Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Α



Μούσα, τραγουδά το θυμό του ξακουστού Αχιλέα,
τον έρμο ! π' όλους πότισε τους Αχαιούς φαρμάκια,
και πλήθος έστειλε ψυχές λεβέντικες στον Άδη
οπλαρχηγώνε, κι' έθρεψε με τα κορμιά τους σκύλους
κι' όλα τα όρνια (του Διός έτσι είχε η γνώμη ορίσει),        5
απ' την αρχή σαν πιάστηκε με το γοργό Αχιλλέα
τ' Ατρέα ο πρωταφέντης γιος και χώρισαν οι διό τους.
Πιός τάχα λες τους έσπρωξε θεός να λογοφέρουν;
Του Δία ο γιος και της Λητός, που με τον Αγαμέμνο
θύμωσε κι' έρηξε κακή μες στο στρατό πανούκλα,        10
και κόσμος πέθαινε, γιατί στο λειτουργό το Χρύσα
δε θέλησε τ' Ατρέα ο γιος λίγη σπλαχνιά να δείξει.

Γιατί ήρθε αφτός στα γλήγορα των Αχαιών καράβια
να λευτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια
είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διό χέρια
πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια,
κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε,        15
μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διό τους γιους τ' Ατρέα
« Τ' Ατρέα οι γιοί κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες,
» σ' εσάς να δώσουνε οι θεοί να μπείτε στου Πριάμου
» το κάστρο, και στα σπίτια σας με το καλό να σύρτε·
» όμως κι' εμένα δώστε μου την κόρη μου, και πάρτε        20
» την ξαγορά της, έτσι ο γιος να σας βοηθάει του Δία ! »
Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι
« πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε ! »
μα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμέμνου,
παρά τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο        25
« Τήρα εγώ, γέρο, μη σε βρω τριγύρω στα καράβια
» για τώρα ν' αργοστέκεσαι για πίσω να κοπιάσεις,
» μη δε σε σώσει ούτε ραβδί ούτε θεού στεφάνι.
» Την κόρη δεν τη δίνω εγώ !... παρ' όταν πια γεράσει
» απ' την πατρίδα της μακριά, στο σπιτικό μου, στ' Άργος,        30
» τη μέρα με τον αργαλιό, τη νύχτα στο πλεβρό μου...
» Μα σύρε ! μη μ' ανάφτεις πια αν θες γερός να φύγεις ! »
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε κι' αγρίκησε το λόγο.
Και πήρε με βαριά ψυχή την αμμουδιά άκρη άκρη
του πολυτάραχου γιαλού, κι' έτσι όλο με κατάρες        35
της πυκνοπλέξουδης Λητός το γιο περικαλούσε
« Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις
» την Κίλλα με το τόσο βιός και το νησί της Χρύσας,
» και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.
» Σμιθέα ! αν στόλισα κι' εγώ την όμορφη εκκλησά σου,
» αν σούκαψα καμιά βολά μεριά γιομάτα πάχος        40
» αρνιών και τάβρων, ξάκουσ' τον τώρα μου αφτό τον πόθο·
» με σαϊτιές σου οι Δαναοί τα δάκρια ας μου πλερώσουν ! »
Είπε, και την κατάρα εφτύς συνάκουσε ο Απόλλος.
Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες,
με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη.        45
Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαίτες
στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα,
Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει,
κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.
Μουλάρια πρώτα θέριζε κι' ασπροτριχάτους σκύλους,        50
μα και τους άντρες έπειτα με τις πικρές σαΐτες
βαρούσε· κι' όλο καίγανε πολλές φωτιές νεκρώνε.
Μέρες εννιά πυκνόπεφταν μες στο στρατό οι σαΐτες,
μα αφτού στις δέκα συντυχιά κηρύχνει ο Αχιλέας,
γιατί τον φώτισε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα,        55
τι θλίβουνταν τους Αχαιούς σα θώραε που πεθαίνουν.
Κι' οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι,
σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι' έτσι είπε
« Τ' Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι
» θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε,        60
» πρώτα απ' το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι
» να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα.
» Μον έλα κάνας λειτουργός ας ρωτηθεί ή προφήτης,
» ή κι' ονειράτων ξηγητής —κι' αφτά τα στέλνει ο Δίας—
» που να ξηγήσει τι μαθές μας χόλιασε έτσι ο Φοίβος,
» μην τούλειψε εκατοβοδιά, μην τάμα ξεχασμένο,        65
» αν θέλει μαλλιαρά απ' αρνιά και τάβρους ίσως τσίκνα
» να λάβει, κι' απ' το φοβερό χαμό να μας γλυτώσει. »
Έτσι είπε αφτός και κάθησε. Κι' απάνου τότε ο Κάρχας
σηκώθη, ο πιο βαθύτερος απ' τους προφήτες όλους
που κάτεχε όλα — τωρινά, στερνά, και περασμένα—        70
και με τη μαντοσύνη του, που ο γιος του Δία ο Φοίβος
τον προίκισε, έδειξε της Τριάς το δρόμο στα καράβια.
Αφτός με το σοφό του νου τους μίλησε έτσι κι' είπε
« Γιε του Πηλέα, ας θες εγώ, του Δία αγαπημένε,
» να πω τ' Απόλλου το θυμό, του προφυλάχτη αφέντη,        75
» καλά, στον λέω· όμως και συ ορκίσου μου και τάξε
» να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγο και κοντάρι.
» Κάποιος θαρρώ θα πειραχτεί που τους Αργίτες όλους
» τους ξεπερνάει σε δύναμη κι' ο λόγος του αγρικιέται.
» Γιατί νικάει ο άρχοντας μ' αδύναμο αν μαλώσει,        80
» και το θυμό του αν καταπιεί εκείνη εκεί την ώρα,
» όμως φυλάει μες στην καρδιά το πάθος του, ως να πάρει
» στερνά μιά μέρα γδικιωμό. Μόν τήρα αν θα με σώσεις. »
Και τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας
« Άφοβα πες και θαρρετά τί προφητιά κατέχεις.        85
» Τι νά ! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα,
» περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα,
» άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι' έχω ανοιχτά τα μάτια,
» στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα
» εδώ στον κάμπο, ουδέ κι' αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο        90
» που απ' όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι. »
Τότες πια θάρρεψε ο βαθύς προφήτης και τους είπε
« Δεν τούλειψε εκατοβοδιά, τάμα όχι ξεχασμένο,
» μόνη αφορμή 'ναι ο λειτουργός π' αδίκησε ο αφέντης,
» τι απόρριψε την ξαγορά και του βαστάει την κόρη.        95
» Για τούτο ο Φοίβος συφορές μας έστειλε, κι' ακόμα
» θα στείλει· και τη φονικιά πανούκλα δε θα πάψει
» πριν πάλε του πατέρα της τη μαβρομάτα κόρη
» απλέρωτη αξαγόραστη την ξαναδώκει πίσω,
» πριν στείλουμε εκατοβοδιά και του θεού στη Χρύσα.        100
» Τότ' ίσως μαλακώσει πια και ξανασάνουμ' όλοι. »
Είπε κι' αφτός και κάθησε. Και τότε ο Αγαμέμνος
τ' Ατρέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός αφέντης,
αφρίζοντας, κι' απ' το θυμό τα μάβρα σωθικά του
φουσκώναν, κι' έχυνε φωτιές το μάτι του και σπίθες.
Του Κάρχα πρώτα τούρηξε μιά άγρια ματιά και τούπε        105
« Κακομηνήτη, πρόσχαρο ποτές δε μούπες λόγο !
» Πάντα αγαπάει δυσάρεστα να προφητέβει ο νους σου,
» κι' ένα καλό μήτ' έκανες, μήτ' είπες στη ζωή σου.
» Τώρα στ' ασκέρι πάλι ομπρός λαλείς και προφητέβεις
» πως τάχα τόσες συφορές για αφτό τους στέλνει ο Φοίβος,        110
» τι εγώ στην πλούσια ξαγορά δεν έστερξα της κόρης,
» που κάλια αυτή τον πύργο μου να μου στολίζει θέλω.
» Ναι, κι' απ' τ' απάρθενό μου εγώ τήνε προκρίνω τέρι,
» την Κλυταιμήστρα, τι μαθές χειρότερη δεν είναι
» στα κάλλη, μήτε στο κορμί, στη γνώση, και στα χέρια.        115
» Μα κι' έτσι πίσω πρόθυμα τη δίνω αν είναι ανάγκη·
» δε θέλω εγώ να χάνεται, μόν να σωθεί ο στρατός μας.
» Κάνα άλλο εμένα όμως πρεσβιό κοιτάξτε να μου βρείτε,
» αμέσως τώρα ! Τεριαστό δεν είναι εγώ μονάχα
» έτσι να μένω. Και θαρρώ αφτό το βλέπετ' όλοι,
» πως η δική μου τώρα η νια μισέβει σ' άλλα χέρια. »        120
Μα τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας
« Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, αχόρταγ' αρχηγέ μας,
» πώς άλλο να σου δώσουν θες πρεσβιό τα παληκάρια;
» Δεν ξέρω πουθενά πολύ αμοίραγό μας πράμα.
» Δοθήκανε όσα πήραμε πατώντας τόσες χώρες,        125
» κι' είναι ντροπής απ' το λαό ξανά να μαζωχτούνε.
» Μόν άσ' την τώρα εσύ τη νιά στο Φοίβο, και κατόπι
» διπλά θα σ'τα πλερώσουμε και τρίδιπλα αν ο Δίας
» φέρει έτσι και κουρσέψουμε κάνα άλλο πλούσιο κάστρο. »
Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος        130
« Μη δα εσύ πούσαι γνωστικός, θεόμορφε Αχιλέα,
» καμώνεσαι έτσι, κι' έφκολα δε με γελάς, δεν πείθεις.
» Ή τη δική σου τάχα νια για νάχεις στην καλύβα,
» με θες να κάθουμαι έτσι εγώ μ' εδώ αδιανά τα χέρια
» κι' αφτή μού λες στον τόπο της ναν τήνε στείλω πίσω;
» Καλά, αν μου δώσουν τα παιδιά καμιά άλλη ομορφοπούλα,        135
» τέτια όπως μου ποθεί η καρδιά, ισάξια αφτής που χάνω·
» αλλιώς, μονάχος τότε εγώ πηγαίνω και του Αία
» ή τη δική σου παίρνω νιά, ή του Δυσσέα ακόμα
» θα πάω να πάρω... κι' έπειτα ας χολοσκάει που πάθει !
» Όμως αφτά κι' άλλη φορά τα ξαναμελετάμε·        140
» τώρα ένα ελάτε ας ρήξουμε στη θάλασσα καράβι,
» κράξτε και νάφτες διαλεχτούς, βάλτε τα βόδια μέσα,
» βάλτε και την κρινόθωρη του Χρύσα θυγατέρα,
» και καπετάνιος ένας μας ας σύρει απ' τους αρχόντους,
» ο Αίας είτε ο Δομενιάς είτε ο σοφός Δυσσέας,        145
» ή εσύ, τ' αψύτερο κορμί απ' όλους, Αχιλέα,
» για να μερώσεις το θεό με των σφαχτών την τσίκνα. »
Τότες τον χαμοκοίταξε και τούπε ο Αχιλέας
« Ώχου μου αδιαντροπρόσωπε, κορμί με δίχως πίστη,
» πώς λες θ' ακούσει πρόθυμα το λόγο σου κανείς μας        150
» κι' ή σ' ανοιχτό πια πόλεμο θα τρέξει ή σε καρτέρι;
» Τι εγώ δεν ήρθα απ' αφορμή των ασπιστάδων Τρώων
» να πολεμήσω εδώ, γιατί δε μούφταιξαν εμένα·
» μήτ' άλογα μου μ' άρπαξαν ποτές τους μήτε βόδια,
» μήτ' έκαψαν μου τα σπαρτά και τα βαθιά περβόλια        155
» κάτου στη Φτιά, γιατί πολλά στη μέση μας χωρίζουν,
» θες κορφοβούνια απλόσκιωτα θες θάλασσα αφρισμένη·
» μόν για δικό σου διάφορο, ξαδιάντροπε, εγώ βγήκα
» μαζί σου, για να βρεις εσύ, κακόσουρτε, απ' τους Τρώες
» κι' ο αδερφός σου ξεζημιά. Αφτά δεν τα θυμάσαι,        160
» μόν τ' αψηφάς! Και τώρα δα με φοβερίζεις κιόλας
» να πάρεις με το χέρι σου την κόρη, που για κείνη
» αίμα έφτυσα και που ο στρατός μούχει χαρίσει εμένα.
» Ίσο μ' εσένα μερτικό ποτές μου δεν κερδίζω
» κάθε που πάρουμε καμιά των Τρώων πλούσια χώρα·
» μόν όθενε αίμας και σπαθί, νά! ετούτα εδώ τα χέρια        165
» δουλέβουν πρώτα, μα αν γενεί και μοιρασά, εσύ παίρνεις
» τα πιο πολλά, με λίγο εγώ, χωρίς παράπονο όμως,
» πίσω γυρνάω, κι' ας έλιωσα τους Τρώες πολεμώντας.
» Και τώρα φέβγω! τι πολύ πιο βολετό να σύρω
» καλιά μου με τους λόχους μου, τι αψήφιστος το βλέπω        170
» εδώ πως δε θα μάσω βιός και θησαβρό μεγάλο. »
Τότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος
« Ώρα καλή σου αν σ' έπιασε πόθος να πας ! Για μένα
» δε σου προσπέφτω, μη θαρρείς, να μείνεις· έχω κι' άλλους
» εδώ βοηθούς μου, μάλιστα το βαθυγνώστη Δία.        175
» Απ' όλους πιο σε μάχουμαι τους αρχηγούς εσένα,
» τι πάντα θες λογοτριβές, θες φόνους και πολέμους.
» Τάχα μου αν είσαι δυνατός, αν παλικαροσύνη
» κάνας θεός σε προίκισε, στη Φτιά, αν ορίζεις, σύρε
» μ' όλο σου το στρατό μαζί, και πρόσταξε όσο θέλεις
» τους Μυρμιδόνες· ειδέ εγώ δε νιάζουμαι αν θυμώνεις,        180
» δεν τρέμω αν φέβγεις. Κι' άκουσε το λόγο που σου κραίνω·
» μιάς πίσω και μου τη ζητάει τη Χρυσοπούλα ο Φοίβος,
» μ' αθρώπους και καράβι μου εγώ θαν του τη στείλω,
» μα στο καλύβι σου θαρθώ κι' ατός μου θα σου πάρω
» τη νιά σου, τη ροδόσταχτη Βρισούλα, για να μάθεις        185
» σαν πόσο εγώ σε ξεπερνώ, να τρέμει ακόμα κι' άλλος
» όμιος μου εμένα έτσι ανοιχτά να μου προβάλνει κι' ίσος.»
Είπε, κι' εκείνος άναψε ν' ακούσει τέτιο λόγο,
και του διπλόφερε η καρδιά στα λογγωμένα στήθια,
ή να τραβήξει απ' το μερί το κοφτερό λεπίδι,        190
να αναστατώσει τη βουλή, το βασιλιά να σφάξει,
ή να σωπάσει την καρδιά και το θυμό να πνίξει.
Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια
κι' όξω απ' τη θήκη γύμνωνε τη σπάθα, νά τη ! φτάνει
η Αθηνά οχ τον ουρανό, τι στάλθηκε απ' την Ήρα,        195
που συλλογή ίση και των διό τους είχε κι' ίση αγάπη.
Και στέκει πίσω του, του αρπάει τα καστανά μαλλιά του,
σ' αφτόν μονάχα φανερή, ανέφαντη στους άλλους.
Σάστισε εκείνος και γυρνάει, και ξάφνου αναγνωρίζει
την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια.        200
Και κράζοντάς την της λαλεί διό φτερωμένα λόγια
« Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι ;
» μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου ;
» Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει·
» σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε. »        205
Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα
« Ήρθα οχ τον ουρανόνε εγώ να πάψω το θυμό σου,
» αν θες ν' ακούσεις, κι' η θεά μ' έχει σταλμένα η Ήρα,
» που συλλογή ίση και των διό σας έχει κι' ίση αγάπη.
» Μον έλα πάψε ! κι' άσ' τη εκεί τη σπάθα στο φηκάρι.        210
» Μα αν θες με λόγια, στόλισ' τον όσο ζητά η καρδιά σου,
» γιατί το λόγο που θα πω θαν τόνε δεις να γίνει·
» για αφτή την προσβολή διπλά και τρίδιπλα μιά μέρα
» δώρα θα λάβεις· μοναχά βαστάξου κι' άκουσέ μας.»
Και τότε ο φτερουγόποδος της απαντά Αχιλέας        215
« Ας γίνει ο λόγος σας, θεά ! κι' ας είμαι έτσι πνιγμένος
» απ' το θυμό κατάκαρδα, τι πιο καλά να γίνει·
» αν τους θεούς ακούς, κι' αφτοί σού συχνακούν τον πόθο.»
Έτσι είπε, και σταμάτησε τη σταλωμένη χούφτα
πας στ' αργυρό σπαθόχερο και μέσα στο φηκάρι
έσπρωξε πάλι το σπαθί, με δίχως ν' απιθήσει        220
στον ορισμό της Αθηνάς. Και του Διός η κόρη
πίσω πετάει στον Έλυμπο, στου Δία τα παλάτια,
εκεί να σμίξει τους θεούς και τις θεές τις άλλες.
Κι' εκείνος τότες ξαναρχής γυρνάει στον Αγαμέμνο
με τις βλαστήμιες, κι' ο θυμός δεν τόνε παραιτούσε
« Ά κρασοζάλιστο κορμί που σκύλας έχει μάτια,        225
» μα τ' αλαφιού καρδιά! ποτές δε σου βαστάει εσένα
» να βγεις μαζί με το στρατό τους Τρώες να χτυπήσεις,
» ή μετά μάς τους αρχηγούς σαν πάμε σε καρτέρι·
» χάρος αφτό σου φαίνεται στο νου σου και λαχτάρα.
» Α ναί, πολύ καλύτερα ν' αρπάζεις τις γυναίκες
» μες στο πλατύ στρατόπεδο, κανείς σα σε πειράξει.        230
» Ναί! λαοφάγος βασιλιάς, γιατί δειλούς ορίζεις·
» αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θα σούταν κι' η στερνή σου.
» Μα άκου το λόγο που θα πω, τον όρκο που θ' αμώσω.
» Μά ετούτο τα ραβδί που πια ποτές κλωνιά και φύλλα
» δε βγάζει μιάς και κόπηκε απ' τον κορμό στο λόγγο,        235
» μήτ' άθια, γιατί τούφαγε τη φλούδα και τα φύλλα
» τριγύρω ο κοφτερός χαλκός, και τώρα το κρατάνε
» στα χέρια οι δημογέροντες και στ' όνομα του Δία
» δικάζουν το λαό, κι' αφτόν βαρύ τον έχουν όρκο,
» ναι θάρθει μέρα οι Δαναοί ν' αποθυμήσουν όλοι        240
» τον Αχιλέα· τότε εσύ και μ' όλο σου τον πόνο
» δε θα μπορείς, σ' το λέω, καμμιά βοήθια ναν τους δώκεις,
» σαν πέφτουνε απ' του Έχτορα το χέρι αλωνισμένοι,
» και μες στα στήθια σου η καρδιά θα λαχταράει, θα λιώνει
» που ντρόπιασες το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.»
Είπε, και χάμου το ραβδί αγριόθυμος τινάζει        245
με χρυσοκάρφια κεντητό, κι' έπειτα πάει καθίζει.
Κι' εκείθε ο άλλος φρένιαζε. Τότες πετιέται ολόρθος
ο χρυσολάλος Νέστορας με τη γλυκιά τη γλώσσα,
που κι' από μέλι τούχυνε φωνή πιο ζαχαρένια.
Είχε ιδομένες διό γενιές ως τότες να περάσουν        250
στην Πύλο, που γεννήθηκαν κι' αντρώθηκαν στα χρόνια
πριν τα δικά του, κι' όριζε τότες γενιά των τρίτων.
Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε
« Ώ τί κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα!
» Πώς θα πετάξει απ' τη χαρά ο Πρίαμος κι' οι γιοί του,        255
» πόσο και κάθε Τρώϊκη ψυχή θ' αναγαλλιάσει,
» να θε τα μάθουν όλα αφτά, πως τρώγεστε έτσι οι διό σας,
» εσείς που πρώτοι στο σπαθί και στη βουλή είστε πρώτοι!
» Μα να μ' ακούστε· και τους διό σάς ξεπερνάω στα χρόνια.
» Γιατί στη νιότη μου έσμιξα εγώ με θεριομάχους        260
» καλύτερούς σας, μα ποτές αφτοί δε μ' αψηφούσαν.
» Γιατί σαν τέτιους ήρωες δεν είδα ακόμα, μήτε
» θα δω σαν ένα βασιλιά Καινιά, σαν ένα Δρύα,
» σαν το δεινό Πολύφημο, τον Ξάδη, τον Περίθο,
» σαν το Θησιά λες πούμιαζε θεός απ' τα ουράνια.        265
» Είταν εκείναι οι πιο γεροί της γης παλικαράδες·
» γεροί είτανε και με γερούς χτυπιούνταν, με βουνήσα
» θεριά, κι' ο κόσμος σάστισε το πώς τα ξεκληρούσαν.
» Μ' αφτούς τότε έσμιξα κι' εγώ σαν έφτασα οχ την Πύλο,
» πέρα από τόπο μακρινό, τι μ' έκραξαν μονάχοι.        270
» Και πολεμούσα τότε εγώ στο μέρος τα δικό μου·
» όμως δε θρέφει τώρα η γης θνητό που θα μπορούσε
» να βγει μ' εκείνα τα θεριά. Τέτιοι ήρωες εμένα
» στις συβουλές μου πρόσεχαν, τα λόγια μου αγρικούσαν.
» Μα λέω ακούστε με κι' εσείς και δε θα μετανιώστε.
» Κι' εσύ μην παίρνεις, άκου με, κι' ας δύνεσαι, την κόρη,        275
» παρά άσ' την μιάς και δόθηκε στον Αχιλιά απ' τους άντρες·
» πάλε όμως με το βασιλιά κι' εσύ να λογοφέρνεις
» μη θέλεις του Πηλιά εσύ γιε, κι' αντίμαχος να στέκεις.
» Ίσοι δεν είμαστε όλοι μας του βασιλιά που ο Δίας
» τον δόξασε και κυβερνάει βαστώντας το ραβδί του.
» Αν είσαι παλικάρι εσύ, θέϊσσα αν έχεις μάννα,        280
» μα σούναι αφτός ανότερος, τι πιο πολλούς ορίζει.
» Μα έλα, Αγαμέμνο, πάψε εσύ ! Ναι, χάρη σ' το γυρέβω,
» μη το θυμό του, ας άναψε, συνεριστείς, που πάντα
» σαν κάστρο αυτός ασάλεφτο μας στέκει στους πολέμους.»
Τότες του λέει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος        285
« Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια.
» Μα αφτός εδώ να πάντα του πρωτιά γυρέβει απ' όλους.
» σ' όλους μας θέλει κεφαλή, σ' όλους να στέκει αφέντης,
» σ' όλους να δίνει προσταγές, και πιός θα τα σηκώσει ;
» Κι' αν οι αθάνατοι θεοί τον κάνανε αντριωμένο,        290
» για αφτό και πρέπει προσβολές να ξεστομά απ' τη γλώσσα ;»
Μα τότες τον αντίσκοψε και τούπε ο Αχιλέας
« Άναντρο αλήθια θάμουνα κορμί και τιποτένιο,
» αν πάντα ναι σου φώναζα, μόλις το στόμα ανοίξεις·
» σ' άλλους παράγγελνέ τα αφτά, δεν είναι αφτά για μένα!        295
» Μα ετούτο ακόμα θα σου πω κι' εσύ στο νου σου βάλ' το.        297
» Τ' άρματα δε θα πάρω εγώ να χτυπηθώ μαζί σου,
» μ' εσένα εδώ είτε κι' άλλο σας. κανένα, για την κόρη,
» τι εσείς τη δώκατε κι' εσείς την παίρνετε μου πίσω·
» μα απ' τ' άλλα πούχω στο γοργό και μάβρο μου καράβι        300
» δε θα μ' αγγίξεις τίποτα χωρίς τη θέλησή μου.
» Ειδέ έλα, αν θες, δοκίμασε, για ναν να το δουν κι' εδώ όλοι...
» το μάβρο σου αίμα γλήγορα θα βάψει το κοντάρι. »
Έτσι σα μάλωσαν οι διό με θυμωμένα λόγια,
σηκώθηκαν, κι' η συντυχιά χωρίζει στα καράβια.        305
Κι' ο Αχιλέας πάγαινε των καλυβιών το δρόμο
αντάμα με τον Πάτροκλο και τους δικούς του αθρώπους·
κι' ο Αγαμέμνος έρηξε στη θάλασσα 'να πλοίο,
και λαμνοκόπους διάλεξε ως είκοσι ανομάτους,
κι' έμπασε μέσα τα σφαχτά του Φοίβου, και κατόπι
έφερε μέσα κι' έκατσε την ώρια Χρυσοπούλα·        310
και μέσα πήγε κι' αρχηγός μπήκε ο σοφός Δυσσέας.
Μπήκαν λοιπόν κι' αρμένιζαν αφτοί στο κύμα απάνου.
Πρόσταξε τότε ο γιος τ' Ατριά να ξαγνιστούνε οι άντρες,
και γύρω αυτοί ξερύπιζαν και στο γιαλό πετούσαν
τους ρύπους, κι' έσφαζαν σωστά βοϊδότραγα του Φοίβου        315
κοντά στην πολυτάραχη ακρογιαλιά· κι' η τσίκνα·
στριφοκλωθούσε, στον καπνό τριγύρω, ως στα ουράνια.
Τέτιες αφτοί είχανε δουλιές μες στον πλατύ τον κάμπο.
Και την αμάχη ο βασιλιάς δεν ξέχανε απ' την ώρα
που στη βουλή φοβέρισε τον ξακουστό Αχιλέα,
μον τον Ταρθύβη φώναξε και το γοργό Βρυβάδη,        320
που κράχτες του και παραγιούς τους είχε μπιστεμένους
« Αμέτε στ' Αχιλέα οι διό, και μέσα οχ την καλύβα
» πάρτε απ' το χέρι τ' όμορφο και φέρτε μου κορίτσι.
» Μα αν δεν τη δώσει, ξεκινώ με πιο πολλούς, κι' ατός μου
« την παίρνω εγώ. Σαν πιο βαρύ αφτό θαρρώ θαν τούρθει...»        325
Έτσι είπε και τους έστειλε με θυμωμένα λόγια.
Κι' άθελα οι κράχτες τράβηξαν σιμά σιμά την άκρη
του στειροτρύγητου γιαλού, και στο καραβοστάσι
των Μυρμιδόνων φτάσανε κι' ως τις καλύβες πέρα.
Κι ήβραν αφτόν που κάθουνταν κοντά σ' ένα καλύβι
και πλοίο του, ουδέ χάρηκε μπροστά του σαν τους είδε.        330
Μα εκείνοι ομπρός στον αρχηγό με δείλια και με σέβας
σταθήκανε, ουδέ τούκραιναν κι' ουδέ τον χαιρετούσαν.
Μα αφτός στο νου του τόνιωσε γιατί ήρθαν και τους είπε
« Καλό στους κράχτες, των θεών κι' αντρών μαντατοφόρους !
» Σιμώστε... δε μου φταίτε εσείς, μου φταίει ο Αγαμέμνος        335
» που για την κρινομάγουλη σάς στέλνει βρυσοπούλα.
» Μον έλα, θεογέννητε Πάτροκλε, βγάλ' την κόρη
» και δώσ' τη τους να τήνε παν. Κι' ας είναι αφτοί μαρτύροι
» μπρος στους αθάνατους θεούς και στους θνητούς αθρώπους
» και στο σκληρό το βασιλιά, αν καμιά μέρα πάλι        340
» μ' έχουν ανάγκη απ' άσκημη λαχτάρα το στρατό τους
» να σώσω... Τι ζαβώθηκε και πήρε δρόμο εκείνος,
» μηδέ κατέχει μιά σταλιά να δει κι' ομπρός και πίσω,
» πώς θαν του πολεμά άβλαβος εκεί ο στρατός στα πλοία. »
Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου,        345
και βγάζει τη ροδόθωρη κοπέλα απ' το καλύβι
και τους τη δίνει ναν την παν. Κι' αυτοί γυρνούσαν πίσω
στον κάμπο, κι' άθελα μαζί κι' η κόρη περπατούσε.
Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι
παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια,        350
αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια
άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε
« Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο,
» ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας,
» να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει.
» Γιατί τ' Ατρέα τώρα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους,        355
» μεγάλο μούκανε άδικο· γιατί με βιά μού πήρε
» κι' έχει τη νιά μου που πρεσβιό μούχε ο στρατός χαρίσει. »
Είπε θρηνώντας, κι' άκουσε τα λόγια η κυρά μάννα,
πούταν στα βάθια του γιαλού στου γέρου της πατέρα,
και βγήκε σαν αντάρα εφτύς απ' το ψαρύ το κύμα
και στο πλεβρό του κάθησε. Κι' ενώ δακρολογούσε,        360
τον χάιδεψε έτσι τρυφερά και τούπε αγαπημένα
« Τί κλαις, παιδί μου; τί κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα;
» Πες το, να ξέρουμε κι' οι διό, και μυστικό μην τόχεις. »
Τότες με βαριοστεναγμούς της είπε ο Αχιλέας
« Ξέρεις —τι να σ' τα λέω αφτά;— και τάχα δεν τα ξέρεις ;        365
» Πέρα στη Θήβα πήγαμε, στ' Αητιού την πολιτεία,
» που την κουρσέψαμε, κι' εδώ το φέραμε το πράμα.
» Αφτό το μοίρασε ο στρατός με δίκιο ανάμεσό του,
» και χώρισαν του βασιλιά την ώρια Χρυσοπούλα.
» Ο Χρύσας τότε, ο λειτουργός του προφυλάχτη Απόλλου,        370
» ήρθε από πέρα ως στα γοργά των Αχαιών καράβια
» να λεφτερώσει θέλοντας την κόρη του, και πλούσια
» είχε μαζί του ξαγορά, και κράταε στα διά χέρια,
» πάς στο χρυσόφτιαστο ραβδί, τ' Απόλλου τα στεφάνια,
» κι' όλους τους άλλους Αχαιούς θερμοπερικαλούσε,
» μα τα πρωτάτα πιο πολύ, τους διό τους γιους τ' Ατρέα.        375
» Τότες με σέβας φώναξαν οι άλλοι Αργίτες όλοι
» 'πάρτε την ώρια ξαγορά, το γέρο σπλαχνιστείτε !'
» μα αφτή η βουλή δεν τ' άρεσε του βασιλιά Αγαμένου,
» μόνε τον έδιωξε άσκημα κι' είπε σφιχτό 'να λόγο.
» Έτσι οργισμένος έφυγε ο γέρος πίσω πάλι,        390
» κι' ο Φοίβος τότες ξάκουσε του γέρου την κατάρα,
» τι είταν αγαπημένος του πολύ, και στους Αργίτες
» έρηξε αρρώστια φοβερή, που απανωτοί οι στρατιώτες
» πεθαίναν, κι' έπεφταν παντού οι θεϊκές σαΐτες
» μέσα στον κάμπο τον πλατύ. Μας λέει τότε ο προφήτης,
» σαν που τους κάτεχε βαθιά, τους ορισμούς τ' Απόλλου.        385
» Πρώτος προβάλλω εφτύς εγώ το Φοίβο να μερώσουν·
» μα πήρε ο βασιλιάς φωτιά, κι' όρθιος μεμιάς πετιέται
» και μιά φοβέρα μούρηξε που κι' είναι κανωμένη.
» Τι με καράβια παν τη μιά στη Χρύσα οι μαβρομάτες
» Αργίτες έχοντας μαζί για το θεό σφαχτάρια,        390
» και την κοπέλα οι Δαναοί που μούδωκαν εμένα,
» ήρθαν πολιώρα οι κράχτες του και πίσω μού την πήραν.
» Μα βόηθα, μάννα, εσύ, αν μπορείς, τον αντριωμένο γιο σου.
» Σύρε να πάς στον Έλυμπο και να περικαλέσεις
» το Δία, αν την καρδιά άλλοτες, ή μ' έργατα ή με λόγο,        395
» μιά στάλα τού τη γλύκανες. Γιατί στο σπιτικό μας
» σ' άκουσα εγώ πολλές φορές να λες και να παινιέσαι
» πως δα το μαβροσύγνεφο του Κρόνου γιο, μονάχη
» μες στους θεούς, τον γλύτωσες απ' άσκημη λαχτάρα,
» τότες που θέλανε οι θεοί οι άλλοι —ο Ποσειδώνας,
» η Ήρα, κι' η θεά Αθήνα— ναν τόνε τριχοδέσουν.        400
» Μα απ' τις τριχιές εσύ, θεά, ναν τον γλυτώσεις πήγες.
» κι' απάνου φώναξες γοργά τον εκατοχεράτο,
» που Μυριοδύναμο οι θεοί τον λεν —οι άντρες όμως
» Αιγαίο— γιατί στη δύναμη νικάει και το γονιό του·
» αφτός στο Δία κάθησε σιμά καμαρωμένος,        405
» κι' εκείνοι χέρι τράβηξαν απ' τον πολύ τους φόβο.
» Μα θύμισέ του τώρα αφτά, και κάτσε εκεί, και πιάσ' του
» το γόνα, μήπως τους οχτρούς θελήσει να βοηθήσει,
» κι' εκείνους γύρω στο γιαλό και στο καραβοστάσι
» ναν τους στρυμώξει με σφαγή μεγάλη, τους Αργίτες,
» που έτσι να νιώσουν τ' όφελος του βασιλιά τους όλοι,        410
» και έτσι να δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα
» που ντρόπιασε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.»
Και τότες δάκρια χύνοντας απολογιέται η Θέτη
« Αχ γιε μου, τί σ' ανάθρεφα τον πικρογεννημένο ;
» Ας ζούσες δίχως καν καημούς και δάκρια στα καράβια,        415
» αφού κοντέβει η ώρα σου, πολύ μακριά δεν είναι.
» Μόν τώρα πιο λιγόζωος και πιο πικρός απ' όλους
» μούγινες. . . θάτανε η στιγμή κακή σα σε γεννούσα.
» Μα αφτό το λόγο σου να πω του βροντορήχτη Δία
» μόνη θα πάω στον Έλυμπο το χιονοσκεπασμένο,        420
» μήπως πειστεί. Μόν κάθου εσύ εδώ στα πλοία τώρα,
» και βάστα πάντα το θυμό και μην αγγίζεις μάχη.
» Τι τούχουνε στον Ωκιανό τραπέζι οι Αιθιόποι,
» και πήγε ο Δίας απ' τα ψες κι' όλοι οι θεοί μαζί του·
» όμως σε μέρες δώδεκα πάλι είναι να γυρίσει,        425
» και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω
» να πέσω ομπρός στα πόδια του, και θαν τον πείσω θέλω !»
Έτσι είπε κι' έφυγε, κι' αφτόν τον άφισε στον κάμπο
γιομάτο οργή που τ' άρπαξαν με ζόρι κι' άθελά του
την ομορφοζωσμένη νιά.        430
Και τότες ο Δυσσέας
στη Χρύσα ζύγωνε μαζί με τα σφαχτά τ' Απόλλου.
Και μπαίνοντας μες το βαθύ λιμάνι, τα πανιά τους
διπλώνουν και μες στο γοργό καράβι τ' απιθώνουν,
και το κατάρτι στρώνουνε στην κοίτη ξαμολώντας
τα ξάρτια, κι' ως πιο μέσα εκεί στ' αραξοβόλι λάμνουν.        435
Κι' όξω τα βάρια ρήχνουνε και δένουν την πρυμάτσα,
όξω κι' ατοί τους βγαίνουνε πάς στου γιαλού την άκρη,
και βγάζουν όξω τα σφαχτά που φέρνανε του Φοίβου,
κι' η Χρυσοπούλα όξω πηδάει μέσα απ' το τρεχαντήρι.
Και φέρνοντάς την στο βωμό ο γνωστικός Δυσσέας,        440
στα χέρια του γερο-γονιού τη δίνει και του κάνει
« Γέρο, στη Χρύσα ο βασιλιάς με στέλνει να σου φέρω
» την κόρη, κι' εκατοβοδιά να σφάξουμε του Φοίβου,
» για ναν του σπλαχνιστεί η καρδιά τους Αχαιούς που τώρα
» στον κάμπο πολυστέναχτες τους έστειλε λαχτάρες. »        445
Είπε, και του την έδωκε στα χέρια· το παιδί του
το πήρε ο γέρος με χαρά. Κι' αφτοί γοργά τριγύρω
στον ομορφόχτιστο βωμό αράδιασαν τα βόδια,
κι' έπειτα χερονίφτηκαν και πήραν τα κριθάρια.
Τότες παράκληση άρχισε ο Χρύσας ναν τους κάνει        450
με δυνατόφωνη λαλιά και χέρια σηκωμένα
« Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις
» την Κίλλα με το τόσο βιός και το νησί της Χρύσας,
» και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.
» Κι' άλλοτες πριν συνάκουσες τη δέησή μου εμένα
» και για το δίκιο μου έστρεξες τους Αχαιούς στον κάμπο
» και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, αφέντη,        455
» περικαλώ σε, ακόμα αφτόν τον πόθο ξάκουσέ μου·
» λυπήσου πια τους Αχαιούς και διώξε την πανούκλα. »
Είπε, και την παράκληση ξακούει ο γιος του Δία.
Έτσι σαν είπαν δέηση κριθάρι πασπαλώντας,
πρώτα σηκώνουν των βοδιών τις κεφαλές, τα σφάζουν,
τα γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν        460
με σκέπη, πρώτα των θεών σα χώρισαν το μέρος.
Κι' απάνου ο γέρος τάκαιγε σε σκίζες περιχώντας
ξανθό κρασί· κι' οι νιοι κοντά πεντόσουγλα κρατούσαν.
Απέ η φωτιά σα χώνεψε και φάγανε τα σπλάχνα,
λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες,        485
τα ψήνουν όμορφα, όμορφα κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν,
Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι,
τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.
Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι,
πιάνουν οι νιοι κι' εφτύς πιοτό γιομίζουν τα κροντήρια        470
ίσα ως στα χείλια, κι' έπειτα γύρω κερνάν να πιούνε,
αφού τ' Απόλλου τούσταξαν με τα ποτήρια πρώτα.
Έτσι όλη μέρα με χαρές μαλάκωναν το Φοίβο,
του προφυλάχτη ψέλνοντας και το χαριτωμένο
δοξολογώντας γιατρεφτή· κι' άκουγε αφτός με γλύκα.
Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι,        475
τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι.
Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα,
και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο.
Κι' ο Φοίβος τους προβόδισε με ένα αγεράκι πρύμο,
και τότε οι νάφτες έστησαν απάνου το κατάρτι        430
και τ' άσπρο ανοίξανε πανί, και το πανί στη μέση
απ' τον αγέρα φούσκωσε, και γύρω στην καρίνα
αχούσε σαν αρμένιζαν τ' αφροντυμένο κύμα,
κι' έτρεχε το καράβι ομπρός οργώνοντας το κύμα.
Και πια σαν ήρθαν στον πλατύ των Αχαιώνε κάμπο,
τράβηξαν όξω στην ξηρά το μελανό καράβι,        485
ψηλά στον άμμο, με μακριά το στήλωσαν φαλάγγια,
κι' ατοί τους γύρω σκόρπισαν στα πλοία και καλύβια.
Ωστόσο εκείνος κάθουνταν στα πλοία χολιασμένος
ο γιος ο φτερουγόποδος του ξακουστού Πηλέα,
δίχως σε προεστών βουλή ποτές του να ζυγώνει,        490
δίχως να πάει σε πόλεμο, μόν τούλιωναν τα σπλάχνα
πούμενε αφτού, και τις σφαγές ποθούσε και τις μάχες.
Μα τέλος πια σαν πέρασαν ως μέρες διό και δέκα,
να κι' οι παντοτινοί θεοί στον Έλυμπο γυρνούσαν
όλοι μαζί, κι' ομπρός ομπρός ο Δίας περπατούσε.        495
Κι' η Θέτη τις παραγγελιές δεν ξέχασε του γιου της,
μόν βγαίνει μέσα απ' του γιαλού το κύμα, κι' ανεβαίνει
πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο και στα μεγάλα ουράνια.
Και βρήκε χώρια απ' τους λοιπούς θεούς το γιο του Κρόνου
πας στου μυριόκορφου βουνού την άκρη καθισμένο.
Και έκαστε ομπρός του, τούπιασε με το ζερβύ της χέρι        500
το γόνα, και με το δεξύ τού αγγίζει το πηγούνι
κι' έτσι τον πρωταφέντη γιο περικαλάει του Κρόνου
« Αφέντη Δία, αν άλλοτες μες στους θεούς με λόγο
» ή μ' έργο εγώ σ' ωφέλησα, αχ κάνε μου μιά χάρη !
» Βοήθα τα γιο μου... αφτός ζωή στον κόσμο σαν τους άλλους        505
» δεν έχει, μα κι' ο βασιλιάς, τ' Ατρέα ο γιος, να τώρα
» μεγάλο τούκανε άδικο· γιατί με βιά τού πήρε
» κι' έχει τη νιά του που πρεσβιό τούχε ο στρατός χαρίσει.
» Μα εσύ καν Δία, βόηθα τον, βαθύβουλε Ελυμπήσε,
» κι' ως τότες δίνε δύναμη στους Τρώες, δίνε νίκες,
» ως που στο γιο μου οι Δαναοί να παν και να προσπέσουν. »        510
Είπε, μα δεν της έκρινε ο συγνεφοσυνάχτης,
μόν ώρα κάθουνταν πολλή δίχως να βγάζει λέξη.
Κι' η Θέτη καθώς τούπιασε το γόνα, το βαστούσε
πάντα σφιχτά, και ξαναρχής δεφτέρωσε το λόγο
« Πες πια το ναι έτσι αληθινά και τάξ' το μου, ή κι' αρνήσου —
» και τί σε μέλει αν αρνηθείς ; — να μάθω θέλω εμένα        515
» πόσο πιο λίγο απ' τους λοιπούς θεούς με λογαριάζεις. »
Τότες βαριά στενάζοντας τής είπε ο γιος του Κρόνου
« Κακές, πολύ κακές δουλιές μ' ανοίγεις με την Ήρα,
« και σύχυσες, σα με κεντάει με τα πικρά της λόγια·
» που κι' έτσι εκείνη αδιάκοπα μπρος στους θεούς μαλώνει        520
» και μου φωνάζει πως βοηθάω τους Τρώες στους πολέμους.
» Μόνε τραβήξου τώρα εσύ μήπως σε νιώσει η Ήρα,
» κι' εγώ θαν τα φροντίσω αφτά να γίνουνε. Όμως στάσου
» να σκύψω το κεφάλι μου, για να συχάσει ο νους σου.
» Δεν έχω πιο σημαντικό με τους θεούς σημάδι,        525
» τι το φυλάω ασάλεφτο κι' αληθινό, και πάντα
» θα γίνει ότι κι' αν τάξω εγώ κουνώντας το κεφάλι. »
Έτσι είπε ο Δίας, και κουνάει τα μελανά του φρύδια,
και γύρω στο θεοτικό κεφάλι ανασαλέβουν
τ' αθάνατα του τα σγουρά, κι' ο βούναρος τραντάζει.        530
Έτσι σαν τα μιλήσανε, χωρίζουνται. Κι' η Θέτη
πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια,
κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του
αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους,
μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν        535
που σίμωνε, μόν όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι.
Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του. Κι' η Ήρα
τον είδε κι' ένιωσε βουλές πως σκάρωσε μαζί του
η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου,
κι' εφτύς με λόγια αγγιχτικά να του μιλάει αρχίζει
« Με πιόν, μαργιόλε, απ' τους θεούς είχες κουβέντες πάλι;        540
» Πάντα αγαπάς, σα βρίσκουμαι μακριά, ν' αποφασίζεις
» κρυφά από μένα, και ποτές δε βάσταξε η ψυχή σου
» νάρθεις μονάχος να μου πεις μιά λέξη απ' τις δουλιές σου. »
Τότες της είπε των θεών κι' ανθρώπωνε ο πατέρας
« Ήρα, δα κάθε μου σκοπό να μάθεις μην τ' ολπίζεις·        545
» θαρρώ θαν τόβρεις δύσκολο κι' ας σ' έχω και γυναίκα.
» Μα αν είναι τίποτα σωστό ν' ακούσεις, από σένα
» δε θάν το μάθει πριν κανείς, μήτε θεός μήτ' άντρας·
» μα κι' ότι θέλω απ' τους θεούς να λογαριάσω χώρια,
» αφτό μην το ψιλορωτάς, μην το συχνοξετάζεις. »        550
Τότες τού λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα
« Καλέ, τί κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου ;
» Και τόσο δα δε σ' αρωτώ, δε σε ζαλίζω ως τώρα,
» μόνε ότι θέλεις, ήσυχος μπορείς και συλλογιέσαι.
» Όμως πολύ είμαι ανησυχή μη σ' έπεισε ν' αλλάξεις        555
» η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου·
» τι ήρθε κοντά σου σύνταχα και σούπιασε το γόνα,
» και μ' όρκο εσύ της έταξες, το βλέπω, να βοηθήσεις
» τον Αχιλιά, και Δαναούς πολλούς να ξολοθρέψεις.»
Τότες γυρνάει του Κρόνου ο γιος και με θυμό της κάνει        560
« Καημένη, δε σε ξεγελώ, μόν πάντα κάτι νιώθεις.
» Όμως δε βγάζεις τίποτα, μόν που θα με κρυώσεις
» χειρότερα· και πιο πολύ αφτό θα σου κοστίσει.
» Τάχα κι' αν έγινε ότι λες, θα πει πως έτσι θέλω.
» Μόν κάτσε κάτου φρόνιμα κι' αγρίκα μου τα λόγια,        565
» μη σηκωθώ, κι' όλοι οι θεοί που βρίσκουνται εδώ γύρω
» δε σε γλυτώνουν, έτσι εγώ χουφτιάσω τα μαλλιά σου.»
Είπε, και σκιάχτηκε η κυρά, η γελαδόματη Ήρα,
και την καρδιά της έσφιξε πια λέξη να μη βγάλει.
Βαριόμησαν εκεί οι Θεοί στου Δία το παλάτι,        570
κι' άρχισε πρώτα ο Ήφαιστος, ο ξακουστός τεχνίτης,
ναν τους μιλάει, και πάσκιζε τη μάννα να βοηθήσει
«Ά πια θα γίνει μισερή κι' ασήκωτη η ζωή μας,
» αν έτσι οι διό σας σκούζετε εδώ σαν καρακάξες
» και πιάνεστε για τους θνητούς! Και το ξεφάντωμά μας        575
» γλύκα δε θάχει πια καμιά, τι πήρε η φαγομάρα.
» Τη μάννα εγώ περικαλώ, καθώς κι' αφτή το νιώθει,
» νάναι καλή και μαλακιά με τον πατέρα Δία,
» μην πιάσει τα μαλώματα ξανά, και μας χαλάσει
» κι' εμάς το φαγοπότι μας. Γιατί μπορεί, σα θέλει,        580
» να μας πετάξει απ' τα θρονιά ο κεραβνοτινάχτης
» του Κρόνου γιός· τι είναι πολύ πιο δυνατός απ' όλους.
» Μα εσύ με λόγια μαλακά καλόπιανέ τον, μάννα,
» και τότε εφτύς πονετικό θαν τόνε δεις μαζί μας.»
Έτσι είπε, και στης μάννας του σηκώνεται και βάζει        585
τα χέρια πλουμιστό καφκί, και της λαλεί διό λόγια
« Κάνε, μαννούλα, απομονή, και μ' όλη σου την πίκρα,
» μήπως σε δουν τα μάτια μου, που σ' αγαπάω, στρωμένη
» στο ξύλο, και δε θα μπορώ να σε βοηθήσω τότες
» κι' ας λαχταρίζω. Σα βαρύ ν' αντιφερθείς του Δία.
» Τι ζήτησα κι' άλλη φορά εγώ να σε βοηθήσω,        590
» μα από το πόδι μ' άρπαξε και μ' έρηξε ίσα κάτου
» οχ το κατώφλι τ' ουρανού· κι' ολημερύς γυρνούσα,
» και πια σα βράδιασε, έπεσα πας στο νησί της Λήμνος,
» είχα δεν είχα πια ψυχή· πρόθυμα τότε αμέσως,
» σαν έπεσα, με πήρανε να με νιαστούνε οι Σίντες.»
Είπε, και χαμογέλασε του Κρόνου η θυγατέρα,        595
και μες το χαμογέλιο της απ' το παιδί της παίρνει
στα χέρια το καφκί. Κι' αφτός νεχτάρι ζαχαρένιο
απ' το κροντήρι βγάζοντας, δεξά κερνούσε γύρω
και τους λοιπούς αθάνατους. Και πιάνουν κάτι γέλια
τους τρισμακάριστους θεούς !... ατέλιωτα, σαν είδαν
να συρταφέρνει ο Ήφαιστος κουτσολαχανιασμένος.        600
Έτσι όλη μέρα τρώγανε ώστε να πέσει ο Ήλιος,
και τάχανε όλα όσα ζητάει καλό 'να φαγοπότι,
λαγούτο θες πεντάμορφο που το βαρούσε ο Φοίβος,
θες Μούσες που τραγούδιζαν με χάρη αράδα αράδα.
Του ήλιου τέλος βούτηξαν οι φωτεινές αχτίδες,        605
και τότες μέσα κίνησαν να παν και να πλαγιάσουν,
οπούχε του τού καθενός χτισμένα ο ξακουσμένος
πρωτοτεχνίτης Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη·
κι' ο Δίας ο αστραπεφτής ο συγνεφοσυνάχτης
στο στρώμα πάγαινε κι' αφτός, όπου κοιμούνταν πάντα,        610
ύπνος σαν τούρχουνταν γλυκός. Απάνου εκεί γυρμένος
κοιμούνταν, κι' η χρυσόθρονη θεά κοντά του, η Ήρα.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου