι' έκανες θρήνους να ποθούν και κλάματα οι γονιοί σου,
» Έχτορα· εγώ όμως θάν τα πιω τα πιο πολλά φαρμάκια,
» τι ξεψυχώντας, άντρα μου, δε μ' άπλωσες τα χέρια,
» δε μούπες λόγο σου γλυκό, που πάντα ... νύχτα μέρα ...
» ναν τον θυμάμαι και βροχή τα δάκρια μου να τρέχουν. »        745
Έτσι θρηνούσε, κι' έπειτα βογγούσανε οι γυναίκες.
Τότε η Εκάβη δέφτερη τα μοιρολόγια στήνει
«Έχτορα, εσύ των σπλάχνων μου το λατρεφτό βλαστάρι,
» είχες και πρώτα των θεών σα ζούσες την αγάπη,
» μα και στου χάρου σου έπειτα σε φρόντισαν την ώρα.        750
» Τι τ' άλλα μου παιδιά ο γοργός σαν τάπιανε Αχιλέας,
» αντίκρυ —τον ψαρύ γιαλό περνώντας— τα πουλούσε,
» στη Νίμπρο ή Λήμνο ή στο νησί της πεφκωμένης Σάμος·
» μα εσένα σα σε σκότωσε με τ' άπονο κοντάρι,
» όλο τριγύρω σ' έσερνε στου βλάμη του τον τάφο        755
» που τούσφαξες... μα τάχα τί, μην τον ανάστησε έτσι;....
» μα κοίτεσαι όμως δροσερός κι' απείραχτος στον πύργο,
» σαν κάπιος που ο δοξαριστής λες ήρθε γιος του Δία
» και σπίτι του τον θέρισε με τις πυκνές σαΐτες.»
Έτσι θρηνούσε, κι' άναψε αχόρταστο 'να κλάμα.        760
Τρίτη η πεντάμορφη αρχινάει Λενιό τα μοιρολόγια
« Έχτορα, ο πιο λαχταριστός κουνιάδος της καρδιάς μου,
» άντρας μου ναι ο θεόμορφος ο Πάρης που στην Τροία
» μ' έφερε εδώ ... που έτσι ο γιαλός να μ' είχε πνίξει πρώτα !
» Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του        765
» πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα,
» μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου·
» μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος
» θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μου —
» μα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα —        770
» εσύ με μιά σου συμβουλή τη γνώμη τούς γυρνούσες.
» Για αφτό κι' εσένα κλαίω γω με σπλάχνα πληγωμένα,        773
» θρηνάω μαζί κι' εμένανε· τι φίλο πια δεν έχω,
» λόγο καλό δε θ' αγρικώ, τί μ' αποστρέφουνται όλοι.»        775
Έτσι είπε, κι' έκλαιγε έπειτα το πυκνωμένο πλήθος.
Και τότε ο γέρο-Πρίαμος στους Τρώες λέει διο λόγια
« Τώρα, παιδιά μου, σύρτε πια για ξύλα, δίχως φόβο
» από καρτέρι των οχτρών. Τι πριν ο Αχιλέας
» δε θα μας βλάψει —μούταξε σα μ' έστελνε απ' τα πλοία—        780
» πριν η δωδέκατη η αβγή γλυκοχαράξει πρώτα.»
Είπε, κι' αφτοί στα κάρα τους τα βόδια και μουλάρια
ζέβουν, και χέρι χέρι ομπρός μαζέβουνται στη χώρα.
Μέρες εννιά σωρούς σωρούς τα ξύλα κουβαλούσαν·
μα πια σα βγήκε η δέκατη θνητοφωτίστρα αβγούλα,        735
βγάζουν τον άτρομο Έχτορα με θρήνους, και στων ξύλων
παν και τον θέτουν την κορφή, κι' απέ φωτιά τους βάζουν.
Και νά ! προβάλλει η χαραβγή απ' τα σκοτάδια πάλε,
και τότες γύρω στη φωτιά συνάζουνται όλοι οι Τρώες.
Κι' όλος σαν έφτασε ο λαός και στάθηκαν τριγύρω,        790
πρώτα με κόκκινο κρασί σβύνουν τα ξύλα, ως πέρα
που πήγε η φλόγα, κ' ύστερα τ' αδέρφια κι' οι συντρόφοι
μαζέβουν τ' άσπρα κόκκαλα μοιρολογώντας όλοι,
κι' έτρεχαν δάκρια πύρινα στα μαγουλά τους κάτου.
Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν        795
που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα·
τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου
χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.
Κι' αμέσως μνήμα τούσκαψαν, κι' είχαν στημένους γύρω
παντού σκοπούς μην τύχει πριν κι' οι Δαναοί πλακώσουν.
Κι' αφού το μνήμα τέλειωσαν, παν πίσω· και κατόπι        800
μαζέβουνται όλοι ταχτικά και κάθουνται να φάνε
στον πύργο του διόσπαρτου του βασιλιά Πριάμου.
Έτσι τότε έγινε ο θαμός τ' αλογομάχου Εχτόρου.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου