Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Raymond Carver: Το σπίτι του Σεφ



Ο Γουές είχε παρατήσει τη φιλενάδα του, ή τον είχε παρατήσει εκείνη – δεν ήξερα και δεν μ’ ένοιαζε. Απ’ τη στιγμή που πήρα απόφαση να πάω με τον Γουές, έπρεπε να αποχαιρετήσω τον φίλο μου. Ο φίλος μου είπε, κάνεις λάθος. Είπε, μην μου το κάνεις αυτό.
Τι θα γίνει μ’ εμάς; είπε. Είπα, πρέπει να το κάνω για το καλό του Γουές. Προσπαθεί να ξεκόψει απ’ το ποτό. Θυμάσαι πώς είναι αυτό. Θυμάμαι, είπε ο φίλος μου, αλλά δεν θέλω να φύγεις. Είπα, μόνο για το καλοκαίρι. Μετά βλέπουμε. Θα ξαναγυρίσω, είπα. Είπε, κι εγώ τι θα γίνω; Το δικό μου καλό; Να μη γυρίσεις, είπε.
Εκείνο το καλοκαίρι το περάσαμε πίνοντας καφέδες, σόδες και κάθε είδους φρουτοχυμούς. Όλο το καλοκαίρι αυτά είχαμε να πίνουμε. Ευχόμουν να μην τέλειωνε ποτέ αυτό το καλοκαίρι. Μακάρι να ’ξερα, αλλά αφού πέρασε ένας μήνας με τον Γουές στο σπίτι του Σεφ, ξαναφόρεσα τη βέρα μου. Δυο χρόνια είχα να τη φορέσω. Από τότε που ένα βράδυ ο Γουές έγινε σκνίπα και πέταξε τη βέρα του πέρα σε κάτι ροδακινιές.
Ο Γουές είχε κάτι λεφτουδάκια, κι έτσι δεν χρειαζόταν να δουλεύω. Κι όπως αποδείχτηκε, ο Σεφ μάς είχε αφήσει το σπίτι σχεδόν τσάμπα. Τηλέφωνο δεν είχαμε. Πληρώναμε το γκάζι και το ρεύμα και ψωνίζαμε από τις ευκαιρίες στο Σέιφγουεϊ. Μια Κυριακή απόγευμα ο Γουές βγήκε να αγοράσει ένα ποτιστήρι κι επέστρεψε μ’ ένα δωράκι για μένα. Μου έφερε ένα ωραίο μπουκέτο μαργαρίτες κι ένα ψάθινο καπέλο. Τις Τρίτες τα βράδια πηγαίναμε σινεμά. Κάποια άλλα βράδια ο Γουές πήγαινε σ’ αυτό που αποκαλούσε Αντιαλκοολικές συναντήσεις. Περνούσε ο Σεφ και τον έπαιρνε με το αμάξι του κι ύστερα τον έφερνε ξανά σπίτι. Καμιά φορά πηγαίναμε με τον Γουές να ψαρέψουμε πέστροφες στις κοντινές λιμνοθάλασσες. Ψαρεύαμε απ’ την όχθη και τρώγαμε όλη τη μέρα για λίγα μικρά κομμάτια. Κι αυτά μια χαρά ήταν, εδώ που τα λέμε, και τα τηγάνιζα το ίδιο βράδυ να τα φάμε. Έβγαζα μερικές φορές το καπέλο μου και το έκοβα στον ύπνο σε μια κουβέρτα δίπλα στο καλάμι μου. Η τελευταία εικόνα που έβλεπα ήταν σύννεφα να περνάνε πάνω απ’ το κεφάλι μου προς την κεντρική κοιλάδα. Τη νύχτα ο Γουές με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με ρωτούσε αν ήμουν ακόμα το κορίτσι του.


RAYMOND CARVER: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου