Τὴν ὥρια ὅταν ἀφήνοντας τὴ λίμνη ἀνέβη ὁ ἥλιος
πρὸς τὸν ὁλόχαλκο οὐρανὸ σὲ ἀθάνατους νὰ φέξη,
καὶ στοὺς ἀνθρώπους τοὺς θνητοὺς τῆς γῆς τῆς θροφοδότρας,
σὲ χώρα φτάναν ὄμορφη, στὴν Πύλο τοῦ Νηλέα.
Κόσμος ἐκεῖ στ' ἀκρόγιαλα προσφέρνανε θυσίες,
ταύρους ὁλόμαυρους στῆς γῆς τὸ σείστη Ποσειδώνα.
Καθόντανε παρέες ἐννιά, νομάτοι πεντακόσοι
στὴν καθεμιά, καὶ ταῦροι ἐννιὰ στὴν καθεμιὰ σφαζόνταν.
Κι ὥσπου τὰ σπλάχνα νὰ γευτοῦν καὶ τὰ μεριὰ νὰ κάψουν
γιὰ τὸ θεό, αὐτοὶ μπαίνανε καὶ τὰ πανιὰ μαζῶναν, 10
Καὶ στάθη τὸ καλόφτιαστο καράβι, κι ὄξω βγῆκαν,
καὶ βγῆκε κι ὁ Τηλέμαχος τὴν Ἀθηνᾶ ἀκλουθώντας.
Πρώτη τὸ λόγο ἀρχίνησε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα·
“Δὲν πρέπει ἐσὺ πιὰ ντροπαλός, Τηλέμαχέ μου, νά 'σαι
γι' αὐτὸ τὰ πέλαα πέρασες, νὰ μάθης, τὸ γονιό σου
ποιό χῶμα τόνε σκέπασε, ποιά μοῖρα τόνε βρῆκε.
Σῦρε στ' ἀλογοδαμαστῆ τοῦ Νέστορα ἴσια τώρα,
νὰ δοῦμε σὰν τί στοχασμοὺς μὲς στὴν καρδιά του κρύβει.
Καὶ παρακάλειε τον ἐσὺ μὲ ἀλήθεια νὰ μιλήση,
ἀγκαλὰ ψέμα δὲ θὰ πῆ, γιατὶ ἔχει γνώση ἐκεῖνος.” 20
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τῆς κάνει·
“Μέντορα, πῶς νὰ πάω μαθὲς καὶ νὰ τοῦ προσμιλήσω,
ποὺ ἀκόμα εἶμ' ἀσυνήθιστος στὰ σοβαρὰ τὰ λόγια;
Νέος μεγάλο νὰ ρωτάη τό 'χει ντροπῆς ἀλήθεια.”
Κι ἡ γαλανόματη Ἀθηνᾶ τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε·
“Τηλέμαχε, ἄλλα θὰ τὰ βρῆς μονάχος μὲ τὸ νοῦ σου,
ἄλλα ὁ θεὸς θὰ σοῦ τὰ πῆ· τὶ ἡ μάνα σου δὲ θά 'χη
γεννήσει κι ἀναθρέψει σε χωρὶς θεοῦ συμπόνια.”
Εἶπε, κι ὀμπρὸς ἡ Ἀθηνᾶ ξεκίνησε μὲ βιάση,
καὶ πίσωθε στ' ἀχνάρια της ἀκολουθοῦσε ἐκεῖνος, 30
Καὶ φτάσανε στῶν Πυλιωτῶν τὰ πανηγύρια μέσα,
ποὺ μὲ τοὺς γιούς του ἐκεῖ μαζὶ κι ὁ Νέστορας καθόταν,
κι ὁλόγυρα οἱ συντρόφοι του τοιμάζαν τὸ γιορτάσι,
μέρος κρεάσια ψήνοντας, μέρος σουβλίζοντάς τα,
Κι ἅμα τοὺς ξένους γνάντεψαν, ἀντάμα ὅλοι κινοῦνε,
καὶ σφίγγοντας τὰ χέρια τους καλοῦν τους νὰ καθίσουν.
Πρῶτος ὁ γιὸς τοῦ Νέστορα ὁ Πεισίστρατος ζυγώνει,
παίρνει τὸ χέρι τῶν δυονῶν, τοὺς φέρνει στὸ τραπέζι
κι ἀπὰς σὲ μαλακὲς προβιὲς στὸν ἄμμο τοὺς καθίζει,
τοῦ Θρασυμήδη τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ γονιοῦ του δίπλα. 40
Ἀπὸ τὰ σπλάχνα δίνει τους μερίδες, τοὺς γεμίζει
χρυσὸ ποτήρι μὲ κρασὶ, καὶ χαιρετώντας κράζει
στὴν κόρη τοῦ αἰγιδόσκεπου καὶ Δία, τὴν Παλλάδα·
“Εὐκήσου τώρα, ὦ ξένε μου, στὸ μέγα Ποσειδώνα,
ποὺ στὴ γιορτή του τύχατε δωπέρα νὰ βρεθῆτε.
Κι ὄντας τοῦ χύσης κι εὐκηθῆς, καθὼς εἶναι συνήθεια,
δὸς τὸ ποτήρι καὶ τοῦ νιοῦ, γλυκὸ κρασὶ νὰ χύση, τὶ τούς ἀθάνατους
κι αὐτὸς θὰ προσκυνάη· οἱ ἀνθρῶποι ἀνάγκη πάντα τῶν θεῶν τῶν Ὀλυμπήσων ἔχουν.
Ὅμως αὐτὸς μικρότερος κι ὁμήλικός μου ὄντας,
ἐσένα πρῶτα δίνω σου τ' ὁλόχρυσο ποτήρι.” 50
Αὐτὰ εἶπε, καὶ στὰ χέρια του τὸ κρασατάσι δίνει.
Κι ἡ Ἀθηνᾶ τὸ χάρηκε ποὺ ὁ γνωστικὸς λεβέντης
ἐκείνης πρώτης τό 'δωσε τ' ὁλόχρυσο ποτήρι.
Κι ἔκανε ἀμέσως προσευκὴ τοῦ μέγα Ποσειδώνα·
“Ἄκου μας, κοσμοζώστη θεέ, μήν ἀρνηθῆς μας τὰ ὅσα
παρακαλοῦμε νὰ γενοῦν. Καὶ πρῶτα χάριζε τους
καλοτυχιὰ τοῦ Νέστορα καὶ τῶν παιδιῶν του ἀντάμα·
δίνε ὕστερα πολύχαρη στοὺς ἄλλους τοὺς Πυλιῶτες
τὴν πλερωμὴ γιὰ τὴ λαμπρὴ ἑκατοβοδιά τους τούτη.
Δίνε καὶ τοῦ Τηλέμαχου κι ἐμένανε κατόπι 60
καλὸ πατρίδας γυρισμό, σὰν τελεστοῦνε τὰ ὅσα ἐδῶ νὰ πράξουμε ἤρθαμε μὲ τὸ γοργὸ καράβι.”
Κι αὐτὰ ποὺ προσευκότανε μονάχη τὰ τελοῦσε·
προσφέρνει τοῦ Τηλέμαχου τὸ δίχερο ποτήρι,
καὶ τοῦ Δυσσέα ὁ ἀκριβογιὸς προσεύκεται κι ἐκεῖνος.
Καὶ σάνε ψῆσαν κι ἔσυραν τ' ἀπόξωθε κοψίδια,
τὰ μοίρασαν κι ἀρχίσανε τ' ἀρχοντικὸ τραπέζι.
Κι ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ χόρτασε ἡ καρδιά τους,
ὁ Γερηνιώτης Νέστορας ὁ ἀλογογνώστης εἶπε·
“Καὶ τώρα κάλλιο ἂς ρωτηθοῦν οἱ ξένοι αὐτοὶ ποιοί νά 'ναι,
μιὰς καὶ φραθήκανε θροφή. Πῆτε μας, ποιοί εἶστε, ὦ ξένοι; 70
ποποῦθε ταξιδέψατε τοὺς πελαγήσους δρόμους;
τάχα δουλειὰ σᾶς ἔφερε, ἢ ἐδῶ κι ἐκεῖ πλανιέστε
στὶς θάλασσες, σὰν πειρατὲς ποὺ τριγυρνοῦν καὶ φέρνουν,
μὲ τῆς ζωῆς τους κίνδυνο, ζημιὰ σὲ ξένον κόσμο;”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος αὐτὰ τοῦ ἀπολογήθη,
μὲ θάρρος ποὺ ἴδια της ἡ θεὰ τοῦ τό 'βαλε στὸ νοῦ του,
μαντάτα τοῦ χαμένου τοῦ γονιοῦ γιὰ νὰ γυρέψη,
κι ὄνομα σύγκαιρα λαμπρὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ βγάλη.
“Νέστορα, τοῦ Νηλέα ὦ γιέ, τῶν Ἀχαιῶν καμάρι,
ποποῦθε ἐρχόμαστε ρωτᾶς, αὐτὸ θὰ σοῦ ὁρμηνέψω. 80
Ἀπὸ τὸ Θιάκι ἐρχόμαστε, ποκάτω ἀπὸ τὸ Νεῖο,
γιὰ ἀνάγκη ποὺ ὄχι τοῦ λαοῦ, παρὰ δική μας εἶναι.
Νὰ μάθω ποῦ 'ναι ὁ κύρης μου, τὴ φήμη του ἀκλουθώντας,
τοῦ καρτερόψυχου Ὀδυσσέα, ποὺ ἕναν καιρὸ μαζί σου
λὲν πολεμώντας κούρσεψε τὴ χώρα τῆς Τρωάδας.
Κάθε ἄλλος ποὺ πολέμησε τοὺς Τρωαδῖτες τότες,
τ' ἀκούσαμε τὸ τέλος του καὶ τὴν κακή του μοῖρα·
ὡς τόσο ἐκείνου τὸ χαμὸ τὸν κρύβει ὁ γιὸς τοῦ Κρόνου,
καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ σωστὰ τὸ ποῦ ἀφανίστη,
ἂν ἔπεσε μαθὲ στεριᾶς ἀπὸ ἐχτρικὸ κοντάρι, 90
ἢ τ' ἄγρια ἂν τόνε φάγανε νερὰ τῆς Ἀμφιτρίτης.
Γι' αὐτὸ δὰ τώρα πέφτω σου στὰ γόνατα, νὰ μάθω
σὰν ποιό 'τανε τὸ τέλος του κι ἡ κακοθανατιά του,
μὰ ἢ τά 'δες μὲ τὰ μάτια σου, ἢ ἀπ' ἄλλον ἄκουσές τα
τὶ ἡ μάνα τόνε γέννησε γιὰ βάσανα περίσσια.
Καὶ μὴ μοῦ τὰ μισομιλᾶς ἀπὸ συμπόνια ἢ σέβας,
μόν' πές μου τα ἴσια, καταπῶς τὰ μάτια σου τὸν εἶδαν.
Παρακαλῶ σε, ἂν ὁ λαμπρὸς γονιός μου ὁ Ὀδυσσέας
ἢ λόγο ἢ πράξη σοῦ 'ταξε καὶ τέλεσε στὴν Τροία,
ἐκεῖ ποὺ ἀρίθμητα δεινὰ στοὺς Ἀχαιοὺς πλακῶσαν, 100
θυμήσου τα τὴν ὥρα αὐτὴ, καὶ πές μου τὴν ἀλήθεια.”
Κι ὁ Γερηνιώτης Νέστορας ὁ ἀλογογνώστης τοῦ εἶπε·
“Φίλε μου, ἀφοῦ μοῦ θύμισες τὰ πάθια ποὺ ἐκεῖ τότες
τραβήξαμε τῶν Ἀχαιῶν τ' ἀκράτητα ἐμεῖς τέκνα,
κι ὅσα στὰ πέλαγα τ' ἀχνὰ γυρνώντας μὲ καράβια,
σὰ βγαίναμε στὰ λάφυρα τὸν Ἀχιλλέα ἀκλουθώντας,
καὶ πάλε γύρω στὸ καστρὶ τοῦ Πρίαμου τοῦ ρήγα
σὰν πολεμούσαμε· ὅλοι ἐκεῖ οἱ καλύτεροί μας πῆγαν.
Ἐκεῖ ὁ λεβέντης ὁ Αἴαντας, ἐκεῖ κι ὁ Ἀχιλλέας,
κι ὁ Πάτροκλος, ποὺ μὲ θεοὺς μπόρειε νὰ βγῆ στὴ γνώση, 110
ἐκεῖ κι ὁ γιός μου ὁ ἀκριβός, τὸ παλληκάρι τ' ἄξιο,
ὁ Ἀντίλοχος, ὁ ξακουστὸς στὸ δρόμο καὶ στὴ μάχη.
Κι ἄλλα πολλὰ παθήματα κοντὰ σ' αὐτὰ μᾶς βρῆκαν·
μὰ ποιός θνητὸς ,θὰ δύνονταν αὐτὰ νὰ τὰ ἱστορήση;
Καὶ πέντε κι ἔξη ἂν ἔμνησκες χρόνους ἐδῶ ρωτώντας,
νὰ μάθης τὰ ὅσα πόφεραν οἱ Ἀχαιοὶ οἱ λεβέντες,
βαριεστημένος κι ἄμαθος στὸν τόπο σου θὰ γύρνας.
Χρόνους ἐννιὰ τοὺς πλέχναμε χαμὸ μὲ μύριες τέχνες,
καὶ μετὰ βίας τοῦ Κρόνου ὁ γιὸς τὸν ἔφερε σὲ τέλος.
Μὲ τὸν τρανὸ Ὀδυσσέα κανεὶς στὴ γνώμη δὲ μποροῦσε 120
νὰ παραβγῆ, ποὺ πάντα αὐτὸς ἔβγαιν' ἀπ' ὅλους πρῶτος
σὲ πᾶσα τέχνη, ὁ κύρης σου, ἂν εἶσαι ἐσὺ στ' ἀλήθεια
παιδί του ἐκείνου· ξαφνισμὸς μὲ παίρνει σὰν κοιτῶ σε.
Μοιάζει ἡ μιλιὰ σας, μὰ τὸ ναί, καὶ θά 'λεγες πὼς νέος
μὲ τόση γνώση γέρικη δὲν μπόρειε νὰ μιλήση.
Ποτὲς οἱ δυό μας, ὁ λαμπρὸς Δυσσέας κι ἐγώ, νὰ βγοῦμε
ἀσύφωνοι σὲ συντυχιὰ ἢ βουλὴ δὲν ἔτυχέ μας,
παρὰ μιὰ γνώμη δείχνοντας, μὲ στοχασιὰ καὶ σκέψη
τί τοὺς Ἀργῖτες σύφερνε πασκίζαμε νὰ βροῦμε.
Μὰ σὰν τὴ διαγουμίσαμε τοῦ Πρίαμου τὴ χώρα, 130
καὶ στὰ καράβια μπήκαμε, καὶ θεὸς τοὺς σκόρπιζε ὅλους
τοὺς Ἀχαιούς, κακὸ ἐρχομὸ μᾶς μελετοῦσε ὁ Δίας,
γιατὶ ὅλοι τους δὲν ἤτανε στοχαστικοὶ καὶ δίκιοι,
καὶ σὲ πολλοὺς τους ἔπεσε σὰ φοβερὴ κατάρα
ἡ ὀργὴ τῆς γαλανόματης τοῦ Δία θυγατέρας,
ποὺ σκόρπισε διχογνωμιὰ στοὺς δυὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἀτρέα.
Σὲ σύναξη καλέσανε τὰ πλήθη αὐτοί, τοῦ κάκου,
καὶ ξώκαιρα, σὰν ἔγερνε κατὰ τὸ βράδυ ὁ ἥλιος,
κι ἦρθαν τῶν Ἀχαιῶν οἱ γιοὶ κρασὶ βαριοπιωμένοι,
κι ἐκεῖνοι τοὺς ξηγούσανε γιατὶ συνάξανέ τους. 140
Τοὺς ἔλεγε ὁ Μενέλαος τοὺς Ἀχαιοὺς νὰ σύρουν
στὸν τόπο τους, τὶς διάπλατες τὶς θάλασσες περνώντας·
ὡς τόσο ὁ Ἀγαμέμνονας μὴ στέργοντας, τοὺς κράτα,
γιὰ νὰ τελέση τῆς θεᾶς ἱερὲς θυσίες πρῶτα,
τὴ μάνητά της θέλοντας μ' αὐτὲς νὰ μαλακώση.
Κλούβιος, καὶ δὲν τὸ γνώριζε πὼς δὲν τὴ μεταπείθει,
γιατὶ ἔτσι τῶν ἀθάνατων ἡ γνώμη δὲ γυρίζει.
Κι οἱ δυὸ καθὼς στεκόντανε βαριὰ λογομαχώντας,
σηκώθηκαν οἱ Ἀχαιοὶ μὲ χλαλοή μεγάλη,
καὶ χωριστήκανε σὲ δυὸ ταράφια ἀπὸ δυὸ γνῶμες. 150
Ἕνας τὸν ἄλλο ὀχτρεύοντας πλαγιάσαμε τὴ νύχτα,
τὶ ὁ Δίας μᾶς μαγείρευε κακὸ καὶ μαῦρο τέλος.
Μὰ τὴν αὐγὴ τραβήξαμε στὴ θάλασσα τὰ πλοῖα,
καὶ μέσα κι οἱ βαθιόζωνες γυναῖκες μὲ τὰ πλούτια.
Ὡς τόσο μείνανε οἱ μισοὶ κοντὰ στὸν Ἀγαμέμνο,
τοῦ Ἀτρέα τὸ γιό, τὸ βασιλιά,κι οἱ ἄλλοι στὰ καράβια.
Καὶ τὰ καράβια ἀρμένιζαν ὁλόπρυμα, τὶ κάποιος
τότες θεὸς μᾶς ἔστρωνε τὰ τρίσβαθα πελάγη.
Στὴν Τένεδο σὰν ἤρθαμε, γυρνώντας στὴν πατρίδα,
σφαχτὰ προσφέραμε τῶν θεῶν μὰ ὁ ἄσπλαχνος ὁ Δίας 160
δὲν ἔστεργε νὰ φτάσουμε, μόνε κακὲς διχόνοιες
πάλε μᾶς ἔσπερνε. Πολλοὶ γυρίσανε ξοπίσω μὲ τὰ καράβια τὰ γερτὰ, τὸ βασιλιὰ ἀκλουθώντας
τὸν Ὀδυσσέα, τὸ γνωστικὸ καὶ τὸν πολυτεχνίτη,
νὰ μὴ χαλάσουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀφέντη τοῦ Ἀγαμέμνου·
ὡς τόσο μ' ὅσα ἐγὼ ὅριζα, λίγα πολλὰ καράβια,
ξεκίνησα νὰ φύγουμε, τὶ τά 'νιωθα τὰ πάθια ποὺ ὁ θεὸς μᾶς κρυφοτοίμαζε στὸ λογισμό του μέσα.
Ἐτσι κι ὁ πολεμόχαρος γιὸς τοῦ Τυδέα κινοῦσε, καὶ τοὺς συντρόφους του ἔπαιρνε.
Καὶ λίγο ἀργότερά μας νά κι ὁ Μενέλαος ὁ ξανθὸς
προφταίνει πρὸς τὴ Λέσβο, ἐκεῖ ποὺ μελετούσαμε τὸ μακρινὸ ταξίδι,
ἂν παραπάνω ἀπὸ τὴ Χιὸ τὴ βράχινη θὰ βγοῦμε, 170
πρὸς τὴν Ψυριά, ἀπὸ τὰ ζερβὰ ἐτούτη ἀφήνοντάς την,
ἢ κάτω, πρὸς τὸ Μίμαντα τὸν ἀνεμοδαρμένο.
Καὶ τοῦ θεοῦ ζητήσαμε σημάδι, καὶ μᾶς ἦρθε·
νὰ σκίσουμε τὸ πέλαγο, μᾶς ἔλεγε, ὡς τὴν Εὔβοια,
γλήγορο ἂν θέμε γλυτωμὸ ἀπὸ βάσανα μεγάλα.
Φύσηξε πρύμος ἄνεμος, καὶ τρέξαν τὰ καράβια
μὲς στὰ ψαράτα πέλαγα, κι ἀράξαμε τὴ νύχτα
στὴ Γεραιστό· πολλῶν ἐκεῖ τοῦ Ποσειδῶνα ταύρων
μεριὰ τοῦ κάψαμε ὕστερα ἀπὸ τόσου πέλαου δρόμο.
Σὰν ἦρθε ἡ μέρα ἡ τέταρτη, οἱ συντρόφοι τοῦ Διομήδη τοῦ ἀλογοδαμαστῆ, τοῦ γιοῦ τοῦ ἡρωϊκοῦ Τυδέα, 180
μὲς στ' Ἄργος φέρναν κι ἄραζαν τὰ ὡραῖα τους καράβια·
ὡς τόσο γιὰ τὴν Πύλο ἐγὼ τραβοῦσα, κι ὁλοένα
φυσοῦσε ὁ οὔριος ἄνεμος ποὺ ὁ θεὸς εἶχε σταλμένο.
Ἐτσι ἦρθα, γιέ μου, ἀνήξερος, κι ἀκόμα δὲ γνωρίζω
ποιοί τότες γλύτωσαν, καὶ ποιοί χαθήκανε καὶ πῆγαν.
Μὰ ὅσα μὲς στοὺς πύργους μου κάθουμ' ἐδῶ κι ἀκούγω,
θὰ τά 'χης μὲ τήν τάξη τους καὶ δὲ θὰ σοῦ τὰ κρύψω.
Ἤρθανε, λέν, τοῦ κονταριοῦ οἱ τεχνῖτες Μυρμιδόνες,
ποὺ ὁ γιὸς τοῦ μεγαλόψυχου Ἀχιλλέα τοὺς ὁδηγοῦσε,
ἦρθε κι ὁ δοξαστὸς ὁ γιὸς τοῦ Ποία ὁ Φιλοχτήτης. 190
Κι ὁ Ἰδομενέας κατέβασε στὴν Κρήτη τοὺς δικούς του,
ὅσοι ἀπὸ μάχες γλύτωσαν καὶ κῦμα δὲν τοῦς πῆρε.
Γιὰ τοῦ Ἀτρέα τὸ γιὸ κι ἐσεῖς θ' ἀκούσατε μακριάθε,
πὼς ἦρθε, καὶ πὼς ὁ Αἴγιστος φριχτὸ τοῦ φύλαε τέλος.
Ὅμως κι αὐτὸς τὸ πλέρωσε πολὺ πικρά, καὶ βλέπεις
πόσο καλό 'ναι ἀπόγονο ν' ἀφήνη ὅποιος πεθαίνει
σὰν κεῖνον ποὺ γδικιώθηκε τὸν Αἴγιστο τὸν πλάνο,
ποὺ τὸ γονιό του χάλασε τὸν πολυδοξασμένο.
Κι ἐσὺ, καλὲ μου, ποὺ ὄμορφο σὲ βλέπω καὶ μεγάλο,
νὰ γίνης καὶ παλληκαράς, νὰ σὲ παινοῦν κατόπι.” 200
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος αὐτὰ τοῦ ἀπολογήθη·
“Νέστορα, τοῦ Νηλέα γιέ, τῶν Ἀχαιῶν καμάρι,
καλὰ τόνε γδικιώθηκε, κι οἱ Ἀχαιοὶ θ' ἁπλώσουν
τὴ φήμη του ν' ἀκούγεται χρόνους πολλοὺς κατόπι.
Μακάρι τόση δύναμη κι ἐμένα οἱ θεοὶ νὰ δίναν,
νὰ γδικιωθῶ τὶς ἀδικιὲς τῶν ἄσπλαχνων μνηστήρων,
ποὺ μὲ περίσσια ἀδιαντροπιὰ λογῆς κακὰ μοῦ πλέχνουν.
Μὰ τέτοιο ριζικὸ οἱ θεοὶ δὲ δῶκαν τοῦ γονιοῦ μου
κι ἐμένανε, κι ἀπομονὴ νὰ κάμω πρέπει τώρα.”
Κι ὁ Γερηνιώτης Νέστορας ὁ ἀλογατὰς τοῦ κάνει· 210
“Φίλε μου, μιὰς καὶ τέτοια ἐσὺ μοῦ θύμισες καὶ μοῦ 'πες,
λένε πὼς περισσοὶ γαμπροὶ τὴ μάνα σου ζητώντας,
μέσα στοὺς πύργους σου δουλειὲς καὶ βάσανα σκαρώνουν.
Πές μου, ἤθελες καὶ τὰ τραβᾶς, ἢ τάχα ὁ κόσμος ὅλος
σ' ὀχτρεύεται, κάποιου θεοῦ κρυφὴ φωνὴ ἀκλουθώντας;
Ποιός ξέρει ἐκειὸς ἂ δὲν ἐρθῆ καὶ δὲν τοὺς τὰ πλερώση,
ἢ μοναχός του, ἢ καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀχαιοὺς μιὰν ὥρα;
Τὶ ἡ γαλανόματη Ἀθηνᾶ κι ἐσένα ἂν ἀγαποῦσε
καθὼς πονοῦσε ἕναν καιρὸ τὸν ξακουστὸ Ὀδυσσέα
στὴν Τροία, ἐκεῖ ποὺ ὅλους μας πολλὰ μᾶς τρῶγαν πάθια, 220
— δὲν εἶδα, ἀλήθεια, ἀθάνατο τόση νὰ δείχνη ἀγάπη
ὅση ἔδειχνέ του φανερὰ ἡ Ἀθηνᾶ ἡ Παλλάδα, —
ἔτσι κι ἐσένα, ἂν ἤθελε νὰ σὲ πονῆ στὸ νοῦ της,
πολλοὶ τους θὰ ξεχνούσανε τοῦ γάμου τὴ λαχτάρα.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος ἀπολογήθη κι εἶπε.
“Δὲν τὸ πιστεύω, γέροντα, νὰ τελεστῆ τὸ μοῦ 'πες·
μεγάλος λόγος, ποὺ τὸ νοῦ σαστίζει· δὲν τὸ 'λπίζω
τέτοιο 'να πρᾶμα νὰ γενῆ κι ἂν οἱ θεοι θελήσουν.”
Κι ἡ γαλανόματη θεὰ γυρίζει καὶ τοῦ κάνει·
“Τί λόγια ἀπὸ τὰ χείλη σου, Τηλέμαχε, ξεφύγαν; 230
Θεὸς ἂν θέλη, τὸ θνητὸ κι ἀπὸ μακριὰ γλυτώνει.
Κάλλια 'χα νὰ τυραννιστῶ κι ἀρίθμητα νὰ πάθω,
πατρίδα ὡς ποὺ νὰ ξαναδῶ καὶ γυρισμὸ νὰ νιώσω,
παρὰ ὅπως ὁ Ἀγαμέμνονας νὰ βρῶ χαμὸ στὸ σπίτι,
ποὺ θῦμα πῆγε τοῦ Αἴγιστου καὶ τοῦ ἄπιστου ταιριοῦ του.
Τὶ ἀπὸ παρόμοιο θάνατο μήτε οἱ θεοὶ τοῦ Ὀλὐμπου
ἀγαπημένο τους θνητὸ δὲ δύνουνται νὰ σώσουν,
τοῦ χάρου τοῦ τεντόκορμου σὰν τὸν πλακώσ' ἡ μοῖρα.”
Κι ὁ γνωστικὸς Τηλέμαχος γυρίζει καὶ τῆς κρένει·
“Μέντορ', αὐτὰ ἂς τὰ πάψουμε, πολὺς κι ἂν εἶναι ὁ πόνος· 240
δὲν ἔχει ἐκεῖνος γυρισμὸ· οἱ ἀθάνατοι πιὰ τώρα
τὸ θάνατο του ὁρίσανε καὶ τὴν κακή του μοῖρα.
Τώρα ἄλλο ἐγὼ τοῦ Νέστορα θὰ πῶ καὶ θὰ ρωτήξω,
τὶ κρίνει καὶ κατέχει αὐτὸς ὅσο κανένας ἄλλος·
τρεῖς λένε πὼς βασίλεψε γενεὲς αὐτὸς ἀνθρώπων,
καὶ σὰν ἀθάνατος σφαντάει σὰν τοῦ κοιτῶ τήν ὄψη.
Νέστορα, τοῦ Νηλέα γιέ, πές μου ὅλη τὴν ἀλήθεια·
πῶς πέθανε ὁ Ἀγαμέμνονας ὁ μέγας γιὸς τοῦ Ἀτρέα;
καὶ ποῦ ἤτανε ὁ Μενέλαος; σὰν τί τὸ μαῦρο τέλος
ποὺ ὁ πονηρὸς ὁ Αἴγιστος σοφίστηκε καὶ βρῆκε, γιὰ νὰ ξεκάμη ἀντίμαχο πολὺ καλύτερό του; 250
ἢ νά 'λειπε ὁ Μενέλαος, καὶ κάπου ἀλλοῦ πλανιόταν,
κι ἐκεῖνος ξεθαρρεύτηκε καὶ σκότωσε τὸ ρήγα;”
Κι ὁ Γερηνιώτης Νέστορας ὁ ἀλογατὰς τοῦ κρένει·
“Ὅλα σωστὰ κι ἀληθινὰ θὰ σοῦ τὰ πῶ, παιδί μου.
Καὶ μόνος σου φαντάζεσαι τὸ πῶς αὐτὰ θὰ βγαῖναν,
ἂ ζοῦσε ἀκόμα ὁ Αἴγιστος μὲς στᾶ παλάτια ἐκεῖνα,
τότες ποὺ γύρισε ὁ ξανθὸς Μενέλαος ἀπ' τὴν Τροία·
ὡς μήτε γῆς δὲ θά 'ριχταν ἀπὰς στὸ λείψανο του,
παρὰ θὰ τόνε τρώγανε πετάμενα καὶ σκύλοι,
μέσα στῶν κάμπων τὶς ρημιές, ἀλάργ' ἀπὸ τὴ χώρα, 260
καὶ μήτε θὰ τὸν ἔκλαιγε ποτὲς Ἀχαιοπούλα
κατόπι τέτοιο κάμωμα· ποὺ ἐμεῖς ἐκεῖ μὲ μύριους
ἀγῶνες τυραννιόμασταν, κι ἐτοῦτος φωλιασμένος
μὲς στ' Ἄργος τ' ἀλογόθροφο προσπάθειε μὲ τὰ λόγια τὸ ταίρι τοῦ Ἀγαμέμνονα κρυφὰ νὰ ξελογιάση.
Ὡς τόσο ἀρνιόταν τ' ἄπρεπο τὸ κάμωμα ἡ πανώρια
ἡ Κλυταιμνήστρα στὴν ἀρχή, τ' εἶχε καλὴ τὴ γνώμη.
Σιμά της κι ὁ τραγουδιστὴς ἀγρύπνα, ποὺ ὁ Ἀτρείδης
νὰ τὴ φυλάη παράγγειλε μισεύοντας στὴν Τροία.
Μὰ τότες ποὺ οἱ ἀθάνατοι ψηφίσαν τὸ χαμό της,
τὸν παίρνει τὸν τραγουδιστὴ σὲ ρημονήσι ἐκεῖνος, 270
κι ἀφήνοντάς τον νὰ γενῆ ξεφάντωμα τῶν ὄρνιων,
τὴ φέρνει σπίτι πρόθυμη καθὼς κι ὁ ἴδιος ἦταν.
Ἀρίθμητα ἔψησε μεριὰ πὰς στοὺς βωμοὺς τῶν θεῶνε,
μύρια στολίδια κρέμασε, καὶ τούλια καὶ χρυσάφια,
ποὺ τέτοιο πρᾶμα ἀνόλπιστο καὶ μέγα ἔβγαλε πέρα.
Ὡς τόσο ἀπὸ τὴν Τροία ἐμεῖς ἐρχάμενοι, τοῦ Ἀτρέα
ὁ γιὸς κι ἐγὼ, οἱ δυὸ βλάμηδες, περνούσαμε τὸ κῦμα·
ὅμως στὸ Σούνι, τὸ ἱερὸ σὰ φτάσαμε ἀκρωτήρι
τῶν Ἀθηνῶνε, ὁλόξαφνα ὁ Ἀπόλλωνας ὁ, Φοῖβος
τὸ δόλιο τοῦ Μενέλαου χτυπάει καραβοκύρη, 280
μὲ τὶς λαμπρὲς του σαϊτιές, καὶ τὴ ζωή του παίρνει,
ἐκεῖ ποὺ κράταε τοῦ γοργοῦ τοῦ καραβιοῦ τὸ δοιάκι,
τὸ Φρόντη τοῦ Ὀνήτορα, ποὺ τοὺς ξεπέρναε ὅλους
σὲ καραβιοῦ κυβέρνημα σὰ μάνιαζε ἀνεμούρα. Ἔτσι μποδίστη ὁ δρόμος του,
πολλὴ κι ἂν εἶχε βιάση, σὲ φίλο θέλοντας νεκρὸ στερνὲς τιμὲς νὰ δώση,
Μὰ ὅταν κι αὐτὸς στὰ μελανὰ τὰ πέλαγα ὄξω βγῆκε
μὲ τὰ γοργὰ καράβια του, καὶ στὸ βουνὸ Μαλέα
κατέβηκε ἀρμενίζοντας, τότες φριχτὸ ταξίδι ὁ Δίας ὁ βροντόφωνος
τοῦ τοίμασε, μὲ ἀνέμους ποὺ σφυριχτοὶ φυσούσανε,
καὶ κύματα σηκῶναν μέσα στὴν ἄγρια θάλασσα, πελώρια ἴσαμε ὄρη. 290
Καὶ χώρισε τὰ πλοῖα σὲ δυό· μέρος στὴν Κρήτη πέσαν,
ποὺ κατοικοῦν οἱ Κύδωνες στοὺς ὄχτους τοῦ Ἰαρδάνου.
Ἐκεῖ γκρεμνὸς πρὸς τὸ γιαλὸ γλιστρὸς ἁψηλοστέκει
στῆς Γόρτυνας τὰ πέρατα, κι ὀμπρος στ' ἀχνὰ πελάγη·
αὐτοῦ, πρὸς τή Φαιστὸ μεριά, φυσάει Νοτιὰς κι ἀμπώθει
μεγάλο κῦμα στὸ ζερβὸ τὸν κάβο· πέτρα τότες
πίσω τὸ διώχνει μικρουλὴ τὸ κῦμα τὸ μεγάλο.
Ἐκεῖ τὰ πλοῖα ξέπεσαν καὶ σπάσανε στὰ βράχια
καὶ μετὰ βίας ἀπὸ χαμὸ γλυτώσανε οἱ ἀνθρῶποι· τὰ πέντε ὅμως μαυρόπλωρα καράβια ποὺ σωθῆκαν,
τὰ τράβηξε στὴν Αἴγυπτο τῆς τρικυμιᾶς ἡ φόρα. 300
Πολὺ ἐκεῖ βιὸς συνάζοντας καὶ μάλαμα ὁ Μενέλαος,
μὲ τὰ καράβια γύριζε σὲ ἀλλόγλωσσους ἀνθρώπους·
στ' Ἄργος ὡς τόσο ὁ Αἴγιστος φριχτοὺς σκοποὺς τελώντας,
Χρόνους ἑφτὰ βασίλεψε μὲς στὴ χρυσὴ Μυκήνη,
τὸν Ἀγαμέμνονα ἔσφαξε καὶ δάμασε τὴ χώρα.
μὰ στοὺς ὀχτὼ πλακώνοντας ὁ θείος Ὀρέστης,
ἀπ' τὴν Ἀθήνα κόβει τὸ φονιὰ τοῦ δοξαστοῦ γονιοῦ του,
τον πονηρὸ τον Αίγισθο, το φονιά του τιμημένου του πατέρα.
καὶ στοὺς Ἀργῖτες ἔδωσε τὸ νεκρικὸ τραπέζι,
καὶ γιὰ τὸν ἄναντρο Αἴγιστο καὶ γιὰ τὴν ἔρμη μάνα. 310
Τὴν ἴδια μέρα τοῦ 'ρχεται κι ὁ ἀντρόφωνος Μενέλαος,
μὲ πράματα ὅσα δύνουνταν τὰ πλοῖα του νὰ σηκώσουν.
"Φίλε, κι ἐσὺ πολὺ μακριὰ στὰ ξένα μὴν πλανιέσαι,
καὶ βιὸς στὸ σπίτι μὴν ἀφήνης,
μὲ τέτοιους ἄτιμους μὴ σοῦ τὰ φᾶνε,
καὶ σοῦ βγῆ τοῦ κάκου αὐτὸς ὁ δρόμος.
Ὡστόσο συβουλεύω σε νὰ σύρης στοῦ Μενέλαου,
ποὺ εἶναι ὅτ' ἦρθε ἀπὸ λαοὺς ποὺ γυρισμὸ δὲ βλέπεις,
μιὰς κι ἀπ' ἀνέμους πλανηθῆς σ' ὅμοια μεγάλα κι ἄγρια 320
πελάγη, ποὺ μήτε πουλιὰ στὸ χρόνο· δὲ γυρνᾶνε.
Τράβα μὲ τὸ καράβι σου καὶ μὲ τή συντροφιά σου,
ἢ ἂν προτιμᾶς ἀπὸ στεριᾶς, νά, ἀλόγατα κι ἁμάξι·
συνταξιδιῶτες ἔπαρε τοὺς γιούς μου, νὰ σὲ φέρουν
στὴν ὥρια Λακεδαίμονα πού 'ναι ὁ ξανθὸς Μενέλαος.
Κι ἀτός σου παρακάλειε τον νὰ σοῦ πῆ τὴν ἀλήθεια,
ἀγκαλὰ ψέμα δὲ θὰ πῆ, τὶ ἔχει περίσσια γνώση.”
Εἶπε· μὲ τὸ βασίλεμα πέφτει σκοτάδι ὡς τόσο,
καὶ τότες λέει τοῦ Νέστορα ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα· 330
“Σωστὰ μᾶς τά 'πες, γέροντα· ὅμως τὶς γλῶσσες κόψτε,
καὶ βάλτε στὸ κρασὶ νερό, κι ἀφοῦ στὸν Ποσειδώνα
καὶ στοὺς λοιποὺς ἀθάνατους στάξουμε στάλες, τότες
ἂς πᾶμε καὶ γιὰ πλάγιασμα, τὶ ἡ ὥρα του ζυγώνει.
Τὸ φῶς στὰ σκότη χάνεται, καὶ δὲν πολυταιριάζει
νὰ τὸ παρατραβήξουμε σὲ θεϊκὸ τραπέζι.”
Εἶπε τοῦ Δία ἡ κόρη αὐτὰ, κι οἱ ἄλλοι τὴν ἀκοῦσαν,
Τότες νερὸ τοὺς ἔχυσαν οἱ κήρυκες στὰ χέρια,
κι οἱ νέοι στεφανώσαντας μὲ τὸ κρασὶ κροντήρια,
κάθε ποτήρι γέμισαν τὴν ἀπαρχὴ ἀφοῦ στάξαν· 340
ρίξαν τὶς γλῶσσες στὴ φωτιά, κι ἀφοῦ σταθῆκαν ὄρθιοι,
κι ἔσταξαν στάλες κι ἤπιανε ὅσο ἤθελε ἡ καρδιά τους,
ὁ θεόμορφος Τηλέμαχος κι ἡ Ἀθηνᾶ μαζί του,
κατὰ τὸ πλοῖο τὸ κουφωτὸ κινήσανε, μὰ πίσω
ὁ Νέστορας τοὺς κράτησε τοὺς δυό, κι αὐτὰ τοὺς εἶπε·
“Ὁ Δίας κι οἱ ἄλλοι ἀθάνατοι θεοὶ νὰ μὴν τὸ δώσουν
ἐσεῖς νὰ πᾶτε στὸ γοργὸ καράβι ἀπὸ τὰ μένα,
σὰν ἀπὸ κάποιονε γυμνὸ κι ὁλόφτωχο στ' ἀλήθεια,
ποὺ χράμια καὶ παπλώματα στὸ σπίτι του δὲν ἔχει,
γιὰ νὰ κοιμᾶται μαλακὰ κι αὐτὸς κι οἱ ξένοι ποὺ ἔρθουν, 350
Μὰ ἐδῶ κι ἀπὸ παπλώματα κι ἀπ' ὥρια χράμια βρίσκει.
Ποτὲς ὁ γιὸς τοῦ ἄντρα ἐκεινοῦ, τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα,
δὲ θὰ πλαγιάση ἀκοίταχτος σὲ καραβιοῦ σανίδια,
ὅσο ἐγὼ ζῶ, καὶ τέκνα μου στὸν πύργο μου ἀπομνήσκουν,
τοὺς ξένους νὰ φιλεύουνε ποὺ τύχη ἐδῶ νὰ ρθοῦνε.
Κι ἡ γαλανόματη θεὰ τοῦ κρένει τότε ἐκείνου·
“Φρόνιμα τά 'πες, γέρο, αὐτά, καὶ πρέπει νὰ σ' ἀκούση,
καὶ νά 'ρθη στὰ παλάτια σου ὁ Τηλέμαχος τὴ νύχτα.
Ἐγὼ στὸ μαῦρο πλοῖο τραβῶ νὰ κράξω τοὺς συντρόφους, 360
καὶ τό 'να τ' ἄλλο νὰ τοὺς πῶ σὰ μεγαλύτερός τους.
Ὅλοι ἀπ' ἀγάπη οἱ νέοι αὐτοὶ κι οἱ συνομήλικοί του
τὸ μεγαλόψυχο ὡς ἐδῶ Τηλέμαχο ἀκλουθῆσαν.
Ἐκεῖ λοιπὸν ἐγώ, σιμὰ στὸ μαῦρο πλοῖο πλαγιάζω,
καὶ τὴν αὐγὴ στοὺς Καύκωνες μισεύω, τοὺς λεβέντες,
ποὺ κάποιο χρέος μοῦ χρωστοῦν, κι ὄχι καινούργιο χρέος,
μήτε μικρό, κι ἐτούτονε, στοὺς πύργους σου μιὰς κι ἦρθε,
μ' ἁμάξι ὁ γιός σου ἂς πάρη τον, κι ἀλόγατα τοῦ δίνεις,
τὰ πιὸ ἀλαφρὰ στὸ τρέξιμο, τὰ πιὸ γερὰ στὸ πόδι.” 370
Αὐτὰ σὰν εἶπε ἡ Ἀθηνᾶ ἡ γαλανοματοῦσα,
ἔγινε ἀϊτὸς καὶ πέταξε· κι ὅσοι εἶδαν ξαφνιστῆκαν.
Ἴδιος ὁ γέρος σάστισε τηρώντας τέτοιο θᾶμα,
καὶ πιάνει τοῦ Τηλέμαχου τὸ χέρι καὶ τοῦ κρένει·
“Ὦ φίλε, ἐσὺ μήτε κακὸς μήτ' ἄναντρος δὲ θά 'σαι,
ἀφοῦ θεοὶ στὴ νιότη σου ὁδηγοὶ σὲ ἀκολουθᾶνε.
Καὶ τοῦ Ὄλυμπου ἄλλος κάτοικος δὲν εἶναι ἐτοῦτος, μόνε
ἡ κόρη ἡ τριτογέννητη κι ἡ δοξαστὴ τοῦ Δία,
ποὺ ἀπ' τοὺς Ἀργῖτες ξέχωρα τὸν κύρη σου τιμοῦσε.
Ἡ χάρη σου, ὦ βασίλισσα, λαμπρὴ ἂς μᾶς φέρνη δόξα, 380
κι ἐμένα, καὶ στὰ τέκνα μου, καὶ στὸ καλό μου ταίρι·
κι ἐγὼ μιὰ πλατομέτωπη δαμάλα θὰ σοῦ σφάξω,
χρονιάρικη, ποὺ σὲ ζυγὸ δὲν μπῆκε ἀνθρώπου ἀκόμα.
καὶ θὰ τὴ σφάξω, ἀφοῦ καλὰ τὰ κέρατα χρυσώσω.”
Αὐτὰ εἶπε, καὶ τὴν προσευκὴ συνάκουσε ἡ Παλλάδα.
Κι ὁ Γερηνιώτης Νέστορας ξεκίνησε ὡς στὰ ὥρια
παλάτια του, μὲ τοὺς γαμπροὺς κατόπι καὶ τοὺς γιούς του.
Καὶ φτάνοντας στὰ ξακουστὰ τοῦ βασιλέα παλάτια,
ἀράδα σ' ἕδρες καὶ θρονιὰ καθίσανε, κι ὁ γέρος
κροντήρι σμίγει τους κρασί γλυκόπιοτο, ποὺ χρόνους 390
τό 'χε ἕντεκα ἡ κελάρισσα, καὶ τώρα τ' ἄνοιγέ τους,
Αὐτὸ τοὺς ἔσμιξε νὰ πιοῦν, καὶ στάλα ἔχυσε χάμου,
μ' εὐκὲς στοῦ αἰγιδόσκεπου τοῦ Δία τὴ θυγατέρα.
Καὶ στοὺς θεοὺς σὰν ἔσταξαν κι ἤπιαν ὅσο ἀγαποῦσαν,
κινήσανε γιὰ πλάγιασμα στὸ σπίτι του ὁ καθένας,
μὰ τὸν Τηλέμαχο, τὸ γιὸ τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα,
ὁ ἀλογολάτης Νέστορας τὸν κοίμισε στοῦ πύργου
τὴ σάλα τὴν πολύβοη, σὲ τορνευτὸ κλινάρι,
μὲ πλάγι τὸν Πεισίστρατο, τὸ λυγερὸ λεβέντη, 400
ποὺ ὄντας ἀκόμα ἀνύπαντρος στοῦ κύρη κατοικοῦσε.
Ἴδιος ὁ γέρος πλάγιασε στὰ ὁλόβαθα τοῦ πύργου,
σὰν ἔσιαξέ του ἡ σύγκλινη στρωσίδια καὶ κλινάρι.
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
κι ὁ ἀλογολάτης Νέστορας σηκώθη ἀπὸ τὴν κλίνη,
κι ἦρθ' ὄξωθε καὶ κάθισε στὰ σκαλιστὰ λιθάρια,
ποὺ ὁλόμπροστα στὶς ἀψηλὲς βρισκόντουσαν τὶς θύρες,
ἄσπρα, γυαλιστερά. Ἐκεῖ καθόταν κι ὁ Νηλέας
στὰ παλιὰ χρόνια, ποὺ ἤτανε στὴ γνώση θεὸς μονάχος.
Ὅμως ἐκειόνε ὁ θάνατος τὸν ἔφερε στὸν Ἅδη, 410
καὶ τώρα φύλακας ἐκεῖ τῶν Ἀχαιῶν καθόταν
ὁ ρήγας Νέστορας· σιμὰ κι οἱ γιοί του μαζευτῆκαν,
ἀπὸ τὴν κλίνη ὅτ' ἤρθανε· ὁ Ἐχέφρονας, ὁ Στράτης,
μὲ τὸν Περσέα ὁ Ἄρητος, κι ὁ ὁμοιόθεος Θρασυμήδης.
Ἀδέρφι ἔχτο ὁ ἥρωας Πεισίστρατος τοὺς ἦρθε,
κι ἀντάμα τὸ θεόμοιαστο Τηλέμαχο σὰ βάλαν,
ὁ ἀλογολάτης Νέστορας ἀρχίζει, ὁ Γερηνιώτης·
“Παιδιά μου, γλήγορα ἂς γενῆ ἡ ἀποθυμιά μου ἐτούτη,
τὴν Ἀθηνᾶ ἀπὸ τοὺς θεοὺς νὰ ξιλεώσω πρώτη,
ποὺ μοῦ 'ρθεν ὁλοφάνερη πὰς στὸ λαμπρὸ τραπέζι. 420
Ἕνας νὰ τρέξη στὴ βοσκὴ νὰ βρῆ καλὴ δαμάλα,
ποὺ ὁ ἀγελαδάρης ὡς ἐδῶ κεντώντας θὰ τὴ φέρη·
στὸ πλοῖο τοῦ μεγαλόψυχου Τηλέμαχου ἂς πάη ἄλλος,
νὰ φέρη τοὺς συντρόφους του, καὶ μόνε δυὸ ἂς ἀφήση·
τρίτος ἐδῶ τὸ χρυσοχὸ Λαέρκη νά 'ρθη ἂς κράξη,
τοῦ δαμαλιοῦ τὰ κέρατα γιὰ νὰ μαλαματώση.
Μείνετ' οἱ ἄλλοι ἐσεῖς αὐτοῦ, καὶ στὰ παλάτια μέσα
τραπέζια νὰ τοιμάσουνε στὶς παρακόρες πῆτε,
νὰ φέρουν καὶ καθίσματα, ξύλα, νερὸ καθάριο.”
Αὐτὰ εἶπε, κι ὅλοι τρέξανε· κι ἦρθε ἡ δαμάλα ἀπέξω, 430
ἦρθαν τοῦ μεγαλόψυχου Τηλέμαχου οἱ συντρόφοι
ἀπ' τὸ καράβι τὸ γερό, ἦρθε ὁ χαλκιὰς κρατώντας
στὰ χέρια του τὰ σύνεργα τῆς χρυσικῆς· ἀμόνι,
σφυρί, καλόφτιαστη μασιά. Ν' ἀποδεχτῆ ζυγώνει
τὴν προσφορὰ κι ἡ Ἀθηνᾶ· δίνει χρυσάφι ὁ γέρος·
δουλεύει το καὶ χύνει το στὰ κέρατα ὁ τεχνίτης,
γιὰ νὰ χαρῆ τηρώντας το ἡ Ἀθηνᾶ, καὶ σέρνουν
ἀπὸ τὰ κέρατα τὸ ζῶ ὁ Ἐχέφρονας κι ὁ Στράτης.
Κι ἔφερνε ὁ Ἄρητος νερὸ σὲ πλουμιστὸ λεγένι, 440
τριφτὸ κριθάρι πανεριὰ κρατώντας στ' ἄλλο χέρι·
πελέκι κράταε κοφτερὸ ὁ λεβέντης Θρασυμήδης,
τὸ ζῶ νὰ κόψη. Σήκωνε ὁ Περσέας τὴ γαβάθα,
κι ὁ γέρος μὲ τὸ νίψιμο καὶ τὸ τριφτὸ κριθάρι
ἔκανε ἀρχὴ καὶ τὴ θεὰ θερμοπαρακαλοῦσε,
στὴ φλόγα ἀπάνω ρίχνοντας τοῦ κεφαλιοῦ τὶς τρίχες.
Καὶ σάνε προσευκήθηκαν κριθάρι πασπαλώντας,
τότες τοῦ Νέστορα μεμιὰς ὁ γιὸς ὁ ἀντρειωμένος
ὁ Θρασυμήδης ζύγωσε καὶ βάρεσε· τὰ νεῦρα
κόβουντ' ἀμέσως τοῦ ζνιχιοῦ, καὶ παραλεῖ ἡ δαμάλα· 450
κόρες καὶ νύφες σκούζουνε, σκούζει κι ἡ Εὐρυδίκη,
τοῦ Κλύμενου ἡ πρωτότοκη, τοῦ Νέστορα τὸ ταίρι,
Κι οἱ ἄλλοι καθὼς κράταγαν τὸ ζῶ ἀνασηκωμένο,
τοὺς τό 'σφαξε ὁ Πεισίστρατος, τὸ πρῶτο παλληκάρι.
Κι ἀπὸ τὰ κόκκαλα ἡ ψυχὴ μὲ τὸ αἶμα σὰν τοῦ βγῆκε,
μεμιὰς τὸ κομματιάσανε καὶ τὰ μεριὰ λιανίσαν,
ὅλα σωστά· τὰ τύλιξαν μὲ σκέπη, τὰ διπλῶσαν,
ὠμὰ κομμάτια ἀπὸ παντοῦ τοὺς θέσανε, κι ὁ γέρος
στὶς σκίζες τά 'καιε μὲ κρασὶ φλογάτο ραίνοντάς τα·
κι οἱ νέοι τὰ πεντόσουβλα κρατούσανε σιμά του. 460
Καὶ σὰν καῆκαν τὰ μεριὰ καὶ γεύτηκαν τὰ σπλάχνα,
κόψαν καὶ τ' ἄλλα, στὸ σουβλὶ τὰ πέρασαν, καὶ τότες
τὰ ψήσανε, τὰ μυτερὰ σουβλιά 'χοντας στὰ χέρια.
Καὶ τοῦ Τηλέμαχου λουτρὸ τοῦ δίνει ἡ Πολυκάστη,
κόρη στερνὴ τοῦ Νέστορα, τοῦ γόνου τοῦ Νηλέα.
Καὶ σὰν τόνε καλόλουσε, τὸν ἄλειψε μὲ λάδι,
καὶ μ' ὄμορφο τὸν ἔντυσε χιτώνα καὶ χλαμύδα,
ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ λούσιμο μὲ τοὺς θεοὺς παρόμοιος
καὶ πῆγε κάθισε σιμὰ στὸ Νέστορα τὸ ρήγα.
Καὶ τ' ἀποπάνω κρέατα σὰν ψῆσαν καὶ τὰ βγάλαν, 470
στὸ φαγοπότι κάθισαν, καὶ τίμια παλληκάρια
σκωθῆκαν καῖ κερνούσανε μὲ τὰ χρυσὰ ποτήρια.
Κι ἀπὸ φαγὶ κι ἀπὸ πιοτὸ σὰ φράθηκε ἡ καρδιά τους,
αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Νέστορας τοὺς εἶπε ὁ ἀλογολάτης.
“Παιδιά μου, τοῦ Τηλέμαχου φέρτε μεμιὰς καὶ ζέψτε
τὰ ὡριότριχα τ' ἀλόγατα, νὰ καλοταξιδέψη.”
Αὐτὰ εἶπε, καὶ τὸν ἄκουσαν, κι εὐτὺς στ' ἁμάξι ζέψαν
τ' ἀλόγατα τὰ γλήγορα. Κελάρισσα τοὺς βάζει
ψωμί, προσφάγι καὶ κρασὶ, σὰν πὄχουν οἱ ρηγάδες. 480
Πα στ' ὥριο ἁμάξι ἀνέβηκε ὁ Τηλέμαχος, καὶ δίπλα
ὁ ἀσίκης ὁ Πεισίστρατος τὰ χαλινάρια πῆρε
καὶ τ' ἄλογα μαστίγωσε· πρόθυμ' αὐτὰ πετάξαν
στοὺς κάμπους, πίσω ἀφήνοντας τὴν ἁψηλὴ τὴν Πύλο.
Πὰς στὰ λαιμά τους ὁ ζυγὸς ὁλημερὶς κουνοῦσε,
μὰ ὁ ἥλιος σὰ βασίλεψε, κι ἀπόσκιωναν οἱ δρόμοι,
στὶς Φῆρες σταματήσανε, στοὺς πύργους τοῦ Διοκλέα,
ποὺ ἤτανε γιὸς τοῦ Ὀρσίλοχου, καὶ ποὺ τ' Ἀλφειοῦ ἦταν 'γγόνι.
Ἐκεῖ ξενύχτησαν, κι αὐτὸς φιλόξενα τοὺς δέχτη. 490
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα,
ζέψανε, κι ἀν,εβήκανε στ' ὡριόφαντο τ' ἁμάξι,
κι ἀφήκανε τὰ ξώθυρα τοῦ βουητεροῦ τοῦ πύργου·
δίνει βιτσιὰ στ' ἀλόγατα, κι αὐτὰ γοργοπετάξαν,
κι ἴσια στοὺς κάμπους τοὺς σπαρτοὺς κατέβηκαν πετώντας,
καὶ δρόμο κόψανε πολὺ μὲ τὴν ὁρμὴ ποὺ πῆραν.
Κι ἔγειρ' ὁ ἥλιος τὸ βράδυ, κι ἀπόσκιασαν οἱ δρόμοι.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου