Σαν έσαξε κάθε αρχηγός τους λόχους τους δικούς του,
οι Τρώες με φωνή κι' αχό σαν όρνια ροβολούσαν,
όπως στον ουρανό αψηλά οι γερανοί φωνάζουν,
π' αφού σωθούνε από βαριά βροχή κι' ανεμοζάλη,
κοπάδι στ' Ωκιανού πετάν με λαλητά το ρέμα 5
φέρνοντας φόνους κι' όλεθρο μακριά στους Σπιθαμένιους·
πόλεμο εκεί αρχινούν κακό μόλις χαράξει η μέρα.
Ήσυχοι οι άλλοι βάδιζαν παλικαριά γιομάτοι,
οι Δαναοί, μ' απόφαση στη μάχη να βοηθιούνται.
Κι' όπως ο νότος καταχνιά στα ραχοβούνια απλώνει, 10
καταραμένη απ' τους βοσκούς, καλή για νυχτοκλέφτη,
κι' όσονε δρόμο πάει πετριά τόσο θωράει το μάτι·
έτσι ενώ βάδιζαν πυκνή σηκώνουνταν η σκόνη
κάτου απ' τα πόδια, και γοργά διαβαίνανε τον κάμπο.
Και σα ζυγώσανε οι στρατοί με τ' άρματα στα χέρια, 15
των Τρώων είταν κεφαλή ο παινεμένος Πάρης,
φορώντας παρδαλόπροβια στους ώμους και δοξάρι
και σπάθα· και κοντάρια διό χαλκοπλισμένα σιώντας
προκάλναε τάχα ομπρός να βγουν τα πρώτα παληκάρια
των Αχαιών κι' αντίκρυ του να μετρηθούν στη μάχη. 20
Και τότε ο πολεμόχαρος Μενέλας σαν τον είδε
που τρανταχτά δρασκέλιζε ολόμπροστα απ' τους άλλους,
χάρηκε σάμπως λέοντας που βρίσκει ένα μεγάλο
κόματο, ή διπλοκέρατο ζαρκάδι ή αγριογίδι,
πεινώντας· τι μ' απόφαση το χάφτει κι' αν ακόμα 25
τον διώχνουν τα γοργά σκυλιά κι' οι νιοι οι παλικαράδες·
έτσι ο Μενέλας χάρηκε σαν είδε το λεβέντη
Αλέξαντρο — τι είπε στο νου «θα γδικιωθώ τον κλέφτη !» —
και χάμου αμέσως πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι.
Μα μόλις ο θεόμορφος Αλέξαντρος τον είδε 30
μες στους προμάχους άξαφνα, τον πιάνει λες αντράλα,
και πίσω ως στους συντρόφους του κολώνει μη την πάθει.
Πώς ο διαβάτης του βουνού τη λαγκαδιά σα βλέπει
δαγκάρα οχιά, ξανάστροφα τραβιέται τρομασμένος,
και πίσω φέβγει και χλωμιά τα μάγουλά του βάφει· 35
έτσι κι' αφτός φοβήθηκε τον καστανό Μενέλα
και πίσω χώθηκε ξανά μες στο σωρό των Τρώων.
Και σαν τον είδε ο Έχτορας, του λέει πικρά δυό λόγια
« Βρε σκύλο-Πάρη, ομορφονιέ, γυναικολυσσασμένε,
» ξελογιαστή, που νάχε πας δίχως παντριά και κλήρο! 40
» Κάλια κι' αφτό, και θάμαστε πολύ πιο κερδισμένοι,
» παρά που σ' αναθεματάει και σ' αγριοβλέπει ο κόσμος.
» Πώς θα γελάνε οι Δαναοί, πούλεγαν δα πως είσαι
» κάποιος γενναίος αρχηγός σαν είδαν τη θωριά σου
» την όμορφη ... μα πού καρδιά και παλικαροσύνη ! 45
» Μωρέ χαράς στον ήρωα που μούπαιρνε καράβια
» και το γιαλό ταξίδεβε με φίλους της καρδιάς του,
» κι' έσμιγε μ' αλλοχωριανούς, κι' από μακριά οχ τα ξένα
» γυναίκα εδώ μας έφερνε αγγελοκαμωμένη,
» συγγένισσα παλικαριών, για συφορά μεγάλη
» του τόπου κι' όλου του λαού και του γερογονιού του, 50
» για αιώνια των οχτρών χαρά, πίκρα μου πάντα εμένα!
» Λοιπόν δε θα σταθείς μπροστά στο βασιλιά Μενέλα;
» Θάβλεπες τίνου αντρός βαστάς τη λυγερή γυναίκα...
» Δε θα φελούσε η λύρα σου και της θεάς τα δώρα,
» τα κάλλη αφτά και τα σγουρά, σα σ' έστρωνε στο χώμα. 55
» Έχε όμως χάρη π' άκακα τάχουν τα σπλάχνα οι Τρώες·
» αλλιώς, θα σε ξεπάστρεβαν με τα λιθάρια ως τώρα,
» για να ξοφλήσουν τους καημούς που τόσους σου χρωστάνε.»
Και τότε ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης
« Έχτορα, αφού με μάλωσες όχι άδικα, μόν δίκια...
» Πάντα η καρδιά σου 'ναι σκληρή σαν το μπαλτά όταν σκίζει 60
» οξιάς κορμό, και την ορμή πληθαίνει του τεχνίτη
» που καραβόξυλο όμορφα την πελεκάει να φτιάσει·
» έτσι καρδιά άσπλαχνη κι' εσύ έχεις στα στήθια μέσα.
» Μη μου χτυπάς τα ζηλεφτά της Αφροδίτης δώρα·
» δεν είναι δα ακατάδεχτα τα τιμημένα δώρα 65
» που μας χαρίζουνε οι θεοί... ειδέ κανείς μονάχος
» δεν τ' αποχτάει. Μα αν τώρα θες να πολεμήσω, ας είναι,
» πες τους, των άλλων Αχαιών και Τρώων, να καθήσουν
» και βάλτε εμένα με το γιο τ' Ατρέα εκεί στη μέση
» για τη Λενιό κι' όλο το βιος να χτυπηθούμε οι δυό μας. 70
» Κι' όποιος νικήσει και φανεί πιο άξιος, τη γυναίκα
» κι' όλο ας το πάρει λέω το βιος κι' ας πάει στο σπιτικό του
» τότες ν' αμώστε οι άλλοι σας όρκους πιστούς αγάπης,
» και χαίρεστε την Τροία εσείς, κι' εκείνοι πίσω ας πάνε
» στ' Άργος που θρέφει ομορφονιές και ζηλεφτά πουλάρια. » 75
Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο,
και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε,
τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στάθηκαν οι λόχοι.
Μα άρχισαν κείθε οι Δαναοί ναν τόνε σημαδέβουν,
και σαϊτιές του ρήχνανε και τον πετροβολούσαν. 80
Τότε έκραξε με μιά φωνή μεγάλη ο Αγαμέμνος
« Σταθείτε, παλικάρια μου ! Αργίτες, μη βαράτε !
» Σα να ζητάει ο Έχτορας να μας μιλήσει κάτι. »
Έτσι είπε, κι' απ' τον πόλεμο κρατιούνται αφτοί, κι' αμέσως
σωπαίνουν. Τότε ο Έχτορας και των διονών τους είπε 85
« Τρώες, ακουστέ με, κι' εσείς, Αργίτες παινεμένοι,
» τί λέει ο Πάρης π' αφορμή μάς στάθηκε διαμάχης.
» Προβάλλει οι Τρώες οι λοιποί κι' όλοι οι Αργίτες τώρα
» τα μυριοπλούμιστα άρματα ναν τ' απιθώσουν χάμου,
» κι' ατός του με το μαχητή Μενέλα μες στη μέση 90
» για τη Λενιό κι' όλο το βιός να χτυπηθούν μονάχοι·
» κι' όπιος νικήσει και φανεί πιο άξιος, τη γυναίκα
» κι' όλο ας το πάρει λέει το βιός κι' ας πάει στο σπιτικό του·
» κι' οι άλλοι εμείς ν' αμώσουμε όρκους πιστούς αγάπης.»
Έτσι είπε, κι' όλοι σώπασαν οι άλλοι δίχως λέξη. 95
Μα πρόβαλε ο πολεμιστής Μενέλας και τους είπε
« Κι' εμένα τώρα ακούστε με ! τι πιο πολύ η δική μου
» καρδιά πικραίνεται. Θαρρώ πως να χωρίστε τώρα
» οι διό σας πια, γιατί πολλά περάσατε μαρτύρια
» για τη δική μου διαφορά και τ' άδικο του Πάρη. 100
» Κι' όπιου μας είναι εδώ απ' τους διό γραφτό του να πεθάνει,
» ας πέσει ! μόνε οι άλλοι σας αμέσως να χωρίστε.
» Πρόβατο φέρτε ολόασπρο και προβατίνα μάβρη,
» του Ήλιου και της Γης, κι' εμείς ένα άλλο για το Δία.
» Φέρτε όμως και τον Πρίαμο, ατός του για ν' αμώσει 105
» τον όρκο, τι είναι αψήφιστοι, με δίχως πίστη, οι γιοί του,
» μήπως τους όρκους του Διός αλόγιαστα πατήσουν.
» Πάντα αλαφρόμιαλοι είναι οι νιοί, μα μ' όσους σμίξει ο γέρος,
» ο γέρος βλέπει πίσω του, βλέπει κι' ομπρός του ο γέρος,
» πώς πιο καλύτερα η δουλιά να βγει και για τους διό τους.» 110
Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι Δαναοί κι' οι Τρώες,
με την ολπίδα απ' τους σκληρούς πολέμους να γλυτώσουν.
Σταίνουν αράδες τ' άλογα, και βγαίνουνε απ' τ' αμάξια,
έπειτα βγάζουν τ' άρματα κι' εκεί τ' αφίνουν χάμου,
σιμά κι' οι διό, και λίγη γης τους χώριζε στη μέση. 115
Κι' ο Έχτορας τότε έστειλε διό κράχτες μες στη χώρα
να φέρουν γλήγορα τ' αρνιά, το γέροντα να κράξουν.
Κι' ο Αγαμέμνος πρόσταξε τον κράχτη του Ταρθύβη
να πάει στα πλοία τα γοργά και το σφαχτό να φέρει·
κι' ο κράχτης πρόθυμα άκουσε του βασιλιά το λόγο. 120
Τότες η Ίριδα πετάει την είδηση να δώκει
στην αρχοντόκορμη Λενιό, με μιά της αντραδέρφη,
τη Λαοδίκη, μιάζοντας, του Ελικά το τέρι,
την πιο όμορφη του βασιλιά Πριάμου θυγατέρα.
Κι' έφτασε, και στον αργαλιό την ήβρε που μεγάλο 125
σκουτί τότε έφαινε διπλό, αλικοπλουμισμένο
με ξόμπλια που ζουγράφιζαν των διό στρατών τα πάθια,
που τόσα με τον πόλεμο για λόγου της τραβούσαν.
Κι' η γληγορόποδη Ίριδα σιμώνει και την κράζει
« Για σήκω, νύφη μου καλή, κι' έλα να δεις κομάτι 130
» δουλιές, που δε σ' τις βάνει ο νους, των Αχαιών και Τρώων·
» που πρώτα αφτοί σφαζόντουσαν δίχως σπλαχνιά στον κάμπο
» κι' άγριο διψούσαν πόλεμο, μα τώρα χωρίς μάχες
» ήσυχοι στέκουν, στις λαμπρές ακουμπισμένοι ασπίδες,
» κι' έχουν σιμά τους μες στη γης μπηγμένα τα κοντάρια. 135
» Και τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη
» για σένα παν να χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια,
» κι' όπιος νικήσει, τέρι του αφτός θα σε κερδίσει.»
Είπε, κι' αποθυμιά γλυκιά μες στην ψυχή της χύνει
τον πρώτο για τον άντρα της, τη Σπάρτη, τους γονιούς της. 140
Και ρήχνει απάνου βιαστικά την κάτασπρή της μπόλια,
κι' απ' το γιατάκι ξεκινάει στα δάκρια βουτημένη,
όχι μονάχη, πάγαιναν μαζί διό παρακόρες,
η Αίθρα η κόρη του Πιθιά, κι' η καστανιά Κλυμένη.
Κι' απέ σε λίγο σώσανε κοντά στο Ζερβοπόρτι. 145
Κι' εκεί είταν —με τον Πρίαμο, τον Πάνθο, το Θυμοίτη.
το Λάμπο, τ' Άρη ξακουστό βλαστάρι, τον Κλυτίο,
τον Ικετά— ο Αντήνορας κι' ο Ουκαλέγος, άντρες
με νου κι' οι διό και πρόκριτοι, στον πύργο καθισμένοι.
Σα γέροι, πια δεν έβγαιναν στις μάχες, μα ρητόροι 16
σπουδαίοι, σα διό λες τσίντζικες που κάθουνται σε δέντρο
και μες στο δάσος με φωνή λαλούν κατιφεδένια·
τέτιοι στον πύργο κάθουνταν κι' οι προεστοί των Τρώων.
Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο,
μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε 155
« Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια
» τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες !
» Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις.
» Μα κι' έτσι ας πάει, και μ' όλα της τα κάλλη, πίσω στ' Άργος
» με τα καράβια τα γοργά, πάρα στερνά να μείνει
» και να μας φέρνει συφορές κι' εμάς και των παιδιών μας.» 160
Έτσι είπανε, κι' ο Πρίαμος φωνάζει την Ελένη
«Πέρασε εδώθες, κόρη μου, και κάθησε κοντά μου
» να δεις τον πρώτονε άντρα σου, τους φίλους, τους δικούς σου—
» τίποτα εσύ δε μούφταιξες, πάρα οι θεοί μου φταίνε
» που μούστειλαν τον πόλεμο και τα πολλά του δάκρια— 165
» κι' εκείνο το θεόρατο για πες μου εκεί τον άντρα,
» πιός νάναι αφτός ο Δαναός, σφανταχτερός μεγάλος.
» Σ' ανάστημα, κι' άλλοι είναι εκεί και πιο αψηλοί· μα τέτιο
» λεβέντη ακόμα εγώ ποτές δεν είδα, μήτε τόσο
» αρχοντικό ναι, βασιλιάς μα την αλήθια μιάζει.» 170
Τότες τ' απάντησε η Λενιό, η λατρεφτή γυναίκα
« Σε κλαίει, καλέ μου πεθερέ, σε συμπονά η ψυχή μου . . .
» Άχ άμποτε έτσι θάνατο κακό να προτιμούσα,
» τότες που ξέκοψα κι' εδώ μαζί ήρθα με το γιο σου,
» κι' άφισα σπίτι και δικούς κι' απάρθενή μου κόρη
» και τόσες μου συντρόφισσες, λαχταριστές νυφούλες ! 175
» Όμως δε γένηκε ... για αφτό και λιώνω μες στα δάκρια.
» Όσο για αφτό που με ρωτάς, εγώ να σ' το ξηγήσω.
» Αφτός εκεί είναι ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος,
» δίκιος αντάμα βασιλιάς κι' ακοντιστής παράξιος·
» κουνιάδο εγώ η κακόσουρτη έναν καιρό τον είχα.» 180
Είπε, κι' ο γέρος τον τηράει με θιαμασμό και κράζει
« Ώ καλομοίρη ζηλεφτέ πλουτόθρεφτε Αγαμέμνο,
» πόσους αλήθια Δαναούς ορίζει η δύναμή σου !
» Και στην αμπελωτή Φρυγιά μούτυχε εγώ να σύρω,
» και Φρύγες είδα αμέτρητους με παρδαλά πουλάρια, 185
» του ξακουσμένου Μύγδονα και του Οτριά τ' ασκέρια
» που τότες είχαν σύνοδο στου Σαγγαριού τους όχτους·
» τι πήγα εκεί βοηθός κι' εγώ κι' ενώθηκα μαζί τους
» το χρόνο που οι αντρόκαρδες πλακώσανε Αμαζόνες·
» μα τόσοι σαν τους Δαναούς δεν είταν μήτε εκείνοι. » 190
Και το Δυσσέα βλέποντας ξαναρωτάει ο γέρος
« Τήρα κι' εκείνον, κόρη μου, και πες μου αφτός πιός είναι.
» Δεν έχει την κορμοστασά του βασιλιά Αγαμέμνου,
» μα φαίνεται σαν πιο φαρδύς στις πλάτες και στα στήθια.
» Τάχει βαλμένα κατά γης τα πλουμιστά άρματά του, 195
» και πηγαινόρχεται κοντά στους λόχους σα μπροστάρης.
» Έτσι ναι μιάζει, ακούρεφτο σαν κριάρι που διαβαίνει
» κοπάδι λες αρίφνητο απ' άσπρες προβατίνες. »
Τότες τ' απάντησε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα
« Αφτόν τον λεν πολύξερο Δυσσέα του Λαέρτη. 200
» Στο Θιάκι, ένα πετρόνησο, γεννήθηκε, και ξέρει
» θες πονηριές κάθε λογής θες δύσκολες σοφίες. »
Γυρνάει τότε ο Αντήνορας και της Λενιός της κάνει
« Ναι, κόρη μου, πολύ σωστά το λόγο αφτό τον είπες.
» Γιατί ήρθε μιά φορά κι' εδώ ο θεϊκός Δυσσέας, 205
» σταλμένος με το βασιλιά Μενέλα απ' αφορμή σου.
» Κι' έγινα εγώ προστάτης τους, τους φίλεψα στο σπίτι,
» κι' είδα τη γνώμη και των διό και τις βαθιές τους σκέψες.
» Τότες σαν πήγαν κι' έσμιξαν τη συντυχιά των Τρώων,
» όρθιοι, τους ώμους πιο αψηλά τους κράταε ο Μενέλας, 210
» κάθουνταν, και πιο αρχοντικός φαινότανε ο Δυσσέας·
» Κι' όταν απέ έφτασε η στιγμή στο πλήθος να λαλήσουν,
» τότε ο Μενέλας γλήγορα και λίγα μίλαε λόγια,
» μα λίγα και καλά, επειδής πολύλογος δεν είταν
» και φωνακλάς μωρόγλωσσος ... ή σαν πιο νιος στα χρόνια. 215
» Μα ολόρθος σαν τινάζουνταν ο γνωστικός Δυσσέας,
» έστεκε, χάμου βλέποντας, με μάτια στυλωμένα
» στη γης, και το ραβδί μπροστά για πίσω δεν κουνούσε,
» παρά το βάσταε ασάλεφτο σαν άπραχτος κανένας·
» λες είταν άθρωπος ζαβός, ξεκουτιασμένος έτσι. 220
» Μα τη μεγάλη όμως φωνή σαν έχυνε απ' τα στήθια
» κι' οι λόγοι τούβγαιναν πυκνοί σα χιόνια το χειμώνα,
» θνητό δεν είχε πουθενά να φτάνει το Δυσσέα.
» Τότ' όχι ! δεν τον βλέπαμε με τόση καταφρόνια. »
Τρίτο τον Αία βλέποντας ρωτάει ο γέρος πάλι 225
« Κι' αφτός πιός είναι ο Δαναός, ο αψηλός κι' ασίκης,
» που στο κεφάλι ξεπερνάει τους άλλους και στους ώμους;»
Τότες τ' απάντησε η Λενιό με το συρτό φουστάνι
« Ο γίγας Αίας είναι αφτός, των Αχαιώνε πύργος.
» Και κοίτα εκεί το Δομενιά που στέκει απ' τ' άλλο μέρος 230
» όμιος μ' αθάνατο θεό στων λόχων του τη μέση
» με γύρω του των Κρητικών τα πρώτα παλικάρια.
» Συχνά τον φιλοξένεβε ο καστανός Μενέλας
» σπίτι μας, πέρα οχ το νησί σαν έρχουνταν της Κρήτης.
» Και τώρα αχ ! όλους βλέπω εγώ τους άλλους στρατολάτες,
» όσους γνωρίζω και να πω κατέχω τ' όνομά τους· 235
» μα διό δε βρίσκω μοναχά, τον αλογοτεχνίτη
» τον Κάστορα και το γερό στους γρόθους Πολυδέφκη,
» τους διό μου σύσπλαχνους που μιά μας γέννησε μητέρα.
» Καν απ' τη λουλουδόστρωτη δε βγήκαν ίσως Σπάρτη,
» καν φτάσανε ως εδώ κι' αφτοί με τα θαλάσσια πλοία, 240
» μα τώρα στων αντρών δε θεν τη μάχη να προβάλουν
» σα ντροπιασμένοι απ' τις πολλές πομπές μου κι' ατιμίες.»
Έτσι είπε, μα τους διό αδερφούς το χώμα τους κρατούσε
στη Σπάρτη εκεί μες στης γλυκιάς πατρίδας τους τον κόρφο.
Και μέσα τότες στο καστρί οι διό διαλαλητάδες 245
κατέβαιναν με των θεών τα σεβαστά ορκιστήρια,
με διό σφαχτά και πρόσγλυκο κρασί, της γης το θρέμμα,
μες σ' ένα ασκί γιδίτικο. Και τα χρυσά ποτήρια
μ' ένα κροντήρι π' άστραφτε κρατώντας ο Νιδαίος,
πήγε στο γέροντα σιμά και τον παρακινούσε
« Σήκω, του Λαουμέδου γιε, οι στρατηγοί σε κράζουν 250
» των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώων,
» να πάς στον κάμπο με σκοπό όρκους πιστούς να πάρτε.
» Τι τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη
» για τη Λενιό θα χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια,
» κι' ο νικητής λεν τη Λενιό κι' όλο το βιός ας πάρει, 255
» κι' όρκους εμείς ας κάνουμε αγάπης και φιλίας·
» έτσι την Τριά εμείς θάχουμε, κι' εκείνοι θα γυρίσουν
» στ' Άργος που θρέφει ομορφονιές και ζηλεφτά πουλάρια. »
Είπε, κι' ο γέρος σκιάχτηκε και κράζει στους συντρόφους
να ζέψουν τ' άλογα· κι' αφτοί τα ζέβουν χέρι χέρι. 260
Απάνου τότε ανέβηκε και τα βοϊδήσα γκέμια
τέντωσε πίσω, κι' έπειτα στο πλουμισμένο αμάξι
ανέβηκε ο Αντήνορας του βασιλιά από δίπλα·
και μέσα απ' τη Ζερβόπορτα τραβάν κατά τον κάμπο.
Κι' όταν σε λίγο φτάσανε σιμά στα διό τ' ασκέρια,
τότες ξεπέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, 265
και μες στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων.
Τότ' όρθιος τ' Άργους μονομιάς σηκώθηκε ο αφέντης,
όρθιος και του Λαέρτη ο γιος. Κι' οι φημισμένοι κράχτες
τα βάλανε όλα των θεών τα ορκιστήρια αντάμα,
και το κρασί ανακάτωσαν μες στο λαμπρό κροντήρι,
κι' έχυσαν να χεροπλυθούν νερό των βασιλιάδων. 270
Και σέρνοντας τ' Ατρέα ο γιος την κάμα πούχε πάντα
κοντά στης σπάθας το μακρύ φηκάρι κρεμασμένη,
τρίχες αρχίζει απ' των αρνιών να κόβει τα κεφάλια.
Κι' οι κράχτες σαν τις μοίρασαν στους πρώτους καπετάνιους
των Τρώων και των Αχαιών, στη μέση ο Αγαμέμνος
αψά παράκληση άρχισε με σηκωμένα χέρια 275
« Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα,
» μεγάλε μυριοδόξαστε ! κι' εσύ Ήλιε που τα πάντα
» βλέπεις κι' ακούς ! και Ποταμοί και Γης ! κι' εσείς στον Άδη
» που σαν πεθάνει ο ψέφτορκος θνητός τον τιμωράτε,
» μαρτύροι νάστε και πιστούς φυλάτε εσείς τους όρκους! 280
» Αν λάχει ο Πάρης σήμερα και σφάξει το Μενέλα,
» αφτός ας έχει τη Λενιό μ' όλο το βιός, και πίσω
» να πάμε εμείς στα σπίτια μας με τα θαλάσσια πλοία.
» Μα πες τον Πάρη ο καστανός πώς έσφαξε Μενέλας,
» οι Τρώες πίσω τη Λενιό μ' όλο το βιός να δώσουν 285
» πλερώνοντάς μας πρόστιμο καθώς τεριάζει κιόλας,
» που να σταθεί παράδειγμα και των στερνών ανθρώπων.
» Μα αν δε θελήσει ο Πρίαμος κι' οι γιοί του να πλερώσουν
» το πρόστιμο, σα σκοτωθεί ο Πάρης, τότε ακόμα
» εγώ και για την πλερωμή θα μείνω εδώ, και πάντα 290
» θα πολεμάω ως που να βρω την άκρη του πολέμου. »
Είπε, και κόβει των αρνιών με τ' άσπλαχνο λεπίδι
τους λάρυγγες, και κατά γης σπαρταριστά τ' αφίνει
ενώ ψοφούσαν· τι ο χαλκός τους πήρε τη ζωή τους.
Κι' απ' το κροντήρι βγάζοντας κρασί με τα ποτήρια, 295
στάζουν και τους παντοτινούς θεούς περικαλιούνται.
Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθ' Αχαιός και Τρώας
« Δία κι' αθάνατοι θεοί, μεγάλοι δοξασμένοι!
» όπιοι τους όρκους βλάψουνε και πρωτοκακουργήσουν,
» έτσι όπως τρέχει το κρασί αφτό, και τα μιαλά τους 300
» χάμου να τρέξουνε στη γης, κι' αφτών και των παιδιών τους,
» και το γυναικολόγι τους ας το χορτάσουν άλλοι. »
Και τότε ο γερο-Πρίαμος τους μίλησε δυό λόγια
« Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι!
» Εγώ στ' ανεμοφύσητο καστρί γυρίζω πίσω, 305
» τι δε βαστάν τα μάτια μου να δούνε το παιδί μου
» όταν με τον παληκαρά Μενέλα θα χτυπιέται.
» Μα αφτό, θαρρώ, του Κρόνου ο γιος το ξέρει, κι' οι αιώνιοι
» άλλοι θεοί, σε πιόνε τους γραφτό 'ναι να πεθάνει.»
Είπε ο ισόθεος θνητός, και στ' όμορφο του αμάξι 310
έβαλε μέσα τα σφαχτά, κι' ανέβηκε κι' ατός του,
έπειτα πίσω τέντωσε τα γιαλισμένα γκέμια.
Σιμά του κι' ο Αντήνορας ανέβηκε στ' αμάξι.
Αφτοί έτσι γύριζαν λοιπόν στο κάστρο ξαναπίσω·
Κι' ο Έχτορας κι' ο θεϊκός Δυσσέας πρώτα πρώτα
μετρούσαν την απόσταση. Και τους λαχνούς κατόπι 315
παίρνουν και μες σε χάλκινη περικεφαλιά τους σείνουν,
πιός θα πρωτόρηχνε απ' τους διό το κοφτερό κοντάρι.
Εκεί οι στρατοί τότ' άρχισαν παράκληση να κάνουν,
προς τους αθάνατους θεούς σηκώνοντας τα χέρια.
Κι' αφτούς τους λόγους έλεγε κάθε Αχαιός και Τρώας
« Δία πατέρα π' αψηλά ορίζεις απ' την Ίδα, 320
» μεγάλε μυριοδόξαστε ! όπιος αφτά τα πάθια
» ανάμεσό μας τάβαλε, ναι κάνε αφτός να πέσει
» και στ' Άδη τα εφτάβαθα ως μέσα να κατέβει,
» κι' εμείς ας κάνουμε ξανά όρκους πιστούς αγάπης.»
Έτσι είπανε. Και τους λαχνούς ο Έχτορας κουνούσε
τηρώντας πίσω· κι' αλαφρός του Πάρη πήδησε' όξω. 325
Κάθουνται τότες στη σειρά οι άλλοι, εκεί καθένας
πούχε αφισμένα τ' άρματα, τα πίλαλά του ζώα.
Κι' εκείνος βάζει στο κορμί την πλούσια αρματωσά του,
της ομορφόμαλλης Λενιός ο ζηλεμένος άντρας.
Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, 330
πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.
Κατόπι γύρω φόρεσε τα δίχουφτα στο στήθος
τσαπράζα τ' αδερφού Λυκά, και τούρθαν στο κορμί του.
Έπειτα γύρωθε κρεμάει στους ώμους του τη σπάθα,
μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια,
κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα. 335
Κι' έβαλε στο λεβέντικο κεφάλι τη φαντούσσα
περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της
πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε τ' αντριωμένο
κοντάρι που του πάγαινε στη χούφτα του. Παρόμια,
φορούσε κι' ο παλικαράς Μενέλας τ' άρματά του.
Σαν αρματώθηκαν λοιπόν, στο μέρος του ο καθένας, 340
μέσα στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων,
ρήχνοντας φοβερές ματιές, που πήγαν να παγώσουν
οι Δαναοί οι χαλκόπλιστοι κι' οι αλογάδες Τρώες.
Και τ' άρματα ανεμίζοντας, να φαγωθούν λυσσώντας,
σταθήκανε, κοντά κοντά, στο μετρημένον τόπο. 345
Πρώτος ο Πάρης έρηξε το γλήγορο κοντάρι,
και βρήκε την ολόιση ασπίδα του Μενέλα·
μά δεν την τρύπησε ο χαλκός, μόν στην ασπίδα μέσα
στράβωσε η μύτη. Δέφτερος κινάει ο γιος τ' Ατρέα
με το κοντάρι, κι' έκανε παράκληση στο Δία 350
« Αφέντη Δία, αχ βόηθα με τον άντρα να ξοφλήσω
» π' άρχισε πρώτος τ' άδικο, το θεϊκόνε Πάρη,
» και σκότωσ' τον τον άπιστο με το δικό μου χέρι,
» έτσι να μην κοτάει κανείς κι' απ' τους στερνούς αθρώπους
» να βλάφτει το φιλόξενο που δείχνει καλοσύνη ! »
Είπε, και σιώντας τίναξε το γλήγορο κοντάρι, 355
και χτύπησε τη στρογγυλή ασπίδα τ' Αλεξάντρου.
Και το κοντάρι του περνάει τη φωτοβόλα ασπίδα,
και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα,
και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι·
μά 'γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. 360
Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει
και μιά του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο·
μα τ' αργυρόκαρφο σπαθί τσακίστη απά στο γρόμπο
σε τρία σε τέσσερα, κι' εφτύς του ξέπεσε απ' τα χέρια.
Τότες τηράει τον ουρανό και ρήχνει μιά βλαστήμια
« Δία, από σένα λέω θεό δεν έχει πιο γρουσούζη ! 365
» Είπα δα πως την απιστιά θα γδικιωθώ του Πάρη·
» μα δές ! στα χέρια μούσπασε η σπάθα, κι' απ' τη χούφτα
» τίναξα τ' όπλο έτσι άδικα χωρίς νάν τον καρφώσω! »
Είπε, και μ' ένα πήδημα τον άδραξε απ' τη φούντα,
κι' έστριψε και στων Αχαιών το μέρος τον τραβούσε. 370
Και τ' ολοκέντητο λουρί τον έπνιγε από κάτου
απ' τα καλόθρεφτα λαιμά, που τεντωτό κρατούσε
τη χάλκινη περκεφαλιά δεμένη στο πηγούνι.
Και τότες θαν τον έπαιρνε και θ' αποχτούσε δόξα
αφάνταση, μόν στη στιγμή τον είδε η Αφροδίτη
και το βοϊδόλουρο τού σπάει· κι' η περικεφαλαία 375
έτσι άδια πάγαινε μαζί με τ' αντριωμένο χέρι.
Τότες αφτή την τίναξε στριφογυρίζοντάς την
προς τους δικούς του, όπου οι πιστοί την πήρανε συντρόφοι·
κι' ατός του πίσω πήδησε με το χαλκένιο φράξο,
ναν τον σκοτώσει αφρίζοντας. Μα αντίκρυ η Αφροδίτη 380
τον άρπαξε έφκολα έφκολα, σα θέαινα, απ' τη μέση,
τον σκέπασε μ' ένα πυκνό σκοτάδι, και τον πήγε
και μες το μοσκομύριστο τον κάθισε γιατάκι.
Έπειτα πήγε τη Λενιό να κράξει. Και τη βρήκε
στον πύργο απάνου με πολλές τριγύρω παρακόρες,
και με το χέρι την τραβάει οχ τ' αραχνιό φουστάνι, 385
όμια με μιά παλαιϊκιά γηριά μαλλοτεχνίτρα,
που τα πολύτιμα μαλλιά τής δούλεβε σαν είταν
στον τόπο της, και πιο πολύ την αγαπούσε απ' όλες·
όμια μ' αφτή, της μίλησε η ρόδινη Αφροδίτη
« Έλα, κι' ο Πάρης σε ζητάει στον πύργο να γυρίσεις. 390
» Αχ στολισμένο α θε τον δεις απ' ομορφιά πώς λάμπει
» μες το γιατάκι, απάνου εκεί στο τορνεφτό κρεβάτι !
» Λες από μάχη δε γυρνάει, λες σε χορό πως βγαίνει,
» ή το χορό πως τέλιωσε και τώρα πάει να κάτσει.»
Έτσι είπε, και της τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. 395
Σαν ένιωσε όμως της θεάς τ' αχτιδοβόλα μάτια.
τα χαριτόμορφα λαιμά, τα στήθια που μαγέβουν,
σκιάχτηκε τότες κι' άνοιξε τα χείλια ναν της κρίνει
« Καλότυχη, τί θες μ' αφτά το νου να μου πλανέσεις;
» Μη θες πιο πέρα να με πας σε κάμια πλούσια χώρα, 400
» στη Μαιονιά είτε στη Φρυγιά με τα πολλά τ' αμπέλια,
» αν έχεις κάνα νιο κι' εκεί ακριβαγαπημένο ;
» Πώς τάχα τώρα νίκησε τον Πάρη ο γιος τ' Ατρέα
» και θέλει πίσω σπίτι του την έρμα να με πάρει,
» τώρα γι' αφτό μού κόπιασες με τα πλανέματά σου ; 405
» Σύρε σιμά του κάθησε και τους θεούς παραίτα,
» κι' ας μη σε παν τα πόδια σου στον Έλυμπο πια πίσω,
» μόν πάντα τυραγνιού μ' αφτόν και βλέπε τον στα μάτια
» ως που ή γυναίκα ή σκλάβα του στο τέλος να σε κάνει.
» Εγώ όμως δεν πηγαίνω εκεί μαζί του να πλαγιάσω. 410
» Ντροπή είναι, και τί θάλεγαν οι Τρώϊσσες για μένα
» νά θε τ' ακούσουν;... Φτάνει πια όσα με τρων σκουλήκια.»
Τότες του Δία θύμωσε η κόρη και της είπε
« Μη μ' ερεθίζεις, άμοιρη, κι' απ' το θυμό σ' αφήκω,
« και τόσο σ' οχτρεφτώ όσο πριν σ' αγάπησα περίσσα, 415
» και πλέξω τρομερούς σκοπούς ανάμεσα στους διό τους,
» τους Τρώες και τους Αχαιούς, κι άσκημα εσύ τελειώσεις.»
Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη,
κι' έφυγε αγάλια —σκεπαστή με την κατάσπρη μπόλια—
κρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. 420
Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τον τρισπανώριο πύργο,
τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες,
κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα.
Και πήρε τότε ένα σκαμνί η χρυσωπή Αφροδίτη
και πήγε και τ' απίθωσε καταντικρύ του Πάρη. 425
Εκεί τότε έκατσε η Λενιό, του Δία η θυγατέρα,
με μάτια προς τη γης σκυφτά, και τάψαλε τ' αντρός της
« Ξανάρθες απ' τον πόλεμο... που έτσι να σ' είχε σφάξει
» στην μάχη ο λεβεντόκαρδος π' άντρα μου εγώ τον είχα !
» Εσύ παινιόσουν δα άλλοτες τον καστανό Μενέλα 430
» πως τον νικάς στη δύναμη, στα χέρια, στο κοντάρι·
» μα σύρε κι' αντροκάλεσ' τον στήθος με στήθος τώρα
» να ξαναβγείτε ... Όμως εγώ σ' το λέω για το καλό σου,
» να πάψεις, κι' ασυλλόγιστα πολέμους μη γυρέβεις
» και μάχες με το βασιλιά Μενέλα να μου σταίνεις,
» μήπως σε στρώσει γλήγορα με το κοντάρι χάμου.»
Κι' ο Πάρης τότε απάντησε και της Λενιός της είπε
« Γυναίκα, μη με κατεχάς με τα πικρά σου λόγια.
» Τι τώρα με την Αθήνα με νίκησε ο Μενέλας,
» μα άλλοτε αφτόν κι' εγώ. Θεοί κι' εμάς μας παραστέκουν. 440
» Μόν πάμε τώρα το φιλί στο στρώμα να χαρούμε·
τι τέτια φλόγα στην καρδιά δεν ένιωσα ποτές μου,
» μήτ' όταν πρώτα σ' άρπαξα απ' την πανώρια Σπάρτη
» και με τα πελαγόδρομα ταξίδεβα καράβια
» και στην Κρανιά εκεί σ' έσφιξα στην αγκαλιά, όσο τώρα 445
» σε λαχταράω κι' αποθυμιά γλυκιά με κυριέβει. »
Έτσι είπε, και ξεκίνησε μπροστά κατά το στρώμα,
και πίσωθε η ροδόθωρη Λενιό τον ακλουθούσε.
Αφτοί λοιπόν πλαγιάσανε στο τορνεφτό κρεβάτι,
κι' ο γιος τ' Ατριά λες σα θεριό γυρνούσε μες στο πλήθος,
ίσως ξανοίξει πουθενά το θεϊκόνε Πάρη.
Μα δε μπορούσε απ' τους βοηθούς κανείς μήτ' απ' τους Τρώες
να δείξει τον Αλέξαντρο στον καστανό Μενέλα.
Κι' όχι τον είδαν, και να πεις τον κρύβανε απ' αγάπη,
τι σαν το μάβρο θάνατο τόνε μισούσαν όλοι.
Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 455
« Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι!
» Ξάστερα η νίκη φάνηκε του βασιλιά Μενέλα,
» και τώρα βγάλτε δώστε μας το βιός με την Ελένη,
» κι' έτσι όσο πρέπει πρόστιμο πλερώστε ακόμα, τέτιο
» που να σταθεί παράδειγμα και των στερνών ανθρώπων. » 460
Έτσι τους είπε, κι' οι λοιποί ζητωκραβγάνε Αργίτες.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου